.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τὸ μαρτύριο τῆς ἐν Χριστῷ μαρτυρίας



Δὲν ἔχουμε δικαίωμα σήμερα νὰ ἐγείρουμε λόγο διαμαρτυρίας γιὰ τὴ διαμορφωθεῖσα κατάσταση. Ὄχι. Θὰ εἶναι μία μορφὴ ὑποκρισίας καὶ ἀποποίησης τῶν εὐθυνῶν μας. Λὲς καὶ ὅ,τι συνέβαινε καὶ συμβαίνει γύρω μας τόσα χρόνια ἦταν ξένο, κρυφὸ καὶ ἄγνωστο. Σὰν νὰ μὴ συνέβαινε στὸ συγγενῆ μας, στὸ συμμαθητή μας, στὸ συνάδελφό μας, στὸ γείτονά μας. Ὄχι, δὲν ἔχουμε λόγο, διότι, ἂν στραφοῦμε ἔνδον καὶ κοιτάξουμε εἰλικρινὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε πὼς εἴμαστε συνένοχοι, ὁ καθένας μὲ τὸ μερίδιο ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ. Δὲν ἔχουμε λόγο νὰ παραπονούμαστε γιὰ τὴν ἄρδην ἀνατροπὴ τῶν πραγμάτων στὴν πατρίδα μας.
Αὐτὰ δὲ γίνονται μόνα τους, ἔτσι ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη. Καλλιεργήθηκε τὸ ἔδαφος καὶ προετοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς ἀντίχριστους, τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως, ποὺ πλάνεψαν τεχνηέντως καὶ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία ἀκόμη καὶ τοὺς καλοπροαίρετους. Σιγὰ σιγὰ καὶ λίγο λίγο νὰ ρίχνουν τὸ δηλητήριο καὶ νὰ προωθοῦν ταυτόχρονα τὴ δικαιολογία ἐκ τοῦ προχείρου καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ: «Ε, δὲν πειράζει, δὲν εἶναι καὶ τόσο σοβαρό». Ἔτσι, μέσα σὲ λίγα χρόνια διαμορφώθηκε ἡ κατάσταση αὐτή, ἡ ὁποία δὲ θὰ σταματήσει, φυσικὰ ἐδῶ. Ὑπάρχει πολὺ ἔργο ἀκόμη γιὰ τοὺς ἐχθρούς τῆς πίστεως. Καὶ θὰ συνεχίσουν διότι δὲ συναντοῦν μπροστά τους ψυχὲς ποὺ νὰ τοὺς ἐμπνέουν, ἀποφασισμένες γιὰ τὴν κατάθεση τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναμονὴ τῶν συνεπειῶν τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἐμπεριέχεται σ` αὐτήν, κατὰ τὰ εὐαγγελικό: «ἀποβήσεται δὲ ὑμὶν εἰς μαρτύριον». (Λουκᾶ, 21,13)
Χωρισμένος πλέον ὁ κόσμος σὲ δύο στρατόπεδα, ἀφήνει μία ξεκάθαρη...
εἰκόνα καὶ συνεπῶς τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ τοποθετηθεῖ καὶ νὰ ὁρίσει τὴ συμπεριφορά του στὴν καθημερινότητα. Ὅταν ὁ ἄλλος ζεῖ στὸν κόσμο τὸ δικό του, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲ ζεῖ σήμερα τυχαία. Δὲ ζεῖ ἔτσι ὅπως ζοῦσε κάποτε ἀκατάρτιστος. Ἔχει ἰσχυρὴ ἐπιχειρηματολογία καὶ μάλιστα μελετημένες ἐνδελεχῶς καὶ σχολαστικῶς ἀπαντήσεις γιὰ τὰ πάντα, ἀφοῦ ἔχει διδαχθεῖ πρῶτα στὰ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων τὴν ἀπιστία καὶ ἔχει ποτιστεῖ μέχρι τὸ μεδούλι του. Ἔχει ξεσηκώσει καὶ ὅλες στὶς ἐπιστημονικὲς καὶ πειστικὲς ἀποδείξεις περὶ τοῦ ἀληθοῦς τῶν πιστευομένων του. Ἔχει παρακολουθήσει πανεπιστημιακὲς διαλέξεις μὲ ἀπόψεις ποὺ τὸν «βολεύουν». Ἔτσι παράλληλα ἔχει ἥσυχη καὶ τὴ συνείδησή του, ἂν τῆς ἔχει μείνει κάποιο εὐαίσθητο σημεῖο, καὶ καθηλώνει τοὺς ἀντιλέγοντες, βγάζοντάς τους κατὰ τὴν παλαιστικὴ ὁρολογία, νὸκ ἄουτ.
Ἡ ἁμαρτία ἐπιστημονικοποιήθηκε. Ἡ ἁμαρτία μελετήθηκε σήμερα κατὰ τρόπο ἄριστο καὶ προσφέρεται καὶ διδάσκεται μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο. Γιὰ νὰ τὴν ἀποδείξει ὁ ἀρνητὴς τῆς πίστεως στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους ὡς ἀκίνδυνη, ὡς μὴ ἔχουσα περιεχόμενο καὶ ἔρεισμα σὲ κάποιο ἠθικὸ ἢ πνευματικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἢ ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν μὴ ὑπάρχουσα αἰωνιότητα. Γιὰ νὰ ἀντιπαρέλθει ὅποιες ἐσωτερικὲς ἀναστολὲς καὶ νὰ τὴν προσφέρει πρὸς ἀπόλαυση στὸν κάθε ἄνθρωπο μέχρι τὴν τελευταία της σταγόνα, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει συνένοχό του καὶ νὰ νοιώθει τὴν ἀπάνθρωπη παρηγοριὰ τῆς συνενοχῆς.
Ἡ ἁμαρτία ἀνέβηκε ἐπίπεδα ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Ἀναβαθμίστηκε, ἀφοῦ ἀρχικὰ καὶ σταδιακὰ «ἀποποινικοποιήθηκε», ἀποχαρακτηρίστηκε καὶ διαγράφηκε ἀπὸ τὴ συνείδηση ὡς κάτι βλαπτικὸ καὶ ἀρνητικό. Ἔφτασε στὸ ἐπίπεδο τοῦ διδακτορικοῦ, ἐνῶ καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔμεινε πίσω. Ἔμεινε στὰ στοιχειώδη ἐπίπεδα ποὺ ἤξερε τόσους αἰῶνες. Εἶναι καιρὸς νὰ κάνει μεταπτυχιακὸ στὰ ἀνθρώπινα σχολεῖα, γιὰ νὰ μάθει κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴ δουλειά του. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀστεῖο. Ὑπάρχει στὸ γεροντικὸ ἕνα περιστατικὸ μὲ ἕναν καλόγερο, ποὺ ἦταν λαίμαργος.
«Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἦταν σ` ἕνα μοναστήρι κάποιος μοναχὸς πολὺ λιχούδης. Ὅταν ἦρθε ἡ Καθαρὴ Δευτέρα, ὁ ἡγούμενος εἶπε στοὺς μοναχούς τῆς Μονῆς:
-Ἀδελφοί, ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ οὔτε ἐγὼ οὔτε ἐσεῖς δὲν θὰ τρῶτε ἀρτύσιμα φαγητά.
Ὕστερα κρέμασε τὸ κλειδὶ σὲ ἕνα σημεῖο. Μία μέρα, λαίμαργος μοναχὸς ποὺ εἶδε τὸ μέρος ὅπου ἦταν κρεμασμένο τὸ κλειδί, τὸ πῆρε κρυφά, ἄνοιξε τὸ ψυγεῖο καὶ πῆρε ἕνα αὐγό, γιὰ νὰ τὸ φτιάξει καὶ νὰ τὸ φάει. Ὁ ἡγούμενος, ποὺ γνώριζε τὴν ἀδυναμία τοῦ μοναχοῦ, τὴν ἴδια μέρα πῆγε στὸ κελὶ του ξαφνικὰ καὶ τὸν ‘’συνέλαβε’’ νὰ ἔχει βάλει τὸ αὐγὸ πάνω στὴν τρύπα ἑνὸς μεγάλου κλειδιοῦ καὶ νὰ τὸ ψήνει μὲ τὰ κεριά.
– Καλά, δὲν ντρέπεσαι λίγο; Τί ‘ναι αὐτὰ πού κάνεις; Ἦρθες ἐδῶ νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου ἢ γιὰ νὰ πᾶς στὴν κόλαση; Δὲν ξέρεις ὅτι ἡ λαθροφαγία ὁδηγεῖ στὸν πύρινο ποταμό;
– Τὸ ξέρω! Ἥμαρτον! Ἥμαρτον, γέροντα. Ὁ διάβολος μ’ ἔβαλε! Ὁ τρισκατάρατος μὲ δίδαξε αὐτὸ τὸ μάθημα.
Τότε ἀκούγεται μία φωνὴ, σὰν οὐρλιαχτὸ λύκου:
– Ψέματα λέγει! Ἐγὼ αὐτὸ τὸ κόλπο δὲν τὸ γνώριζα. Αὐτὸς τ’ ἀνακάλυψε! Ἐγὼ ἀπ’ αὐτὸν τὸ ‘μαθα καὶ τὸ μαθαίνω σὲ πολλοὺς δόκιμους μοναχούς!».
Ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μία μαρτυρία ἰσχυρὴ καὶ ζωντανὴ γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ὅμως πρόκληση γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς συνεργούς του καὶ θέλοντας καὶ μή, καθίσταται μαρτύριο. Διότι δὲν «ἁρμόζει» ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ σ` αὐτὸν τὸν κόσμο. Εἶναι ζωὴ γιὰ ἄλλες ἐποχές, γιὰ καθυστερημένους, γιὰ ὀπισθοδρομικούς.
Ἀλλά, ἀφοῦ πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄Κορ. 2,2), δὲ μᾶς σταματάει τὸ κακό. Δὲ φοβόμαστε οὔτε τοὺς νόμους τοῦ κράτους, ὅταν εἶναι ἀντίχριστοι. Δὲν ἀποκλίνουμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Δὲν ὑπολογίζουμε τὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων γιά μᾶς, ἀλλὰ τί λέει ἡ καρδιά μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δὲ θὰ ὁρίσει τὴ ζωή μας ἡ γνώμη τοῦ καθενός, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ διδασκαλίες τῶν Ἁγίων. Δὲ μᾶς νοιάζει ὁ κόσμος, ὅπως θέλει νὰ ζεῖ, ἐκτός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ φόβος εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Δὲν ἔχει θέση στὴν καρδιὰ ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, διότι: «πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ.10,13). Ἂς θυμηθοῦμε τὸ παλικαράκι, τὸν ἅγιο Εὐγένιο Ροντιόνωφ, ποὺ δὲ φοβήθηκε τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη μας, πρὶν ἀπὸ δύο δεκαετίες.
Ζοῦσε σὲ κάποιο ἀκριτικὸ χωριὸ τοῦ Κιλκὶς ἕνας εὐλογημένος ἱερέας, Πόντιος στὴν καταγωγή, ὁ πατὴρ Κωνσταντῖνος, τὸν ὁποῖο ἐπισκέπτονταν πολλοὶ καὶ ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ἦταν ἤδη ὑπερήλικας καὶ ἀσθενής. Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν τὶς δυσκολίες ποὺ περνοῦσαν στὴ ζωή τους, συνήθιζε νὰ ἐπαναλαμβάνει μία λαϊκὴ ποντιακὴ φράση: «Ὁ Θεὸν δεῖ τὸ ταλᾶν, δεῖ καὶ τὸ τερμᾶν». Δηλαδή, μὴν ἀνησυχεῖτε, ὁ Θεὸς δίνει τὸ βάσανο ἀλλὰ δίνει καὶ τὸ τέλος του.
Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἔχουμε στὴν πατρίδα μας τέτοιους διωγμούς, ἀλλὰ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας. Χωρὶς πολλὰ λόγια, χωρὶς ἀναζήτηση ἀπολογητικῆς ἱκανότητας. Ὅποιος θέλει, θὰ τὰ ἀκούσει. Δὲ θὰ ἀφήσουμε νὰ ὑπερέχει τὸ θράσος τῶν ἀπίστων ἔναντι τῆς ἀλήθειας. Εὐγενικά, λακωνικὰ καὶ σταθερά. Ὅποιος θέλει: «ἐρχέσθω καὶ ἰδέτω». Οἱ καλοπροαίρετοι, χάριτι Θεοῦ, θὰ ἀποκαλυφθοῦν. Οἱ λοιποὶ τὸ δρόμο τους κι ἐμεῖς τὸ δρόμο μας.
«Ἡ γὰρ καύχησις ἠμῶν αὔτη ἐστι, τὸ μαρτύριον τῆς συνειδήσεως ἠμῶν, ὅτι ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία Θεοῦ, οὐκ ἐν σοφία σαρκική, ἀλλ' ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμω, περισσοτέρως δὲ πρὸς ὑμᾶς» (Β΄ Κορ.1,12), γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους καὶ ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας, σχολιάζοντας τὸ τοῦ Θεοδωρήτου: «Ἠμὶν τὴν παρρησίαν ἡ τοῦ συνειδότος παρέχει μαρτυρία», συμπληρώνει: «Ἡ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται, ἄξιζε πολὺ περισσότερο ἀπὸ μύριες ἄλλες μαρτυρίες. Διότι ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ φωνὴ τῆς πεφωτισμένης συνειδήσεως εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ».
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει παρακάτω: «Ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινεία. Δηλαδή, τίποτε δολερό, οὔτε ὑποκρισία οὔτε εἰρωνεία οὔτε κολακεία οὔτε ἐχθρικὰ καὶ πονηρὰ σχέδια καὶ ἀπάτη. Ἀλλὰ μὲ καθαρὴ καὶ ἀπονήρευτη διάθεση, μὲ ἄδολη σκέψη».
Ἡ μαρτυρία «φέρει» καὶ τὸ μαρτύριο. Ἡ ὁμολογία τῆς πίστης μὲ ἀγάπη καὶ σταθερότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἰσχυρὴ πεποίθηση ὡς ἀντίσταση στὸ κακό, εἶναι μαρτυρικὴ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ὑπολογίζει ὡς πραγματικὸ μαρτύριο, ὅταν γίνεται μὲ φιλότιμο καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ καθενός μας. Καὶ εἶναι πολλὲς οἱ περιστάσεις σήμερα, ποὺ ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ ὁμολογήσει. Νὰ πονέσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει τόσες εὐλογίες.
Στὶς ξένες χῶρες ἔχουν ἔθιμο στὴν ἀρχὴ κάθε χρονιᾶς, νὰ παίρνουν ἀποφάσεις γιὰ τὸ νέο χρόνο, τὶς λεγόμενες New Year`s Resolutions. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νὰ βάλουμε ὡς νέα ἀπόφαση στὴ ζωή μας τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας κατὰ τὸ δυνατόν, γιὰ δική μας ὠφέλεια ἀλλὰ καὶ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων ποὺ συναναστρεφόμαστε.
Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἀλήθεια νὰ φοβᾶται τὸ ψέμα! Τὸ φῶς νὰ τρέμει τὸ σκοτάδι! Ὄχι! Χίλιες φορὲς ὄχι! Εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν δαιμόνων, κατὰ τὸν μακαριστὸ ἐπίσκοπο Αὐγουστίνο Καντιώτη.

Σάββας Ἠλιάδης
Κιλκίς, 21- 12-2015