Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ Χριστιανοὶ τόλμησαν να ἀκολουθήσουν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τοὺς Ἱερούς Κανόνες, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μεταδίδοντας τὸν μολυσματικὸ ἰὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἄρχισε ὁ κανονιοβολισμός τους μὲ χαρακτηρισμοὺς ὅπως ʺεἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀκραῖοι, ταλιμπάν, ἐγωκεντρικοί, φανατικοί, ἀνυπάκοοι, κρίμαʺ κλπ. Τὸ λυπηρὸ εἶναι, ὅτι αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ δὲν προέρχονται μόνο ἀπὸ ὀπαδοὺς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λεγόμενους ʺἈντιοικουμενιστέςʺ.
Ἐπειδὴ τὰ μέχρι τώρα ἐπιχειρήματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Πίστη δὲν τυγχάνουν σοβαρῆς ἀντιμετώπισης, μιὰ καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς αὐθεντίας ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ καὶ καταχρασθεῖ οἱ προαναφερθέντες, ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τοὺς Ἅγιους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ τοὺς ἀπαντήσουν, τί πρέπει νὰ κάνουμε ὅταν ὑπάρχει αἵρεση (καταδικασμένη ἀπὸ Σύνοδο ἢ μὴ καταδικασμένη· ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ὀνόμασε τὸν Οἰκουμενισμὸ παναίρεση, χωρίς νὰ περιμένει κάποια Σύνοδο), καὶ ποιοί παραμένουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετίζοντες ἢὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπ’ αὐτούς;
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁρίζουν: «...Ὁμοίως καὶ οἱ λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ ἐναντία δογματίσασι μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοὶ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ Θεός... Ἀποσχίσθητε ἐκ μέσου αὐτῶν, ἵνα μὴ συναπολῆσθε αὐτοῖς ...ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς» (Διατ. Ἁγ. Ἀποστ. βιβλ. ΣΤ΄§Δ΄ καὶ Ε΄).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 8-9).
Ἡ Τρίτη Οἰκουμενικὴ σύνοδος: «Τοῖς δὲ ἀποστατήσασιν, ἡ ἀφισταμένοις Ἐπισκόποις, μηδόλως ὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον» (3ος Κανών).
«Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» (15ος Κανὼν τῆς ΑΒ' Συνόδου). Ἐδῶ πρέπει ὡς πρὸς τὸ «αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρωνκατεγνωσμένην» νὰ τονισθεῖ, ὅτι Ἅγιοι καὶ ἀναγνωρισμένοι Γέροντες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἤδη ἀποφανθεῖ καὶ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς αἵρεση καὶ μάλιστα παναίρεση.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεσιν μολυσμὸν ἔχειἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτούς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων»(Ρ.G. 99, 1669).
«Φυλάξατε ἑαυτοὺς τῆς ψυχοφθόρου αἱρέσεως, τῆς ὁποίας ἡ κοινωνία εἶναι ἀλλοτρίωσις Χριστοῦ» (Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅ.π. σελ. 1216) καὶ «οἶδεν ἡμῖν ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ διὰ τῶν ἐναντίων καὶ θλιπτικῶν οἰκονομεῖν τὰ συμφέροντα, μετὰ δὲ πάντα ἔργον τὸ φυγεῖν τὴν κοινωνίαν τῆς χριστομάχου αἱρέσεως, ἧς ἡ μέθεξις μελαίνει τὴν ψυχὴν καὶ ἀπόλλυσιν». (Σεργίῳ ὑπάτῳ καὶ ἐξαδέλφῳ) καὶ πρὸς ἄλλον λαϊκόν: «Διὸ παρακαλῶ σου τὴν θεοφιλίαν φυλάττεσθαι τῆς ἀθέου κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων… ὅτι περὶ ψυχῆς ἀθανάτου τὸ κινδυνευόμενον» (Λέοντι ἀρωματοπράτῃ). Ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ περὶ τῆς μοιχειανῆς αἱρέσεως, ποὺ ὄχι μόνον δὲν εἶχε καταδικαστεῖ, ἀλλ’ οὔτε κἂν ἐθεωρεῖτο αἵρεση.
Γράφει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γιὰ τὴν κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη, ὅταν ἀπεδείχθη ὅτι ὁ μὴ ἀκόμη καταδικασμένοςΠατριάρχης Νεστόριος (ὅπως ἀκριβῶς ὁ Βαρθολομαῖος στὶς μέρες μας) ἦταν λύκος καὶ ψευδοποιμένας: «ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινούπολης δὲν πηγαίνει πιὰστὶς ἐκκλησίες του (τοῦ Νεστορίου), ἐκτὸς ἀπὸ λίγους ἀνόητους καὶ κόλακες...» και συμβουλεύει «μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες (αὐτῷ), εἰ μένει λύκος ἀντὶ ποιμένος. Τοῖς δὲ ...διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ᾿ αὐτοῦ, κοινωνοῦμεν ἡμεῖς... ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας κἀκεῖνο λέγοντες αὐτοῖς· εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίῳ, μακάριοι, ὅτι τὸ τῆς καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ πνεῦμα ἐφ’ ἡμᾶς ἀναπέπαυται» (ἐπιστ. πρὸς τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση· τί νὰ κάνουμε μὲ αὐτούς, ποὺ κηρύττουν θέσεις διαφορετικὲς ἀπὸ αὐτὲς τῶν Ἀποστόλων:«Ἐκκλίνατε ἀπὸ αὐτῶν καὶ ἀποπηδᾶτε... Διὸ παρακαλῶ φεύγειν καὶ ἀποπηδᾶν αὐτῶν τοὺς συλλόγους» ( ΕΠΕ 17, 718). «Κρεῖττον γὰρ ὑπὸ μηδενός ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι» (Κατὰ Ἰουδαίων λόγος πρῶτος).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει στὸν λόγο Δ΄: «Ὅσα ἐναντιοῦνται φανερὰ τοῖς θείοις προστάγμασι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἐρωτῶμεν, μήτε νὰ λαμβὰνωμεν περὶ αὐτῶν συμβουλήν, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγωμεν ὅλαις ἡμῶν ταῖς δυνάμεις» ( Κλίμ. Λόγος Δ΄, περὶ ὑπακοῆς ρδ΄).
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ευγενικός στὴν ἀπολογία του γράφει: «πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι (ὅσο ἀπομακρύνομαι) τούτου καί τῶν τοιούτων (τοῦ ἑνωτικοῦ πατριάρχου Μητροφάνους καί τῶν λατινοφρόνων γενικῶς), ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας» (PG 160, 536BC-536CD), καὶ «Οὐδέποτε μὲ τὶς μέσες καταστάσεις, ἄνθρωπε μου, διορθώθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικά. Δὲν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καὶ ψεύδους…αὐτός ποὺ παρεκκλίνει λίγο ἀπό τὴν ἀλήθεια, στὸ ψεῦδος ἀνήκει» (ἐπιστολὴ πρὸς Γεώργιον Σχολάριον. P.G.160, 1082-1096).
Ὁ Μέγας Φώτιος μᾶς συμβουλεύει: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστίˑφυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει... φῦγε τὴν κοινωνία αὐτοῦ καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως…» (ΕΠΕ 12, 400, 31). Καὶ πάλι παρατηρητέον, ὅτι δὲν ὁμιλεῖ γιὰ καταδικασμένη αἵρεση ὁ Ἅγιος Φώτιος, ἀλλὰ γενικὰ γιὰ κάθε ἕνα ποὺ διαπιστωμένα αἱρετίζει.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπίσης, κατ’ ἀπολύτως παρόμοιο τρόπον καὶ χρησιμοποιῶν τὶς ἴδιες εἰκόνες μὲ τὸν μέγα Φώτιο, λέγει ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου τὰ ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικὰς ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους, ἀλλὰ παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία, καὶ τὰς μὲν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τὴν δὲ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καὶ φύγωμεν μᾶλλον ἢ φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως. Ὁ μὲν γὰρ ἐνδακών τὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καὶ προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ εὐσεβῆ καὶ σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ 10, 356).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (P.G. 35, 33-ΒΕΠΕΣ 33, 199) καί «γιατὶ αὐτῶν ποὺ τὸ φρόνημα ἀρνούμαστε πρέπει καὶ τῆς κοινωνίας νὰ ἀπέχουμε» (P.G. 26, 1188 BC).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἐξηγώντας τὸ Κατὰ Μάρκον η΄ 38, γράφει:«Ὅποιος ντρέπεται γιὰ τοὺς λόγους Μου, ὅποιος ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ἢ ἀρνιέται τὴν διδασκαλία Μου, ὅποιος διαστρέφει τοὺς λόγους Μου καὶ μὲ τὴν αἵρεση προκαλεῖ σύγχυση ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὅποιος φέρεται ἀλαζονικά στὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴν διδασκαλία Μου καὶ τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ ἄλλες, δικές του διδαχές ἢ ὅποιος κρύβεται σκόπιμα καὶ δὲν ὁμολογεῖ τὰ λόγια Μου μπροστὰ στοὺς ἰσχυρούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Αὐτός θὰ νιώσει καὶ τὴν δική Μου ντροπή, καὶ τὸν δικό του φόβο» («Καιρός Μετανοίας» Ὁμιλίες Β΄, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς).
Θὰ χρειαζόμασταν ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ὅλες τὶς πατερικὲς περικοπὲς ποὺ ὁρίζουν τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς κακόδοξους καὶ αἱρετίζοντες. Πόσο μᾶλλον ἂν ἀναφέρουμε καὶ τοὺς χαρακτηρισμοὺς τῶν Ἁγίων γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ὅπως «ὄφεις, μιξοθῆρες(μισοὶ ἄνθρωποι μισοὶ θηρία), ἀλητήριοι, συμμορία, τέρατα, διάβολοι, μισάνθρωποι, ὄργανα τοῦ σατανᾶ, κῦνες, βδελλύγματα, υἱοὶ τῆς ἀπωλείαςκλπ.». Ἂς φαντασθοῦμε, ἂν ζοῦσαν σήμερα οἱ Ἅγιοι καὶ ἔλεγαν αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, τί θα ἄκουγαν ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους, τοὺς ὑποστηρικτές τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας!
Ἂς ἀναλογισθοῦμε λοιπὸν ὁ καθένας μας, ποιοί ἔχουν δίκιο; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἢ οἱ Μεταπατερικοί;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου