.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ σατανᾶς τήν μισεῖ

'Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά κατακριθοῦμε, ἀπό τόν κενό τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τόν κενό τάφο τῆς Παναγίας μας. 
Οἱ ἄλλοι (ἑτερόδοξοι), θά κατακριθοῦνε ἀπό τόν γεμάτο τάφο τῶν ἀρχηγῶν τους. 
Ἐμεῖς θά κατακριθοῦμε, γιατί δέν πιστεύουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἄλλοι θά κατακριθοῦν, γιατί πιστεύουν σέ πεθαμένους ἀνθρώπους. 
Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ σατανᾶς τήν μισεῖ. 
Γι΄ αὐτό καί ὅταν πεῖς, Χριστός Ἀνέστη, σέ ἕναν αἱρετικό, τό μόνο πού δέν θά σοῦ πεῖ εἶναι, Ἀληθῶς Ἀνέστη!''

Ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος

Προσευχή στον Χριστό για βοήθεια

Κύριε μου. Κύριε, Συ που μας γλύτωσες από κάθε βέλος κακού τη μέρα, γλύτωσε μας και από κάθε κακό της νύχτας.

Δέξου σα θυσία εσπερινή τα υψωμένα στην προσευχή χέρια μας.

Αξίωσε μας να περάσουμε και τη νύχτα άμεμπτα, χωρίς πειρασμούς, και λύτρωσέ μας από κάθε ταραχή και δειλία που μας φέρνει ο διάβολος.

Χάρισε στις ψυχές μας κατάνυξη και στους λογισμούς μας ενθύμηση της φοβερής και δίκαιης κρίσης Σου.

Κάρφωσε από το φόβο της αμαρτίας τη σάρκα μας και νέκρωσε τα μέλη μας για το κακό, ώστε στην ησυχία του ύπνου να χαιρόμαστε τα δίκαιά Σου κρίματα.

Διώξε από κοντά μας κάθε φαντασία άπρεπη και κάθε βλαβερή επιθυμία.

Σήκωσέ μας δε πάλι στην ώρα της προσευχής στηριγμένους στην πίστη και προκόβοντες στην αρετή, με την αγαθότητα του Σωτήρα μας Μονογενή Σου Υιού, με τον οποίο είσαι ευλογητός, μαζί με το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μέγας Βασίλειος

Προσπάθεια, επιμονή και λάθη...

Εάν θέλεις την αλήθεια, τότε μάθε ότι εκείνοι που τα κατάφεραν ήταν αυτοί που οραματίστηκαν, πίστεψαν, και προσπάθησαν συστηματικά. 
Βιώσαν την χαρά αλλά...
...και αποδέχτηκαν το λάθος και την αστοχία ως μέρος της όλης διαδρομής. 
Εμείς αποτυγχάνουμε γιατί πρώτον δεν το πιστεύουμε αρκετά άρα εσωτερικά σαμποτάρουμε τον ευατό μας, και δεύτερον διότι θέλουμε το αποτέλεσμα δίχως τον κόπο και την πολλές φορές εξαντλητική προσπάθεια. 
Αυτό άλλωστε δεν κάνουμε και στην πνευματική ζωή; Ζητάμε από το Θεό μεγάλα χαρίσματα αλλά τον σταυρό τον πριονίζουμε πάνω στα θέλω μας…

plibyos.blogspot.com

Τα λάθη είναι δρόμοι...

Τώρα πλέον είμαι σίγουρος, ότι όλα αυτά που στο παρελθόν ονόμασα ως αποτυχίες, όλα εκείνα που ήρθαν ως δοκιμασίες και δυσκολίες να κλυδωνίσουν την ζωή μου, ήταν τελείως απαραίτητα για το ταξίδι της ψυχής μου. Τα χρειαζόμουν και είχα την ανάγκη να τα βιώσω και να τα γευτώ. 

Γι αυτό δεν πρέπει να πετάμε τίποτα από την διαδρομή που ζήσαμε και ζούμε. Όλα έχουν το χώρο και την θέση τους. Ακόμη κι οι αμαρτίες είναι δρόμος προς την αρετή. 
Όλα είναι μέρος της ζωής μας, εάν τα αφαιρέσουμε απλά δεν θα είμαστε εμείς, και σίγουρα δεν θα γίνουμε εκείνο για το οποίο ήρθαμε στην ύπαρξη.

πλ

Αισιοδοξία



Αισιοδοξία σημαίνει ευτυχία, ενώ απαισιοδοξία σημαίνει δυστυχία. Μεγαλύτερη ευτυχία για έναν άνθρωπο δεν είναι η υγεία, ο πλούτος, οι φίλοι και η δόξα. 
Η μεγαλύτερη ευτυχία για έναν άνθρωπο είναι να έχει αισιοδοξία. Ούτε μεγαλύτερη δυστυχία για έναν άνθρωπο είναι η αρρώστια, η φτώχεια, η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η αδικία, η οποιαδήποτε δυσκολία και απώλεια. 
Η μεγαλύτερη δυστυχία για έναν άνθρωπο είναι να είναι απαισιόδοξος, γιατί ενώ η αισιοδοξία αποτελεί ύμνο της ζωής, η απαισιοδοξία αποτελεί ύμνο στον θάνατο.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

ΤΟ «ΕΙΣ ΠΟΛΛΑ ΕΤΗ ΔΕΣΠΟΤΑ» ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. ΜΠΗΚΕ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ & ΝΑ ΨΑΛΛΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΑΗΔΙΑΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ (Μητροπολιτης Φλωρίνης Αυγουστίνος)

Το «εισπολλάτιον»

Δεσπ. θρονοι επαθλα κολακων

Ἀπόσπασμα «Χριστιανικῆς Σπίθας», Φεβρ. 1965

«Τὸ «εἰσπολλάτιον» (=Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!), κατʼ ἀείμνηστον διδάσκαλον τοῦ Γένους Δούκαν, κυριαρχῆσαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας, ἐξακολουθεῖ καὶ εἰς τὸν μετὰ ταῦτα ἐλεύθερον βίον τῆς Ἑλλάδος νὰ ψάλλεται, μέχρις ἀηδίας, καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἄφθονος λιβανωτὸς κολακείας καὶ διʼ ἐκείνους ἀκόμη τοὺς ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι διὰ βοῶντα σκάνδαλα θὰ ἔπρεπε νʼ ἀκούουν κραυγὰς ἀποδοκιμασίας καὶ ἀναθέματα».

Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης δὲν ἤθελε οὔτε καὶ νὰ τὸ ἀκούει. Στὴν θέση του ὁ πιστὸς λαός καὶ οἱ ψάλτες ἔλεγαν το: «Χριστέ βοήθει ἐπισκόπῳ Αὐγουστίνῳ».

Ζήτω η ρουτίνα, ζήτω τα συνηθισμένα….

Μπορείτε να φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν αύριο το πρωί σηκωνόμαστε και δεν υπήρχε το σπίτι μας, οι φίλοι, η δουλειά και η πόλη που γνωρίζουμε πολύ καλά να περπατάμε την κάθε γωνιά της; Εάν δεν υπήρχαν οι συνήθειες μας; Τι θα γινόταν άραγε εάν θα έπρεπε κάθε μέρα να στήνουμε εξ αρχής το σκηνικό της ζωής μας; 
Η απάντηση είναι άμεση και απλή, χαμός!! Απόλυτη κατάρρευση και αποσυντονισμός. Άγχος κατακλυσμιαίο έτοιμο να τινάξει στο αέρα όλη την ύπαρξη μας. Οπότε αυτό που με τόση απέχθεια ονομάζουμε καθημερινότητα, ρουτίνα ή συνήθειες αποτελούν την βάση πάνω στην οποία μπορούμε να χτίσουμε την ζωή μας. Εάν δεν υπήρχε αυτή δεν θα άνθιζε κανένας ανθρώπινος βίος. Ας σταματήσουμε λοιπόν την υποτίμηση και τον εξορκισμό της καθημερινότητας και ας κατανοήσουμε την βαθύτερη αναγκαιότητα της για τους εξής λόγους:
1. Δεν έχουμε το άγχος του αύριο να μας κομματιάζει. 
2. Ξέρουμε που θα βρισκόμαστε το πρωί που θα ανοίξουμε τα μάτια μας. 
3. Πάνω κάτω το πρόγραμμα είναι γνωστό. 
4. Μας δίνει τις βάσεις και το πλαίσιο ώστε να κτίσουμε την ευτυχία μας, για την οποία ας μην ξεχνάμε ότι πρέπει να παλέψουμε και ν’ αγωνιστούμε με μεθοδικότητα, πίστη και ελπίδα. 
Σε όλα όμως τα παραπάνω πρέπει να μην ξεχνάμε μια βασική αλήθεια, το γνωστό, το καθημερινό, η ρουτίνα της επανάληψης, είναι σημαντική στο ποσοστό που χρησιμοποιείτε ώστε να κτίσουμε τα όνειρα και τις επιθυμίες μας, και όχι για να μετατραπεί σε τάφο ή κρυψώνα κάθε μορφής χαρισματικότητας και ζωής. 
Κι ας έρθουμε τώρα σε αυτά που ονομάζουμε «κοινότυπα» και «συνηθισμένα» τα οποία όμως όταν λείψουν από την ζωή μας, τότε μετα δακρύων κατανοούμε την σημαντικότητα τους.
Στις μέρες μας υπάρχει ένα φοβερό άγχος να αποδείξουμε στον εαυτό μας και στους άλλους, οτι δεν είμαστε ένας "συνηθισμένος" άνθρωπος. Λες και είναι κακό να εισαι ένας απλός άνθρωπος. Προβάλετε και όλοι μεγαλώνουν με την αντίληψη ότι για να έχουμε αξία, πρέπει να «ξεχωρίσουμε», να «φανούμε», να «επιτύχουμε». Κι εδώ κάπου ξεκινάει η τραγωδία. Διότι στην προσπάθεια αυτή να γευθεί κανείς αυτή την ξεχωριστότητα» κάνει τα πάντα. Τα πάντα ακόμη και τα πλέον καταστροφικά. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί για να ξεχωρίσουν και να γίνουν «είδηση», έφτασαν στην παραβατική και εγκληματική συμπεριφορά, στην απόλυτη ψυχική διαστροφή. 
'Ομως η μοναδικότητα δεν είναι το ψέμα και το φάντασμα μια εικόνας που επαιτεί αναγνωρισιμότητα. Εχει να κάνει με τον τρόπο που συνδεόμαστε, αγαπάμε και γευόμαστε την ομορφιά της ζωής στα άμεσα και απλά που είναι άγια και σημαντικά. Είναι ο τρόπος που μοιραζόμαστε την ομορφιά των χαρισμάτων μας, σε μια προοπτική ενότητας.
Ο Mark Manson θα πει, «θα αρχίσετε να εκτιμάτε τις βασικές εμπειρίες της ζωής: τις απολαύσεις της απλής φιλίας, της δημιουργίας ενός αντικειμένου, της βοήθειας προς έναν πρόσωπο που έχει την ανάγκη της, της ανάγνωσης ενός καλού βιβλίου, του γέλιου μαζί με κάποιον για τον οποίο νοιάζεστε. Ακούγετε βαρετό; Αυτό συμβαίνει επειδή τα πράγματα που προανέφερα είναι συνηθισμένα. Όμως ίσως είναι συνηθισμένα για έναν λόγο: επειδή είναι αυτά τα οποία έχουν πραγματικά σημασία…».

Ο ένοικος της καρδιάς σου

Η καρδιά που δεν πιστεύει, είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσαν. 
Η καρδιά που πιστεύει, είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι.

Όταν προσεύχεσαι στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, μην έχεις την εντύπωσι ότι βρίσκεται έξω σου.
Να Του μιλάς μέσα σου, σαν σε ένοικο της καρδιάς σου.
Εκεί βρίσκεται ο Θεός για τους αληθινά πιστούς. «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστέ και το Πνεύματ του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α’ Κορ. Γ’ 16).

Να είσαι...
...ζηλωτής της αγάπης. 
Όλα θα παρέλθουν, η αγάπη όμως θα μείνη στον αιώνα, όπως και ο Θεός, που είναι Αγάπη.

Λέγε, συνεχώς μέσα στην καρδιά σου: «Ο Χριστός είναι Αγάπη». 
Έτσι, θα αγαπάς όλους τους ανθρώπους, θυσιάζοντας, χάριν αυτής της Αγάπης, ότι έχεις ακριβό, ακόμα και την ίδια σου τη ζωή.

Είναι πολλές οι σταγόνες της βροχής, αλλά όλες προέρχονται από ένα σύννεφο. 
Είναι πολλές οι ακτίνες του ηλίου, αλλά όλες προέρχονται από το μεγάλο αυτό άστρο. 
Είναι πολλά τα φύλλα του δένδρου, αλλά όλα ανήκουν στο δένδρο. 
Είναι πολλοί οι κόκκοι της άμμου πάνω στη γη, αλλά όλοι προέρχονται από την ίδια αυτή γη.
Έτσι, πολλοί είναι και οι άνθρωποι, αλλά όλοι έλκουν την καταγωγή τους από τον Αδάμ, και πριν απ΄όλα, από τον Θεό.

Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, από το βιβλίο: «Η εν Χριστώ ζωή μου»

Γιατί θα αναστηθούν και όσοι δεν έχουν βαπτισθεί !

Άξιο όμως θαυμασμού είναι και το εξής : 
Όχι μόνο οι βαπτισμένοι αλλά και όσοι δεν προετοιμάσθηκαν για την αθάνατο ζωή διά της δυνάμεως των Μυστηρίων και όλοι γενικά οι άνθρωποι θα επανακτήσουν τα αγέραστα σώματά τους και θα αναστηθούν άφθαρτοι. Είναι όντως θαυμαστό που και ακόμη και όσοι δεν έλαβαν το βάπτισμα, διά του οποίου γινόμαστε κοινωνοί του ζωοποιού θανάτου του Χτιστού, θα γίνουν μέτοχοι της αναστάσεως, την οποία μόνον ο θάνατος του Χριστού εισήγαγε στον κόσμο. Αφού απέφυγαν τον ιατρό και δεν δέχθηκαν την βοήθειά Του και πέταξαν το μοναδικό φάρμακο, τι είναι αυτό που θα τους εξασφαλίσει την αθανασία; Φαίνεται λογικό να συμβαίνει ένα από τα δύο : Ή όλοι οι άνθρωποι θα απολαμβάνουμε όλα τα αγαθά που μας χάρισε ο Χριστός με το θάνατό Του, δηλαδή θα συναναστηθούμε και θα ζούμε μαζί Του και θα συμβασιλεύουμε και θα μετέχουμε στην μέλλουσα μακαριότητα - εφόσον βέβαια δεν χρειάζεται να συνεισφέρουμε κάτι - ή, αν είναι αναγκαία και κάποια συνεισφορά, δεν θα αναστηθούν όσοι δεν πίστευσαν στον Σωτήρα. 

52. Σχετικά με αυτό μπορούμε να πούμε τα εξής: H ανάσταση των νεκρών είναι η επανόρθωση της ανθρωπίνης φύσεως. Άλλα αυτά τα αγαθά ο Θεός μας τα προσφέρει δωρεάν, όπως δηλαδή μας πλάθει χωρίς τη συμμετοχή της βουλήσεώς μας, έτσι και μας αναπλάθει χωρίς να προηγηθεί κάποια δική μας συμβολή. Η Βασιλεία όμως των Ουρανών, η θέα του Θεού και η ένωση με τον Χριστό αποτελούν ''τρυφή της θελήσεως'', τα αγαθά αυτά μπορούν να τα απολαύουν μόνο όσιο τα θέλησαν, τα αγάπησαν και τα πόθησαν. Εκείνοι δηλαδή που τα επιθύμησαν, αυτοί και θα τα απολαύσουν, όταν θα τα έχουν. Αντιθέτως, όποιος δεν τα επιθύμησε, δεν θα μπορεί να τα απολαύσει. Πως να ευφραίνεται κανείς και να χαίρεται για αγαθά που δεν τα επιθύμησε, όταν δεν τα είχε; Όποιος λοιπόν δεν μπορεί στην παρούσα ζωή να επιθυμήσει και να αναζητήσει τα μέλλοντα αγαθά, επειδή δεν βλέπει το κάλλος τους - ''ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό'' , λέει Κύριος - , τυφλός θα περάσει από τον παρόντα βίο στον μέλλοντα, χωρίς πνευματικές αισθήσεις και δυνάμεις που δίνουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γνωρίσει το Σωτήρα καθώς και θελήσει και να μπορέσει να ενωθεί μαζί Του. 

53. Γι' αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο που όλοι μεν θα μετέχουν στην αθανασία, όχι όμως και στη μακαριότητα. Διότι την πρόνοια του Θεού για την ανθρώπινη φύση την απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι εξίσου, τα δώρα όμως με τα οποία ο Θεός στεφανώνει τη θέληση τα απολαμβάνουν μόνο οι ευσεβείς. Και ο λόγος είναι ο εξής: O μεν Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να απολαμβάνουν όλα τα αγαθά Του και γι' αυτό τα μεταδίδει σε όλους όλα - και αυτά που ευεργετούν την ανθρώπινη θέληση και αυτά που επανορθώνουν την ανθρώπινη φύση. Εμείς όμως μόνο τις δωρεές του προς την ανθρώπινη φύση απολαμβάνουμε όλοι, ακόμη και αν δεν θέλουμε, διότι δεν θα μπορέσουμε να τις αποφύγουμε. Πράγματι, και παρά τη θέλησή μας, μας ευεργετεί και με μία φιλάνθρωπη βία μας εξαναγκάζει, κάθε φορά που θέλουμε να αρνηθούμε αυτή την ευεργεσία Του, άλλα δεν μπορούμε. 

54. Τέτοια είναι η δωρεά της αναστάσεως : Δεν εξαρτάται από εμάς το αν θα αναστηθούμε μετά το θάνατο ή όχι, όπως δεν οφείλεται σ' εμάς και το ότι γεννηθήκαμε. Όσα όμως εξαρτώνται από τη θέλησή μας - η εκλογή δηλαδή του καλού, η άφεση των αμαρτιών το σωστό ήθος, η καθαρότητα της ψυχής και η αγάπη προς τον Θεό - αυτά έχουν ως έπαθλο την έσχατη μακαριότητα, και από εμάς εξαρτάται να τα λάβουμε ή να τα απορρίψουμε. Εάν μεν θέλουμε, μπορούμε να τα απολαύσουμε, εάν όμως δεν θέλουμε, πως να τα απολαύσουμε; Γιατί δεν είναι δυνατόν να επιθυμούμε κάτι χωρίς να το θέλουμε ή να εξαναγκαζόμαστε για κάτι που θέλουμε. 

55. Ένας άλλος λόγος που όλοι θα αναστηθούν, αλλά δεν θα μετέχουν όλοι στην μακαριότητα είναι και ο εξής : Μόνος ο Κύριος ελευθέρωσε την ανθρώπινη φύση από την φθορά και την ανθρώπινη βούληση από την αμαρτία με το να γίνει ''πρωτότοκος των νεκρών'' και να εισέλθει στα Άγια των Αγίων ''πρόδρομος υπέρ υμών''. διότι θανάτωσε την αμαρτία, μας συμφιλίωσε με τον Θεό, γκρέμισε το ''μεσότοιχον του φραγμού'' και ''ηγίασεν εαυτόν υπέρ ημών'', για να είμαστε και εμείς, ''ηγιασμένοι εν αληθεία''. Είναι λοιπόν φανερό ότι από την φθορά και την αμαρτία θα ελευθερωθούν μόνο όσοι έγιναν μέτοχοι και στη θέληση και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, στη μεν ανθρώπινη φύση του Χριστού, στην μέν ανθρώπινη φύση Του, επειδή είναι άνθρωποι, στην δε θέλησή Του, επειδή ''ηγάπησαν την επιφάνειαν Αυτού'' και το Πάθος και υπήκουσαν στα προστάγματά Του και θέλησαν ό,τι εκείνος. Όσοι όμως είχαν μεν την ανθρώπινη φύση, αλλά δεν αποδέχθησαν το θέλημα του Χριστού, συνέβη να είναι άνθρωποι, αλλά δεν εμπιστεύτηκαν την σωτηρία τους στον Σωτήρα και δεν έγιναν κοινωνοί στο αγαθό θέλημά Του. Επόμενο λοιπόν είναι να στερούνται την άφεση των αμαρτιών και τους στεφάνους της δικαιοσύνης αφού είναι χωρισμένοι από τον Χριστό ως προς την θέληση. Ωστόσο, επειδή έχουν την ίδια φύση με τον Χριστό ως άνθρωπο, τίποτε δεν τους εμποδίζει να ελευθερωθούν από τη φθορά και να αναστηθούν. 

56. Το βάπτισμα λοιπόν μας οδηγεί μόνο στην μακαρία εν Χριστώ ζωή, όχι στην αθάνατη ζωή. Την αθανασία την χάρισε σε όλους ανεξαιρέτως ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού. Γι' αυτό η μεν ανάσταση είναι η δωρεάν κοινή για όλους τους ανθρώπους, ενώ η άφεση των αμαρτιών, οι ουράνιοι στέφανοι και η Βασιλεία του Θεού δίνονται μόνο σε όσους έδωσαν την οφειλόμενη συνδρομή και προετοιμάστηκαν από την παρούσα ζωή, για να είναι όσο γίνεται πιο οικείοι προς τον μέλλοντα εκείνο βίο και τον Νυμφίο : Αυτοί αναγεννώνται με τρόπο καινό, γιατί Εκείνος είναι ο Καινός Αδάμ. Λάμπουν από κάλλος και διατηρούν την ωραιότητα που τους χάρισε το Βάπτισμα, γιατί Εκείνος είναι ο ''ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων''. Κρατούν ψηλά το κεφάλι σαν τους στεφανωμένους ολυμπιονίκες, γιατί Εκείνος είναι το στεφάνι. Έχουν ανοικτά τα ώτα, γιατί Εκείνος, είναι ο Λόγος, ανοικτούς τους οφθαλμούς, γιατί Εκείνος είναι ο Ήλιος, έτοιμη την όσφρηση, γιατί ο Νυμφίος είναι και Μύρο και μάλιστα ''Μύρον εκκενωθέν''. Είναι δε μεγαλοπρεπείς και στα ενδύματα τους λόγω γάμου. 

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας - ''Η Εν Χριστώ Ζωή'' - Λόγος Β' - Περί του Αγίου Βαπτίσματος - ''51- 56'' - Ιερόν Ησυχαστήριον ''Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 51.

Πεθαίνοντας στην μετάνοια

'Οταν ο άνθρωπος πεθάνει εν μετανοία και οδεύει προς τον Παράδεισο, τότε είναι σαν να βρίσκεται μέσα σ' ένα λεωφορείο και απ' έξω τα σκυλιά (=τελώνια) τρέχουν και γαυγίζουν, χωρίς να τον ενοχλούν στο ταξίδι του, αλλά ούτε και να τον καθυστερούν.

Άγιος Παΐσιος

Για να αναστηθεί η νεκρή ζωή μας....

Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει η αλλαγή στην ζωή μας είναι να πιστέψουμε ότι αυτό είναι δυνατόν να συμβεί. Να είμαστε ανοιχτοί στην αλλαγή, την προσπάθεια, τη χάρι και το θαύμα. Ο Χριστός ζητάει να έρθει στην ζωή μας, ως Νυμφίος εν μέσω της νυκτός. 
Ποια είναι αυτή η νύχτα που χρειάζεται φως; Μα ποια άλλη από εκείνη της μοναξιάς και απογοήτευση μας, του φόβου και ανασφάλεια μας, των παθών και όλων εκείνων των αυτοκαταστροφικών συνηθειών και αυτοματισμών μας. 
Ο Χριστός, μπορεί να αλλάξει την ζωή μας, εμείς το θέλουμε; Το πιστεύουμε ότι μπορεί να συμβεί; Δεν ζητάει, ούτε κοιτάει, μήτε ασχολείται με το παρελθόν μας, όσο άστοχο ή ένοχο κι αν ήταν. Μονάχα το παρόν μας θέλει με σκοπό να το αναστήσει. 
Ας γίνουμε λοιπόν φίλοι του Νυμφίου, ας αγαπήσουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας στις αλλαγές που μπορούν να συντελεστούν στην νεκρή ζωή μας. Για να αναστηθούμε χρειάζεται να το πιστέψουμε. 
Να ελπίσουμε οτι τα όνειρα, οι επιθυμίες, η ίδια η νεκρή ζωή μας μπορεί να αναστηθεί. 
Μην βασανίζεστε για το χθες, αρκεί να εστιάσουμε στο σήμερα και να αποφασίσουμε την σταύρωση και Ανάσταση μας. Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.

Εραστές της Αναστάσεως...



Μια φοβερή επιθυμία εκκρεμεί μέσα μας. Εραστές του απολύτου και της τελειότητας. Γεννιόμαστε μαζί της, λες και κάποιος μας έπλασε γι αυτήν και μόνο. Την ζητάμε παντού από το πρώτο μας κλάμα. Στους γονείς μας, στην παιδική αθωότητα και παντοδύναμη εφηβεία, στο έρωτα που ως άλλος παράδεισος μας υπόσχεται αιωνιότητα, για να βιώσουμε τελικά σε όλα αυτά την προδοσία και ματαίωση. Η φαντασία μας είναι παράδεισος μα η πραγματικότητα κόλαση. Είμαστε αδύναμοι αλλά και για μεγάλα πλασμένοι ταυτόχρονα. 
Γι αυτό η επιθυμία μας λυγίζει κάτω από την ευθύνη. 
Δεκάδες μικροί θάνατοι η ζωή. Νεκρά όνειρα και επιθυμίες προδομένες. Θρυμματισμένες ψυχές, κομματιασμένες σε χιλιάδες εσωτερικά κενά που ζητούν να γεμίσουν από την παρουσία του Άλλου. Ο θάνατος παντού μας απειλεί και εμείς γεννημένοι για ζωή, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι αυτός είναι ο οριστικός προορισμός μας. Είμαστε αδύναμα όντα που διψάμε με κάθε μας κύτταρο την ανάσταση. 
Η ανάσταση είναι αφύπνιση σε έναν άλλο τρόπο ζωής, στην ζωή του πνεύματος. 
Είναι η ολοκλήρωση της επιθυμίας που κατατρώει την ψυχή μας. 
Ίσως η καλύτερη εικόνα για να καταλάβουμε την αφύπνιση και το άνοιγμα στο αλλιώς της ύπαρξης, είναι εκείνη που χρησιμοποιεί η Ντολτό στα γραπτά της, δηλαδή της ενδομήτριας ζωής που γίνεται γέννηση, «η ανάσταση για μένα είναι άφιξη στο κόσμο του πνεύματος. 
Σας δίνω μια άλλη εικόνα, είναι όπως όταν καταλάβαμε ότι η τωρινή ζωή μας εγκαινιάστηκε με τη γέννηση μας, την άφιξη μας, όταν γεννηθήκαμε, στο κόσμο των επίγειων πλασμάτων, στο δικό τους χώρο και χρόνο, αφού προηγουμένως είχαμε ζήσει στο ενδομήτριο κόσμο». 
Ο Θεός μέσα από την Ανάσταση του Χριστού μας κλείνει το μάτι για το αλλιώς, το καινούργιο, το πέραν του τάφου. Υπάρχει μια έκπληξη ακόμη από πλευράς Του. 
Δεν τελειώνει το έργο με τον θάνατο, ίσως μάλιστα τότε επι της ουσίας ξεκινάει.

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΠΡΑΞΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Ο Δικαστής Χρήστος Δερμοσσονιάδης, αναλύει μέσα από μια νομικη ματιά τη δίκη του Χριστού και μέσω νομικών επιχειρημάτων στοιχειοθετεί το κατά πόσο ήταν δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία της εποχής.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του.
Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών» αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας.
Η δίκη του Χριστού, μια νομική ανάλυση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νομικούς και μη.
Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε.» (Ιωάν.10’7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων.
Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη, ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες.
Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης.
Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β’4). 
Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. 
Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. «Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.» (Ιω. ΙΑ’48-50)
«Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.» (Ιω. ΙΒ’10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας.
Και ο Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. «Επερώτησον τους ακηκοότας» «εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν». (Ιω. ΙΗ’,20).
Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας «ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;» Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις.
Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν» (Ιω. Β’19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος.
Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). «και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. 
Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται ….»
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου ΚΣΤ’ 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα» (Δευτερονόμιον ΙΘ’15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας «διέρρηξε τα ιμάτια του» πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ’10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν «ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ’67).
Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα «και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον» (Μάρκον ΙΔ’ 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. «Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω» (Μάρκον ΙΕ’,1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: «Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ’ ο φύσει σώματος δι’ εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι.»
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. 
Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.» (Ιω.ΙΒ’13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, «την προσδοκία των εθνών», «τον καθολικό διδάσκαλο» του Σωκράτη, το «Λόγο» του Πλάτωνα, τον «Άγνωστο Θεό» των Αθηναίων, τον «νέο Θεό» των 3 μάγων, τον «Άγιο» του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ «Μεσσία».
Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας – Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17.
Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ’ όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου «ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …», όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.

Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.

Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο.
Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;»
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. 
Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι». (Λουκά ΚΓ’,2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία.
Ήτανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ’,21)
Έπρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη.
Έπρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία.
Έπρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας.
Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132).
Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
«Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκά ΚΓ’3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». (Ιω. ΙΗ’, 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. Έκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας.
Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε «τι έστιν αλήθεια;» 
Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ’ εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ». (Ιω. ΙΗ’ 38).
Έπρεπε ο Ιησούς να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ’ 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη.
Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ’ 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι’ άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ». (Λουκά ΚΓ’ 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου ΚΖ’20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ’ 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλι από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο «λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. 
Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω.ΙΘ’ 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. 
Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν.
Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι «εαυτόν υιόν Θεού εποίησε», η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν.» (Ιω. ΙΘ’13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω.ΙΘ’13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. ΚΖ’ 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) «Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι.» Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα «χρονικά» του Ζωναρά, βιβλίο Στ’, γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ’ βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του.
Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών» αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας.
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από τη δικαία καταδίκη.

Χρήστος Δερμοσσονιάδης
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.

Βλέπουμε τον Χριστό όπως μας βολεύει…

Και τελικά αυτή η ψεύτικη όραση μας οδηγεί σε πνευματική τύλφωση.

Βλέπουμε αυτό που συμφέρει τον εγωισμό μας και όχι την πραγματική αλήθεια. Συνήθως η αλήθεια ενοχλεί, πονάει, ειναι εκτυφλωτική και σε προκαλεί. 
Σε προκαλεί και σε προσκαλεί να αλλάξεις.
Τα βάγια γίνανε καρφιά, τα χειροκροτήματα γίνανε ραπίσματα, τα Ωσαννά γίνανε Σταυρωθήτω!. Πόσες φορές το “Δόξα τω Θεώ” έγινε “Γιατί σ’ εμένα Θεέ μου” μέσα σε δευτερόλεπτα. Πόσες φορές το “Ότι θέλει ο Θεός” θέλουμε να γίνει σύμφωνα με αυτό που θεωρούμε μέσα μας σωστό; Πόσες φορές όταν μιλάμε για θέλημα του Θεού στην ουσία θέλουμε ο Θεός να ευλογήσει το δικό μας θέλημα;
Έχουμε λανθασμένη θέαση των πραγμάτων. Τότε οι άνθρωποι ήθελαν κάποιον επίγειο ελευθερωτή, έναν κοσμικό Βασιλιά, αλλά μόλις είδαν ότι μιλάει για ελευθερία από τα πάθη και για Βασιλεία των Ουρανών τον ανέβασαν στον Σταυρό διότι δεν πληροί τα κοσμικά κριτήρια.
Είμαστε τελικά ΙΔΙΟΙ. 
Οι περισσότεροι πάμε στην Εκκλησία για να μας δώσει ο Θεός υγεία, επιτυχία στις πανελλήνιες των παιδιών, καλές δουλειές, χρήματα , κοσμική ευημερία, επιτυχίες σε κάθε κοσμικό σκαλοπάτι. Σε όλα αυτά φωνάζουμε “Ωσαννα!” Χειροκροτάμε τον Χριστό. Κάνουμε δωρεές, πάμε στην Εκκλησία, κάνουμε ιδιωτικές Λειτουργίες και αρτοκλασίες αλλά μόλις ο Θεός μας δείξει τον δρόμο για τη Βασιλεία των ουρανών που περνάει κάποιες φορές και από το καμίνι του πόνου αρχίζουμε τα “Σταυρωθήτω”. Θέλουμε έναν Θεό στα μέτρα μας. Δεν μας κάνει ο Χριστός. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Ελάχιστοι είδαν τον Χριστό για αυτό που είναι και φορούν φωτοστέφανο. 
Οι υπόλοιποι απλά ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ να δούμε τον Χριστό για αυτό που είναι και όταν μας αποκαλύπτεται στη ζωή μας κάποιες φορές μέσα από σκληρούς τρόπους τον διώχνουμε.
Όχι αγαπητοί μου, δεν είναι ο Θεός κάποια κοσμική αόρατη δύναμη που την καλούμε όποτε γουστάρουμε για να ικανοποιεί τα κοσμικά μας σχέδια που έχουν ημερομηνία λήξης. Τέτοιος Θεός δεν υπάρχει και στην τελική, μας είναι άχρηστος, δεν τον έχουμε ανάγκη. 
Αν ο θάνατος είναι το τέρμα και ο Θεός ένας υπερφυσικός μου υπηρέτης, τότε δεν τον χρειάζομαι. Δεν τον θέλω. Δεν με αγγίζει. Δεν μου κάνει. Δεν μου λέει τίποτα.
Ένας Θεός όμως που είναι πρόσωπο, εραστής και νυμφίος και έχω μαζί Του προσωπική σχέση τότε τα πράγματα αλλάζουν. Θέλει κότσια η προσωπική σχέση. Έχει ευθύνη, συγγνώμη, πάλη, μάχες, πτώσεις, χαμόγελα, άσκηση, πόνο. Ποιός τα θέλει όλα αυτά; Βολεύει ένα Θεός άγαλμα που του κάνω αρτοκλασίες και φανουρόπιτες για να εξαγοράζω την εύνοιά του.
Ο μοναδικός που “είδε” τον Χριστό για αυτό που πραγματικά είναι ήταν ο ληστής. 
Και αυτή η αναγνώριση τον έκανε πρώτο πολίτη του Παραδείσου.
Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος και μας άνοιξε τις Πύλες της Βασιλείας των Ουρανών. Θα φωνάζουμε “Ωσαννά” μέχρι να σβήσει ο ήλιος, και το “Σταυρωθήτω” θα το πώ στον εαυτό μου. Τότε θα αρχίζει η παλέτα της ζωής μου να παίρνει τα χρώματα του Παραδείσου.

π. Σπυρίδων Σκουτής

Οι προφητείες για το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού

“Ερευνάτε τας Γραφάς… εκείναι εισίν αι λαλούσαι περί εμού» (Ιωαν. 5,39). 

Ακούγονται στις μέρες μας κατά κόρον διάφορες φωνές και απόψεις από διάφορους, συχνά και εν πολλοίς άσχετους, σχετικά με καθαρώς θεολογικά θέματα της πίστεως μας.
Οι απόψεις αυτές-επιστημονικοφανείς-διατυπούμενες από ανθρώπους που «ευναυάγησαν περί την πίστιν» ή και αθέους και απίστους, ή δήθεν ερευνητές και προβαλλόμενες από τα σύγχρονα οποτικοακουστικά μέσα προκαλούν κραδασμούς στις καρδιές των πιστών και ενσπείρουν αμφιβολίες στους ολιγοπίστους.
Νεόκοπες θεωρίες και πορίσματα δήθεν ερευνών μιλάνε για ανακάλυψη του τάφου του Χριστού, για τη Μαρία τη Μαγδαληνή, για τη μη θαυματουργική αφή του αγίου φωτός του Παναγίου Τάφου. 
Άλλοι αρνούνται την ύπαρξη του Χριστού και φυσικά και την Ανάσταση Του και άλλοι τον πολεμούν, για να εφαρμοστεί και στις μέρες μας η ρήση του προφήτη Συμεών: «ούτος (=ο Χριστός) κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον». Άλλοι «αδαείς», αδιάβαστοι, λένε ότι τάχα είναι δόγμα του Χριστιανισμού το-πίστευε και μη ερεύνα-και άλλοι απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως αγία Γραφή.
Ο Χριστός όμως λέει να μελετούμε την Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) χωρίς προκατάληψη, γιατί αυτή μιλάει για τον ίδιο
Όποιος θέλει καλοπροαίρετα ψάχνει να βρει την αλήθεια. Η αλήθεια δε φοβάται το ψέμα και το φως διώχνει το σκοτάδι. 
Ο Χριστός είναι «η αλήθεια και η ζωή», είναι «το φως του κόσμου» και όποιος τον ακολουθεί θα έχει «το φως της ζωής». Η Παλαιά Διαθήκη μας δείχνει, μας προαναγγέλλει το Χριστό: με τις προεικονίσεις-προτυπώσεις ή τύπους- εικόνες (Ισαάκ, Ιωσήφ, Μελχισεδέκ, Ιωνάς στην κοιλία του κήτους κ.λπ.) και κυρίως με τις προφητείες των Προφητών.
Σύμπαντες οι προφήτες, από το θεόπτη Μωυσή μέχρι τον Τίμιο Πρόδρομο, ζωγραφίζουν με θαυμαστή ενάργεια και παραστατικότητα το πρόσωπο του Χριστού καθώς και γεγονότα από το λυτρωτικό του έργο. Ενώ η Καινή Διαθήκη μας παρουσιάζει σαν πραγματικότητα πια τον μεγάλο αναμενόμενο, το «όραμα των Προφητών», την «προσδοκία των Εθνών» τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου.
Έτσι η Παλαιά Διαθήκη εκπληρώνεται στην Καινή και η Καινή επαληθεύει την Παλαιά. 
Ο αναστημένος Χριστός, άγνωστος συνοδοιπόρος προς Εμμαούς των μαθητών Λουκά και Κλεόπα, τους επιπλήττει γιατί δεν μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν σε όλα όσα είχαν πει οι προφήτες για το Μεσσία και τους εξηγεί «τα περί εαυτού» αρξάμενος από Μωυσέως και από πάντων των προφητών». Όλα όσα έπαθε ο Χριστός έγιναν σύμφωνα με το θείο σχέδιο. Τίποτε δεν έγινε τυχαία και άκαιρα, όλα εξυπηρετούσαν το έργο της θείας οικονομίας και διαδραματίστηκαν στον προκαθορισμένο χρόνο, στην «ώρα» τους.
Θα αναφερθούμε εδώ στις προφητείες που αναφέρονται στο πάθος και στην Ανάσταση του Χριστού. Οι προφήτες Δαβίδ, Ζαχαρίας, Ησαΐας, Αμώς, Ωσηέ φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα «το λάλησαν δια των προφητών» έσχισαν το πέπλο του παρόντος και ρίχνοντας το προφητικό τους βλέμμα στο απώτερο μέλλον είδαν όσα θα συμβούν σχετικά με το Μεσσία.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ο Ησαΐας, που ονομάστηκε «πέμπτος ευαγγελιστής» γιατί μιλάει ολοκάθαρα για τον «πάσχοντα δούλο του Θεού». Σύμφωνα με τις προφητείες αυτές, που εφαρμόστηκαν στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ο Μεσσίας: – Θα οδηγηθεί αδιαμαρτύρητα στο πάθος «ως πρόβατον επί σφαγήν και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος» (Ησ. 53,7) 8ος αι. π.Χ. Το πάθος του Κυρίου ήταν εκούσιο, θεληματικό και έγινε για τη σωτηρία του κόσμου. «Ιδε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Πρόδρομος). – Θα υποφέρει για τις αμαρτίες όλων μας και με το θάνατο του εμείς όλοι θα θεραπευτούμε: «Ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται». «Ου τω μώλωπι ημείς πάντες ιάθημεν» (Ησαΐα 54,4).
Από το πάθος και το Σταυρό του Χριστού απορρέει η συγχώρηση των αμαρτιών μας και η αιώνια λύτρωση. Η θυσία του Κυρίου ήταν αντιπροσωπευτική και εξιλαστήρια. Στο Πάθος φαίνεται το μέγεθος της αγάπης του Θεού-Πατέρα προς τον άνθρωπο-υιό.
Θα υποστεί εκ μέρους των ανθρώπων κάθε είδους εξευτελισμό και ταπείνωση. «Τον νώτον μου έδωκα οις ραπίσματα, το δε πρόσω- πον μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων» (Ησ. 50,6). Θα προδοθεί από τον Ιούδα (Ψαλμός 40,10-10ος αι. π.Χ.) Θα τρυπηθούν τα χέρια του και τα πόδια του. Θα μοιρασθούν με κλήρο τα ρούχα του «διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμός 21,19). Θα εγκαταλειφθεί την ώρα του Πάθους και του Σταυρού από το Θεό-Πατέρα (θεία φύση). Τούτο σημαίνει ότι ο Χριστός «έπαθεν ως άνθρωπος υπέρ ημών, η δε θεότης απαθής διέμεινεν». Ο αναμάρτητος Ιησούς υπέμεινε με άκρα υπομονή την αφόρητη ψυχική και σωματική οδύνη, γιατί κουβαλούσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών (Αγωνία της Γεθσημανή- «ινα τι με εγκατέλειπες;»).
Με τον πόνο του αυτόν ο Κύριος γλύκανε και μαλάκωσε κάθε ανθρώπινο πόνο. 
Έτσι, ο ανθρώπινος πόνος αποκτά βαθύτατο νόημα ως λυτρωτική συμμετοχή στο θείο πάθος. – Θα πουληθεί για τριάντα αργύρια: «έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς» (Ζαχαρ. 11-12-Ζ΄ αι. π.Χ.). – Θα του προσφέρουν ξύδι και χολή επάνω στο Σταυρό: «έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου εποτίσαν με όξος» (Ψαλμ. 68,22). – Θα σκοτιστεί ο ήλιος την ώρα της σταυρώσεως, ενώ θα είναι μεσημέρι: «και έσται εν τη ημέρα εκείνη και δύσεται ο ήλιος μεσημβρίας και συσκοτάσει επί της γης εν ημέρα το φως» (Αμώς, 8,9-Η’ αι. π.χ.). Την ώρα του Πάθους θα ανοίξουν οι τάφοι και θα αναστηθούν πολλοί νεκροί. «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησαΐα 26,19). 
Θα κατεβεί στον Άδη και το σώμα Του θα μείνει άφθαρτο στον τάφο, έως ότου αναστηθεί. «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Αδην, ουδέ δώσεις τον οσιόν σου ιδείν διαφθοράν» (Ψαλμ. 15,10). Θα αναστηθεί ένδοξος από τον τάφο και θα σώσει τον κόσμο «εν τη τρίτη ημέρα εξαναστησόμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηε, 6,2).
Ο Προφήτης Δανιήλ προσδιορίζει ακριβώς το χρόνο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου και την αιώνια βασιλεία της Εκκλησίας Του. (Δανιήλ 9,25-27). – Για την Ανάσταση του Χριστού έχουμε και άλλες μαρτυρίες, όπως: την προφητεία του Ιεζεκιήλ για τα οστά που αναστήθηκαν και έγιναν άνθρωποι (Ιεζεκιήλ 37,1-4) το περιστατικό με τους τρεις παίδες στην κάμινο, που θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως προεικόνιση της εις Άδου καθόδου και της τριήμερης παραμονής του στον τάφο. Γι’ αυτό ο ύμνος των Τριών Παίδων μαζί με την ιστορία τους, ψάλλεται λαμπρά και πανηγυρικά το πρωί του Μ. Σαββάτου, που τελούμε τον Εσπερινό της Ανάστασης.
Ιδιαίτερα όμως οι περιπέτειες του Ιωνά προτυπώνουν την Ανάσταση του Χριστού. 
Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για τον Ιωνά και παρουσίασε τις περιπέτειες του ως προτύπωση της δικής του Ανάστασης. «Μια γενιά πονηρή και άπιστη ζητάει να δει θαυματουργικό σημάδι! Μα δε θα σας δοθεί άλλο σημάδι παρά μόνο το σημάδι του προφήτη Ιωνά». 
Όπως δηλαδή ο προφήτης Ιωνάς ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο Υιός του ανθρώπου, μέσα στη γη τρεις μέρες και τρεις νύχτες (Ματθ. 12,39-40).