«Τιμὴ Ἁγίων, μίμησις Ἁγίων». Αὐτὴ εἶναι ἡ διδαχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους Της: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Α΄ Κορ. 11). Νὰ μιμηθοῦμε λοιπὸν τοὺς Ἁγίους μας σημαίνει ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε συνέχεια στὴν μνήμη μας τὸν τρόπο ποὺ ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς διδαχές τους, ὅπως αὐτοὶ μᾶς τὶς παρέδωσαν. Ἰδίως σήμερα μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν σύγχυση καὶ τὴν χαώδης κατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητας ὁ λόγος τῶν Ἁγίων καὶ ἡ παραδοχή του ἐκ μέρους μας εἶναι παραπάνω ἀπὸ ἐπιτακτική. Τί θὰ ἔλεγαν γιὰ τὴν σημερινὴ χαοτικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἂν ζοῦσαν σήμερα οἱ Ἅγιοι μας;
Ἂς πάρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές τοῦ Ἁγ. Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του καὶ ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε, φαινόταν ὁμολογουμένως νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ ὑμνογράφος: «Βίβλος γνώσεως διδασκαλίας, πλούτῳ πίστεως συντεταγμένη, τῷ πανάγνῳ ἀνεδείχθης ἐν πνεύματι, ἀνακαλύπτων τὰ θεῖα τοῖς χρῄζουσι καὶ τὴν ζωήν θησαυρίζων τοῖς θέλουσι». Ἡ γλώσσα τοῦ ἁγίου εἶναι γεμάτη ἀγάπη, εἶναι παραινετική, συμβουλευτική, ἀλλὰ παράλληλα καυστικὴ καὶ ἀκριβοδίκαιη, μὴ λαμβάνοντας ὑπόψη ἀξιώματα καὶ σκοπιμότητες, ἀλλὰ ἀποσκοπώντας μόνον στὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ στὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πηγὴ χρησιμοποιῶ τὴν νεοελληνικὴ μετάφραση τῶν ἐπιστολῶν του ἀπὸ τό: Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἅπαντα τὰ ἔργα, ἐκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη, 2000.
Περὶ ὁμονοίας καὶ γιὰ ὅσους λόγῳ ἀνθρωπίνων παθῶν δὲν μποροῦν νὰ ὁμονοήσουν
Ἐπιστ. 370 — Στὸν Ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας:
«Μὲ τρομάζουν τὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ γράψω ὅσα ἔχω ὑποχρέωση. Γιατί, ἂν εἶμαι πατέρας, ὅπως ἐσὺ εἶπες, φοβᾶμαι τὴν καταδίκη τοῦ Ἠλί, ὁ ὁποῖος δὲν συνέτισε τοὺς υἱούς του, ὅταν ἁμάρταναν. Ἂν εἶμαι υἱός σου, ὅπως μᾶλλον νομίζω, ἔχοντας στὴν σκέψη μου τὸν μεγάλο ἐκεῖνο Μᾶρκο, ἔχω τὴν ἀγωνία, μήπως ὑποστῶ τὴν τιμωρία τοῦ Ἰωνάθαν, γιατὶ δὲν ἐμπόδισε τὸν πατέρα του…
Γιὰ νὰ μὴν συμβεῖ λοιπὸν καὶ ἐγὼ νὰ κατακριθῶ, καὶ ἐσὺ νὰ κριθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, σταμάτησε τὶς διαμάχες. Μὴ λοιπὸν τὴν ἄμυνά σου γιὰ τὴν προσβολή ποὺ δέχθηκες ἀπὸ τοὺς θνητούς, ποὺ σοῦ τὴν χρωστοῦν, τὴν μεταθέτεις στὴν ζωντανὴ Ἐκκλησία, κατασκευάζοντας ἔτσι γι’ αὐτὴν αἰώνια διχόνοια μὲ τὸ πρόσχημα τῆς εὐσεβείας».
Ἐπιστ. 112 — Στὸν μοναχὸ Φροντῖνο
«Ἂν πληγώθηκες μὲ λόγια καὶ ξέσπασες σὲ ἀσυγκράτητη ὀργή, πῶς μπορεῖς νὰ γίνεις ἐργάτης τοῦ ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου; Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα μάγουλο καὶ μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ τὸ ἄλλο, αὐτὸς εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος ὅτι σήκωσε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τῆς ζέστης, ἐννοώντας ὅτι ἐκπλήρωσε τέλεια τὶς ἐντολές Του.
Ἂν λοιπὸν ἐπιθυμεῖς ἐκεῖνες τὶς μεγάλες ἀμοιβές, μὴν ταράζεσαι γιὰ τοὺς κόπους ποὺ εἶναι μικρότεροι ἐκείνων, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ εἰσπράξεις τὸ δηνάριο, ἂν δὲν ἔχεις τὴ μαρτυρία τῆς τελειότητας τῶν κόπων σου».
Γιὰ τοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἐφαρμόζουν αὐτὰ ποὺ λένε
Ἐπιστ. 112 — Στὸν ἐπίσκοπο Εὐσέβιο:
«Ἡ διδασκαλία σου στὴν Ἐκκλησία εἶναι εὐχάριστη, καὶ μακάρι νὰ εἶναι καὶ εὐεργετική. Γιατὶ μοιάζεις μὲ ἐκεῖνον ποὺ πετάει πέτρες στὸν οὐρανὸ καὶ στέκεται στὸ σημεῖο ποὺ πρόκειται νὰ πέσουν, προσκαλώντας ἔτσι τὴν πτώση τους ἐπάνω του. Ἐὰν δηλαδὴ τὰ ἁμαρτήματά ποὺ ἐλέγχουμε φαίνονται ἐπάνω μας, καὶ μὲ τὰ ἔργα μας ἀρνούμαστε τὰ λόγια μας, ὄχι μόνον δὲν θὰ ἐμποδίσουμε τοὺς ἀκροατὲς ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ καὶ θὰ εἰσπράξουμε τὰ γέλια, ἐπειδὴ ἄλλα διδάσκουμε καὶ ἄλλα κάνουμε».
Γιὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀλλὰ καὶ ὅσους διαβάζουν, ἀλλὰ ἀγνοοῦν αὐτὰ ποὺ διαβάζουν
Ἐπιστ. 141 — Στὸν Ἀδαμάντιο:
«... Διάβαζε λοιπόν, γιὰ νὰ μαθαίνεις. Ἂν ὅμως δὲν θέλεις νὰ γνωρίζεις, μὴν διαβάζεις, γιὰ νὰ μὴν κατηγορεῖσαι, ὅτι ἀγνοεῖς αὐτὰ ποὺ διαβάζεις».
Γιὰ ὅσους πετοῦν τὰ ἅγια τοῖς κυσίν
Ἐπιστ. 153 — Στὸν πρεσβύτερο Ἡρακλείδη
«Τὸ “Νὰ μὴ μεταβεῖτε σὲ δρόμο εἰδωλολατρῶν“ σημαίνει νὰ μὴν συνταχθεῖτε μὲ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὸ φρόνημα. Ἐπίσης καὶ τὸ “Σὲ πόλη Σαμαρειτῶν μὴν εἰσέλθετε“, δὲν ἐννοεῖ νὰ ἀποφεύγουν τὴν συγκατοίκηση μαζί τους, ἀλλὰ νὰ μὴ σχετίζονται μὲ τὴ δυσσέβεια καὶ τὴν κακία τους“.
Γιὰ τὴν ὁμολογία Πίστεως καὶ τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας
Ἐπιστ. 235 — Στὸν Σερῆνο
«Ὁ Χριστός, ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιές, δὲν ρωτοῦσε τοὺς μαθητές Του, “Ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶμαι“, ἐπειδὴ τάχα δὲν γνώριζε τὴν ποικιλία τῶν ἀπόψεων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ διδάξει σὲ ὅλους τὴν ἀσφαλὴ ὁμολογία, τὴν ὁποία, ἀφοῦ τὴν ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, τὴν ἀπέθεσε ὁ Πέτρος ὡς βάση καὶ ἰσχυρὸ θεμέλιο, πάνω στὴν ὁποία ὁ Κύριος οἰκοδόμησε τὴν Ἐκκλησία Του».
Ἐπιστ. 238 — Στὸν Σερῆνο
«Πύλες τοῦ ἅδη ὁ θεϊκὸς λόγος ὀνόμασε τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀθέων καὶ τὶς βλασφημίες τῶν αἱρέσεων. Σ’ ὅλα αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία ἀντιστέκεται, ἀγωνιζόμενη μὲ σταθερότητα ἐναντίον τῶν πρώτων καὶ χωρὶς νὰ κυριεύεται ἀπὸ τὶς δεύτερες».
Ἐπιστ. 211 — Στὸν Χριστόδωρο
«“Ἀλλοίμονο σὲ ὅσες θὰ εἶναι ἔγκυες καὶ σ’ ὅσες θὰ θηλάζουν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες“, σημαίνει ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ ἐγκυμονοῦν τὸν θεῖο ἔρωτα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὸ θάρρος νὰ μιλήσουν μὲ παρρησία καὶ νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ὁμολογία καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀντίσταση, καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν νηπιώδη καὶ ἀτελῆ ἰδέα γιὰ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν διατηροῦν τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀμοιβῶν, ἀλλ’ ἔχουν ἀποχαυνωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις καὶ ἔχουν ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τὰ μελλοντικά».
Γιὰ ὅλους ὅσους ὑπερασπίζουν λόγοις ἢ ἔργοις τὴν αἵρεση, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν φαυλότητα τῶν ἱεραρχῶν, ἱερέων καὶ τῶν ἀρχόντων
Ἐπιστ. 39 — Στὸν μοναχὸ Θεοδόσιο
«Γιατὶ παραξενεύεσαι ἐπειδὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία ἑνὸς καὶ μόνου τιμωρεῖται ὁλόκληρη πόλη, πράγμα ποὺ γνωρίζεις, ὅτι ἔγινε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβίδ... Μὴν λοιπὸν ὑπερασπίζεσαι τὶς πονηρὲς πράξεις τοῦ, ὅπως νομίζει, ἐπισκόπου Εὐσεβίου, γιατὶ ἐξαιτίας ἐκείνου τὸ θυσιαστήριο ἔχει στερηθεῖ τοὺς λειτουργοὺς καὶ ἡ πόλη τοὺς κατοίκους. Καθόσον εἶναι δίκαιο, ἐκεῖνοι ποὺ χωρὶς κρίση ἀνέδειξαν τὸν ἀνάξιο, νὰ γευθοῦν τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους, ἀφοῦ ἀτίμασαν τὴν ἀρετὴ καὶ προτίμησαν τὴν τόσο φανερὴ κακία».
Τέλος τοῦ πρώτου μέρους.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου