.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ καὶ ΚΡΙΝΕΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ

Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὴν ἐπιφάνεια

τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Σαούλ, ὁ πρῶτος βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ἀποδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἂν καὶ δὲν τοῦ ἀφαιρέθηκε ἀμέσως ἡ βασιλικὴ ἐξουσία, ἔστειλε ὅμως ὁ Θεὸς τὸν δίκαιο Σαμουὴλ γιὰ νὰ χρίσει νέο βασιλιά:
–Σαμουήλ, πήγαινε στὸ χωριὸ τῆς Βηθλεέμ, στὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰεσσαί, διότι ἀνάμεσα στοὺς γιούς του ἔχω δεῖ κάποιον, ποὺ εἶναι ὅπως τὸν θέλω γιὰ νὰ γίνει βασιλιάς.
Ὁ Σαμουὴλ ὑπάκουσε στὴ θεία ἐντολή. Προσέφερε πρῶτα θυσία καὶ κατόπιν εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ Ἰεσσαὶ γιὰ νὰ βρεῖ αὐτὸν ποὺ ἔπρεπε νὰ χρίσει. Τότε εἶδε τὸν μεγαλύτερο γιό, τὸν Ἐλιάβ, καὶ εἶπε μέσα του: «Αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεωρεῖ ἄξιο ὁ Κύριος».
Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ ἀπάντησε μυστικά: «Μὴν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ὄψη τοῦ προσώπου του οὔτε ἀπὸ τὴν κορμοστασιά του, διότι ἐγὼ ἀπέρριψα αὐτὸν ποὺ ἐσὺ θεωρεῖς σπουδαῖο. “Ὅτι οὐχ ὡς ἐμ­βλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ Θεός, ὅτι ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν”». Ὁ Θεὸς δὲν βλέπει ὅπως βλέπει ὁ ἄνθρωπος, μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά, τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου.
Κατόπιν πέρασαν ἕνας-ἕνας καὶ οἱ ἄλ­λοι ἕξι γιοὶ τοῦ Ἰεσσαὶ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Προφήτη, ἀλλὰ δὲν ἦταν οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ.
–Δὲν ἔχεις ἄλλον γιό; ρώτησε ὁ Σαμουὴλ τὸν Ἰεσσαί.
–Εἶναι ἀκόμη ἕνας, ὁ πιὸ μικρός· βόσκει τὰ πρόβατα.
–Στεῖλε κάποιον νὰ τὸν φέρει.
. Ἔτσι, ἦλθε ὁ πιὸ μικρός, ὁ Δαβίδ, ποὺ ὁ πατέρας του δὲν εἶχε κἂν σκεφθεῖ νὰ τὸν φωνάξει. Ἦταν κοκκινωπός, μὲ ὡ­ραῖα μάτια· τὸ σημαντικότερο: ἦταν «ἀ­γαθὸς ὁράσει Κυρίου»· ἀγαθὸς καὶ ὡ­ραῖος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Σαμουὴλ τὸν ἔχρισε βασιλιὰ τοῦ Ἰσραήλ (Α´ Βασ. ιϚ´ [16] 1-13).
Τὸ γεγονὸς εἶναι σημαδιακὸ γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ. Ἐμεῖς ὅ­μως στὶς λίγες γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ σταθοῦμε ἁπλῶς σ᾿ ἕνα σημεῖο: στὴν ἀστοχία τοῦ Σαμουήλ. Εἶδε τὸν Ἐλιὰβ ὁ δίκαιος καὶ θεώρησε λανθασμένα ὅτι ἦ­ταν ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ.
Ποιός ἦταν ὁ Σαμουήλ; Ἦταν ὁ ἁγιασμένος, ὁ ἀφιερωμένος στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια. Οἱ Ἰσραηλίτες τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ πολὺ σεβασμὸ «ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» καὶ «ὁ βλέπων»! (Α´ Βασ. θ´ 6, 9). Ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔβλεπε· ἔβλεπε αὐτὰ ποὺ δὲν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι. Εἶχε καθαρὰ καὶ ἀνοι­χτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Ἦταν φωτισμένος.
Καὶ ὅμως, ἔκανε λάθος στὴν κρίση του. Τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς ὅτι ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι βλέπετε τὴν ἐπιφάνεια, δὲν βλέπετε τὸ βάθος. Ἐσεῖς· καὶ στὸ «ἐσεῖς» συμ­πε­ρι­έλαβε καὶ τὸν ἐκλεκτό Του. Ἀκόμη καὶ ὁ ἱερὸς Σαμουήλ, «ὁ βλέπων», δὲν βλέπει ὅπως βλέπει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος «μονώτατος», ἀποκλειστικὰ μόνο Αὐ­τὸς γνωρίζει τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων (Γ´ Βασ. η´ 39).
Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα βέβαιοι γιὰ τὶς κρίσεις μας· ὅτι δὲν εἶναι συνετὸ νὰ ἐκφέρουμε τελεσίδικες κρίσεις γιὰ πρόσωπα καὶ πρά­γματα.
«Μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε», συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἕως ἂν ἔλ­θῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. δ´ 5). Μὴν κάνετε καμία κρίση πρὶν ἀπὸ τὸν ὁρισμένο καιρό, μέχρι νὰ ἔλθει ὁ Κύριος. Αὐτὸς θὰ ρίξει ἄπλετο φῶς σ᾿ αὐτὰ ποὺ τώρα εἶναι κρυμμένα στὸ σκοτάδι, καὶ θὰ φανερώσει τὶς ἐσωτερικὲς σκέψεις καὶ ἀ­ποφάσεις τῶν καρδιῶν. Καὶ τότε τὸν ἔ­παινο στὸν καθένα θὰ τὸν ἀποδώσει ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεός.
Βέβαια ὁ Θεὸς μᾶς προίκισε μὲ τὸ λογικό. Μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε. Κάποτε ἐπιβάλλεται νὰ κρίνουμε: ποιὸν θὰ κάνουμε συνέταιρό μας, στενό μας φίλο, ποιὸν θὰ βάλουμε στὸ σπίτι μας κ.ο.κ. Ἄλλοτε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀσκήσουμε κρίση ὑπηρεσιακά: νὰ κρίνουμε ὑφισταμένους μας· ἢ ὁ δικαστὴς τὸν κατηγορούμενο. Σὲ ἄλλες περιστάσεις νιώθουμε ὅτι ἀξίζει νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ ἐπαινέσουμε, γιὰ νὰ ἐν­θαρρύνουμε κάποιον ἢ γιὰ νὰ στηρίξουμε κάποια καλὴ προσπάθεια.
Τέτοια κρίση, ποὺ ἐπιβάλλεται καὶ μπο­­ροῦμε νὰ κάνουμε, μᾶς τὴ διδάσκει ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή. «Ὑπερηφάνῳ ὀφθαλ­μῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συν­ήσθιον», ἔλεγε ὁ προφήτης Δαβίδ. Μὲ ἄν­θρωπο ποὺ ἔβλεπε τοὺς ἄλλους μὲ βλέμμα ἀλαζονικὸ καὶ περιφρονητικό, καὶ μὲ ἄνθρωπο ἄπληστο δὲν ἔτρωγα (Ψαλ. ρ´ [100] 5). Ὁ δὲ Κύριος εἶπε: «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί». Μὴ δίνετε τὸ ἅγιο μυστήριο τῆς πίστεως σὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν ἀναίσχυντα σὰν τὰ σκυλιά (Ματθ. ζ´ 6).
Κι ἐμεῖς λοιπὸν θὰ κρίνουμε, ὅταν αὐτὸ ἐπιβάλλει ἡ σύνεση καὶ τὸ καθῆκον. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι δὲν εἴμαστε πιὸ φωτισμένοι ἀπὸ τὸν δίκαιο Σαμουήλ. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι, ποὺ ὅση σοφία κι ἂν ἔχουμε, δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ μόνο ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τελικὴ καὶ δίκαιη κρί­ση ἀνήκει μόνο σ᾿ Ἐκεῖνον.
Ἡ κρίση λοιπὸν ἐπιτρέπεται, κάποτε καὶ ἐπιβάλλεται. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν κριτικὴ ἱκανότητα ποὺ ὁ Ἴδιος μᾶς ἔδωσε. Μᾶς ζητάει ὅμως νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀλαζονικὴ πεποίθηση γιὰ τὸ ἀλάθητο τῶν κρίσεών μας· ἡ κρίση μας νὰ εἶναι ὄχι μόνο συνετὴ ἀλλὰ καὶ ταπεινή.