.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τὸ μαρτύριο τῆς ἐν Χριστῷ μαρτυρίας



Δὲν ἔχουμε δικαίωμα σήμερα νὰ ἐγείρουμε λόγο διαμαρτυρίας γιὰ τὴ διαμορφωθεῖσα κατάσταση. Ὄχι. Θὰ εἶναι μία μορφὴ ὑποκρισίας καὶ ἀποποίησης τῶν εὐθυνῶν μας. Λὲς καὶ ὅ,τι συνέβαινε καὶ συμβαίνει γύρω μας τόσα χρόνια ἦταν ξένο, κρυφὸ καὶ ἄγνωστο. Σὰν νὰ μὴ συνέβαινε στὸ συγγενῆ μας, στὸ συμμαθητή μας, στὸ συνάδελφό μας, στὸ γείτονά μας. Ὄχι, δὲν ἔχουμε λόγο, διότι, ἂν στραφοῦμε ἔνδον καὶ κοιτάξουμε εἰλικρινὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε πὼς εἴμαστε συνένοχοι, ὁ καθένας μὲ τὸ μερίδιο ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ. Δὲν ἔχουμε λόγο νὰ παραπονούμαστε γιὰ τὴν ἄρδην ἀνατροπὴ τῶν πραγμάτων στὴν πατρίδα μας.
Αὐτὰ δὲ γίνονται μόνα τους, ἔτσι ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη. Καλλιεργήθηκε τὸ ἔδαφος καὶ προετοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς ἀντίχριστους, τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως, ποὺ πλάνεψαν τεχνηέντως καὶ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία ἀκόμη καὶ τοὺς καλοπροαίρετους. Σιγὰ σιγὰ καὶ λίγο λίγο νὰ ρίχνουν τὸ δηλητήριο καὶ νὰ προωθοῦν ταυτόχρονα τὴ δικαιολογία ἐκ τοῦ προχείρου καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ: «Ε, δὲν πειράζει, δὲν εἶναι καὶ τόσο σοβαρό». Ἔτσι, μέσα σὲ λίγα χρόνια διαμορφώθηκε ἡ κατάσταση αὐτή, ἡ ὁποία δὲ θὰ σταματήσει, φυσικὰ ἐδῶ. Ὑπάρχει πολὺ ἔργο ἀκόμη γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως. Καὶ θὰ συνεχίσουν διότι δὲ συναντοῦν μπροστά τους ψυχὲς ποὺ νὰ τοὺς ἐμπνέουν, ἀποφασισμένες γιὰ τὴν κατάθεση τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναμονὴ τῶν συνεπειῶν τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἐμπεριέχεται σ` αὐτήν, κατὰ τὰ εὐαγγελικό: «ἀποβήσεται δὲ ὑμὶν εἰς μαρτύριον». (Λουκᾶ, 21,13)
Χωρισμένος πλέον ὁ κόσμος σὲ δύο στρατόπεδα, ἀφήνει μία ξεκάθαρη...
εἰκόνα καὶ συνεπῶς τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ τοποθετηθεῖ καὶ νὰ ὁρίσει τὴ συμπεριφορά του στὴν καθημερινότητα. Ὅταν ὁ ἄλλος ζεῖ στὸν κόσμο τὸ δικό του, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲ ζεῖ σήμερα τυχαία. Δὲ ζεῖ ἔτσι ὅπως ζοῦσε κάποτε ἀκατάρτιστος. Ἔχει ἰσχυρὴ ἐπιχειρηματολογία καὶ μάλιστα μελετημένες ἐνδελεχῶς καὶ σχολαστικῶς ἀπαντήσεις γιὰ τὰ πάντα, ἀφοῦ ἔχει διδαχθεῖ πρῶτα στὰ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων τὴν ἀπιστία καὶ ἔχει ποτιστεῖ μέχρι τὸ μεδούλι του. Ἔχει ξεσηκώσει καὶ ὅλες στὶς ἐπιστημονικὲς καὶ πειστικὲς ἀποδείξεις περὶ τοῦ ἀληθοῦς τῶν πιστευομένων του. Ἔχει παρακολουθήσει πανεπιστημιακὲς διαλέξεις μὲ ἀπόψεις ποὺ τὸν «βολεύουν». Ἔτσι παράλληλα ἔχει ἥσυχη καὶ τὴ συνείδησή του, ἂν τῆς ἔχει μείνει κάποιο εὐαίσθητο σημεῖο, καὶ καθηλώνει τοὺς ἀντιλέγοντες, βγάζοντάς τους κατὰ τὴν παλαιστικὴ ὁρολογία, νὸκ ἄουτ.
Ἡ ἁμαρτία ἐπιστημονικοποιήθηκε. Ἡ ἁμαρτία μελετήθηκε σήμερα κατὰ τρόπο ἄριστο καὶ προσφέρεται καὶ διδάσκεται μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο. Γιὰ νὰ τὴν ἀποδείξει ὁ ἀρνητὴς τῆς πίστεως στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους ὡς ἀκίνδυνη, ὡς μὴ ἔχουσα περιεχόμενο καὶ ἔρεισμα σὲ κάποιο ἠθικὸ ἢ πνευματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν μὴ ὑπάρχουσα αἰωνιότητα. Γιὰ νὰ ἀντιπαρέλθει ὅποιες ἐσωτερικὲς ἀναστολὲς καὶ νὰ τὴν προσφέρει πρὸς ἀπόλαυση στὸν κάθε ἄνθρωπο μέχρι τὴν τελευταία της σταγόνα, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει συνένοχό του καὶ νὰ νοιώθει τὴν ἀπάνθρωπη παρηγοριὰ τῆς συνενοχῆς.
Ἡ ἁμαρτία ἀνέβηκε ἐπίπεδα ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Ἀναβαθμίστηκε, ἀφοῦ ἀρχικὰ καὶ σταδιακὰ «ἀποποινικοποιήθηκε», ἀποχαρακτηρίστηκε καὶ διαγράφηκε ἀπὸ τὴ συνείδηση ὡς κάτι βλαπτικὸ καὶ ἀρνητικό. Ἔφτασε στὸ ἐπίπεδο τοῦ διδακτορικοῦ, ἐνῶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔμεινε πίσω. Ἔμεινε στὰ στοιχειώδη ἐπίπεδα ποὺ ἤξερε τόσους αἰῶνες. Εἶναι καιρὸς νὰ κάνει μεταπτυχιακὸ στὰ ἀνθρώπινα σχολεῖα, γιὰ νὰ μάθει κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴ δουλειά του. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀστεῖο. Ὑπάρχει στὸ γεροντικὸ ἕνα περιστατικὸ μὲ ἕναν καλόγερο, ποὺ ἦταν λαίμαργος.
«Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἦταν σ` ἕνα μοναστήρι κάποιος μοναχὸς πολὺ λιχούδης. Ὅταν ἦρθε ἡ Καθαρὴ Δευτέρα, ὁ ἡγούμενος εἶπε στοὺς μοναχούς τῆς Μονῆς:
-Ἀδελφοί, ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ οὔτε ἐγὼ οὔτε ἐσεῖς δὲν θὰ τρῶτε ἀρτύσιμα φαγητά.
Ὕστερα κρέμασε τὸ κλειδὶ σὲ ἕνα σημεῖο. Μία μέρα, λαίμαργος μοναχὸς ποὺ εἶδε τὸ μέρος ὅπου ἦταν κρεμασμένο τὸ κλειδί, τὸ πῆρε κρυφά, ἄνοιξε τὸ ψυγεῖο καὶ πῆρε ἕνα αὐγό, γιὰ νὰ τὸ φτιάξει καὶ νὰ τὸ φάει. Ὁ ἡγούμενος, ποὺ γνώριζε τὴν ἀδυναμία τοῦ μοναχοῦ, τὴν ἴδια μέρα πῆγε στὸ κελὶ του ξαφνικὰ καὶ τὸν ‘’συνέλαβε’’ νὰ ἔχει βάλει τὸ αὐγὸ πάνω στὴν τρύπα ἑνὸς μεγάλου κλειδιοῦ καὶ νὰ τὸ ψήνει μὲ τὰ κεριά.
– Καλά, δὲν ντρέπεσαι λίγο; Τί ‘ναι αὐτὰ πού κάνεις; Ἦρθες ἐδῶ νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου ἢ γιὰ νὰ πᾶς στὴν κόλαση; Δὲν ξέρεις ὅτι ἡ λαθροφαγία ὁδηγεῖ στὸν πύρινο ποταμό;
– Τὸ ξέρω! Ἥμαρτον! Ἥμαρτον, γέροντα. Ὁ διάβολος μ’ ἔβαλε! Ὁ τρισκατάρατος μὲ δίδαξε αὐτὸ τὸ μάθημα.
Τότε ἀκούγεται μία φωνὴ, σὰν οὐρλιαχτὸ λύκου:
– Ψέματα λέγει! Ἐγὼ αὐτὸ τὸ κόλπο δὲν τὸ γνώριζα. Αὐτὸς τ’ ἀνακάλυψε! Ἐγὼ ἀπ’ αὐτὸν τὸ ‘μαθα καὶ τὸ μαθαίνω σὲ πολλοὺς δόκιμους μοναχούς!».
Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μία μαρτυρία ἰσχυρὴ καὶ ζωντανὴ γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ὅμως πρόκληση γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς συνεργούς του καὶ θέλοντας καὶ μή, καθίσταται μαρτύριο. Διότι δὲν «ἁρμόζει» ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ σ` αὐτὸν τὸν κόσμο. Εἶναι ζωὴ γιὰ ἄλλες ἐποχές, γιὰ καθυστερημένους, γιὰ ὀπισθοδρομικούς.
Ἀλλά, ἀφοῦ πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄Κορ. 2,2), δὲ μᾶς σταματάει τὸ κακό. Δὲ φοβόμαστε οὔτε τοὺς νόμους τοῦ κράτους, ὅταν εἶναι ἀντίχριστοι. Δὲν ἀποκλίνουμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Δὲν ὑπολογίζουμε τὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων γιά μᾶς, ἀλλὰ τί λέει ἡ καρδιά μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲ θὰ ὁρίσει τὴ ζωή μας ἡ γνώμη τοῦ καθενός, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ διδασκαλίες τῶν Ἁγίων. Δὲ μᾶς νοιάζει ὁ κόσμος, ὅπως θέλει νὰ ζεῖ, ἐκτός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ φόβος εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Δὲν ἔχει θέση στὴν καρδιὰ ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, διότι: «πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ.10,13). Ἂς θυμηθοῦμε τὸ παλικαράκι, τὸν ἅγιο Εὐγένιο Ροντιόνωφ, ποὺ δὲ φοβήθηκε τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη μας, πρὶν ἀπὸ δύο δεκαετίες.
Ζοῦσε σὲ κάποιο ἀκριτικὸ χωριὸ τοῦ Κιλκὶς ἕνας εὐλογημένος ἱερέας, Πόντιος στὴν καταγωγή, ὁ πατὴρ Κωνσταντῖνος, τὸν ὁποῖο ἐπισκέπτονταν πολλοὶ καὶ ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ἦταν ἤδη ὑπερήλικας καὶ ἀσθενής. Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν τὶς δυσκολίες ποὺ περνοῦσαν στὴ ζωή τους, συνήθιζε νὰ ἐπαναλαμβάνει μία λαϊκὴ ποντιακὴ φράση: «Ὁ Θεὸν δεῖ τὸ ταλᾶν, δεῖ καὶ τὸ τερμᾶν». Δηλαδή, μὴν ἀνησυχεῖτε, ὁ Θεὸς δίνει τὸ βάσανο ἀλλὰ δίνει καὶ τὸ τέλος του.
Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἔχουμε στὴν πατρίδα μας τέτοιους διωγμούς, ἀλλὰ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας. Χωρὶς πολλὰ λόγια, χωρὶς ἀναζήτηση ἀπολογητικῆς ἱκανότητας. Ὅποιος θέλει, θὰ τὰ ἀκούσει. Δὲ θὰ ἀφήσουμε νὰ ὑπερέχει τὸ θράσος τῶν ἀπίστων ἔναντι τῆς ἀλήθειας. Εὐγενικά, λακωνικὰ καὶ σταθερά. Ὅποιος θέλει: «ἐρχέσθω καὶ ἰδέτω». Οἱ καλοπροαίρετοι, χάριτι Θεοῦ, θὰ ἀποκαλυφθοῦν. Οἱ λοιποὶ τὸ δρόμο τους κι ἐμεῖς τὸ δρόμο μας.
«Ἡ γὰρ καύχησις ἠμῶν αὔτη ἐστι, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἠμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς» (Β΄ Κορ.1,12), γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους καὶ ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας, σχολιάζοντας τὸ τοῦ Θεοδωρήτου: «Ἠμὶν τὴν παρρησίαν ἡ τοῦ συνειδότος παρέχει μαρτυρία», συμπληρώνει: «Ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται, ἄξιζε πολὺ περισσότερο ἀπὸ μύριες ἄλλες μαρτυρίες. Διότι ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ φωνὴ τῆς πεφωτισμένης συνειδήσεως εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει παρακάτω: «Ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία. Δηλαδή, τίποτε δολερό, οὔτε ὑποκρισία οὔτε εἰρωνεία οὔτε κολακεία οὔτε ἐχθρικὰ καὶ πονηρὰ σχέδια καὶ ἀπάτη. Ἀλλὰ μὲ καθαρὴ καὶ ἀπονήρευτη διάθεση, μὲ ἄδολη σκέψη».
Ἡ μαρτυρία «φέρει» καὶ τὸ μαρτύριο. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστης μὲ ἀγάπη καὶ σταθερότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἰσχυρὴ πεποίθηση ὡς ἀντίσταση στὸ κακό, εἶναι μαρτυρικὴ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ὑπολογίζει ὡς πραγματικὸ μαρτύριο, ὅταν γίνεται μὲ φιλότιμο καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ καθενός μας. Καὶ εἶναι πολλὲς οἱ περιστάσεις σήμερα, ποὺ ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ ὁμολογήσει. Νὰ πονέσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει τόσες εὐλογίες.
Στὶς ξένες χῶρες ἔχουν ἔθιμο στὴν ἀρχὴ κάθε χρονιᾶς, νὰ παίρνουν ἀποφάσεις γιὰ τὸ νέο χρόνο, τὶς λεγόμενες New Year`s Resolutions. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νὰ βάλουμε ὡς νέα ἀπόφαση στὴ ζωή μας τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας κατὰ τὸ δυνατόν, γιὰ δική μας ὠφέλεια ἀλλὰ καὶ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων ποὺ συναναστρεφόμαστε.
Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἀλήθεια νὰ φοβᾶται τὸ ψέμα! Τὸ φῶς νὰ τρέμει τὸ σκοτάδι! Ὄχι! Χίλιες φορὲς ὄχι! Εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν δαιμόνων, κατὰ τὸν μακαριστὸ ἐπίσκοπο Αὐγουστίνο Καντιώτη.

Σάββας Ἠλιάδης
Κιλκίς, 21- 12-2015

Όσιος Πορφύριος: Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή...



Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή...
Σήμερα οι άνθρωποι ζητούν να τους αγαπήσουν και γι’ αυτό αποτυγχάνουν.

Το σωστό είναι να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς Τον Χριστό και τους ανθρώπους.
Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή.

«Αγάπα όλους»
Δεν πρέπει να κάνεις τον χριστιανικό σου αγώνα με κηρύγματα και αντιδικίες, αλλά με πραγματική μυστική αγάπη. Όταν αντιδικούμε, οι άλλοι αντιδρούν. Όταν τους αγαπάμε, συγκινούνται και τους κερδίζουμε.
Όταν αγαπάμε, νομίζουμε ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι Του Θεού.

«Όταν αγαπάς Τον Χριστό, αγαπάς όλους»
«Ο Χριστός είναι η Εκκλησία και η Εκκλησία είναι Ο Χριστός, που μας έχει προσλάβει όλους στον Εαυτό Του. Όταν αγαπάς Τον Χριστό, αγαπάς συγχρόνως όλους τους ανθρώπους, χωρίς να ρωτάς αν οι άνθρωποι είναι άξιοι της αγάπης ή ακόμη αν την αποδεχθούν ή την απορρίψουν.

Όταν θέλεις να συναντήσεις Τον Χριστό, θα Τον βρεις στο χώρο της Εκκλησίας, γιατί εδώ είναι ενωμένη ολόκληρη η ανθρωπότητα με Τον Θεό στο Πρόσωπο Του Χριστού. Δεν μπορεί να επικοινωνείς με Τον Χριστό και να μην τα έχεις καλά με τους άλλους ανθρώπους».

Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

«Πῶς σώζεται ὁ ἄνθρωπος»

Οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ θεῖοι Πατέρες ἔγραψαν στά ἅγια βιβλία γιά τή δύναμη πού ἔχει ἡ μετάνοια καί πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ, ὅταν μετανοήσει εἰλικρινά. Ὅλες οἱ ἐντολές πού βρίσκονται στά ἱερά κείμενα ἔχουν σκοπό νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη του καί νά μπεῖ στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ἡ σωτηρία μας εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Τί νά κάνουμε, εἶπε ὁ Κύριος, ὅλα τ᾿ ἀγαθά τῆς γῆς, ἄν χάσουμε τήν ψυχή μας; Ἡ ψυχή μας ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἔχουμε στήν καρδιά μας τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί νά προχωρᾶμε στή ζωή αὐτή μέ σύνεση καί προσοχή.

Προσοχή σέ ὅλα καί ἰδιαίτερα στά σαρκικά πάθη, πού κατατρῶνε τήν ψυχή μας. Τά Σόδομα τά κατέστρεψε ὁ Θεός γιατί οἱ ἄνθρωποι ἦσαν μόνο «σάρκες» καί δέν ὑπῆρχε μέσα τους τίποτε τό πνευματικό. Ἦσαν γεμᾶτοι ἀπό πνευματική ἀκαθαρσία καί γι᾿ αὐτό τούς ἀποστράφηκε ὁ Θεός.

Γιά τήν πορνεία μόνο ἑνός ἀνθρώπου θανατώθηκαν σέ μιά ὥρα εἴκοσι πέντε χιλιάδες Ἰσραηλίτες. Ἀπό ποιά αἰτία ξέπεσε καί ὁ γίγαντας Σαμψών, πού ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἦταν ἀφιερωμένος στόν Θεό; Ἐμόλυνε τό σῶμα του μέ τήν πορνεία καί παρέδωσε τά μέλη του στήν ἁμαρτία. Καί ἐνῶ ἔκανε τόσο μεγάλα καί φοβερά πράγματα, ἔπεσε γιατί δελεάστηκε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, τόν ἔπιασαν καί δεμένο τόν παρέδωσαν στούς ἐχθρούς. Τό ἴδιο ἔπαθε ὁ προφήτης καί βασιλιάς Δαβίδ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαμψε ὁ Χριστός. Γιά νά μήν προσέξει, μόνο γιά μιά στιγμή, δελεάστηκε ἀπό τήν ὀμορφιά μιᾶς γυναίκας καί ἔπεσε στό φοβερό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός τόν τιμώρησε. Ὁ Δαβίδ ὅμως μετανόησε μέ δάκρυα γιά τό σοβαρό αὐτό ἁμάρτημα καί ὁ Θεός τόν συγχώρεσε.

Μέ ὅλ᾿ αὐτά πρέπει νά καταλάβεις ὅτι ὁ Θεός δέν κάνει ἐξαιρέσεις καί τιμωρεῖ ὅλους, ἄσχετα ἄν αὐτοί εἶναι προφῆτες, ἱερεῖς, κριτές, ἄρχοντες καί ἄλλοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, προορισμένοι νά φανερώσουν τό ὄνομά Του στούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός δέν ἐκδικεῖται, ἀλλά τιμωρεῖ μέ παιδαγωγικό τρόπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά καταλάβει τό σφάλμα του, νά συνέλθει, νά ξυπνήσει ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά ζητήσει τό ἔλεος Του. Ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά μπορεῖς νά καταλάβεις ὅτι καί τούς ἁγίους τιμωρεῖ ὁ Θεός, ὅταν παραβαίνουν τίς ἐντολές Του. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ γράφει ὅτι ὁ Θεός δέν ὑπολογίζει οὔτε γέροντες, οὔτε νέους, γιά νά δείξει μ᾿ αὐτό ὅτι γνήσιοι καί ἀγαπημένοι του εἶναι ὅσοι ἔχουν μέσα τους τόν θεῖο φόβο καί ζοῦν μέ εὐλάβεια, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. Ἅγιοι γιά τόν Θεό, εἶναι ἐκεῖνοι πού τηροῦν τίς ἐντολές Του καί ἔχουν καθαρή συνείδηση. Αὐτοί πού περιφρονοῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τούς περιφρονεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τούς ἀποστρέφεται καί παίρνει τή χάρη Του ἀπ᾿ αὐτούς.

Τόν Βαλτάσαρ γιατί τόν τιμώρησε; Γιατί τόλμησε νά καταφρονήσει τά ἅγια ἐκεῖνα ἀφιερώματα πού ἅρπαξε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί νά τά χρησιμοποιήσει αὐτός καί οἱ παλλακίδες του. Ἔτσι καί ὅσοι ἀφιερώνουν τά μέλη τους στόν Θεό καί μετά τολμοῦν νά τά χρησιμοποιήσουν γιά ἁμαρτωλές πράξεις, τιμωροῦνται αὐστηρά ἀπό τόν Θεό.

Ἄς μή περιφρονοῦμε λοιπόν τούς θείους λόγους καί τίς ἀπειλές πού ὑπάρχουν στίς ἅγιες Γραφές. Ἄς μή παροργίζουμε τόν Θεό μέ τά ἄτοπα ἔργα μας καί μέ τίς παρανομίες μας. Ἄς μή μολύνουμε τό σῶμα μας πού εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Γιά νά σωθοῦμε χρειάζεται νά μισήσουμε τά πράγματα τοῦ κόσμου, δηλαδή τήν ἁμαρτία καί τά ὑλικά ἀγαθά. Ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι σ᾿ αὐτά δέν ἔχουμε ἐλπίδα σωτηρίας, γιατί ὁ Θεός φεύγει ἀπό κοντά μας, καί χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε.

Στή σωτηρία μας βοηθάει πολύ ἡ σκέψη τοῦ θανάτου. Οἱ πατέρες τό ὀνομάζουν αὐτό «μνήμη θανάτου». Ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι μιά μέρα θά φύγουμε ὁπωσδήποτε ἀπό τή ζωή αὐτή θά προετοιμαζόμαστε γιά τήν ὥρα πού θ᾿ ἀπολογηθοῦμε στόν Κριτή.

Τό στεφάνι τῆς νίκης τό δίνει ὁ Χριστός μόνο σ᾿ αὐτούς πού πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου ἔχουν βάλει τή σωτηρία τους καί ἀγωνίζονται γι᾿ αὐτήν. Ἄν ὅμως σάν ἄνθρωπος νικηθεῖ κανείς ἀπό τόν διάβολο καί πέσει, δέν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται, ἀλλά νά σηκώνεται καί πάλι ν᾿ ἀγωνίζεται μέχρις ὅτου νικήσει.

Ποτέ μή σκέφτεσαι ὅτι θά ζήσεις πολλά χρόνια, γιατί αὐτό δέν ἐξαρτᾶται ἀπό σένα, ἀλλά ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μόνο Ἐκεῖνος πού ὁρίζει χρόνους καί καιρούς, γνωρίζει πότε συμφέρει τήν ψυχή μας γιά νά φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή. Μήν ἐπιζητεῖς πρόσκαιρα ἀγαθά, γιατί αὐτά φεύγουν καί διαλύονται σάν καπνός. Σκοπός σου νά εἶναι μόνο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου καί τίποτε ἄλλο.

Γι᾿ αὐτό νά μή γίνεσαι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σκέψη σου νά εἶναι συνεχῶς στή μέλλουσα μακαριότητα καί νά παρακαλεῖς τό Θεό νά σέ κάνει κληρονόμο της.

Πρόσεξε τά νιάτα σου νά τά περάσεις μέ ἀρετές, ὥστε νά ἔχεις καί εὐλογημένα γηρατειά. Ἀκόμη νά προσέξεις νά μή κυριέψει τήν ψυχή σου ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλοῦτου, γιατί αὐτή ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Πλοῦτος γιά σένα νά εἶναι ἡ ἀρετή. Νά συντρίψεις τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο, ὅπως ἡ ραγδαία καί ὁρμητική βροχή συντρίβει τά δέντρα.

Σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν ἀδικήσει, ὅταν ταπεινωθοῦν καί ὁμολογήσουν τό σφάλμα τους, οἱ δικαστές εἶναι ἐπιεικεῖς, ἐνῶ ἐκεῖνοι πού δέν μετανοοῦν περνᾶνε μεγαλύτερα βασανιστήρια. Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί ζητήσεις τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος θά σέ βοηθήσει, ἐνῶ ὅταν ἐπιμένεις στόν ἐγωϊσμό σου θά σέ τιμωρήσει αὐστηρά. Ὅταν ὁ Θεός ἐπιτρέπει καί μᾶς ἔρχονται θλίψεις καί στενοχώριες, νά μήν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά νά ὁμολογοῦμε μέ ταπείνωση ὅτι εἴμαστε ἄξιοι τῆς τιμωρίας.

Ἐάν δέν ταπεινωθοῦμε καί δέν αἰσθανθοῦμε τήν ἀρρώστια μας, ὁ Θεός θά μᾶς ἐγκαταλείψει, καί τότε οἱ θλίψεις, οἱ στενοχώριες κι᾿ οἱ πειρασμοί θά εἶναι ἀκόμη πιό βαρεῖς, γιατί δέν θά ἔχουμε τόν Θεό συμπαραστάτη στήν ἄρση τοῦ φορτίου μας.

Εἶναι ἀδύνατο νά διορθωθοῦμε καί νά σωθοῦμε ἄν δέν ταλαιπωρηθεῖ ἡ σάρκα μας. Ἀκόμη πρέπει νά τρέχουμε συχνά στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, γιά νά καθαρίζεται ἡ ψυχή μας.

Ὅταν θέλει κανείς νά προσφέρει ἕνα δῶρο στόν ἐπίγειο βασιλιά, πηγαίνει μέ χαρούμενο πρόσωπο. Κι ὅταν ἔρχεται στόν οὐράνιο Βασιλιά γιά νά τοῦ ζητήσει κάτι, πρέπει νά προσεύχεται μέ δάκρυα στά μάτια.

Ὅπως τό πρόβατο, ὅταν φύγει ἀπό τή μάνδρα καί περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔχει φόβο νά πέσει στή φωλιά τῶν λύκων, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού φεύγει ἀπό τή μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει κίνδυνος νά πέσει στίς παγίδες τοῦ διαβόλου.

Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πάνω του πολύτιμο μαργαρίτη, φοβᾶται μήπως τοῦ τόν κλέψουν οἱ ληστές, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού βαδίζει τόν δρόμο τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως πρέπει νά φυλάει μέ πολλή προσοχή τόν μαργαρίτη τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως ὁ ἄνθρωπος σέ ἡμέρα πένθους πίνει πολύ κρασί καί μεθώντας ξεχνάει τόν πόνο του, ἔτσι κι αὐτός πού θά μεθύσει ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, ξεχνάει ὅλα τά εὐχάριστα τοῦ κόσμου καί σκέφτεται μόνο Ἐκεῖνον καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀπό τό βιβλίο:“Ἡ ἄσκηση στή ζωή μας”
Βασισμένο στούς Ἀσκητικούς Λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου.

http://www.hristospanagia.gr

Πρακτικές πνευματικές συμβουλές

Ό,τι κι αν μας συμβούλευε ο γέροντας Μακάριος, πάντοτε τοποθετούσε την ταπείνωση στην πρώτη γραμμή των συμβουλών του. Από αυτήν την αρετή παρήγαγε όλες τις επόμενες αρετές που συναποτελούν το ήθος του αληθινού Χριστιανού. Αυτή είναι η ουσία των μαθημάτων, που ο γ. Μακάριος δίδαξε σε όλους, όσοι διψούσαν για τις εντολές και την καθοδήγησή του:...

να εξετάζεις τη συνείδησή σου,
να πολεμάς συνεχώς με τα πάθη σου,
να καθαρίζεις την ψυχή σου από τις αμαρτίες,
να αγαπάς το Θεό εν απλότητι καρδίας,
να πιστεύεις σ’ αυτόν χωρίς υπολογισμούς,
να έχεις ακατάπαυστα ενώπιόν σου το απεριόριστο έλεός του, και με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να Τον δοξάζεις και να Τον ευλογείς σε όλες τις δυσάρεστες περιστάσεις της ζωής,
να αναζητάς τη δική σου ενοχή, και να συγχωρείς κάθε παράπτωμα του διπλανού σου εναντίον σου, ούτως ώστε να αποσπάσεις το έλεος του Θεού για τις δικές σου αμαρτίες,
να προσπαθείς να θεμελιώσεις μέσα σου την αγάπη για το διπλανό σου,
να περισώζεις την ειρήνη και την ηρεμία στην οικογένεια και τους γνωστούς σου,
να θυμάσαι πιο συχνά τις εντολές του Θεού και να προσπαθείς να τις εκπληρώσεις, καθώς επίσης και τους κανόνες της Εκκλησίας,
όσο είναι δυνατόν, να πηγαίνεις για εξομολόγηση και να μετέχεις των Θείων Μυστηρίων αρκετές φορές το χρόνο,
να τηρείς και τις τέσσερις περιόδους νηστείας, καθώς και τις Τετάρτες και τις Παρασκευές,
να παρακολουθείς τις ακολουθίες και τη Θεία Λειτουργία σε κάθε εορτή,
να λες πρωινές και βραδινές προσευχές και ακόμη μερικούς ψαλμούς κάθε μέρα, και, αν το επιτρέπει ο χρόνος, να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές των Αποστόλων,
να προσεύχεσαι κάθε πρωί και βράδυ για την ανάπαυση των κεκοιμημένων και τη σωτηρίου των ζωντανών (…)
Αν, για οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορείς να εκπληρώσει αυτά τα καθήκοντα, τότε να επιτιμήσεις τον εαυτό σου ώστε να μετανοήσεις ειλικρινά, και να πάρεις σταθερή απόφαση να μην αποτύχεις ξανά στο μέλλον. Προσευχήσου ακόμη για εκείνους για τους οποίους έχεις κάποια κακή επιθυμία, γιατί αυτός είναι ο σιγουρότερος τρόπος για την εν χριστώ συμφιλίωση.

Από τις “Αναμνήσεις ενός Πνευματικού Υιού” του βιβλίου “Γέρων Μακάριος της Όπτινα”

Να προσεύχεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από το Θεό. Να δουλεύεις σαν όλα να εξαρτώνται από σένα



Να προσεύχεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από το Θεό. Να δουλεύεις σαν όλα να εξαρτώνται από σένα.

Η Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής. 

Να μη λατρεύεις το Θεό που εσύ δημιούργησες, αλλά το Θεό που δημιούργησε εσένα. 

Πίστη είναι να πιστεύεις αυτό που δεν βλέπεις, η ανταμοιβή είναι να δεις αυτό που πιστεύεις. 

Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από το Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στο Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου. 

Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι».

Ιερός Αυγουστίνος 

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ



Ἀκούμπησε τὸ φορτίο μὲ τὰ ξύλα στὸν ὀγκόλιθο ποὺ ἐξεῖχε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ ἀνήφορος τῆς ἔκοψε τὰ πόδια. Κοντοστάθηκε νὰ πάρει ἀνάσα, σκούπισε μὲ τὴν ποδιὰ τὸ ξαναμμένο της πρόσωπο. Ἀμνοεριφάκια παιχνιδιάρικα, λιγοστά, μετρημένα στὰ δάχτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς – τὸ μικρό της ποίμνιο - τὴν προσπέρασαν ἀνυπόμονα κι ἔτρεξαν βιαστικὰ γιὰ τὸ στέκι τους. Ὁ ἥλιος, ξεφεύγοντας γιὰ μιὰ μονάχα στιγμὴ ἀπ’ τὰ πυκνὰ σύννεφα, ἔστειλε τὸ τελευταῖο χάδι του στὴ γῆ καὶ βούτηξε πρὸς τὴ δύση χλωμός.

Ἕνα κλάμα διέκοψε τὴ σιγαλιὰ τῆς βραδιᾶς. Ἡ λιγνὴ σιλουέτα της ἔγειρε πρὸς τὸ φορτίο. Ἀνασήκωσε ἀπ’ τὸν σωρό, τυλιγμένο προσεκτικὰ στὰ σπάργανά του, τὸ μωρό της. Τὴν εἶχε τυραννήσει σήμερα. Ἀνήμπορο ἦταν; Πεινοῦσε; Τρόμαξε ἀπὸ κάτι; Δὲν ἦταν σίγουρη. Τὸ κούνησε ἁπαλά, τό ’σφιξε στὴν ἀγκαλιά της, πάλεψε νὰ τὸ ἡσυχάσει. Τό ’βαλε γιὰ λίγο στὸν μαστό της νὰ τὸ ξεγελάσει.

Ἦταν τὸ μόνο ποὺ τῆς ἀπόμενε στὴ ζωή. Ὁ πόνος τὴν εἶχε τιμήσει μὲ τὴν παρουσία του πολλὲς φορές. Τρεῖς γόνοι της εἶχαν χαθεῖ χωρὶς νὰ δοῦν τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Σ’ αὐτὸ τὸ τέταρτο μονάχα, φαίνεται, τὴ θυμήθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὸ παιδὶ γεννήθηκε καλά. Τὸ φτωχικό τους ἔλαμψε. Ἦταν ὁ γιός της, ὁ μονογενής, ὁ ἥλιος πού ’κανε μέρα φωτεινὴ τὴ νύχτα τῆς ζωῆς της.

Μὰ τὸ μικρὸ καλύβι τους ποὺ εἶχε γίνει παλατάκι, δὲν ἄργησε πολὺ νὰ ξανασκοτεινιάσει. Πᾶνε τρεῖς μῆνες τώρα ποὺ ὁ σύντροφός της ὁ ἀγαπημένος ἔσβησε. Τὸ πολύτιμο στήριγμά της χάθηκε. Ἡ χαρά της ἔφυγε ξανά. Ἔρημο δεντρὶ στὸν ἄνεμο, πολεμάει μόνη της πιά. Σφίχτηκε πάνω στὸν μικρό της γιό. Ὅλο της τὸ εἶναι μαζεύτηκε στὸ ἀδύναμο ἐκεῖνο πλασματάκι, τὸ τόσο εὔθραυστο, μὰ καὶ τόσο πολύτιμο. Ἦταν τὸ μόνο φῶς ποὺ ἔφεγγε ἀκόμα στὴν ψυχή της… 

Ἀκούμπησε τὸ βρέφος μαλακὰ πάνω στὰ ξύλα καὶ ξαναπῆρε τὸ φορτίο της στὴν πλάτη. Ἔφτασε μὲ βήματα ἀργὰ στὸ φτωχικό της, ἕνα καλύβι ἔρημο, σὲ ἀπόσταση ἀπ’ τὸ ὑπόλοιπο χωριό, μοναχικὸ κι αὐτὸ σὰν τὴν κυρά του. Ταχτοποίησε τὰ λίγα ζωντανὰ στὸ στάβλο τους κι ἔκατσε κάποτε κι αὐτή, νὰ βολευτεῖ, νὰ συγυρίσει τὸ μικρὸ νοικοκυριό, νὰ ξανασάνει.

…Ἡ κρύα νύχτα ἁπλώθηκε γιὰ τὰ καλά, ὅταν μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε νὰ βάλει τὸ μωρὸ νὰ κοιμηθεῖ κι ἔγειρε δίπλα του κατάκοπη κι αὐτή. Δὲν θά ’χαν κλείσει γιὰ καλὰ τὰ μάτια της, ὅταν τῆς φάνηκε πὼς κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα. Ἔστησε αὐτὶ μὲ προσοχή, ἐνῶ ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ φόβο. Καὶ νά, ποὺ κάποιος ξαναχτύπησε σιγανά, διακριτικά. Φαινόταν πώς, ὅποιος κι ἂν ἦταν, δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει. Μὰ τί συνέβαινε; Ποιὸς χτύπαγε νυχτιάτικα; Ἀνήσυχο τὸ βλέμμα της ἀναζήτησε τὸ μωρό της. Εὐτυχῶς κοιμόταν ἥσυχα.

Σηκώθηκε περπατώντας στὰ νύχια καὶ πῆγε ὣς τὴν πόρτα.

- Ποιὸς εἶναι; φώναξε σιγανά.

- Ἄνοιξε, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! μίλησε μιὰ γλυκειὰ γυναικεία φωνή. Ἔχω μικρὸ παιδί, χρειάζομαι φωτιὰ νὰ τὸ ζεστάνω.

Ἄνοιξε παραξενεμένη.

Μιὰ νεαρὴ μητέρα, σχεδὸν δεκαπεντάχρονο κορίτσι, στεκόταν στὴν πόρτα της. Ἕνα βρέφος μὲ μάτια κλειστὰ ἔγερνε ἥσυχα τὸ κεφαλάκι του πάνω στὸ στῆθος της. Στὸ πλευρό της παράστεκε ἕνας σεβάσμιος πρεσβύτης.

Ἡ γυναίκα στάθηκε γιὰ λίγο ἀμήχανη, μὰ σὰν ἀντίκρυσε τὸ βλέμμα τῆς βρεφοκρατούσας, παραμέρισε ἀμέσως. Τοὺς ἔβαλε γρήγορα στὸ φτωχικό της. Ἔβγαλε ὅ,τι εἶχε νὰ τοὺς περιποιηθεῖ. Ἔφερε ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ ζέστανε γάλα φρεσκοαρμεγμένο ἀπὸ τὰ ζωντανά της γιὰ τὴ νεαρὴ μητέρα νὰ τονωθεῖ. Κατέβασε μάλλινα σκεπάσματα, ὑφασμένα μὲ τὸ χέρι της στὸν ἀργαλειό, τοὺς ἔστρωσε ζεστὰ νὰ κοιμηθοῦν. Λίγο θὰ ξεκουράζονταν, τῆς εἶπαν καὶ θά ’φευγαν ξανὰ μὲς στὴ νυχτιά.

- Ὁ δρόμος μας εἶναι μακρὺς καὶ δύσκολος, εἶπε ἡ νεαρὴ μητέρα, καθὼς ἔγερνε τὸ κουρασμένο σῶμα της στὸ στρῶμα νὰ ξεκουραστεῖ.

Ἀκούμπησε τὸ βρέφος της δίπλα στὸ ἄλλο βρέφος, ποὺ ἐδῶ καὶ ὥρα πιὰ κοιμόταν ἥσυχο. Στὸ ἄγγιγμα τοῦ ξένου βρέφους πάνω του, ἀνακινήθηκε τὸ κοιμισμένο βρέφος ζωηρά. «Ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει». Ἄνοιξε παρευθὺς ὁλόχαρο τὰ μάτια του. Τὰ δυὸ παιδιὰ κοιτάχτηκαν μὲ τὰ καθαρὰ ἀπονήρευτα μάτια τους, προνόμιο μόνο τῶν παιδιῶν, καὶ χαμογέλασαν σὰν γνώριμα ἀπὸ παλιά. Οἱ γυναῖκες κοιτάχτηκαν μὲ τὴν κατανόηση ποὺ μόνο οἱ μητέρες μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ χαμογέλασαν κι αὐτές.

…Ἡ νύχτα ἀγκάλιασε τὰ πάντα ξανά. Τίποτα δὲν ἀκουγόταν στὴν παγωμένη σκοτεινιά, πέρ’ ἀπ’ τ’ ἀπόμακρο, ἀραιό, πένθιμο κρώξιμο μιᾶς ξεμοναχιασμένης κουκουβάγιας…

…Μὰ ἡ βαθειὰ σιγὴ ἔγινε κομμάτια ξαφνικά, ὅταν μιὰ τρομερὴ σπαραχτικὴ κραυγὴ ἔσκισε ὣς πέρα τὴν ὁμίχλη τῆς νύχτας. Κι ἀμέσως ἄλλη κραυγὴ… καὶ ἄλλη… καὶ ἄλλη…, ὥσπου ἀμέτρητοι θρῆνοι σπαραχτικοὶ καὶ ἄγριες προσταχτικὲς φωνὲς βύθισαν τὸ μικρὸ χωριὸ σὲ μιὰ θανάσιμα λυπητερὴ μελωδία.

Στὸ φτωχικὸ τῆς χήρας ὅλοι τινάχτηκαν ὀρθοί.

- Γιὰ μᾶς εἶναι! εἶπε ἀλαφιασμένη ἡ νεαρὴ μητέρα. Ἐμᾶς ψάχνουν. Τὸ παιδί μου θέλουν, νὰ τὸ θανατώσουν! Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ τοὺς ξεφύγουμε.

- Στὸν στάβλο γρήγορα! εἶπε ἡ γυναίκα ἀποφασιστικά, χωρὶς νὰ ρωτήσει περισσότερα. Δὲν θὰ σᾶς βροῦν ἐκεῖ. Θὰ σᾶς κρύψω καλά.

Καθὼς φωνὲς καὶ ποδοβολητὰ πλησίαζαν γρήγορα πρὸς τὴ μεριά τους, ἡ νεαρὴ μητέρα ἅρπαξε τὸ βρέφος της καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸν στάβλο. Μὰ πρὶν ἀκόμα προλάβουν νὰ μποῦν, δυὸ στρατιῶτες ἔφιπποι μὲ γυμνωμένα τὰ σπαθιὰ φάνηκαν νὰ καλπάζουν στὸ μονοπάτι. Οἱ καρδιὲς σφίχτηκαν στὴν παγερὴ ἀνάσα τοῦ τρόμου, καθὼς οἱ ὁπλὲς ἀντήχησαν βαριὰ καὶ πένθιμα στὸ παγωμένο καλντερίμι. Τὰ ἄλογα σηκώθηκαν στὰ δυό τους πόδια χλιμιντρίζοντας ἄγρια καὶ τὰ κρύα τους πέταλα πέταξαν σπίθες στὸ πλακόστρωτο, καθὼς οἱ ἀναβάτες τράβηξαν βίαια τὰ χαλινάρια καὶ πήδηξαν βιαστικὰ στὴ γῆ.

Ἔκαναν νὰ τρέξουν πρὸς τὸν στάβλο, ὅταν ἀπὸ τὸ φτωχικὸ καλύβι ἀκούστηκε φωνὴ παιδιοῦ. Μόνο του στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀλαφιασμένο ἀπ’ τὴ μακάβρια συναυλία τῶν θρήνων, τὸ βρέφος τῆς φτωχειᾶς τινάχτηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του, ξέσπασε σὲ ἄγριο κλάμα χωρὶς συγκρατημό. Οἱ στρατιῶτες χωρίστηκαν. Ὁ ἕνας μπῆκε στὸ καλύβι τῆς χήρας. Ὁ ἄλλος τράβηξε γιὰ τὸν στάβλο.

Ἔσπρωξε βίαια τὴν ξύλινη πόρτα μὲ τὸ πόδι του κι ἀμέσως βρέθηκε μπροστὰ στὴ νεαρὴ μητέρα. Κατάλαβε πὼς ἦταν αὐτὴ ποὺ ἀναζητοῦσε. Δὲν εἶχε προλάβει νὰ κρυφτεῖ. Καθόταν σ’ ἕνα δεμάτι ἄχυρο καὶ τὸν κοιτοῦσε ἀτάραχη. Ὁ φόβος εἶχε φύγει ἐντελῶς ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Μιὰ ὑπέρλαμπρη χάρη φώτιζε τὸ πρόσωπό της. Τὸ γέμιζε ἐκπληκτικὴ ὀμορφιά. Ἕνα φῶς μυστικὸ ξεχυνόταν ἀπὸ τὰ γλυκά της μάτια, ἀντιφέγγιζε στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Στὴν ἀγκαλιά της ἀναπαυόταν τὸ βρέφος της, γερμένο πάντα ἥσυχα στὸ στῆθος της, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε.

Ὁ στρατιώτης στάθηκε συνεπαρμένος ἀπ’ τὴν ὀμορφιά, τὴ γλυκύτητα καὶ τὴ γαλήνη τῆς μικρῆς κόρης μπροστά του. Ποτὲ δὲν εἶχε ξαναδεῖ παρόμοιο κάλλος. Θυμήθηκε ὅμως τὴν ἀποστολή του γρήγορα καὶ πάσχισε ν’ ἀπαγκιστρώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γοητεία τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν τύλιγε. Δὲν τοῦ εἶχαν ἀφήσει περιθώρια γιὰ τέτοια. Ὁ τρομερὸς βασιλιάς τους εἶχε δώσει ἀμετάκλητη προσταγή: Νὰ πεθάνει τὸ βρέφος αὐτό. Ἡ στιγμὴ λοιπὸν ἔφτασε. Θὰ ἦταν μεγάλη τιμή του νὰ γίνει αὐτὸς ποὺ θὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ.

Ἅπλωσε τὸ χέρι γιὰ ν’ ἀποσπάσει τὸ βρέφος ἀπ’ τὴ μητέρα του, ἐνῶ ὕψωνε τὸ σπαθί του μὲ τὸ ἄλλο. Μὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκριβῶς τὸ βρέφος ἄνοιξε τὰ μάτια του, τὰ ἔστρεψε ὁλόισια πάνω του. Ὁ στρατιώτης ἔνοιωσε νὰ συνταράζεται ὁλόκληρος. Ξαφνικὸς ἀνεξήγητος τρόμος παρέλυσε τὰ μέλη του. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο φαινόταν νὰ εἰσορμᾶ μέσα του «ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης», σὰν νὰ ξεχυνόταν ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἑνὸς νέφους γεμάτου φωτιά. Φοβερὸ καὶ συνάμα μεγαλειῶδες μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του. Ἄκουσε στὰ κατάβαθά του, χωρὶς νὰ μιλήσει κανένας, μιὰ φωνὴ σὰν βροντή:

- Κοπιάζεις ἄδικα! Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα μου. «Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστι».

Στάθηκε ἀδύνατο νὰ ἀντέξει τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους. Τρέμοντας ὁλόκληρος, ράκος ἐλεεινό, πανικόβλητος, βγῆκε τρικλίζοντας μὲ μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ βρεῖ τὸν σύντροφό του. Ἡ φτωχειὰ γυναίκα ἔμεινε κατάπληκτη. Ποιὰ ἦταν ἡ νεαρὴ αὐτὴ κόρη καὶ τὸ παράξενο βρέφος ποὺ γαλακτοτροφοῦσε; Τί ἀνεξήγητα μυστήρια ἔκρυβε ἡ νύχτα ἐκείνη; Κατάλαβε πὼς ἕνας κόσμος διαφορετικὸς εἶχε εἰσβάλει ξαφνικὰ στὸν κόσμο ποὺ ἤξερε, τὸν μίζερο, τὸν ταλαιπωρημένο.

…Ἔφερε ξανὰ τὴ συνοδία ἀπὸ τὸν στάβλο στὸ καλύβι της. Μὰ εὐθὺς ὡς ἔβαλε τὸ πόδι της στὸ κατώφλι του, ἦταν αὐτὴ ποὺ τώρα τράνταξε τὴ νύχτα μὲ τὴν κραυγή της τὴ σπαραχτικὴ καὶ μόνο ποὺ δὲν σωριάστηκε λιπόθυμη. Τὸ βρέφος της, ὁ γιός της ὁ μονογενής, στὸ ἀθῶο του αἷμα βουτηγμένος, κειτόταν μπρός της ἄψυχος, νεκρὸς ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ δεύτερου στρατιώτη.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔχασε τὸν κόσμο της. Ἡ ζωή της ἄδειασε ξαφνικά. Γιατί νὰ τῆς συμβεῖ καὶ αὐτό; Λίγες συμφορὲς τὴ βρῆκαν μέχρι τότε; Τί τῆς ἔμενε πλέον γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἀκόμα στὴ ζωὴ αὐτή; Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε τὸ παράξενο ἐκεῖνο βρέφος νὰ σώσει καὶ τὸ δικό της παιδί, ὅπως ἔσωσε τὸν ἑαυτό του ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ στρατιώτη; Γιὰ χάρη του δὲν σφάχτηκαν ἄλλωστε τόσα παιδιά, μαζὶ καὶ τὸ δικό της; Γιατί δὲν ἔκαμε κάτι; Ἔβγαζαν ἐπιτέλους κάποιο νόημα ὅλα αὐτά;

Ἔσταξε αἷμα, σπάραξε, χίλια κομμάτια ἔγινε ἡ καρδιά της.

- Θέ μου, γιατί;… ἀνέβηκε ὁ λυγμός, χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ πνιγμένος στὸ παράπονο, τὴν ἀπορία καὶ τὸν πόνο.

Στράφηκε πρὸς τὸ βρέφος μὲ τὸ νεκρό παιδί της ἀγκαλιά. Τὰ μάτια της κλαμένα γύρεψαν τὴν ἀπάντηση. Μὰ ναί! Τὸ βρέφος εἶχε κιόλας στραμμένο πάνω της τὸ βλέμμα του. Τὴν ἀγκάλιαζε ὁλόκληρη, ἔριχνε φέγγος ἱλαρὸ στὴ σκοτεινιά της. Ἔνοιωσε παρευθὺς νὰ θέλγεται ἀνεξήγητα ἀπὸ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο καὶ τὴν καρδιά της ἀπροσδόκητα νὰ ἀλαφρώνει. Τὴν ψυχή της νὰ γεμίζει γαλήνη. Τὸ βρέφος ἔπαιρνε τὸν πόνο ἀπὸ μέσα της. Τραβοῦσε τὴ ματιά της μὲς στὸ βλέμμα του. Καὶ μέσα ἐκεῖ τὰ μάτια της ἀντίκρυσαν εὐθὺς ἕναν καινούργιο κόσμο, μυστικό, μὲ τέτοια γοητεία κι ὀμορφιά, ποὺ ὣς τότε δὲν ξανασυνάντησε στὴ γῆ. Τὸ βρέφος τὴν καλοῦσε μυστικὰ νὰ δεῖ «τὰ μὴ βλεπόμενα», ὄχι τὰ πρόσκαιρα, μὰ τὰ αἰώνια.

Τὰ πάντα βρίσκονταν ἐκεῖ, στὸ βλέμμα ἐκεῖνο μέσα. Ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ἡ γῆ«καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς». Ὅσα εἶχαν συμβεῖ ἀπ’ ἀρ­χῆς, ἀπὸ κτίσεως κόσμου. Ὅσα τὴν ὥρα ἐκείνη γίνονταν. Ὅσα ἦταν μελλούμενο νὰ ’ρθοῦν. Καὶ ἦταν ὅλα ἀληθινά, καινούργια, ὄμορφα, μιὰ νέα πλάση. Καὶ ζοῦσαν ὅλοι ἐκεῖ πραγματικά. Ἀνεξάντλητο πέλαγος ἡ ἀγάπη ἀναπηδοῦσε ἀπ’ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους καὶ πλημμύριζε τὰ πάντα. Ἔβλεπε ἐκεῖ τὸν ἄντρα της. Ἐκεῖ καὶ τὰ παιδιά της ποὺ εἶχαν χαθεῖ ἀγέννητα. Ἐκεῖ καὶ τὸ βρέφος της, ποὺ τὸ νεκρό του σῶμα ἔσφιγγε ἀκόμα πάνω της. Ἐκεῖ καὶ ὅσα βρέφη θερίστηκαν τὴ νύχτα ἐκείνη ἄωρα, γιὰ χάρη τοῦ βρέφους ἐκείνου τοῦ μοναδικοῦ, ποὺ ἦταν μπροστά της. Ὅλα ἐκεῖ χαρούμενα, εὐτυχισμένα ζωντανά. Μὰ ἦταν καὶ ἡ ἴδια ἐκεῖ. Παρέα μὲ τοὺς ἀγαπημένους της, μιὰ ἀγκαλιὰ ἀτέλειωτη μαζί τους.

Τὰ μάτια τῆς γυναίκας ἄνοιξαν, ἔβλεπε πιὰ τὰ πράγματα σὲ βάθος, «τὴν φύσιν τῶν ὄντων» ἀτένιζε καθαρά. Τί ὑπέροχο, νὰ εἶναι κι αὐτὴ μέσα στὸ βλέμμα ἐκεῖνο! Ὅσα ἤθελε, βρισκόντουσαν ὅλαμέσα ἐκεῖ. Εἶδε πὼς τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς ἐδῶ στὴ γῆ ἢ νὰ πεθαίνει, δὲν εἶχε τὴ μεγάλη σημασία ποὺ νόμιζε. Ἀλλοῦ ἦταν ἡ οὐσία, τὸ ὄντως πρωταρχικό: Ν’ ἀποτελοῦν ὅλοι παντοτινὰ μέρος τοῦ κόσμου ἐκείνου, αἰώνια «ἐν χειρὶ Θεοῦ» νὰ ζοῦν εἰρηνικά. Σ’ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔλαμπε ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἀσύλληπτα διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων!

Στὸ βρέφος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο καὶ Θεό της. Μπροστά της εἶδε τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν προφητευμένη μοναδικὴ παρθενομήτορα. Τὴν ὥρα αὐτὴ γινόταν μέτοχος μεγάλων, ἀκαταλήπτων μυστηρίων. Πόσο μετάνοιωσε ποὺ στιγμιαῖα ἄφησε ν’ ἀναταράξουν τὴν καρδιά της τά, ἔστω, δίκαια παράπονά της! Μικρές, ἀσήμαντες τῆς φάνηκαν οἱ βραχυπρόθεσμες ἐδῶ ἐπιδιώξεις της, μπρὸς στὶς ἀπίστευτες προοπτικὲς ἀπέραντης ζωῆς ποὺ ἀνοίχτηκαν μπροστά της. Αὐτὸ λοιπὸν καὶ μόνο ἄξιζε, ποτὲ νὰ μὴ χαθεῖ ἀπὸ τὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ βρέφους.Μὴν πάψει νὰ τὴ βλέπει ὁ Θεός.

Ἡ ἀλλαγὴ μέσα της ἦρθε σαρωτική. Ἔγειρε τὸ κεφάλι ταπεινά. Μὲ συντριβὴ προσκύνησε «μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον».

- Συχώρεσέ με, Κύριε! ψιθύρισε. Πῶς καταδέχτηκες νὰ δῶ ἐγώ, τόσο μικρή, τὸ μεγαλεῖο σου; Ποτὲ δὲν ἤμουν καὶ δὲν θά ’μαι ἄξια, «ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Πῶς μοῦ ἔγινε τέτοια τιμή, νὰ ’ρθεῖ ὁ Κύριός μου καὶ «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με»; Καὶ πῶς ξενίζω τώρα στὸ καλύβι μου ἐγὼ «τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ» Θεό;

Γαληνεμένη ὣς τὰ κατάβαθά της, αὐτοπαραδομένη ἐντελῶς στὸ θεῖο θέλημα,σηκώθηκε. Μὰ τότε, σὰν νὰ τέλειωσε μ’ αὐτήν, τὸ βρέφος ἔριξε τὸ βλέμμα του πάνω στὰ σφαλισμένα βλέφαρα τοῦ ἄψυχου παιδιοῦ της. Ἐκεῖνα ἀμέσως ἄνοιξαν. Τὸ μικρὸ σωματάκι του σκίρτησε ζωηρά, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ζωντάνεψε. Τὰ δυὸ βρέφη, ὅπως καὶ νωρίτερα, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους καὶ χαμογέλασαν πάλι. Ἕνα ἀσύλληπτο κύμα χαρᾶς διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας, φούσκωσαν εὐγνωμοσύνη τὰ στήθη της. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπαψε νὰ ζητάει ὁτιδήποτε, τῆς δόθηκαν τὰ πάντα ξανά.

- Ὤ, Κύριε!... κατάφερε μονάχα νὰ ψελλίσει καὶ ξανάπεσε στὰ γόνατα, ἀγκαλιάζοντας, φιλώντας καὶ βρέχοντας μὲ ποταμοὺς δακρύων τὰ πόδια τῆς ταπεινῆς κόρης, ποὺ βάσταζε πάνω της βρέφος τὸν Ὕψιστο.

Ὁ ποταμὸς εὐλογίας καὶ ζωῆς ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους, ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, συνεπῆρε τὰ πάντα. Πλημμύρισε τὸ μικρό της φτωχικό, παράδεισο τό ’κανε, παλάτι ὁλόφωτο, γαλάζιο οὐρανό…

…Ἡ μικρὴ συνοδία ἑτοιμάστηκε γιὰ ἀναχώρηση. Ἡ γυναίκα ἀνάσυρε ἀπ’ τὸ σεντούκι της τὸ μοναδικὸ πολύτιμο ροῦχο ποὺ εἶχε, ἀκριβὸ δῶρο-ἐνθύμιο τοῦ ἄντρα της. Ἕνα ἀφόρετο μαφόριο. Τὸ ἔριξε στοργικὰ στὸ κεφάλι καὶ τοὺς ὤμους τῆς νεαρῆς μητέρας. Νὰ τὴν προστατεύει ἀπ’ τὴ νυχτερινὴ παγωνιά. Τὸ πέρασε μπροστά της σταυρωτὰ καὶ τὸ ξανάριξε πίσω, ἀφήνοντάς το νὰ πέσει πλούσιο στὸ παρθενικό της κορμί. Τυλιγμένη στὸ βαθὺ κόκκινο βασιλικό του χρῶμα ἡ κόρη, ὁλοφώτεινη «ἔσωθεν, πεποικιλμένη» ἀπ’ ἔξω μὲ τὰ χρυσά του κρόσσια, ἔπεμπε ἀχτινοβόλα ὀμορφιά, ἀληθινὰ ἀγαπημένη «θυγάτηρ τοῦ Βασιλέως».

Τότε «ἠσπάσαντο ἀλλήλας αἱ μητέρες», φίλησαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη τρυφερὰ καὶ χωρίστηκαν. Στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς, σὰν νὰ μὴν εἶχε τίποτε συμβεῖ, τὸ ταπεινὸὀνάριο περίμενε ἥσυχο. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γηραιοῦ πρεσβύτη ἡ κόρη ἀνέβηκε στὴ ράχη του, πάντα κρατώντας ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, μὲς στὴ δική του γῆ κατατρεγμένο προσφυγόπουλο. Ἡ ἱερὴ συνοδία ξεκίνησε σιωπηλά… 

Καὶ ὅσο ξεμάκραιναν οἱ τρεῖς μὲς στὴ νυχτιά, τοὺς ἔβλεπε ἡ καλότυχη φτωχειὰ σὲ οὐράνιο φῶς, …ποὺ τό ’χαν βλογημένη συντροφιά, …ἔδιωχνε κύκλο τὸ βαθὺ σκοτάδι γύρω τους, …τὰ βήματά τους φώτιζε ἁπαλά… Μὰ ὣς νὰ χαθοῦν ἀπ’ τὴ ματιά της ἐντελῶς, …ἦρθε καὶ φώλιασε τὸ φῶς μὲς στὴν καρδιά της…

Τί νύχτα ἀπόψε, Θέ μου, καὶ τούτη!...

Χριστούγεννα 2015

Το θαύμα των Χριστουγέννων (Αληθινό περιστατικό)

Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς.

Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παΐσιο, να δω από κοντά έναν άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, 
λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.

Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή. Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι...
Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.

Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!
«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.

Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.

Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παΐσιο, αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.

Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.

Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το
«Χριστός γεννάται δοξάσατε»

«Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό»



Πριν από μισό αιώνα περίπου, ενώ ήμουν ακόμα παιδί, θυμάμαι ότι άκουγα αρκετούς ηλικιωμένους να δίνουν την ακόλουθη εξήγηση για τις μεγάλες καταστροφές που είχαν πλήξει τη Ρωσία: Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό.

Γι’ αυτό και συνέβη όλο αυτό.

Από τότε έχω περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια που εργάζομαι για την ιστορία της Επανάστασής μας. Όλα αυτά τα χρόνια έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, έχω συγκεντρώσει εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, και έχω ήδη συνεισφέρει οκτώ τόμους δικούς μου στην προσπάθεια της εκκαθάρισης από τα συντρίμμια που άφησε πίσω η αναταραχή. Αλλά αν μου ζητούσαν σήμερα να διατυπώσω όσο πιο συνοπτικά γίνεται την κύρια αιτία της καταστροφικής επανάστασης που κατάπιε περίπου εξήντα εκατομμύρια του λαού μας, δεν θα μπορούσα να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό, τι να επαναλάβω: Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό. Γι’ αυτό και συνέβη όλο αυτό.

Οι αδυναμίες της ανθρώπινης συνείδησης, που έχει στερηθεί της θείας της διάστασης, ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας σε όλα τα μεγάλα εγκλήματα αυτού του αιώνα. Το πρώτο από αυτά ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ένα μεγάλο μέρος των σημερινών δυσκολιών μας μπορούν να αναχθούν σε αυτό. Ήταν ένας πόλεμος (η μνήμη του οποίου φαίνεται να έχει ξεθωριάσει), όταν η Ευρώπη, γεμάτη με υγεία και αφθονία, έπεσε σε μια οργή αυτο-ακρωτηριασμού που δεν μπορούσε παρά να υποσκάψει την ισχύ της για έναν αιώνα ή περισσότερο, ίσως και για πάντα. Η μόνη πιθανή εξήγηση για τον πόλεμο αυτό είναι μια ψυχική έκλειψη μεταξύ των ηγετών της Ευρώπης, λόγω της απώλειας της ευαισθητοποίησης τους σε μια υπέρτατη δύναμη πάνω τους. Μόνο μια άθεη δηλητηρίαση θα μπορούσε να ωθήσει φαινομενικά χριστιανικά κράτη να χρησιμοποιούν δηλητηριώδη αέρια, ένα όπλο τόσο τρομερά απάνθρωπο.

Ήταν ο Ντοστογιέφσκι, και πάλι, ο οποίος άντλησε από τη Γαλλική Επανάσταση και το ολοφάνερο μίσος για την Εκκλησία το δίδαγμα ότι «η επανάσταση πρέπει κατ’ ανάγκην να αρχίσει με τον αθεϊσμό». Αυτό είναι απολύτως αληθινό. Αλλά ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν, μια τόσο μεγάλη ασέβεια οργανωμένη, στρατιωτικοποιημένη και επίμονα κακόβουλη, όπως εκείνη που εφαρμόζεται από το μαρξισμό. Στο πλαίσιο του φιλοσοφικού συστήματος του Μαρξ και του Λένιν, και στο επίκεντρο της ψυχολογίας τους, το μίσος κατά του Θεού είναι η κύρια κινητήρια δύναμη, πιο θεμελιώδης από όλες τις πολιτικές και οικονομικές αξιώσεις τους. Ο μαχητικός αθεϊσμός δεν είναι απλώς τυχαίος ή οριακός στην κομμουνιστική πολιτική. Δεν είναι μια παρενέργεια, αλλά ο κεντρικός άξονας.

Αλλά υπάρχει κάτι που δεν περίμεναν: ότι σε μια χώρα όπου οι εκκλησίες έχουν ισοπεδωθεί, όπου ένας θριαμβευτικός αθεϊσμός τα έχει ρημάξει όλα για τα δύο τρίτα του αιώνα, όπου ο κλήρος είναι εντελώς ταπεινωμένος και στερημένος από κάθε ανεξαρτησία, όπου ό, τι απέμεινε από την Εκκλησία ως θεσμός είναι ανεκτό μόνο για λόγους προπαγάνδας κατά της Δύσης, όπου ακόμη και σήμερα άνθρωποι στέλνονται σε στρατόπεδα εργασίας εξ αιτίας της πίστης τους, και όπου, μέσα στους στρατόπεδα εκείνοι που συγκεντρώνονται για να προσευχηθούν το Πάσχα, οδηγούνται σε κελιά τιμωρίας – δεν θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι κάτω από αυτό τον κομμουνιστικό οδοστρωτήρα η χριστιανική παράδοση θα επιβίωνε στη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι εκατομμύρια συμπατριώτες μας έχουν διαφθαρεί και καταστραφεί πνευματικά από τον επίσημα επιβαλλόμενο αθεϊσμό, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά εκατομμύρια πιστοί.
Και εδώ βλέπουμε την αυγή της ελπίδας: άσχετα με το πόσο φοβερά ορθώθηκε ο κομμουνισμός με άρματα μάχης και πυραύλους, δεν έχει σημασία πόσο κατάφερε να καταλάβει το πλανήτη, είναι καταδικασμένος να μην νικήσει τον Χριστιανισμό.

Αυτό το μίσος που σκόπιμα καλλιεργείται, εξαπλώνεται στη συνέχεια σε κάθε τι που έχει ζωή, την ίδια τη ζωή, στον κόσμο με τα χρώματά του, τους ήχους και τα σχήματα, στο ανθρώπινο σώμα. Η πικραμένη τέχνη του εικοστού αιώνα χάνεται ως αποτέλεσμα αυτού του άσχημου μίσους, γιατί η τέχνη είναι άκαρπη χωρίς αγάπη. Στην τέχνη η Ανατολή έχει καταρρεύσει γιατί έχει χτυπηθεί και καταπατηθε, αλλά στη Δύση, η πτώση ήταν οικειοθελής, σε μια σκηνοθετημένη και επιτηδευμένη αναζήτηση όπου ο καλλιτέχνης, αντί να προσπαθεί να αποκαλύψει το θεϊκό σχέδιο,προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του Θεού.

Η ζωή μας δεν έγκειται στην επιδίωξη της υλικής επιτυχίας, αλλά στην προσπάθεια για μια άξια πνευματική ανάπτυξη. Ολόκληρη η γήινη ύπαρξή μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μεταβατικό στάδιο στην κίνηση προς κάτι υψηλότερο, και εμείς δεν πρέπει να σκοντάψουμε και να πέσουμε, ούτε πρέπει να καθυστερούμε μάταια σε ένα σκαλί της σκάλας. Οι νόμοι της ύλης μόνοι τους δεν εξηγούν τη ζωή μας ούτε μας δίνουν την κατεύθυνση. Οι νόμοι της φυσικής και της φυσιολογίας δεν θα αποκαλύψουν το αδιαμφισβήτητο τρόπο με τον οποίο ο Δημιουργός συνεχώς, μέρα με τη μέρα, συμμετέχει στη ζωή του καθενός μας, ανελλιπώς χορηγώντας μας την ενέργεια της ύπαρξης. Όταν η βοήθεια αυτή μας αφήσει, πεθαίνουμε. Και στη ζωή ολόκληρου του πλανήτη μας, το Θείο Πνεύμα σίγουρα κινείται όχι με λιγότερη δύναμη: αυτό θα πρέπει να κατανοήσουμε στους σκοτεινούς και τρομερούς καιρούς μας.

Αλεξάντερ Σολζενίτσιν

Γιατί ο κόσμος δεν πιστεύει;

Εκείνοι, που πίστευσαν με τα θαύματα, αποτελούσαν την πιο χαμηλή βαθμίδα πιστών. Και γι’ αυτό, όταν μετά τους παρουσίαζαν την πνευματική υψίστη και αγιωτάτη διδασκαλία της Εκκλησίας, τότε πολλοί από αυτούς την ερμήνευαν, όπως τους άρεσε ο καθένας[43]! Δεν ήθελαν να αναζητήσουν την σωστή ερμηνεία του. Εκριτίκαραν τον λόγο του Θεού, που είναι «πνεύμα και ζωή»[44]. Και έτσι, με την επιπολαιότητά τους έχαναν και την πίστη• δηλ. ακόμη και τον αρραβώνα που είχαν λάβει. Και συνέβη αυτό το τραγικό: πολλοί από τους μαθητές του Χριστού, παρ’ ότι είχαν ιδεί πολλά θαύματα και σημεία, απήλθον εις τα οπίσω (= έκαναν πίσω) «και ουκ έτι μετ’ αυτού περιεπάτουν»[45], δηλ. δεν ξαναπήγαν κοντά Του!...
Όμως ούτε το κήρυγμα ούτε τα θαύματα του Κυρίου είχαν την πρέπουσα επίδραση στους εβραίους αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίους και σαδδουκαίους• παρ’ ότι – με εξαίρεση ίσως τους σαδδουκαίους – όλοι οι άλλοι ήξεραν πολύ καλά τον νόμο του Θεού. Δεν ήσαν ξένοι στον Θεό, εχθροί του Θεού, μόνο εξ αιτίας της ροπής στην αμαρτία, όπως όλοι οι άνθρωποι. Αυτοί έγινα ηθελημένα εχθροί του Θεού. Και έμειναν σ’ αυτό ασάλευτα σταθεροί. Επήραν την σφραγίδα του εχθρού του Θεού. Με την δική τους αυτεξούσια θέληση. Με την δική τους γνώμη. Επειδή ήθελαν να κάνουν εκείνη την ζωή (και μάλιστα να προκόψουν σ’ εκείνη την ζωή!), που το άγιο Ευαγγέλιο την θεωρεί ψυχώλεθρη! Με τέτοιο φρόνημα δεν ήταν δυνατό να δώσουν σημασία στα λόγια του Υιού του Θεού. Και δεν εισάκουσαν, όπως ώφειλαν, τον λόγο Του. Δεν του έδωκαν σημασία. Προσπαθούσαν μόνο να Τον ψαρεύουν! Να του πιάνουν λόγια, που τα εύρισκαν να επιδέχωνται παρερμηνείες, και τα χρησιμοποιούσαν για να Τον κατηγορούν. Έτσι γίνεται συνήθως. Όποιος έχει μίσος εναντίον κάποιου άλλου, εποικοδομεί επάνω στα λόγια εκείνου που μισεί! «Διατί ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν»[46], ερώτησε του εχθρούς Του ο Σωτήρας μας, όταν τους είδε να αποκρούουν με πείσμα τη σωτηρία, που τους επρότεινε. Γιατί δεν τα καταλαβαίνετε τα λόγια μου; Γιατί δεν δέχεσθε το λόγο μου που δίνει ίαση; Επειδή δεν μπορείτε ούτε να τον ακούσετε! Επειδή σας είναι ανυπόφορος! Επειδή είσθε «ψεύδους έκγονα». Και δουλεύετε μόνο με το ψέμα. Για αυτό δεν πιστεύετε σε μένα, «επειδή εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν»[47]. «Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει». Για αυτό εσείς δεν τα ακούετε, επειδή δεν είσθε «εκ του Θεού»[48]. Και συνέχισε ο Κύριος: «Αν αυτά που κάνω δεν είναι έργα του Πατρός μου, μη με πιστεύετε. Αν όμως κάνω τα έργα του Πατέρα μου, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εμένα, τουλάχιστον πιστεύσατε στα έργα μου. Και τότε θα το καταλάβετε και θα το πιστεύσετε, ότι ο Πατήρ εν εμοί, καγώ εν Αυτώ»[49]. Λόγια σταράτα. Και, σαν λόγια, έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια[50]. Το ίδιο και τα θαύματα. Και αυτά έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια. Και ήσαν τόσο σαφή και πασιφανή, ώστε οι εχθροί του Κυρίου, παρ’ όλες τους τις προσπάθειες να τα συγκαλύψουν, δεν είχαν παρά να το ομολογούν ότι ήσαν αληθινά[51]! Εκείνο που ασκούσε μεγάλη επίδραση στο λαό (που δεν ήξερε το νόμο του Θεού ή τον ήξερε πολύ λίγο, και έστρεφε την προσοχή του, την ενασχόλησή του, στις μέριμνες του κόσμου τούτου, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι απέρριπτε και το νόμο του Θεού με το έτσι θέλω), αυτό δεν είχε καμμιά απολύτως επίδραση σε εκείνους που ήξεραν καλά τον νόμο του Θεού, μα τον απέρριπταν με τη ζωή τους ηθελημένα [52]. Ό,τι έγινε για τη σωτηρία των ανθρώπων αυτών, έγινε από την άπειρη ευσπλαγχνία του Κυρίου. Αν δεν είχα έλθει και δεν τους το είχα ειπεί – ξεκαθάρισε τα πράγματα ο Σωτήρας μας – δεν θα είχαν σημασία. Αν δεν είχα κάμει αυτά τα έργα, που έκανα μπροστά τους και ανάμεσά τους, που ποτέ δεν έκαμε άνθρωπος άλλος, δεν θα είχαν αμαρτία. Να όμως, που και τα είδαν και παρά ταύτα εμίσησαν όχι μόνο εμένα, αλλά και τον Πατέρα μου[53]. Ο Χριστιανισμός παρεδόθη στον κόσμο με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να μη μπορή να έχη κανένας πια δικαιολογία, αν τον αγνοεί. Αιτία της άγνοιας αυτής είναι μία: το «έτσι θέλω».

Άγιος Ιγνάτιος (Αλεξάνδροβιτς Μπριαντσιανίνωφ)

Βιβλιογραφία
[43] Ιωάν. 6, 60. [44] Ιωάν. 6, 63. [45] Ιωάν. 6, 66. [46] Ιωάν. 8, 45. [47] Ιωάν. 8, 47. [48]Ιωάν. 10, 37-38. [49] Ιωάν. 8, 14. [50] Ιωάν 9, 24. [51] Ιωάν. 5, 46-47 και 7, 19. [52] Ιωάν 8, 14. [53] Ιωάν. 15, 22-25.

Φθάνει ἡ λογική γιά νά πιστέψω;

Βέβαια καί πάλι ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε νά τά κατανοήσουμε μόνο μέ τή λογική. Ἡ λογική ἀπό μόνη της δέν εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Διότι ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζει καί αἰσθάνεται καί ἀγαπᾶ τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος του» (Μάρκ. ιβ΄30). Ἀλλά καί πάλι ἀπό μόνες τους ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, τό συναίσθημα, ἡ νόηση, ἡ βούληση, ἡ λογική, δέν φθάνουν γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.
Θέμα βιώματος καί ὄχι μόνο λογικῆς (σελ.29-30)

Ἡ πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ λοιπόν δέν εἶναι τόσο θέμα ἐπιχειρημάτων γιά νά πειστοῦμε διανοητικά γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν βέβαια ἀμέτρητα ἐπιχειρήματα γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κάποια ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναφέρουμε. Ὅμως τό θέμα τῆς πίστεως εἶναι θέμα ζωῆς, θέμα βιώματος καί ἐμπειρίας. Καί τήν ἐμπειρία αὐτή τή βιώνουν ὄχι μόνο οἱ διανοούμενοι κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται νά ζοῦν μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τήν ἐμπειρία αὐτή βιώνουν σέ ὕψιστο βαθμό οἱ ἅγιοι.
Πόσο ὡραῖο θά ἦταν τήν ὥρα αὐτή νά εἴχαμε ἀνάμεσά μας ὅλους αὐτούς τούς ἀμέτρητους ἁγίους καί μάρτυρες καί ἀσκητές! Αὐτοί μποροῦν νά μᾶς ποῦν τί εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτοί μποροῦν νά μᾶς πείσουν μέ τό αἷμα τους, μέ τά δάκρυά τους, μέ τόν ἱδρῶτα τους ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Κι ἄν τρέχαμε τήν ὥρα αὐτή στίς σπηλιές κάι στίς ἐρημιές καί στά ἀσκητήρια νά δοῦμε ὅλους αὐτούς τούς ἀσκητές, θά λέγαμε ἀπορημένοι: Μά τί ἔπαθαν ὅλοι αὐτοί, τρελάθηκαν; Ἄφησαν τόν κόσμο καί ἐγκατέλειψαν τά πάντα; Γιατί; Διότι ὅλοι αὐτοί ζοῦν τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ καί κατάλαβαν πολύ καλά τί σημαίνει Χριστός. Καί ὅτι ἀξίζει νά ζεῖς μέ τόν Χριστό.
Πίστη, μιά ἄλλη αἴσθηση, ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ (σελ.30)
Αὐτή ὅμως ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πῶς μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ σέ κάποιο βαθμό καί ἀπό μᾶς; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει πνευματικές ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, νά γνωρίσει ποιός εἶναι ὁ Θεός, νά εἰσδύσει στόν ὑπεραισθητό κόσμο, νά αἰσθανθεῖ αὐτά πού δέν βλέπουν τά μάτια καί δέν ἀκοῦνε τά αὐτιά;
Ἀσφαλῶς ὄχι μέσα ἀπό τίς πέντε αἰσθήσιες του, ἀλλά μέσα ἀπό μιάν ἄλλη αἴσθηση πού ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα μας. Εἶναι ἡ πνευματική αἴσθηση πού ὀνομάζεται «πίστη».

Καί τί εἶναι «πίστη»; Πίστη εἶναι ἡ πνευματική αἴσθηση μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά βλέπουμε τά ἀόρατα, ν’ ἀκοῦμε τά ἀνήκουστα, νά γευόμαστε τά ἄϋλα, νά ἀγγίζουμε τά ἀνέγγιχτα καί νά ὀσφραινόμαστε τήν ὀσμή ἑνός ἀλλου κόσμου αἰωνίου καί ἀληθινοῦ· «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1).

Μάριος Ν. Δομουχτσῆς

Σέ ποιόν Θεό νά πιστέψω; (σελ.28-30) Ἔκδοση Πέμπτη ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑ 2013

Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…



Ήταν ο άνθρωπος της παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά, κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του, γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια), αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.
Μετά από μερικούς μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς του μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν περίμενε να βγει μαζί του ραντεβού…
Από το πρώτο ραντεβού κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το “εκκλησιαστικό” μόνο για να το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη, εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη. Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της. Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης ήρθε. Σηκώθηκε το πρωί ενθυμούμενος ότι θα «πρέπει» να προσευχηθεί. Της το υποσχέθηκε. Δεν ήξερε πως. Δεν γνώριζε απ΄αυτά τα πράγματα…
Θυμήθηκε την μαυροφορεμένη γιαγιά του που τον πήγαινε μικρό σε ένα μικρό μοναστηράκι δίπλα στο χωριό του. Ήταν το μοναδικό ίσως μέρος που θεωρούσε άσπιλο, γνήσιο και αγνό. Κίνησε προς τα εκεί.
Ήταν πλέον μεσημέρι, σχεδόν εκείνη η ώρα που η κοπέλα θα έκανε την εγχείρηση. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και μαζί της έκλεισε και το ραδιόφωνο που τόσο ώρα έπαιζε στους κοσμικούς του ρυθμούς. Σιωπή. Έκανε να βγει από το αυτοκίνητο προσεκτικά και ακόμα πιο ευλαβικά έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Αυτή η ησυχία είχε κάτι το ιερό, σαν να έκρυβε κάτι το πολύτιμο…
Πρώτη φορά στη ζωή του βίωνε κάτι τέτοιο. Ησυχία, μέσα στην ανησυχία του.
Προχώρησε προς το ναό. Μερικά κεράκια τρεμόπαιζαν στο μανουάλι του εξωνάρθηκα.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ναού, η οποία του έφερε μπροστά του, το ιλαρό πρόσωπο της γιαγιάς του. Μικρό παιδί το έπαιρνε από το χέρι και ερχόταν εδώ να ανάψουν τα καντήλια. Τόσα χρόνια όλες αυτές οι ιερές μνήμες είχαν πέσει στο σκοτάδι της λήθης…σαν να μην τα είχε ζήσει.
Έκανε τον σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτα για να μπει στα ενδότερα.
Η πόρτα άνοιξε και μαζί της άνοιξε η πόρτα της καρδιάς του. Η πόρτα του ναού άνοιξε και μαζί της άνοιξαν και οι βρύσες των ματιών του. Έκλαιγε μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή σιωπή. Έκλαιγε βουβά καθώς τα χείλη του ασπαζόταν την εικόνα της Παναγιάς. Ήταν μόνος του στον ναό. Για αρκετή ώρα τα δακρυσμένα μάτια του περιεργαζόταν τις αγιογραφίες, τα προσκυνητάρια, το τέμπλο, τους πολυέλεους, τα στασίδια.
Πήγε και κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε προς το πατάρι. Μπροστά του απλωνόταν μυστικά μια απόκοσμη και συνάμα γνώριμη οικειότητα. Ένιωθε σπίτι του. Ένιωθε μέσα στον ναό, σαν να βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά της συγχωρεμένης του μητέρας…
«Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…». Τα λεπτά περνούσαν. Δεν έλεγε να φύγει από εκείνο το σκαλοπάτι. Καθόταν εκεί γεμάτος αγωνία για την ηρεμία που ένιωθε…
Κάτι του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκε, ασπάσθηκε τις εικόνες στα προσκυνητάρια και έφυγε. Μετά από δύο ημέρες κάποιος συγγενείς της κοπέλας τον πήρε τηλέφωνο. «Όλα καλά πήγανε… μην ανησυχείς…».
Ύστερα από δύο ημέρες πήγε την είδε στο νοσοκομείο. «Φαίνεσαι διαφορετικός…» του είπε μόλις τον είδε η κοπέλα. «Σ’ευχαριστώ…εσύ μου έδειξες τον δρόμο προς τα εκεί…».
Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Την φίλησε για πρώτη και μοναδική φορά, στο μέτωπο, της χαμογέλασε και έφυγε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και να που ήρθε η ώρα να φύγει από αυτήν την ζωή, σε βαθιά γεράματα, εκείνος ο νέος.
Εκοιμήθη καθισμένος στο σκαλοπάτι του ναού που τότε είχε δακρύσει… Εκοιμήθη μετά από χρόνια μέσα στο μοναχικό ράσο, λέγοντας την ευχή.
Όλα άρχισαν μέσα από μία κοσμική παρέα. Μεταμορφώθηκαν μέσα από την ουράνια παρέα της Χάρης του Θεού. Και όλα ξαναρχίζουν τώρα, μέσα σε Φως, μέσα σε Αγάπη, μέσα στην Αιωνιότητα…πίσω από την πόρτα του ναού.
Ξύλινη, κλειστή και σιωπηλή σου μιλούσε για όλα εκείνα που είχε δει και ακούσει. Κι εκείνος, ο μοναχός, πλέον ακίνητος, σου έγνεφε για τα λάθη που έκανε, για την μετάνοια που έζησε, για την Αγάπη που έδωσε και έλαβε, για τις ημέρες της σιωπής που βίωσε σαν σε πανηγύρι…

imverias.blogspot.gr