.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο πόλεμος των λογισμών

Συμβούλευε λοιπόν, Πνευματικέ, σε εκείνους που δεν έχουν την δύναμη να αντισταθούν στους κακούς λογισμούς, αλλά φοβούνται ακόμα τον νοητό καί αόρατο πόλεμο των λογισμών, καί διαμονών, καί παθών, να σιωπάσουν όταν τους έρχονται οι εμπαθής λογισμοί, καί να μην αντιλέγουν σε αυτούς με τον καλούμενο αντιρηττικό τρόπο αλλά να καταφεύγουν μόνο στον Θεό νοέρα με την προσευχή, επικαλούμενοι μόνο εκείνου τη βοήθεια.


Διότι καί ο θείος Μάξιμος ο εν Κεφ. τριακοστώ της α' εκατόν. των Θεολογικών, τούτο τους συμβουλεύει να κάμουν, λέγοντας:

"Τους εστί δειλιώντας τα προς τα πάθη πόλεμον, καί φοβουμένους τη των αοράτων εχθρών επιδρομήν, δεί σιωπάν, τουτέστι τον υπέρ αρετής αντιρρητίκον μη μεταχειρίζεσθαι τρόπον, αλλά παραχωρίν Θεώ δι'ευχής την υπέρ αυτών μέριμναν".
Προς την Έξοδο λέγεται:" Κύριος πολεμήσει υπέρ υμών, καί υμείς σιγήσετε"(ιδ' 14). 
Να καταφεύγουμε στον Θεό δια της προσευχής, όχι μονο δια του λόγου του προφορικού, αλλά ακόμη περισσότερο δια της προσευχής της νοεράς, μιλώντας με την καρδιά, με της καρδιάς ενδιάθετο λόγο, αυτή δε είναι το να σωπάσουν μεν τον ενδιάθετο καί εσωτερικό λόγο της καρδιάς από κάθε άλλο λογισμό οι υπό δαιμονικών λογισμών πολεμούμενοι, να δώσουν σε αυτό να μελετά καί να λέει την σύντομη αυτήν καί μονολόγιστη καλούμενη Ευχή:"Κύριε Ιήσου Χριστέ Υιέ του Θεού, Ελέησον με"

Ο καθένας να μελετά την ευχή αυτή, ο δε νούς να καταβιβάζει την νοερά ενέργεια του μέσα στον καρδιά του, καί να προσέχει νοερά με όλη την δύναμη του παρά του ενδιάθετου λόγου στα λεγόμενα ρήματα της προσευχής, χωρίς να φαντάζεται κανένα άλλο νοητό, αισθητό, καθώς όλοι κοινώς οι θείοι Πατέρες παλαιοί καί νέοι αυτό μας διδάσκουν.
Αυτή η νοερά προσευχή, είναι το μόνο δυνατό,το μόνο βοηθητικό, καί το μόνο νικητήριο άρμα στον νοερό πόλεμο των λογισμών, καί προ πάντως, νοερός είναι ο πόλεμος, νοερά χρειάζονται άρματα για να νικηθεί.


Καί κοίτα πως όλα τα αίτια των κακών λογισμών ιατρεύει η μονολόγιστος αυτά προσευχή: 

α)  γιατί συνηθίζοντας να επιστρέφει στον εαυτό του ο νους, καί νοερός να συνομιλεί με τον Θεό δια της προσευχής, ούτε αυτά τα αισθητά αγαπά να βλέπει, αλλα καί ούτε τις αισθήσεις του να κινεί, κατ'εκείνο το γνωμικό"ολίγα κινούση την αίσθησιν, η πλείστα την διανοιά χρώμενοι".

β)  Διότι ο ενδιάθετος λόγος της καρδιάς μελετά πάντοτε καί λέγει την ευχή του "Κύριε Ιησού Χριστέ", πάυει από το να γίνεται όργανο των πνευμάτων της πονηριάς, καί να έχει άλλους ασχρούς λογισμούς, βλάσφημους καί πονηρούς, καί αυτό γιατί η φαντασία είναι η γέφυρα των δαιμόνων, γιατι σμίγουν με την ψυχή, κατά τους Θείους Πατέρες, αυτή, λέγω, καθαρίζεται από κάθε είδωλο εμπαθές, με το να κατεβαίνει στην καρδιά η ενέργεια του νου, γυμνή καί καθαρή από κάθε σχήμα καί είδος φαντασίας, καί με την στενότητα αύτη της καρδιάς τόπου διϋλίζεται αυτή, καί με αυτόν τον τρόπο εκδύνεται, καθώς καί ο όφις από στενούς τόπους διερχόμενος εκδύνεται το παλαιό του δέρμα.

γ) Διότι η θερμή που γίνεται μέσα από την καρδιά μας συχνή μελέτη της ιεράς προσευχής, διώχνει καί κατακαίει σαν μύγες τις προσβολές των πονηρών λογισμών, κατά τον εν Θεσσαλονίκης Μέγα Γρηγόριον, διαλύει σαν σύννεφα καί καπνό τα πάθη του λογισμικού μέρους της ψυχής, καί το λαμπρό αυτό και φωτεινό αυτό απεργάζεται, γλυκαίνει καί ειρηνεύει του θυμικού τα πάθη, σκορπίζει τα πάθη του επιθυμητικού, καί όλη αυτήν την αγαπημένη δύναμη τραβάει για τον εαυτό της, καί στην αγάπη του μελετημένου Ιησού Χριστού. 

δ) Γιατί αυτό το γλυκή καί πράγμα καί όνομα του Ιησού μέσα στην καρδιά παντώς μελετούμενου μαστίζει, πληγώνει, καί διώχνει απο την καρδιά τους δαίμονες, τους αρχηγούς καί δημιουργούς ολών των κακών λογισμών και παθών της ψυχης. Γι αυτό είπε ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος"Ιησού ονομάτι μαστίζε πολεμίους".

Καί ε) Γιατί η πολυποίκιλη μνήμη των κακών λογισμών, η εκ της παρακοής του Αδάμ προξενήθηκε, απλή γίνεται καί θεραπεύεται μόνο με την συνεχώς μνήμη του Ιησού Χριστού, κατά τον Σιναϊτη Γρηγόριο λέγοντας:" Ιάται την μνήμην κυρίων η θεία παγιωθείσα έμμονος διά προσευχής μνήμη, από του κατά φύσιν εις το υπέρ φύσην ανακραθείσα το πνεύματι"(Κεφ. ξα')

Τι να πολυλογώ; Το γλυκύτατο όνομα του Ιησού συνεχώς, καί κατανυκτικώς, καί με πόθο καί με πίστη μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας να τον μελετούμε,αποκοιμίζει όλους τους κακούς λογισμούς, ξυπνάει όλους τους αγαθούς και πνευματικούς λογισμούς,  καί πρότερο:
"Εξήρχοντο εκ της καρδίας διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι, καθώς είπεν ο Κύριος"(Ματ. ιε,19), μετά από όλα αυτά εξέρχονται οι αγαθοί λογισμοί, πνευματίκα νοήματα, λόγοι σοφίας, κρίσεις, ανακρίσεις, καί διακρίσεις καθώς είναι γραμμένο στις Παροιμίες:"Λογισμοί δικαίων κρίματα"(Παρ. ιβ΄5). 
Έτσι δίδασκε, συμβούλευε, καί παρακινεί τους μετανοούντας, καί όλους τους Χριστιανούς, Πνευματικέ, για να μελετούν παντοτινά μέσα στην καρδιά τους το όνομα του Ιησού Χριστού, με την προσευχή, επειγή η νοερά αυτή καί αδιάλειπτος μέσα απο την καρδιά προσευχή, δεν δώθηκε μόνο στους Καλογήρους καί Μοναχούς, αλλά και σε όλους τους απλούς τους εν τω κόσμω Χριστιανούς.

Όπως μάλιστα ο Απόστολος των Εθνών Παύλος προστάζει στους κοσμικούς, καί τους λέγει πάντοτε να προσεύχεστε:" Αδιαλείπτως προσεύχεσθε"(α' Θεσσαλ. ε' 17). Γιατί είναι δυνατόν σε αυτούς παντοτεινά να προσεύχονται, καί 'οταν δουλεύουν, καί όταν τρώγουν καί πίνουν, καί όταν είναι στο σπίτι τους, καί όταν βρίσκονται έξω, καί όταν κάθονται, καί όταν περπατούν μόνον εάν θέλουν να αφήσουν την πολυλογία τους καί μαζεύσουν τον νού τους στην καρδιά τους.

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Πώς η μονολόγιστη Ευχή του Ιησού θεραπεύει την Τύφλωση


Ομιλητής ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Μανώλης.

Η ευχή και το Άγιον Πνεύμα



Η διδασκαλία του παππού μας Ιωσήφ και του Γέ­ροντος μας Έφραίμ, αποτελεί συνέχεια της διδασκα­λίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η πείρα του Γέροντος μας Εφραίμ εις την νοεράν προσευχήν, όπως μας την παρέδωσεν, αποτελεί συνέχεια όλης της νηπτικής ασκητικής παραδόσεως.
Λέγει ο Γέροντας Εφραίμ: «Η καρδία του άνθρωπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδίαν. Εάν η καρδία του ανθρώπου καθαρισθή, τότε βλέπομεν τον Θεόν. Ο Θεός είναι αθεώρητος· ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν γίνη αυτή καθαρόν δοχείον.
Διά να γίνη δεκτικόν δοχείον η καρδία του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή. Δηλαδή, να γίνη καθαρή από ακάθαρτους λογισμούς. Διά να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη εις αυτήν κάποιο φάρμακον. Το φάρμακον αυτό είναι η νοερά προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί· και όταν μπη εις την καρδιά ο Χριστός, το όνομα Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπάκουουν τα πάντα.
Έτσι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς· έχει επαναστάσεις· έχει λογισμούς· έχει πάθη και αδυναμίες· έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα εις την καρδίαν του ανθρώπου.
Διά να μπόρεση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να υποταχθή,
πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς, με τις στρατιές του να κυρίευση το κράτος· να διώξη τον εχθρόν, τον διάβολον· να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες· να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτό, κατά τους πατέρας, λέγεται καρδιακή ησυχία. Να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται. Η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν».
Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να επαναφέρη τον νουν, που μετεωρίζεται με τις αισθήσεις έξω εις τα κτίσματα, μέσα εις την καρδίαν μας, εις το ταμείον των λογισμών. Ο μεγαλύτερος διδάσκαλος εις τον άνθρωπον, διά το Ιερόν αυτό έργον, είναι η νοερά προσευχή. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία προσελκύεται διά της ευχής, μας διδάσκει όλα όσα χρειαζόμεθα.
Ο καλύτερος βοηθός, κατά την ώραν της εξόδου της ψυχής από τον κόσμον αυτόν, είναι η νοερά προσευχή. Διότι την ευχήν αυτήν θα χρησιμοποιή η ψυχή, εφ' όσον βέβαια την γνωρίζει. Η ψυχή θα είναι οπλισμένη με την δύναμη της προσευχής, με το ακαταμάχητον Όνομα του Χριστού, το όποιον τρέμουν οι δαίμονες και δεν μπορούν να πλησιάσουν την ψυχήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Προσπάθησε πάντα η ευχή του Ιησού Χρίστου να επενδύη όλα τα έργα σου· κάθε πνοή και κάθε νόημα. 
Ω τότε πόσο θα ευφραίνεται η καρδία σου! Πόσο θα χαίρεσαι, διότι θα ανεβαίνη ο νους εις τα ουράνια.
Διά τούτο μην αμελής να λέγης:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Όταν ψάλης θα κατανοής τα ψαλλόμενα· θα έχης όρεξιν και φωνήν ικανήν και ταπείνωσιν διά να αποδίδης καθώς αρμόζει τα λόγια του Θεού.
Διά τούτο μην άδικης άλλο την ψυχήν σου, αλλά και ψάλλων λέγε ενδόμυχα την ευχήν·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Όταν εργάζεσαι ας μην απορροφάται όλη σου η δύναμις εις την εργασίαν, αλλά να λέγης -ψιθυριστά και την ευχήν. Τότε και τα έργα σου θα είναι ορθά, χωρίς λάθη, καθαρά από λογισμούς και η απόδοσις της εργασίας σου θα είναι μεγαλύτερα.
Λέγε λοιπόν την ευχήν του Ιησού Χρίστου, διά να ευλογούνται τα έργα σου·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον σκεπάζει την ψυχήν που εύχεται. Εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής, ελέγχει όλον τον εσωτερικόν κόσμον της ψυχής και τον κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού το Άγιον . Τότε μόνον η ψυχή έχει την δύναμιν να ειπή μαζύ με τον Προφήτην. «Ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου, το όνομα το Άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπόν την ευχήν διά να έχης την σκέπην του Άγιου Πνεύματος.
Όταν το Πνεύμα το Άγιον καλύπτει την ψυχήν σου αισθάνεσαι μιά πληρότητα και μιά ταπείνωσιν. Δεν επηρεάζεσαι από την αδικία, την ειρωνεία ή τον επαίνον.
Ζης σε μιά ατμόσφαιρα πνευματική που δεν εισέρχεται εύκολα ο ιός της αμαρτίας. Ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται.
Το Πνεύμα το Άγιον σου δίδει άλλα μάτια και άλλην κρίσιν.
Λέγε συνεχώς την ευχήν, διά να ζης άνετα μέσα σε κάθε περιβάλλον·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Ως άνθος αμάραντον και δένδρον ευσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων του Άγιου Πνεύματος γίνεται η ψυχή σου όταν λέγης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Λέγε την ευχήν και άφησε την χάριν του Άγιου Πνεύματος να εισέλθη εις τα βάθη της ψυχής σου. Γίνε τότε άγρυπνος θυρωρός του οίκου της ψυχής σου και θεατής των ενεργειών του Άγιου Πνεύματος και λέγε μετ' ευφροσύνης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι η ευλογία όλου του κόσμου.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι το φως και η ζωή της ψυχής, η όποια ανυμνεί και δοξολογεί από τα βάθη αυτής το Όνομα της Αγίας Τριάδος. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Ιερά Μονή Καρακάλλου Άγιον Όρος
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη


orthodoxfathers.com

ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ

Κατ᾽ ἀρχάς, νά εὐχηθῶ σέ ὅλους σας, ἔστω καί λίγο καθυστερημένα, Καλή καί Ἁγία Τεσσαρακοστή μέ πλουσία τήν πνευματική σας καρποφορία. Μέ νηστεία, καί σέ ποιότητα, καί σέ ποσότητα, γιατί ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἀρχή κάθε καλοῦ. Εἶναι τό Α τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι τό πρῶτο βῆμα, ἰσχυροποιεῖ τήν θέλησι, σταυρώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὠφελεῖται ὁ ὀργανισμός, διότι γίνεται μιά κάποια σχετική ἀποτοξίνωσις, καί, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, κάνομε ὑπακοή εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κι ἔτσι θάβομε τόν ἐγωκεντρισμό μας. Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀπαιτεῖται ταπείνωσις ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά νά νηστέψη. Γιά νά νηστέψη δηλαδή, ὄχι ὅποτε θέλει ὁ ἴδιος, ἤ γιά ἄλλους λόγους, ἀλλ᾽ ὅποτε καί ὅπως ὁρίζη ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Πρίν ὅμως προχωρήσωμε στήν συνέχεια τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, νά συμπληρώσωμε τήν ἀπάντησί μας σέ κάποια ἀπορία, ἡ ὁποία μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς ἐρωτοῦσε, ἄν εἶναι ἐμφανεῖς οἱ καρποί τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Εἴχαμε πῆ, ἄν ἐνθυμῆσθε, ὅτι, ὅσο προχωράει ὁ ἄνθρωπος καί πολεμάει στό πνευματικό του μέτωπο, τότε ἀνάλογα καί ἀντίστοιχα, ἐπιτρέπει, παραχωρεῖ δηλαδή ὁ Θεός, νά πολεμήση, ὁ ἑκάστοτε ἀγωνιστής, καί μέ πιό δυνατούς, μέ πιό ἰσχυρούς, μέ πιό ὕπουλους ἀντιπάλους. Ἔτσι, δέν καταλαβαίνει πάντα ἄμεσα, τήν πρόοδό του ὁ ἀγωνιστής. Ἄλλωστε, τό καθαρό κέρδος ἀπό τόν πνευματικό ἀγῶνα δέν εἶναι τόσο ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός ἀγῶνας, αὐτός καθ᾽ ἑαυτός, ἀλλά ἡ πραγματική ταπείνωσις πού προκύπτει ἀπό αὐτόν. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν στεφανώνεται γιά τίς ἀρετές καί τούς ἀγῶνες του, ἀλλά στεφανώνεται γι᾽ αὐτήν τήν ταπείνωσι, πού εἶναι ἀπόρροια τοῦ προσωπικοῦ του πνευματικοῦ ἀγῶνα καί ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀκριβῶς μετά ἀπό αὐτόν.
Ἀλλά, γιά νά ἔλθη ἡ ταπείνωσις, πρέπει ἀπαραίτητα, μά ἀπαραίτητα, νά παραχωρηθοῦν πειρασμοί. Χωρίς ἀγῶνα, ἡ ταπείνωσις νά ξέρετε, ἤ εἶναι νόθος, ἤ ἔστω τῶν ἀρχαρίων. Δέν εἶναι ἡ πλουτοποιός ταπείνωσις τῶν πραγματικῶν ἀγωνιστῶν. Καί χωρίς πειρασμούς, δέν μπορεῖς ἄνθρωπέ μου νά γνωρίσης τήν ἀδυναμία σου. Πάντα θά ἔχης ἄγνοια, δέν θά ξέρης τόν ἑαυτό σου, θά πετᾶς στά σύννεφα, θά ἔχης μαῦρα πνευματικά μεσάνυκτα. Χωρίς πειρασμούς δέν μπορεῖς νά ταπεινωθῆς πραγματικά.
Εἶναι ὄντως μυστήριο. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ πνευματικά, σωστά ἐννοεῖται, τόσο περισσότερο βλέπει πόσο, μά πόσο, πίσω εἶναι. Καί νά δῆ κάποια βελτίωσι, ταυτόχρονα μέ τήν βελτίωσι, βλέπει τότε καθαρώτερα, πιό ρεαλιστικά, πιό ὀρθά, πιό ξάστερα, πόσο ὑστερεῖ. Καί αὐτό, τοῦ δίνει ἀκριβῶς νέα ὤθησι γιά νέες πνευματικές ἀποφάσεις καί πνευματικούς ἀγῶνες.
Ὅποιος κάνει κάποια πνευματική προσπάθεια καί μέ αὐτήν αἰσθάνεται αὐτάρκεια, νομίζει δηλαδή ὅτι αὐτό εἶναι ἀρκετό καί δέν χρειάζεται κάτι περισσότερο, αὐτός δέν ἔχει καταλάβει τίποτε ἀπό τό τί θά πῆ ὀρθή πνευματική ζωή, τό τί θά πῆ γνήσια Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀγνοεῖ ὅτι ἡ τελειότης, καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν τελείων, εἶναι ἀτέλεστος. Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ''ἡ τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης''. Καί αὐτή ἡ κατάστασις ἐπεκτείνεται καί στήν ἄχρονη αἰωνιότητα.
Βέβαια, ἡ πρόοδος τῶν σεσωσμένων εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθη μετά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ φρικτή Παρουσία, θά γίνεται ἄκοπα. Ὄχι ὅπως τώρα δηλαδή, πού γιά νά προοδεύση κανείς πρέπει νά χύση, πνευματικά ἐκλαμβανόμενο, αἷμα. Τώρα ἡ πρόοδος γίνεται μόνο μετά ἀπό πνευματικό ἱδρῶτα. Ἀκόμη καί αὐτή ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ σέ δόξα, ἀσύγκριτα μάλιστα, καί αὐτά τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, σήμερα, τήν στιγμή πού ὁμιλοῦμε, ἄν τό θέλετε, εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό χθές. Καί αὔριο θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα. Ἄκοπα ὅπως εἴπαμε. Καί θά εἶναι ἁγιωτέρα ἀπό σήμερα, μέ τήν ἔννοια, ὅτι θά εἶναι δεκτικωτέρα περισσοτέρου θείου Φωτός, διότι ἁπλούστατα τό θεῖο Φῶς δέν εἶναι δεξαμενή πού κάποτε στερεύει.
Βέβαια, γιά νά τό ξεδιαλύνωμε μιά γιά πάντα, ὁ ἄνθρωπος ὅσο περισσότερο προοδεύει, τόσο περισσότερο βλέπει τό πόσο πίσω εἶναι. Αὐτή ἡ νέα κατάστασις δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν μελαγχολία, τήν ἀπογοήτευσι καί ὅλα τά συνεπακόλουθα αὐτῶν. Ἁπλῶς αἰσθάνεται μέν ἀσύγκριτα καλύτερα ἀπό πρίν, παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως ἔχει μία καλή καί σωτήρια ἀνησυχία, ἡ ὁποία αὐτή καλή ἀνησυχία εἶναι ὑπερτέρα πάσης νηφαλιότητος, πάσης ἠρεμίας, πάσης εἰρήνης. Καί αὐτή ἡ καλή ἀνησυχία τόν ὠθεῖ στό νά προχωρήση σέ νέους ἀγῶνες καί σέ νέες πνευματικές καταστάσεις, ἐφ᾽ ὅσον μπροστά του βλέπη ὅτι τοῦ ἀνοίγονται νέοι πνευματικοί ὁρίζοντες. Ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες,αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἕναν ''ἀκόρεστο κορεσμό''. Ἐνῶ δηλαδή αἰσθάνεται γεμᾶτος, ταυτόχρονα μέ αὐτό τό ''γέμισμα'' αἰσθάνεται καί μία ὤθησι γιά νέους ἀγῶνες. Βέβαια αὐτά εἶναι μυστήρια τοῦ Πνεύματος καί τά καταλαβαίνουν μόνον ὅσοι ἀγωνίζονται. Πῶς δηλαδή ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται γεμᾶτος καί ταυτόχρονα θέλει νά γεμίση ἀκόμη, μά ἀκόμη, πιό πολύ.
Ἄς μή μᾶς φαίνεται παράξενο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Οἱ ἀνθρώπινες λέξεις, τά ἀνθρώπινα λεκτικά σχήματα δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν ἐπαρκῶς τά φαινόμενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δέν μποροῦν νά τά ὁλοκληρώσουν, οὔτε κἄν, καλά-καλά νά τά προσεγγίσουν. Ἄν μυστήριο καλύπτη τήν ζωή γύρω μας καί μέσα μας, κατά γενική ὁμολογία ὅλων, κατά μείζονα λόγο μυστήριο ἀνεξάντλητο ὑπάρχει στά πνευματικά φαινόμενα, πού ἐκπηγάζουν ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνονται στά λογικά Του κτίσματα, τά ὁποῖα Τόν ἀναζητοῦν.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ὅμως στό σημεῖο αὐτό, νά συμπληρώσωμε καί κάτι ἀκόμη στήν σχετική ἐρώτησι, πού ἐρωτᾶ ἐάν καταλαβαίνη ὁ ἀγωνιζόμενος μέ τήν εὐχή τήν προσωπική του πρόοδο.
Σέ αὐτό ἀπαντοῦμε, ὅτι στήν ἀρχή τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, ὁ Θεός ἀπό συγκατάβασι μᾶς προσεγγίζει. Καί ἕνας ἀπό τούς τρόπους προσεγγίσεώς Του εἶναι νά μᾶς δίνη κάποιες πνευματικές ''καραμέλες'' γιά νά μᾶς προσελκύση, γιά νά μᾶς γλυκάνη μέ τήν Χάρι Του, γιά νά μᾶς τραβήξη καί νά μᾶς ξεκολλήση ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία, ἰδιαίτερα στήν ἀρχή, μᾶς ἐξαπατᾶ. Φαίνεται πολύ γλυκειά, ἄσχετα ἄν τελικά βέβαια, ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγῆ σέ ἀφάνταστη πικρία, καί σέ αὐτήν τήν ζωή, καί πολύ περισσότερο στήν αἰωνία ζωή.
Στήν ἀρχή λοιπόν τῆς πνευματικῆς στροφῆς μας αἰσθανόμεθα, κάποιες στιγμές, αἰσθητά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάνωμε κάποια πνευματική στροφή, τό αἰσθανόμεθα αὐτό. Αἰσθανόμεθα μία κατάνυξι, μία ὄρεξι, πού πρίν ὅλα αὐτά γιά μᾶς ἴσως ἦταν καί ἀνεξήγητα.
Μετά ὅμως μέ τόν καιρό, φαινομενικά, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἄρσι, τό σήκωμα, τό πάρσιμο τῆς Χάριτος, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν περίπτωσι, διότι οἱ περιπτώσεις τῶν πνευματικῶν καταστάσεων καί τῶν ἀγωνιζομένων εἶναι ἀναρίθμητες καί πολυποίκιλες. Καί αὐτήν τήν στιγμή φυσικά δέν μπαίνομε σέ λεπτομέρειες. Ἁπλῶς ἐδῶ ἀναφέρομε ὅτι, ἄν τυχόν κάποιος ἐνδιαφέρεται, τόν παραπέμπομε στόν Ρῶσο ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο πού ἔγραψε τό βιβλίο μέ τίτλο '' Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης'' καί ὅπου ἀλλοῦ θέλει. Στήν Πατερική Γραμματολογία ἐπεξηγεῖται τό πῶς αἴρεται ἡ Χάρις στούς ἀγωνιζομένους.
Λοιπόν, φαινομενικά ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, ἀρχίζει νά βιώνη τήν ἄρσι τῆς ἀρχικῆς Χάριτος, τό πάρσιμό Της. Καί ἀναγκάζεται πλέον νά παλαίψη μέ τά πάθη, πού πρῶτα ἦσαν θαμμένα μέσα του, καί ἀπό τά ὁποῖα ἴσως πάθη ἐνόμιζε, ἐσφαλμένα βέβαια, ὁ ἀγωνιστής, ὅτι ἀπαλλάχθηκε, δῆθεν, μιά γιά πάντα. Γι᾽ αὐτό ποτέ μά ποτέ, δέν πρέπει νά ξεθαρρεύωμε στήν πνευματική ζωή, ἕως τελευταίας μας πνοῆς. Ὅπως ἔλεγε ὁ σοφός ἱερέας, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: ''Σάρξ-πλάξ''. Δηλαδή, τά πάθη τῆς σάρκας, καί ὄχι μόνο αὐτά βέβαια, μόνο ἡ ταφόπλακά μας θά τά σταματήση. Πρίν μπῆ ἡ ταφόπλακα ἀπό πάνω μας, πάντα ὑπάρχει, ἀνα πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὁ κίνδυνος τά πάθη τῆς σάρκας νά ἐκδηλωθοῦν μέ τήν α´ ἤ β´ μορφή.
Ἐπαναλαμβάνομε λοιπόν ὅτι, ἀπό κάποια στιγμή καί μετά, φαίνεται ὅτι ἡ Χάρις ἐγκαταλείπει τόν ἀγωνιστή ἄνθρωπο, ἀλλά στήν πραγματικότητα, αὐτή ἡ ἴδια ἡ Χάρις, μυστικά τοῦ δίνει τήν δύναμι, τήν ψυχική ἀντοχή, τό κουράγιο νά ἀντέξη στίς διάφορες ὀδυνηρές πνευματικές δοκιμασίες. Διότι, ἄν στήν πραγματικότητα ὄντως μᾶς ἐγκατέλειπε ἡ θεία Χάρις, τότε αὐτόματα θά πέφταμε στό κενό, ὅπως ἔλεγε σχετικά ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, καί μάλιστα σέ μεγάλη ἡλικία εὑρίσκετο τότε, λίγο πρίν τόν θάνατό του. Τί ἔλεγε; Ἀκοῦστε λόγο: «Ἄν μέ ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις, θά μέ δῆτε πρῶτον νά χορεύω στίς ταβέρνες, στίς διασκεδάσεις, στά μπουζούκια». Συγγνώμη πού τά λέμε λίγο ἁπλᾶ, ἀλλά ἔτσι ἀκριβῶς τά ἔλεγε, γελῶντας χαριτωμένα ὁ Γέροντας, γιά νά δείξη ὅτι ὅλα ὅσα ἔχομε τά ὀφείλομε στήν θεία Χάρι.
Ἡ Χάρις βέβαια δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τόν ἄνθρωπο, ἐκτός καί ἄν εἶναι μόνιμα ὑπερήφανος, ἤ ἐκτός ἄν, τελικά, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐν ψυχρῷ ἐγκαταλείψωμε τήν Χάρι καί γενικώτερα παρατήσωμε καί ἀχρηστεύσωμε τά διάφορα θεῖα ὅπλα, τά ὁποῖα μᾶς ἔχουν δοθῆ, γιά τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἀκόμη λοιπόν καί τότε πού ὁ ἄνθρωπος βιώνει τήν ἄρσι τῆς Χάριτος καί δοκιμάζεται καί πάσχει, οὐσιαστικά καί τότε μέ μυστικό τρόπο, ἡ ἴδια ἡ Χάρις τόν ἐνισχύει. Καί, ἄς γίνωμε ἀκόμη πιό παραστατικοί. Θυμηθεῖτε τόν Μέγα Ἀντώνιο, πού ἐπί δέκα ἕξι ὁλόκληρα χρόνια ἔπασχε συνεχῶς ἀπό τά δαιμόνια. Καί τί πειρασμούς δέν τοῦ προξενοῦσαν! Καί μόνο μετά ἀπό τήν δοκιμασία αὐτή, τόν περιέλαμψε θεῖο Φῶς καί εἶπε στόν Χριστό, ὅταν τοῦ ἐνεφανίσθη: «Ποῦ ἤσουν, Κύριε;» Καί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Δίπλα σου ἤμουν Ἀντώνιε καί παρακολουθοῦσα τούς ἀγῶνες σου».
Ἔτσι συμβαίνει συνήθως στά πνευματικά. Στήν ἀρχή, κάποια χαρά δοκιμάζει ὁ ἀγωνιζόμενος. Μετά ὅμως, δοκιμασίες πολλές, ἀνάλογα βέβαια μέ τήν δεκτικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τό ἀντίστοιχο θεῖο σχέδιο. Λοιπόν, στήν ἀρχή χαρά, καί μετά δοκιμασίες πολλές. Καί, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνη πίσω - ἐδῶ φαίνονται τά παλληκάρια, στήν πρᾶξι - ἐάν δέν ἀπογοητευθῆ, ἀλλά συνεχίση νά ἀγωνίζεται, νά πάσχη, ἔ, μετά, ἀκολουθεῖ ἀσύγκριτη, μεγαλυτέρα πνευματική χαρά.
Θέλω νά πιστεύω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ἔστω καί λίγοι ἔχουν αὐτή τήν μικρή γευσούλα τῆς Χάριτος. Ἀλλά πολύ φοβᾶμαι, ὅτι ἄν ὄχι ὅλοι μας, σχεδόν ὅλοι μας, μετά, δέν δείχνομε τή ἀπαιτουμένη καρτερία στίς πνευματικές δοκιμασίες πού ἀκολουθοῦν, καί δέν κάνομε ἀγῶνα ὅπως πρέπει, καί ἔτσι, στερούμεθα, ἀλλοίμονο μας, τήν μεγάλη χαρά πού ἀκολουθεῖ καί πού ὅταν ἔλθη, ξεπερνᾶ σέ ἀπόλαυσι, σέ ποσότητα, σέ ποιότητα, κάθε ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ οὐράνια χαρά εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀπόλαυσι αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἴτε αὐτή ἡ ἀπόλαυσι εἶναι νόμιμη, εἴτε εἶναι παράνομη. Ὁ,τιδήποτε γήινο, καί τό πιό ἐπαινετό, ὠχριᾶ μπροστά στήν γοητεία καί στήν ἡδονή, ἡ ὁποία προξενεῖται ἀπό αὐτήν τήν πνευματική χαρά.
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, στήν ἀρχή ὁ Θεός μᾶς δίνει ἕνα πνευματικό γλυκάκι γιά νά μᾶς τραβήξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Μετά ὅμως μᾶς δίνει τά ἀπαραίτητα ἐργαλεῖα γιά νά κουρασθοῦμε προσωπικά καί νά φτιάξωμε μόνοι μας γλυκά, νά φτιάξωμε πνευματικό ''ζαχαροπλαστεῖο''. Νά γίνωμε πνευματικοί ''ζαχαροπλάστες''. Ἀλλά αὐτό, θέλει κόπο. Θέλει τήν ἰδική μας ἐργασία πρῶτα. Ἤ, ὅπως ἔλεγε, πάλι ὁ ἴδιος Γέροντας, ἀκόμη πιό παραστατικά: «Ὅταν ἔχης ἕνα μικρό δενδράκι, ἕνα μικρό φυτό, στήν ἀρχή, αὐτό τό μικρό φυτό θέλει μόνο πότισμα, θέλει μόνο ''χάϊδεμα''. Μετά ὅμως, ὅταν μεγαλώση λίγο, ἄν δέν τό κλαδέψης τό φυτό, τό δένδρο, ὅσο καί νά τό ποτίζης, δέν κάνει τήν προβλεπόμενη προκοπή, δέν βγάζει δηλαδή τούς ἀναμενόμενους καρπούς».
Ἔ, κάπως ἔτσι ἰσχύει καί στά πνευματικά. Γιά νά βγοῦν πνευματικοί καρποί, χρειάζεται ἀπαραίτητα πνευματικό κλάδεμα, χρειάζεται πνευματική ἐγχείρησις. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, στίς ἀρχές μέν εἶχε φοβερή ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος καί μάλιστα εἶδε τόν ἴδιο τόν Χριστό μέσα σέ θεῖο Φῶς. Μετά ὅμως τόν ἐγκατέλειψε - ἐξ ὑποκειμένου πάντα, ἐννοεῖται - ἡ Χάρις, καί τότε εἶχε ἐπί χρόνια φοβερό μαρτύριο δαιμονικῶν προσβολῶν. Ἔπασχε συνεχῶς ἀπό λογισμούς. Ἐπί παραδείγματι, ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν οἱ λογισμοί ὅτι ἦταν ἅγιος καί ἄλλες φορές τοῦ ἔλεγαν ὅτι θά χανόταν. Ἀφοῦ νά σκεφθῆτε, ἔκανε στρωτές μετάνοιες καί ἔβλεπε μπροστά του δαιμόνια μεταμορφωμένα νά κάθωνται ὄρθια καί νά σαρκάζουν. Καί εἶχε τήν πικροτάτη αἴσθησι, ὅτι προσκυνοῦσε, μέ τίς μετάνοιες πού ἔκανε, ὄχι τόν Χριστό, ἀλλά τόν διάβολο.
Σέ μᾶς βέβαια δέν ὑπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, οὔτε διαβόλους νά δοῦμε, οὔτε τίποτε ἀπό αὐτά. Ἀλλά, ξέρεις τί εἶναι ἀδελφέ μου, νά κάνης μετάνοια, νά προσκυνᾶς τόν Θεό, καί νά βιώνης ὅτι προσκυνᾶς, ἀντί γιά τόν Χριστό, τόν διάβολο; Νά μή τύχῃ τέτοιο πρᾶγμα! Καί ἐν συνεχείᾳ, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός: «Ἄν δέν εἶχα δεχθῆ τήν πρώτη δυνατή Χάρι, δέν θά ἄντεχα, οὔτε ἕνα βράδυ, τό δαιμονικό αὐτό μαρτύριο. Ἀλλά, ἦταν τόσο ἔντονη, γλυκειά καί καθοριστική αὐτή ἡ Χάρις πού δέχθηκα, πού ἄντεξα, ἐπί πολλά χρόνια, ἀναρίθμητες τέτοιες μακάβριες δαιμονικές νύχτες». Καί σέ κάποια ἄλλη συνάφεια, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός στόν Χριστό: «Κύριε, θέλω νά προσευχηθῶ καί δέν μέ ἀφήνουν οἱ λογισμοί». Καί τότε ἄκουσε θεϊκή φωνή πού τοῦ ἔλεγε: «Ἔτσι ὑποφέρουν οἱ ὑπερήφανοι». Καί ἐν συνεχείᾳ, ἄκουσε τό περίφημο καί γνωστό σας πλέον: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ᾅδη, καί μήν ἀπελπίζεσαι». Νά ἔχης, δηλαδή, συντετριμμένο νοῦ καί νά μή στενοχωριέσαι γι᾽ αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὡς πρός τήν ἀπορία αὐτή. Ἐπειδή τά θεωρήσαμε πολύ βασικά καί χρήσιμα, γι᾽ αὐτό καί τά ἀναφέραμε, γιατί πολλοί ἀπό μᾶς, ἐνῶ στήν ἀρχή κάνωμε κάποιο ἀγῶνα, μετά, μέ τό παραμικρό, τά παρατᾶμε, ἀγνοῶντας τά ''παιχνίδια'' τῆς Χάριτος. Ἔ, πῶς νά τό κάνωμε; Θέλομε καί ἐκεῖ Παράδεισο, καί ἐδῶ Παράδεισο; Συνέχεια; Δέν γίνεται. Ὁ Παράδεισος γιά νά κατακτηθῆ θέλει πολύ κόπο. Τί λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ; «Ἀδελφέ μου, ἄνθρωπέ μου, θέλεις νά ἀνεβῆς στόν οὐρανό καί ὑπολογίζεις κόπους καί πόνους καί θυσίες; Δέν βλέπεις πῶς κινοῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γιά ἄλλες κοσμικές ὑποθέσεις; Διδάξου ἀπό αὐτούς».
Καί ἐν προκειμένῳ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, νά τό ξέρωμε καλά, θέλει πολύ ἀγῶνα, θέλει καρτεροψυχία, θέλει πολύ ὑπομονή, δέν γίνεται σέ ἕνα βράδυ, σέ δύο βράδυα, σέ ἕναν μῆνα νά ἐπιτύχωμε αὐτά τά ὁποῖα θά θέλαμε. Βέβαια, τό ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό κυρίως πρέπει νά ζητοῦμε διά τῆς προσευχῆς. Θέλει ὅμως πολύ ὑπομονή καί πολύ κόπο. Δέν μοῦ ἀρέσει νά σᾶς τά ὡραιοποιῶ. Θέλω νά σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια.
Μία ἄλλη ἀπορία εἶναι ἡ ἑξῆς: '' Ἄν ἐπιτρέπεται ἡ προσευχή γιά τούς ἀλλοθρήσκους''.
Σέ αὐτήν, ἐλλείψει χρόνου, ἀπαντοῦμε ἐπιγραμματικά: Φυσικά καί ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά προσευχώμεθα καί γιά τούς ἀλλοθρήσκους. Γι᾽ αὐτούς, ἐπί παραδείγματι, ἡ προσωπική μας προσευχή, μέ τό κομβοσχοίνι, ἤ χωρίς αὐτό, ἄς εἶναι ὡς ἑξῆς: Νά λέμε ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν δοῦλο σου τάδε, ἤ τούς δούλους σου τάδε''. Θά τά ἀναλύσωμε ὅμως ὅλα αὐτά καί πιό κάτω. Ὅμως, δέν πρέπει τά ὀνόματα αὐτά τῶν ἀλλοθρήσκων ἤ τῶν αἱρετικῶν, ὅταν δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι δηλαδή, νά τά δίνωμε στούς ἱερεῖς γιά νά μνημονεύωνται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς Θεῖες Λειτουργίες, στήν Προσκομιδή, κλπ. Δηλαδή, σέ καμμία περίπτωσι, δέν πρέπει αὐτά τά ὀνόματα νά μνημονεύωνται στήν Θεία Λειτουργία.
Αὐτά, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς προς τίς σχετικές μέ τό θέμα μας ἀπορίες.
Τώρα, ἄς ὑπενθυμίσωμε, ὅτι στό θέμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, εἴχαμε φθάσει, στήν προηγουμένη σύναξί μας, στό τρίτο στάδιο τῆς προσευχῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, στήν κατάστασι αὐτή, μέ τήν καρδιά του, χωρίς πλέον καμμία βία ἤ ἀνθρωπίνη προσπάθεια, νά λέη τήν εὐχή, εἴτε ἐργάζεται χειρωνακτικά, εἴτε ἀκόμη καί διανοητικά, ἀκόμη καί ὅταν κοιμᾶται. Αὐτή ἡ κατάστασις, τό ξανατονίζομε, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός ὅποτε Ἐκεῖνος κρίνει καί θέλει. Ἀλλά δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι τά δῶρα Του τά δίνει ὁ Θεός σέ ὅσους, καί μόνο σέ ὅσους, ἀγωνίζονται, καί μάλιστα σωστά.
Μία φορά, ὁ νεοφανείς Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης κουβέντιαζε μέ κάποιον ἄλλον ἀγωνιστή μοναχό. Καί ἔλεγε ὁ ἄλλος μοναχός στόν Ἅγιο Σιλουανό: «Ὅλα καλά, ὅταν κάνω κάποια χειρονακτική ἐργασία, μπορεῖ ταυτόχρονα νά λέγεται καί ἡ εὐχή μέ τόν νοῦ μου. Τήν κρατάω καλά μέ τόν νοῦ μου. Ἀλλά, ὅταν κάνω μιά πρᾶξι πού θέλει ἰδιαίτερη προσοχή, εἶναι δηλαδή διανοητική ἐργασία, τότε δέν μπορῶ, ταυτόχρονα, νά κρατήσω καί τήν εὐχή στό μυαλό μου γιατί τό μυαλό μου εἶναι ἀφοσιωμένο, πέρα γιά πέρα, εἰς τήν ἐργασία ἐκείνη». Αὐτά ἐκμυστηρεύθηκε ὁ μοναχός ἐκεῖνος στόν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, ὁ Ἅγιος Σιλουανός χαμογέλασε ἐλαφρά, μέ πόνο καί ἀγάπη, καί τοῦ εἶπε: «Σέ μᾶς, δέν συμβαίνει ἔτσι...». Μόνο αὐτήν τήν φρασούλα τοῦ εἶπε. Καί ἐννοοῦσε φυσικά, ὅτι κατεῖχε τήν καρδιακή προσευχή. Δηλαδή ὅ,τι καί νά ἔκανε, εἴτε εὑρίσκετο ἀνάμεσα σέ τόσους ἐργάτες, πού εἶχε μεγάλη ὑπευθυνότητα τότε ὁ ἅγιος Σιλουανός ὡς οἰκονόμος πού ἦτο εἰς τό Μοναστήρι - ἄν ἐνθυμοῦμαι καλά -, παρά δηλαδή τίς ἐργασίες πού εἶχε, παρά τό πλῆθος τῶν ἐργατῶν πού κατηύθυνε, παρά τίς τόσες ἐξωτερικές, πολλές φορές, ἀντιξοότητες πού ἀντιμετώπιζε, μέσα του κρατοῦσε αὐτήν τήν καρδιακή προσευχή, ὡς δῶρο Θεοῦ.
Καί στό σημεῖο αὐτό, ἄς κάνωμε μία παρένθεσι. Ἄλλωστε, πιστεύω, οἱ πιό πολλοί θά τό γνωρίζετε. Πρόκειται γιά τόν π. Φώτιο ἀπό τήν Μυτιλήνη, ἕναν χαριτωμένο παππούλη, πολύ μεγάλης ἡλικίας τώρα, πού εἶχε λειτουργήσει στό Μοναστήρι καί μᾶς εἶχε ἐπισκεφθῆ ἀρκετές φορές, ὁ ὁποῖος προσωπικά ἐγνώρισε τόν πατέρα τότε Σιλουανό, νῦν Ἅγιο Σιλουανό. Τότε, μεταξύ τῶν ἄλλων, μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Φώτιος καί τό ἑξῆς:
Αὐτό συνέβη, ὅταν ἦτο ὁ π. Φώτιος νέο καλογέρι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος. Τότε πῆγε κάποια στιγμή, γιά κάποια δουλειά, στό Ρωσικό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, εἰς τό ὁποῖο ἀσκήτευε ὁ π. τότε Σιλουανός. Ἐκεῖ λοιπόν, κάποια στιγμή, ὁ παπα-Φώτιος χρειάσθηκε, γιά κάποια δουλειά, τόν π. Σιλουανό. Τόν ἀνεζήτησε καί ἀφοῦ δέν τόν εὕρισκε, στήν συνέχεια ἐπῆγε καί ἐκτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ὅπως ἦτο φυσικό. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὅμως, ἄν καί συμπτωματικά ἐκοιμᾶτο, ἀμέσως ἐσηκώθηκε καί ἤρεμα καί πρόθυμα ἐξυπηρέτησε τόν π. Φώτιο. Καί μάλιστα ἔμεινε μαζί του γιά ἀρκετή ὥρα, ἐπειδή ἐπρόκειτο γιά δουλειά σοβαρή πού ἀπαιτοῦσε πολύ χρόνο. Τοῦ ἔκανε δέ πολύ καλή ἐντύπωσι, τοῦ π. Φωτίου, ἡ προθυμία, ἡ ἠρεμία, ἡ καλωσύνη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ὅταν ὅμως μετά ἀπό λίγο, ὅλα αὐτά τά ἀνέφερε, εὐχαριστημένος καί αὐθόρμητα, σέ κάποιους ἄλλους μοναχούς πού ἀσκήτευαν τότε στό Ρωσικό Μοναστήρι, ὅταν δηλαδή ὁ π. Φώτιος εἶχε ἀποχαιρετήσει τόν π. Σιλουανό, τότε ἔμαθε, ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλουανός, τήν στιγμή πού τόν ξυπνοῦσε ὁ π. Φώτιος, ἀκριβῶς πρίν ἀπό λίγο εἶχε πάει στό κελλί του γιά νά ξεκουρασθῆ ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Καί τότε ἐθαύμασε, ὁ π. Φώτιος, ἀκόμη πιό πολύ τήν πραότητα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν κρυφή ἐσωτερική του ἐργασία, πού δηλαδή δέν τοῦ ἀνέφερε οὔτε μία λεξούλα σάν παράπονο, ὅπως «ξέρεις, εἶμαι ἀπό ἀγρυπνία, περίμενε λίγο, κλπ.». Τίποτε ἀπό αὐτά. Τέτοια λεπτότης, τέτοια διάκρισις ἐχαρακτήριζαν τόν Ἅγιο Σιλουανό. Δέν τοῦ εἶπε: «Ξέρεις, μόλις ξάπλωσα. Ἄν θέλης, ἔλα ἀργότερα, δέν μπορῶ τώρα,...». Οὔτε ἔκανε ἔστω ἕναν ὑπαινιγμό. Τέτοια ἐντύπωσι ἔκανε τοῦ π. Φωτίου ὅλη αὐτή ἡ στάσι τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού ὅλα αὐτά τοῦ ἔμειναν γιά τόσα πολλά χρόνια μέσα στήν διάνοιά του. Τόσο μεγάλη ἐντύπωσι, πού ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς, ὅτι μᾶς τά διηγήθηκε μετά ἀπό 60 περίπου, ἴσως καί περισσότερο, χρόνια. Νέο καλογέρι τότε, γέρων τώρα, καί τά θυμόταν σάν νά ἦταν χθές, σάν νά ἦταν αὐτήν τήν στιγμή.
Λοιπόν, ἄς συνεχίσωμε:
Ὁ π. Παΐσιος ἐπισκέφθηκε κάποιον μοναχό στά τελευταῖα του, ὁ ὁποῖος ξεψυχοῦσε. Ἐκεῖνος ὁ μοναχός, ἀπό ὑπερβολική ταπείνωσι, ἔλεγε στόν π. Παΐσιο, ὅτι ἐπέρασε μία ὁλόκληρη ζωή στήν ματαιότητα, στήν ἁμαρτία. Ἔλεγε: «Εἶμαι σκέτη ἁμαρτία. Δέν ἔκανα τίποτε». Τότε ὁ π. Παΐσιος, γιά νά τοῦ δώση θάρρος, ἐπειδή ἐγνώριζε τήν κρυφή του πνευματική ἐργασία, τοῦ εἶπε: « Ἄς ἀφήσωμε τά ἄλλα, τό παρελθόν. Ἐν τάξει. Δέν ἔκανες τίποτε. Τώρα, ὅταν κοιμᾶσαι ἀδελφέ, ἡ εὐχή δέν λέγεται ἀπό μόνη της;» Καί ἀπήντησε ὁ ψυχορραγῶν μοναχός: «Ἔ αὐτό γίνεται, τοὐλάχιστον. Αὐτό ἔλειπε νά μή γινόταν καί αὐτό!» Δηλαδή, λίγο-πολύ τό ἐθεωροῦσε φυσικό νά γίνεται ἡ προσευχή στόν ὕπνο, νά ἐνεργῆται ἀπό μόνη της. Καί ἱκανοποιημένος ἀπό αὐτήν τήν ἀπάντησι ὁ π. Παΐσιος εἶπε στόν μοναχό αὐτόν, πρό τοῦ τέλους του: «Ἔ, ἀφοῦ αὐτό γίνεται, μή φοβᾶσαι γιά τό οὐράνιο ταξεῖδι σου. Ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὁ Θεός θά σέ σώση».
Συγχωρέστε με, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀλλά τώρα μοῦ ἔρχονται κι ἄλλες σχετικές ἱστορίες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Μοῦ ἔρχεται εἰς τό μυαλό ἕνα παρόμοιο περιστατικό, πού μᾶς τό ἐδιηγεῖτο πάλι ὁ π. Παΐσιος:
Κάποτε ψυχορραγοῦσε ἕνας ρουμᾶνος μοναχός. Αὐτός ἦταν ὑποτακτικός σέ κάποιον Γέροντα - καί οἱ δύο ἦσαν πολύ μεγάλης ἡλικίας. Ὅταν ψυχορρραγοῦσε ὁ ὑποτακτικός, πῆγε, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ἔτσι συνέπεσε, ἕνας πρακτικός γιατρός ἀπό ἐκεῖ κοντά, ὀνόματι Δανιήλ. Αὐτός ὁ γιατρός πῆγε γιά νά προσφέρη στόν ψυχορραγοῦντα ὑποτακτικό τίς τελευταῖες ἀνθρώπινες δυνατές βοήθειες. Τότε ἀπεγνωσμένα ὁ Γέροντας τοῦ ψυχορραγοῦντος μοναχοῦ ἔλεγε μέ ἀγωνία πρός τόν πρακτικό γιατρό, σέ σπαστά Ἑλληνικά - γιατί, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἦτο Ρουμᾶνος: «Μή Ντανῆλο - Δανιήλ, δηλαδή -, μή κάνης τίποτε. Ἄσε καλύτερα, νά πεθάνη σήμερα. Γιατί, σήμερα εἶναι μεγάλη γιορτή. Εἶναι τῆς Παναγίας. Γιατί, καί νά κάνης κάτι, ἤ θά πεθάνη αὔριο, ἤ μεθαύριο. Καλύτερα νά πεθάνη σήμερα, πού εἶναι γιορτή. Μεγάλη εὐλογία. Εἶναι τῆς Παναγίας». Ἄς μή κάνωμε σχόλια τώρα τό πῶς ἀντιμετωπίζομε ἐμεῖς τέτοιες καταστάσεις....
Αὐτή ἡ μέθοδος τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἔχει τρία κύρια μεγάλα πλεονεκτήματα:
Κατ᾽ ἀρχάς, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες τόπου καί χρόνου. Δέν θέλει δηλαδή νά ἔχωμε δικό μας εἰδικό χῶρο, εἰδικό δωμάτιο, βιβλία, καί ἄλλον ἐξοπλισμό. Μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε, εὐκαίρως-ἀκαίρως, εἴτε ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, εἴτε παράλληλα καί ταυτόχρονα μέ ἄλλες ἀσχολίες. Καί ὅταν ταξειδεύωμε, καί ὅταν κάνωμε ὁποιαδήποτε δουλειά, καί ὅταν περπατᾶμε, καί στά διαλείμματα τῶν ἐργασιῶν, καί ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή, ὅπως ἤδη ἔχομε ἐξηγήσει. Μέ μία λέξι, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Πάντα ἐνδείκνυται, πάντα ἐπιβάλλεται. Ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται. Πάντα εἶναι ὠφέλιμη, πάντα εἶναι σωτήρια. Καί ἀντί συνεχῶς νά σκεπτώμεθα καί νά ἀκοῦμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα πού, ἄν δέν εἶναι βλαβερά, εἶναι τό ὀλιγώτερο ἀνώφελα καί μάταια, καί τά ὁποῖα μᾶς κουράζουν, μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, μᾶς θολώνουν τό μυαλό, ἀντί λοιπόν νά κάνωμε ὅλα αὐτά, μποροῦμε νά δίνωμε, ἄν ὄχι πάντα, τοὐλάχιστον ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ὡς στερεά πνευματική τροφή, στόν ἑαυτό μας, τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο μεγάλο πλεονέκτημα. Δέν ἀπαιτεῖται εἰδικός χῶρος, δέν ἀπαιτοῦνται εἰδικές συνθῆκες.
Δεύτερο μεγάλο πλειονέκτημα πού ἔχει αὐτός ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, εἶναι ὅτι δέν ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερος προσωπικός μας φιλολογικός καί θεολογικός καταρτισμός. Δέν χρειάζονται ἰδιαίτερες γνώσεις. Διότι, πολλά τά αἴτια μέν, ἄς μή κρυβώμαστε δέ. Λίγο πολύ, ὅλοι μας ὑστεροῦμε σέ θεολογικο-φιλολογική κατάρτησι καί δέν καταλαβαίνομε, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, τά ἐξαίσια, κατά τά ἄλλα, βαθειά, βαθύτατα, νοήματα τῶν τροπαρίων, πού ψάλλονται εἰς τήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἐπειδή, γιά νά καταλάβη κάποιος καλά τά ἐξαίσια αὐτά τροπάρια, πρέπει νά ξέρη, καί τήν Παλαιά Διαθήκη, καί τήν Καινή Διαθήκη, καί τούς βίους τῶν Ἁγίων, τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων, ἐκκλησιαστική ἱστορία, δογματική, νά ξέρη καί κάποια ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί πολλές φορές, ἄν εἶναι ἰαμβικοί οἱ στίχοι τῶν τροπαρίων, ὅπως κατά τά Χριστούγεννα, Θεοφάνεια καί κάποιες ἄλλες γιορτές, πρέπει νά ξέρη καλά ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Καί ὅλα αὐτά βέβαια, ἐφ᾽ ὅσον ἀποδίδωνται σωστά καί ἀπό τούς ἱεροψάλτες.
Ὅπως καταλαβαίνετε, ὅλα αὐτά γιά νά συντρέχουν ταυτόχρονα, δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο, γιά νά μή ποῦμε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολο. Ὁπότε εἶναι φυσικό πολλές φορές, νά αἰσθανώμεθα κάποια ἀνία κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν μέσα στόν ναό. Γιατί, ἄν δέν καταλαβαίνη κάποιος τί ἀκούει, ὅσο καί ἄν ὑπάρχη ἕνα ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα ἀπό τήν ψαλμωδία, δέν εἶναι παράξενο νά αἰσθάνεται ἀνία. Ὁπότε, ἀντί νά ἔχωμε πολλές φορές αὐτό τό ὄχι σωτήριο αἴσθημα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν καταλαβαίνομε τό νόημα τῶν λεγομένων, εἶναι πολύ ὠφέλιμο καί χρήσιμο, παράλληλα μέ τό ἐξαίσιο πνευματικό κλῖμα τό ὁποῖο δημιουργεῖται μέ τήν βυζαντινή ψαλμωδία, νά λέμε παράλληλα, κάπου - κάπου, καί τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με''. Ἤ, ἐάν ἐκείνη τήν στιγμή τό τροπάριο ἀναφέρεται στήν Παναγία, μποροῦμε νά λέμε τό ''Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με'', ἤ, ἄν κάποιο τροπάριο ἀναφέρεται σέ κάποιον Ἅγιο, νά λέμε ''Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἐμοῦ''. Εἶναι πολύ πιό χρήσιμο, πολύ πιό ὠφέλιμο.
Βέβαια, στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε ὅτι φταῖμε λίγο-πολύ ὅλοι μας, πού, ἐνῶ μαθαίνωμε ξένες γλῶσσες, ἐνῶ μαθαίνωμε ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, βλαβερά, ἀνώφελα, δέν κάνομε μία προσπάθεια νά βελτιώσωμε τά Ἑλληνικά μας, τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά μας. Καί σέ λίγο, θά ἔλθουν νά μᾶς τά μάθουν οἱ Γερμανοί καί οἱ ξένοι γιατί, ὅπως πάει τό πρᾶγμα, θά τά ἔχωμε ξεχάσει. Τί νά μᾶς μάθουν δηλαδή οἱ ξένοι; Τήν δική μας ἐξαισία γλῶσσα! Καί αὐτό εἶναι μεγάλη μας ντροπή. Τί λέγω γιά τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἐδῶ, καλά - καλά, δέν ξέρομε τήν ἁπλῆ καθαρεύουσα καί μέ αὐτά τά μονοτονικά συστήματα, πού εἶναι ντροπή πού τά υἱοθετήσαμε, δέν ξέρω κι ἐγώ τί νά πῶ, σέ λίγο, θά πᾶμε καί στό ἀτονικό σύστημα. Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγω ἀπό τό θέμα μας. Ὅμως ἄν κάνωμε μία προσπάθεια καί ἀπό μόνοι μας, μποροῦμε νά βελτιωθοῦμε στό θέμα αὐτό.
Ἀλλά, καί πέραν τούτου, ἄν μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς τάξεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εὑρῆκαν μεγαλυτέρα πνευματική ἀνάπαυσι καί ὠφέλεια στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, παρά στά πολλά λόγια τῶν ἄλλων προσευχῶν, παρά στήν Ὑμνολογία, πόσῳ μᾶλλον ἐμεῖς, πού ὅπως εἴπαμε στερούμεθα τόν ἀπαραίτητο θεολογικό καί φιλολογικό καταρτισμό.
Βέβαια, γιά νά εἴμαστε πιό ὁλοκληρωμένοι καί γιά νά μήν ὑπάρχη καί καμμία παρανόησις, κατά γενική ὁμολογία, στήν ἀνθρωπίνη μας φύσι ταιριάζει ἡ ἀλλαγή, ἡ ποικιλία. Διαφορετικά δημιουργεῖται στόν ἄνθρωπο μία μορφή πνευματικοῦ μουχλιάσματος. Ὁπότε, εἶναι πιό ξεκούραστο, πιό φυσικό, πιό ὠφέλιμο καί πιό ἀποδοτικό, ἄλλοτε νά ψάλλωμε ἐσωτερικά, ἤ ἐξωτερικά, καί ἄλλοτε νά λέμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ ψιθυριστά, ἤ νοερά. Τό ἕνα δέν ἀντιμάχεται τό ἄλλο. Ἴσα-ἴσα, τό ἕνα συμπληρώνει καί βελτιώνει τό ἄλλο. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μας φύσις. Διότι ὅ,τι ὑπάρχει στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατατεθειμένο. Καί, ἄν κάνωμε διακριτική χρῆσι ὅλων αὐτῶν, μεγιστοποιεῖται ἡ προσωπική μας πρόοδος. Ἄλλωστε, αὐτά δέν μπαίνουν σέ καλούπια.
Ἐπί παραδείγματι: Ὅταν λέμε μία προσευχή, ἤ ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία μία προσευχή, εἴτε εἶναι ψαλμωδία, εἴτε εἶναι ψαλμός τοῦ Δαυΐδ, εἴτε εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἅμα κάποιος συγκεκριμένος στίχος μιᾶς προσευχῆς μᾶς κεντήση ἰδιαίτερα, μᾶς ''τρυπήση'', μᾶς κατανύξη, ἄν μιλήση ἰδιαίτερα μέσα μας, τότε, ὄχι μόνο δέν εἶναι ἁμαρτία νά ἀδολεσχοῦμε γύρω ἀπό αὐτόν τόν στίχο, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί συμφέρει πνευματικά αὐτή ἡ ἐργασία.
Αὐτά λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει περίπου τό ἑξῆς: «Μή χάσης, λέγει, τήν εὐκαιρία αὐτή, γιατί, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ στίχου, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ λογισμοῦ, διά μέσου αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, σέ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου, γιά νά φωτισθῆς καί γιά πολλούς ἄλλους λόγους». Βλέπετε, στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν ποτέ συνταγές, ποτέ δέν ὑπάρχουν πνευματικά καλούπια. Πάντα ὑπάρχει ἡ διάκρισις, πού εἶναι ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν πνευματικῶν φαινομένων καί ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν.
Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγωμε πιό πολύ.
Καί τό τρίτο μεγάλο πλεονέκτημα πού ἔχει αὐτή ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, πού ἔμμεσα τό προαναφέραμε, εἶναι ὅτι ἡ ἐνέργεια τῆς εὐχῆς αὐτῆς μένει ἀκεραία, θά λέγαμε, καί μετά τό πέρας τῆς προσευχῆς.
Γιά παράδειγμα, ὅποιος λέγει τήν εὐχή ψιθυριστά, ὅταν δηλαδή εἶναι μόνος του, τότε, σιγά-σιγά, καί χωρίς νά τό καταλαβαίνη, ὅταν εὑρεθῆ σέ δημόσιο χῶρο, τοῦ ἔρχεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της καί τήν λέγει μέ τόν νοῦ του. Δηλαδή, συνεχίζει ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς μετά τό τελείωμά της.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε ὡς πρός τά τρία κύρια πλεονεκτήματα πού ἔχει ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἔναντι τῶν ἄλλων θεαρέστων προσευχῶν.
Τώρα ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἐνδείκνυται νά προσευχώμεθα, μέ τόν ἴδιο πάντα τρόπο, γιά ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά μας, γιά ἄτομα στά ὁποῖα αἰσθανόμεθα κάποια πνευματικῆς ἤ ὑλικῆς φύσεως εὐγνωμοσύνη, γιά ἀνθρώπους πού ἔχουν κάποια εἰδική ἀνάγκη, περιπέτεια, συμφορά, κάποια ἀρρώστεια, καί γενικῶς, γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὅλους τούς ζῶντας λέγοντας ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''. Καί τοῦτο ἐπειδή ἡ ἀνθρωπότης, πιό πολύ ἀπό ὅλα, πάσχει ἀπό ἔλλειψι προσευχῆς. Καί ὅ,τι πολλές φορές δέν ἐπιτυγχάνομε μέ ἕνα σωρό διδασκαλίες, ἐκβιασμούς, τσακωμούς, ἀπειλές, δοσοληψίες, συζητήσεις, πού τελειωμό δέν ἔχουν καί πολλές φορές μᾶς φθείρουν καί μᾶς βγάζουν ἐκτός τόπου καί χρόνου, μποροῦμε νά τό ἐπιτύχωμε μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, γιατί αὐτή κρύβει μέσα της τεραστία πνευματική δύναμι. Μποροῦμε λοιπόν νά ἀναφέρωμε κάποια ἰδιαίτερα συγκεκριμένα ὀνόματα μία μόνο φορά εἰς τήν ἀρχή, καί μετά, ὅσες φορές θέλομε, νά λέμε γενικά ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''. Εἴχαμε πῆ δηλαδή στήν ἀρχή ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε τούς δούλους σου τάδε, τάδε, τάδε, καί ὅλην τήν ἀνθρωπότητα''. Μετά, συνεχίσαμε νά λέμε ''Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς'', ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς''..... Στό ''ἡμᾶς'' συμπεριλαμβάνονται, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἐπί πλέον κατά ἕναν ἐντελῶς ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο τρόπο, τά ὀνόματα πού προαναφέραμε τήν πρώτη μόνο φορά στήν ἀρχή.
Δέν χρειάζεται δηλαδή νά ζαλιζώμαστε συνεχῶς μέ πολλά ὀνόματα καί νά τά ἀναφέρομε συνεχῶς, γιατί αὐτό διαχέει τήν πνευματική μας προσοχή καί οὔτε εἶναι ἐφικτόν καί δυνατόν νά τούς θυμηθοῦμε ὅλους. Γι᾽ αὐτό, μποροῦμε νά λέμε ἐπί πλέον καί ἐν κατακλεῖδι: ''Καί τοῖς ἐντειλαμένοις ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπέρ αὐτῶν''. Ὁ Θεός γνωρίζει γιά ποιούς θέλομε νά προσευχηθοῦμε, ποιούς θά ἔπρεπε νά ἀναφέρωμε καί ποιούς λησμονήσαμε ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ μας. Ἔτσι, ἄς ἀφήσωμε τόν Θεό νά κατευθύνη Ἐκεῖνος αὐτήν τήν ταπεινή μας προσευχή, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη, ὅπου πρέπει, ὅπου εἶναι τό θεῖο Του θέλημα. Δηλαδή, ἐμεῖς νά λέμε ''Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς'', ἀναξίως βέβαια, καί νά ἀφήνωμε τόν Θεό νά ἐνεργῆ γιά λογαριασμό μας.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε γιά σήμερα.
Ἄς σταματήσωμε ἐδῶ καί θά συνεχίσωμε, πρῶτα ὁ Θεός, τήν ἑπόμενη φορά.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

(Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999)

Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους



Κατά το έτος 1854 ο μοναχός Ιωάσαφ, ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, μετέβη στο κονάκιο της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές για την αγρυπνία του Αγίου Γεωργίου. Καθισμένος στα ψαλτήρια του όρθρου στο στασίδι του, συλλογιζόταν την φιλανθρωπία του Θεού προκειμένου με την ενανθρώπηση, την σταύρωση και την ανάστασή Του να ανεβάση τον άνθρωπο στον ουρανό. Του ήλθε κατάνυξις και θείος πόθος να λέγει την νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε ενόμισε ότι βγήκε έξω από την εκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από το σώμα του, σε μια όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στο βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, που έλαμπαν σαν τον ήλιο και εβάδιζαν ρυθμικά, αργά και σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί και σε ποιόν ανήκει αυτό το πανέμορφο περιβόλι.Προσπέρασε αυτό το πλήθος και κατόπιν βλέπει μια άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων που φορούσαν στρατιωτικές στολές και ήταν όλοι ανδρειωμένοι και λαμπροί στην όψη. Στάθηκε λοιπόν και απελάμβανε την χάρι και δόξα τους. Ένας απ’ αυτούς είπε: «Αυτός ο αδελφός μας θέλει να πάει στον Βασιλέα και πρέπει κάποιος από εμάς να τον οδηγήσει». Ξεχώρισε τότε, ένας απ’ αυτούς και είπε: «Θα οδηγήσω εγώ μόνος μου τον αδελφό στον Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη αγάπη, ημέρα-νύκτα επικαλείται το όνομά μου και εγώ πολλές φορές στάθηκα εγγυητής στον Βασιλέα γι’ αυτόν».
Πράγματι ο στρατιωτικός αυτός νέος επλησίασε το μοναχό Ιωάσαφ και του είπε: «Ακολούθησέ με και εγώ θα σε παρουσιάσω στον Βασιλέα».
-Αδελφέ, του λέγει ο Ιωάσαφ, ποιος είμαι εγώ που θα παρουσιασθώ στον Βασιλέα και τι να με κάνει εμένα ο Βασιλεύς; Ποιος είναι αυτός και πού με γνωρίζει εμένα ;
-Αδελφέ, του λέγει ο στρατιωτικός Άγιος, κάνεις πως δεν ξέρεις ποιος είναι ο Βασιλεύς και ποιος είμαι εγώ δεν με γνωρίζεις; Επειδή με αγαπάς και επικαλείσαι το όνομά μου, ήλθα εγώ να σε παρουσιάσω στον Βασιλέα και ακολούθησέ με».
Περπατώντας μαζί στην απέραντη εκείνη πεδιάδα, έφθασαν στο τέρμα της και μπήκαν σ’ ένα στενό και μακρύ δρόμο με πανύψηλα τείχη, ώστε ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε πολύ μη ξέροντας ακόμη και ποιος είναι αυτός που τον οδηγεί.
-Ο οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζει, του λέγη: «Γιατί, αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσέχεις με τον νου σου στην επίκλησι του ονόματος του Χριστού, στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό»; Ο Μοναχός όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και, όσο έλεγε την ευχή, θερμαινόταν η καρδιά του για τον πόθο του Θεού και αμέσως έλαβε θεία δύναμη, μη έχοντας πλέον δειλία και φόβο. Και πάλι ο οδηγός του του είπε: «Βλέπεις που τώρα είσαι καλλίτερα; Εάν θέλεις την σωτηρία της ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ την ευχή αυτή. Έτσι θα αποκτήσεις καθαρό νου και καρδιά και θα δείς μυστήρια Θεού. Πρόσεχε όμως να έχεις ακριβή και καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό σου πατέρα για ο,τι κακό σου παρουσιασθεί.
Προχωρώντας ακόμη μέσα στο στενωπό αυτό δρομάκι που στις γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ο αγγελόμορφος Άγιος να κάνει το σημείο του σταυρού, παρακινώντας να κάνει το ίδιο και ο Μοναχός, και ψάλλοντας συγχρόνως: «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στην άκρη του δρόμου αυτού στην οποία στηριζόταν η άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ η άλλη της άκρη ακουμπούσε σ’ ένα πανύψηλο βουνό. Και πάλι φόβος και τρόμος κατέλαβε τον μοναχό Ιωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θα διανύσει αυτή την γέφυρα που αιωρείτο σαν φύλλο του δένδρου. Ο οδηγός του Άγιος του είπε: «Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε αδιάκοπα την ευχή, χωρίς να σκέπτεσαι τίποτε άλλο». Όταν έφθασαν στο μέσον αυτής της γέφυρας, κάτω από την οποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ο οδηγός του: «Εδώ κάνε το σταυρό σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώση δύναμι!». Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό». Έλαβε θάρρος ώστε έφυγε όλη η δειλία που τον διακατείχε.
Φθάνοντας στο άλλο άκρο της γέφυρας, ανέβηκαν με δυσκολία το βουνό. Εκεί υπήρχε μια πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκαν τρείς φορές, εμπήκαν μέσα. Εκεί είδαν ν’ απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στην ομορφιά και την χάρη πεδιάδα που έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Όσο προχωρούσαν, τόσο ο μοναχός Ιωάσαφ αιχμαλωτιζόταν από το αμήχανο και εξωγήινο κάλλος αυτού του τόπου. Εκεί είδε πολλούς να φορούν καλογερικά ρούχα χρώματος κοκκινωπού και έλαμπαν σαν το ήλιο. Υποδέχθηκαν τον άγιο οδηγό του με ασπασμούς και πολλή χαρά λέγοντάς του:
-Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δούλε του Χριστού!
-Χαίρετε και εσείς, Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού!
Όλοι αυτοί οι Όσιοι έστρεψαν τα μάτια τους προς τον μοναχό Ιωάσαφ και του είπαν: «Εάν, αδελφέ, κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, ποιό θα είναι το όφελος; Εάν ζήσης, εκατό, διακόσια και χίλια ακόμη χρόνια σ’ αυτό τον κόσμο που ζεις και κερδίσεις χρήματα, δόξες και ηδονές, τι θα σε ωφελήσουν όλα αυτά στην φρικτή ώρα του θανάτου σου; Γι’ αυτό, αδελφέ, άφησε την αμέλεια και γύρισε στην πρώτη και ενάρετη ζωή σου που ήταν γεμάτη ευλάβεια, κατάνυξη και ταπείνωση για να έλθης σ’ αυτή την μακαρία ζωή που αξιώθηκες να δεις χάρις στον προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο που τόσο αυτό σε αγαπά και σ’ έφερε εδώ ν’ απολαύσης για λίγο τα πανευφρόσυνα κάλλη του παραδείσου. Μη προτιμήσης τα πρόσκαιρα από τα ουράνια. Μη σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνος, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ο οποίος θα σου χαρίση την αιώνια αγάπη του Χριστού. Μη λυπήσης τον Χριστό και Δεσπότη μας που μας εξηγόρασε με το πανάγιό Του Αίμα χύνοντάς το επί του Σταυρού. Εάν θέλης, να παρακαλούμε τον Θεό για σένα και για όλο τον κόσμο, διόρθωσε την ζωή σου να χαροποιήσεις τον Θεό και εμάς που αγαπούμε όλο τον κόσμο και θέλουμε να έλθετε όλοι εδώ στην Βασιλεία του Θεού».
Έπειτα εγύρισαν και είπαν στον Άγιο Γεώργιο: «Γεώργιε, αθλητά του Χριστού μας και αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε την φροντίδα αυτής της ψυχής και να την παρουσιάσεις στον Βασιλέα των όλων διότι μεγάλη είναι η παρρησία σου προς Αυτόν». Τότε ο μοναχός Ιωάσαφ κατάλαβε ποιόν οδηγό είχε κοντά του, πόσες φορές τον εβοήθησε στον κόσμο, και τον είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό για την σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Άγιο, τον επλησίασε και επί πολλή ώρα τον ασπαζόταν με δάκρυα.
Βαδίζοντας ακόμη στην πανέμορφη αυτή πεδιάδα είδε ο Μοναχός και άλλους μοναχούς, ενδοξότερους από τους προηγούμενους, αλλά ολιγωτέρους. Ερώτησε τον οδηγό του: «Άγιε του Θεού, ποιοί είναι αυτοί οι αγιώτεροι από τους άλλους μοναχοί και ποια τα κατορθώματά τους;». Ο Άγιος του είπε: «Αδελφέ, αυτοί είναι από τους μοναχούς αυτού του αιώνος, που αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των παλαιών Πατέρων και επειδή ευχαρίστησαν τον Θεό, τους αντάμειψε Εκείνος με αυτή την δόξα που βλέπεις». «Μα σήμερα, του λέγει ο Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος αρετής και πως είναι δυνατόν να ευρίσκωνται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι;». Τότε ο Άγιος του είπε: «Αδελφέ, Ιωάσαφ λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στον κόσμο, με την διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει για λίγη αρετή, υπομείνει τον αδελφό του και δεν τον κατακρίνει, αυτός θα ευχαριστήσει τον Θεό και θα κληθεί «μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών».
Συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στο μεγαλόπρεπο παλάτι του ουρανίου Βασιλέως. Εκεί στη είσοδο τους εχαιρέτησαν με τον εν Χριστώ ασπασμόν βαθμοφόροι και ένδοξοι άνδρες που έλαμπαν τα πρόσωπά τους και τους ωδήγησαν μέσα σε μια ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά της εισόδου ήταν η Εικόνα του Χριστού, ενώ αριστερά της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο.
Μέσα στην αίθουσα εκάθοντο αμέτρητο πλήθος νέων με μοναχικές στολές που κρατούσαν στα χέρια τους σταυρό και λουλούδια που ευωδίαζαν. Όλοι αυτοί επήραν στα χέρια τους τον Ιωάσαφ και μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας έψαλαν το «Άξιον εστιν…». Κατόπιν προσκύνησαν αυτές τις Εικόνες και είπαν στον Μοναχό: «Αδελφέ, όλα αυτά που βλέπεις γίνονται για σένα, κύτταξε λοιπόν να γίνεις καλός και επιμελής στις αρετές για να έλθεις το συντομώτερο εδώ»
Μετά αποσύρθηκαν όλοι και έμειναν ο άγιος Γεώργιος και ο Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα και ακούσθηκε από εκεί μία γλυκειά φωνή που έλεγε: «Μεγάλη σου είναι η ευσπλαχνία Κύριε, για τους ανθρώπους». Τότε είδε ο μοναχός Ιωάσαφ μια μεγάλη και αφαντάστου κάλλους εκκλησία, στην μέση της οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος από τον ήλιο. Εκεί στεκόταν ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός εν μέσω μυριάδων ανθρώπων με στρατιωτικές στολές και πρόσωπα αστραπόμορφα. Ο Δεσπότης Χριστός φορούσε στην κεφαλή Του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε όλος ως αστραπή.
Ο αδελφός Ιωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας προς τα μέσα με θαυμασμό και αχόρταστα. Μπήκε μέσα ο άγιος Γεώργιος, έκανε το σημείο του σταυρού, τρείς μετάνοιες και προσεκύνησε τον Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν να επιστρέψη για να φέρει μαζί του και το Ιωάσαφ, αλλά άκουσε την φωνή του Βασιλέως που του είπε: «Άφησέ τον αυτόν, δεν είναι άξιος να εισέλθη, διότι δεν έχει ένδυμα γάμου».
Ακούοντας αυτά ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθεί και άρχισε με προθυμία να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και δος το έλεός Σου». Ο άγιος Γεώργιος έπεσε στα πόδια του Βασιλέως και του είπε: «Κύριε, θυμήσου το Αίμα που έχυσες επί του σταυρού για την σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε την αμαρτωλή αυτή ψυχή και οδήγησέ την στον δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος και άβυσσος είναι η ευσπλαχνία Σου». Και τότε ο Βασιλεύς αποκρίθηκε:
-Γεώργιε γνωρίζεις καλά την αγάπη που έδειξα σ’ αυτόν και την χάρη που του έκανα να γνωρίσει αυτά τα μυστήρια της αγάπης μου, για την οποία άλλοι μεγάλοι αγωνιστές τα εζήτησαν και δεν τα επέτυχαν. Αυτός δεν είχε στην ψυχή του την δική μου αγάπη, με κατεφρόνησε, έζησε μέχρι τώρα με αμέλεια, και για τα ψεύτικα πράγματα του κόσμου, παρέβλεψε εμένα και γι’ αυτό δεν είναι άξιος συγχωρήσεως».
-Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ο Άγιος, ότι, εάν κρίνης με την δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, αλλά, Σε παρακαλώ, άς περισσεύσει σ’ αυτόν η ευσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ο κόσμος σήμερα ευρίσκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Ας πλεονάσει η χάρις Σου, Κύριε, να σωθεί ο δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεση και μόνο η συνήθεια του κακού τον νικά»
-Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω την κατάσταση του κόσμου, τις παραβάσεις των εντολών μου, τις αδικίες, πορνείες, μοιχείες και όλα τα γνωστά και τα κρυπτά των ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω και την μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οι άνθρωποι να σωθούν, γι’ αυτό άλλωστε έχυσα το Αίμα μου στον σταυρό και κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός για τον οποίο με παρακαλείς, δεν ακούει τις εντολές μου και μέχρι σήμερα κάνει το θέλημά του. Δεν έπαυσα να του δείχνω τον σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στην αμέλεια, περιφρονεί και παραγνωρίζει την θυσία μου».
-Τότε ο άγιος Γεώργιος ασπαζόμενος τα πόδια Του με πολλή ταπείνωσι του είπε: «Θυμήσου, Κύριε το αίμα μου, που για την αγάπη Σου, έχυσα και χάρισέ μου αυτή την ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε και αξίωσέ την να πιεί το ποτήρι της αγάπης Σου και να κάνει το άγιο θέλημά Σου».
-Τότε ο Κύριος με χαρούμενο πρόσωπο του είπε: «Γεώργιε, άς γίνει το θέλημά σου». Του έδωκε με την δεξιά Του ένα ποτήρι και του είπε: «Πάρε το ποτήρι μ’ αυτό το ποτό και δώσε του να το πιεί, αυτό είναι το ποτήρι της αγάπης μου. Όλοι οι άγιοι απ’ αυτό το ποτήρι ήπιαν, διότι αυτό στην ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια και θάνατο του σώματος για να καθαρισθεί η ψυχή, και να χαίρεται εδώ στον παράδεισο αιώνια».
Ο άγιος Γεώργιος το επήρε και το έδωσε στον μοναχό Ιωάσαφ, ο οποίος, αφού το ήπιε, εμέθυσε από την αγάπη του Ουρανίου Νυμφίου Χριστού και μπαίνοντας στην εκκλησία εκείνη, σωριάσθηκε στα πόδια του Χριστού και τα καταφιλούσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.
Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στο Άγιο, του είπε: «Πάρε τον αδελφό Ιωάσαφ και πήγαινέ τον κάτω στο κόσμο ν’ αγωνισθεί για ν’ αποκτήσει την πρώτη μου αγάπη που έχασε με την αμέλεια. Όταν ετοιμασθεί θα τον αξιώσω να πιή το ποτήρι που ήπια και εγώ στον κατάλληλο καιρό».
Αφού ασπάσθηκαν τους πόδες του Κυρίου και εχαιρέτησαν όλους τους αυλικούς άρχοντες του ουρανίου παλατίου, κατέβαιναν για τον γυρισμό. Ο αδελφός Ιωάσαφ είπε στον οδηγό του: «Άγιε Γεώργιε, δεν είναι δυνατόν να μείνω και εγώ εδώ που είμαστε και να μην γυρίσω πάλι στον κόσμο;
-Αγαπητέ μου, του λέγει ο Άγιος, αυτό είναι αδύνατο, διότι το θέλημα του Κυρίου μας είναι να κατεβείς κάτω και, αφού πνευματικά στολισθείς με όλες τις αρετές, θα έλθεις μετά εδώ ν’ απολαμβάνεις την δόξα Του αιώνια».
Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, έφθασαν στην μέση εκείνου του γεφυριού, οπότε ο Άγιος είπε στον Μοναχό: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Λοιπόν, την ευσπλαχνία του Θεού την γνωρίζεις, αγωνίσου ν’ αποκτήσης την πρώτη αγάπη και εγώ δεν θα σε αφήσω αβοήθητο». Λέγοντάς του αυτά, τον εσφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού και έγινε άφαντος.
Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν ανατριχιαστικές φωνές και απειλές των δαιμόνων που ανέβαιναν από την χαράδρα λέγοντες: «Τώρα που έμεινε μόνος του ο καλόγερος ελάτε να τον γκρεμίσουμε κάτω, πριν έλθη ο Γεώργιος». Ο αδελφός Ιωάσαφ δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρός ούτε πίσω, ενώ οι δαίμονες ωρμούσαν να τον ρίξουν στον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε: «Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω να καταποντισθώ από τους φοβερούς δαίμονες». Του ήλθε τότε φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Αδελφέ, μη αμελείς, λέγε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό», και με τις ευχές της Κυρίας Θεοτόκου δεν θα πάθεις τίποτε».
Αμέσως ο αδελφός άρχισε να λέγει συνεχώς την ευχή και χωρίς να το καταλάβει ευρέθηκε στον εαυτό του, όπως ήταν στο στασίδι καθισμένος.


Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους για τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Εκ του βιβλίου «Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή» 
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου.



Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου.Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα. 

Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ

''Τέχνη πουλάω, δεν πουλάω μπράτσα''. Η τέχνη της Ευχής





Στα πλαίσια του κατηχητικού μαθήματος νέων (και μεγαλυτέρων) του πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Μανώλη, στον Ιερό Βυζαντινό Ναό Προφήτου Ηλιού Θεσσαλονίκης, εκτάκτως στις 15 Μαρτίου 2011, μας τίμησε με την παρουσία του, ο καθηγούμενος της Ι. Μονής Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους, πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης γέρων Αγάθων. Κατόπιν παρακλήσεώς μας, ομίλησε στη σύναξη. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ομιλεί για την τέχνη της Ευχής.

Περί Προσευχής



Οι Άγιοι Πατέρες μας επενόησαν διαφόρους πρακτικούς τρόπους αυτοσυγκεντρώσεως και ασκήσεως της μονολογίστου ευχής και επικλήσεως. Η εργασία αυτή ονομάζεται νήψις και καρδιακή ή νοερά προσευχή και ένας είναι ο κύριος σκοπός της, η τήρησι και φυλακή του νοός. Αν «η παράχρησις των νοημάτων γεννά την κατάχρησιν των πραγμάτων», που είναι και η κατ’ ενέργειαν αμαρτία, τότε επιβάλλεται η τήρησι του νοός, ώστε απ’ αυτή την πρώτη σκέψι, την «προσβολή», και εκ προοιμίων να αποκόπτεται η παντοειδής κακία και έτσι να επιτυγχάνεται ακόπως η σωτηρία. «Εις τας πρωΐας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γής» (Ψλ. 100, 8), λέγει ο Δαυίδ, και «θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος… μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν» (Ψλ. 136, 8-9). Η αναφορά «εις τας πρωίας» και «τα νήπια» υπονοεί την προσβολή και την αρχή κάθε νοήματος.
Ως φραγμόν, λοιπόν, στον ακράτητο και ταχύρροπο νουν οι Πατέρες μας δεν βρήκαν άλλο μέσο ικανώτερο από την μνήμη του Θεού και με κατάλληλους όρους μας διδάσκουν τούτο. «Μνημονευτέον του Θεού ή αναπνευστέον» λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Ιησού μνήμη ενωθείτω τη πνοή σου» λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. «Παράμενε τη διανοία και ου κοπιάσεις εν πειρασμοίς» λέγει Ησύχιος ο Πρεσβύτερος. Και Θεόδωρος ο Σιναΐτης λέγει επίσης «της μνήμης του Θεού εκλιπούσης ο των παθών τάραχος εν ημίν χώραν λαμβάνει».
Η συνεχής και ακριβής μνήμη του Θεού τηρουμένη είναι και λέγεται νήψις και οδηγεί εις πάσαν οδόν αρετής και εντολής του Θεού, καθώς λέγει και ο Δαυίδ «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ» και «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην».
Οι Πατέρες μας διαιρούν σε διαφόρους τρόπους τα είδη της νήψεως, όσοι αναφέρονται ιδιαίτερα σε αυτήν. Ένας τρόπος είναι η προσοχή της διανοίας, όπου η φαντασία απεικονίζει την προσβολή, διότι είναι αδύνατον χωρίς φανταστικήν εικόνα να προκύψουν λογισμοί. Άλλος τρόπος είναι η διά της ευχής ησυχάζουσα καρδία και μη δεχομένη καμμία κίνησι λογισμών αυτό επιτυγχάνεται από όσους έφθασαν με προσπάθειαν και χάριν Θεού στην καρδιακήν ευχή. Άλλος πάλι τρόπος είναι η συνεχής και αδιάλειπτη επίκλησι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προς βοήθειαν μετά πολλής ταπεινώσεως. Και άλλος τρόπος, τέλος, είναι η συνεχής και αδιάλειπτη μνήμη του θανάτου. Στην ουσία και οι τέσσαρες αυτοί τρόποι τον ίδιο σκοπό έχουν, την συνεχή θεία μνήμη και επίκλησι που οι πάντες χρεωστούμε, εφόσον λάβαμε την εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Στην τάξι των εισαγωγικών στα πνευματικά η επίμονη επίκλησι του Κυριακού ονόματος πρέπει να συνδυάζεται με την κατά το δυνατόν βία, έστω και αν ο νους δεν παραμένη στους λόγους της ευχής. Και τούτο, διότι είναι αδύνατο να κρατηθή ο νους στην αρχή της προσπαθείας αυτής, και μάλιστα ενώ είμεθα αμαρτωλοί με τόσα πάθη και στερούμεθα της μονίμου ενεργείας της θείας χάριτος. Σ’ αυτή την κατάστασι επιβάλλεται η επίμονη επίκλησι της ευχής του Κυρίου Ιησού, έως ότου η καλή συνήθεια επικρατήση και μειώση τον πολύ κόπο της προσπαθείας. Όταν, χάριτι Θεού, επιτευχθή η καλή συνήθεια, τότε ο νούς συστέλλεται από τον πρώτον σκορπισμό και «μετεωρισμό», διότι όσον εμείς επικαλούμεθα τον Κύριό μας τόσον Εκείνος λίγο-λίγο μας αποκαλύπτει τις ακτίνες της χάριτός Του και βλέπων ο νούς την γλυκύτητα της χάριτος ευκολώτερα παραμένει στους λόγους της ευχής.
Αν ο πιστός στην καλή συνέχεια της ευχής συνάψη και την κατά τα άλλα υποταγή και υπακοή στο θέλημα του Θεού, τότε συντομώτατα και αισθητά η χάρις πλησιάζει το νού και του δείχνει την γεύσι και άλλων αρετών και πραγματοποιείται το ψαλμικό «ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου» (Ψλ. 62, 6). Όπως κάθε προσπάθεια για ένα σκοπό χρειάζεται και τα προς τούτο συναφή μέσα, το ίδιο και στην μεγάλη αυτήν επιστήμη της ευχής. Διότι δι’ αυτής αξιούμεθα «υποτάσσειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» και χάριτι Αυτού δυνάμεθα ν’ αποκτήσωμε «νούν Χριστού», κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου.
Απαραίτητος όρος και καθήκον παντός θέλοντος να ασχοληθή με το αγγελικόν αυτό έργο και επάγγελμα είναι η σωστή και ειλικρινής μετάνοια, διότι «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται». Η θεία χάρις δεν είναι μαγεία, ούτε γιόγκα, ούτε άλλος τρόπος αισθησιασμού ή φανταστικού θεάματος, αλλά θεία αποκάλυψι και ενοίκησι και συνάντησι προσωπική του Θεού με τον άνθρωπο. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, εάν πιστεύση ολοκληρωτικά και υποταχθή στο θείον θέλημα και, κατά συνέπειαν, αρνηθή και αποστραφή κάθε κακίαν. Οι βουλόμενοι, λοιπόν, με τον ανωτέρω τρόπον να εισέλθουν εις το αγιαστήριον αυτό της χάριτος και να ιδούν εν αισθήσει την εντός ημών κειμένην βασιλείαν του Πατρός αυτών πιστοί, ας προσέλθουν στο λογιστήριον της μετανοίας εν ευθύτητι καρδίας και ας έχουν κατά νουν τον λόγο του Δαυίδ «εισάκουσον μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεός σου· κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψον επ’ εμέ» (Ψλ. 68, 17) και ας κρατούν αδιάκοπα την επίκλησι της ευχής του Κυρίου μας Ιησού.
Αν από την ευχήν αυτή αφαιρεθή το «Υιέ του Θεού» και παραμείνη μόνο το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», νομίζω ότι τούτο πολύ θα βοηθήση όσους αδυνατούν να επιτύχουν το απερίσπαστον, διότι ο νους παραμένει ευκολώτερα προσηλωμένος σε λίγες λέξεις. Ο σκοπός είναι να παραμένη ο νούς προσηλωμένος στον Θεό, από όπου επιτυγχάνονται δύο καλά, το ένα καλύτερο από το άλλο. Το πρώτον είναι ότι ο νούς διά της παραμονής του στην θεία μνήμη αργεί από κάθε πονηρία, και το δεύτερον ότι διά της εκεί παραμονής του αγιάζεται, φωτίζεται και θεούται.
Ας είναι γνωστό στους καλούς πύκτας και ήρωας αυτής της αθλήσεως πως δεν είναι, όπως θα το νομίζουν, απλό και εύκολο το να κρατούν τον ακράτητο νου. Και τούτο διά ποικίλους λόγους. Πρώτον, διά την φύσι του νου, διότι είναι λεπτότατος και πετάει πάντοτε σχεδόν αδιάκριτα. Είναι εκ φύσεως περίεργος, συνήθισε στον σκορπισμό της προτέρας ράθυμης ζωής μας και δεν πείθεται στον διά της ευχής εγκλεισμό που του επιβάλλομε. Μετά, είναι και η πονηρία των δαιμόνων, που εικονίζουν συνεχώς την πολύμορφην απάτη, όπου και ρεμβάζει ο φιλοπερίεργος νούς. Είναι και το άλλο, ότι τα σημεία της χάριτος είναι έμμεσα και διά πίστεως αναμενόμενα, ενώ τα της πλάνης είναι άμεσα και παραστατικά ενισχυόμενα και από την μακρά συνήθεια. Πάνω δε απ’ όλα είναι και οι αλλοιώσεις, που διακόπτουν την καλή συνήθεια και την ευχάριστη αντίληψι της χάριτος που παρηγορεί συνήθως.
Την θεραπεία όλων αυτών επιτυγχάνομε διά του Παυλείου παραγγέλματος «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Έχοντες την πείρα των Γραφών και των Πατέρων μας, γνωρίζομε ότι είναι απαραίτητη η επιμονή και υπομονή, αρετές που η μεγάλη αυτή αρετή απαιτεί. Γι’ αυτό και δεν «εκκακούμε», αλλά επιμένομε «αιτούντες, ζητούντες και κρούοντες», και πιστεύομε ότι θα μας ανοίξη ο επακούων των επικαλουμένων αυτόν Θεός, όστις «δίδει ευχήν τοις ευχομένοις και παρέχει ανθρώποις γνώσιν».
Εις όλες τις μορφές των αλλοιώσεων που αισθάνεται κανείς, όπως ξηρασία, ραθυμία, σβυσμός και τα όμοια, ας μη φεύγη από το καλό στάδιο της επιμονής και δεν θ’ αργήση το σκοτεινό νέφος να παραμερίση και να επιλάμψη και πάλι λαμπρότερος ο ήλιος, ο Ιησούς μας, να δροσίση την κακωθείσαν εκ της προτέρας ξηρασίας καρδία μας. Η πολυλογία, η κατάκρισι, ο θυμός και γενικά κάθε τι που είναι αντίθετο στην αγάπη εμποδίζουν την ενέργεια της χάριτος. Γι’ αυτό, όσοι θέλουν να ευχωνται, ας απέχουν κατά το δυνατόν ή ας διορθώνουν το σφάλμα το συντομότερο δυνατόν με την μετάνοια. Κάνεις ας μην αποθαρρύνεται στην καλήν αυτήν προσπάθεια της μονολογίστου ευχής του Κυρίου μας Ιησού, όπου και όπως αν ευρίσκεται, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου, και να είναι βέβαιος ότι πολύ έχει να ωφεληθή από αυτό. Πλάνη εσχάτη είναι να νομίζη κάνεις ότι το έργο της ευχής είναι αποκλειστικά καθήκον των Μοναχών μόνον και όχι κοινόν χρέος παντός πιστού.
Αν «πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην», τότε δεν υπάρχει κάνεις χωρίς περιπέτεια και ανάγκη. Πέραν των όσων η σωτηρία μας επιβάλλει, άλλος τρόπος σωτηρίας από την προσευχή δεν ευρίσκεται. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με», λέγει ο Κύριος. Ο δε Δαυίδ επιβεβαιώνει την εκ τούτου σωτηρία λέγων «προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου» (Ψλ. 119,1) και «ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου· Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο» (Ψλ. 6, 10).
Ο άσπονδος εχθρός της φύσεώς μας, η αμαρτία, που είναι το κέντρον του θανάτου και πάσης συμφοράς παραίτιος, πως θα προληφθή και παραμερισθή από τον δρόμο της ζωής μας χωρίς την προσευχή; «Εξεγέρθητι, Κύριε, και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου εις την δίκην μου» (Ψλ. 34, 23). Πως θα επιτύχωμε την επίγνωσι του θείου θελήματος, που είναι ο πρώτος και ο κύριος στόχος του καθολικού μας σκοπού, αλλά και αυτού ακόμη του απλού μας συμφέροντος στον καθημερινό πρακτικό βίο μας; Εξ αρχής ο Θεός επικαλούμενος και παρακαλούμενος διά προσευχής παρέχει, χαρίζει και μεταδίδει τα πάντα στα ποιήματά του. Έτσι, η προσευχή μένει να είναι το στοιχείο της ζωής και παρατάσεως των λογικών όντων διαπαντός.
Ο αείμνηστος Γέρων Ιωσήφ ωνόμασε την προσευχή «γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» επί τη βάσει της εμπειρίας και της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι το πλήρωμα της χάριτος σε κάθε θεωθείσα ψυχή είναι η αδιάκοπη προσευχή. Άλλωστε και το έργο των Αγγέλων στους απεράντους αιώνας της προς τον Θεό λατρείας των τι άλλο είναι παρά αίνος και δοξολογία, δηλαδή προσευχή;
Το συμπέρασμα, λοιπόν, της μικρής αυτής πραγματείας μας είναι ότι η ευχή είναι απαραίτητη όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο αλλά και σε κάθε χρόνο, χώρο ή τρόπο, όπου η πολυκύμαντος ζωή μας αναγκάζει να ευρισκόμεθα. «Εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλ. 4, 6), λέγει ο Παύλος, και ο Κύριος «και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε» 
(Μθ. 21, 22).
Κρούετε, αιτείτε και ζητείτε διά παντός, διά της μονολογίστου και μικρής αυτής ευχούλας, το θείον έλεος εν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι και δεν θα λείψη αφορμή σκέπης και σωτηρίας από μέρους της πανσωστικής του Θεού ημών προνοίας να σας παρηγορή. Αυτό μας παραδίδουν οι παλαιοί και οι σύγχρονοι Πατέρες μας και ας μη μετράη κανείς το τέρμα της υψηλοτάτης θεωρίας, που είναι το υπέρτατον αξίωμα, όπου οδηγεί η τελειότης της προσευχής. Η κατόρθωσι του τελείου είναι σπάνια και μόνον από τους ειδικούς και λίγους αγωνιστάς και ησυχαστάς είναι δυνατόν με την χάρι του Θεού να επιτευχθή. Όμως οι καρποί της προσευχής, από αυτό το ξεκίνημά της και σε όλη την έκτασι της ενεργείας της, είναι τόσο γλυκείς, τόσο πλούσιοι, τόσον επωφελείς, που συμπληρώνουν κάθε κενό, κάθε απορία και κάθε ανάγκην όπου ευρίσκει ο καθένας.
Στην αρχή να λέγεται με επιμονή και, αν είναι τρόπος και επιτρέπει το περιβάλλον, λίγο ψιθυριστά, γιατί ο ήχος των λόγων της ευχής βοηθάει τον νου να συγκρατήται ευκολώτερα. Μετά, η βία της επιμονής, είτε μένει ο νους είτε φεύγει, προκαλεί την έξι και συνήθεια και αυτό συν τω χρόνω μειώνει την έντασι της προσπαθείας. Έπειτα, και ο Κύριός μας Ιησούς, αφού τον επικαλούμεθα τόσον επίμονα, δεν θ’ αργήση να δείξη την παρουσία του με μια κατάλληλη ενέργεια της χάριτός του και αυτό γίνεται πλέον «πείρα θείας αντιλήψεως», η οποία πείθει τον νου να παραμένη στην ευχή με βεβαία πλέον ελπίδα.
Ο τεχνητός τρόπος της καταβάσεως και συγκρατήσεως του νου στην καρδιά διά της εισπνοής και εκπνοής δεν συνιστάται στον καθένα, και ιδίως στους εισαγωγικούς, και ας αποφεύγεται μάλλον, έως ότου η καλή έξι της ευχής επικρατήση και δείξη η χάρις την παρουσία της, οπότε η πρόοδος της χάριτος θα διδάξη μόνη της τους άξιους αυτής της καταστάσεως. «Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ’ ο δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26).
Εκείνο που μετ’ επιμονής συνιστούμε εις πάντας τους πιστούς είναι η επίμονη προσπάθεια της ευχής και, αν τούτο έχη συνδρομή και την κατά Θεόν μετάνοια, δεν έχω πως να περιγράψω την ακολουθούσαν ωφέλεια και μάλιστα σήμερα, που η ζωή μας είναι σοβαρά προβληματική. Το γλυκύ όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συχνότατα περιστρεφόμενον εντός μας μαστίζει τις αντικείμενες δυνάμεις, που μέσω των μελών του παλαιού ανθρώπου μας βιάζουν προς την αμαρτία. Έπειτα, το θείον αυτό όνομα μεταδίδει εις όλο τον ψυχικό μας κόσμο εκ της χάριτος και δυνάμεως του Σωτήρος ημών, ίνα και ημείς —κατά τον Παύλο— πάντα ισχύωμεν υπ’ Αυτού κρατούμενοι. Αυτός γάρ εστίν η ειρήνη ημών και Αυτώ μέλει περί ημών, νύν και εις τους αιώνας, αμήν.

Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, 
«Λόγοι Παρακλήσεως», σσ. 35-42

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΩΦΕΛΕΙΑ ΕΚ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ

Ὅπως εἴχαμε παραγγείλει στήν πρώτη μας σύναξι, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷἀδελφοί, ἀπό σήμερα θά ὁμιλήσωμε γιά τήν προσευχή, καί ἰδιαίτερα γιά ἕναν ξεχασμένο δυστυχῶς τρόπο προσευχῆς. Πρόκειται γιά τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦἸησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦΘεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» ἤ, πιό περιληπτικά, πιό συμπεπυκνωμένα, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Πρίν ὅμως ἀναφερθοῦμε σέ αὐτόν τόν ἁπλό, ἀλλά πλέον δραστικό τρόπο προσευχῆς, κρίνομε ἐντελῶς ἀπαραίτητο νά ποῦμε λίγα εἰσαγωγικά περί προσευχῆς, τά ὁποῖα πρέπει στοιχειωδῶς νά γνωρίζωμε, οὕτως ὥστε νά μεγιστοποιήσωμε τήν πολλαπλῆ καί πολυδιάστατη ὠφέλεια, πού θά προέλθη ἀπό τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἰδικά.
Μέγιστο προνόμιο στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσευχή. Καί προσευχή σημαίνειἀνάτασι στόν οὐρανό καί διάλογος καί προσωπική ἐπικοινωνία μας καί κοινωνία μας μέ τόν Θεό. Ὡς πρός τήν ποιότητά της, εἶναι συνουσία μετά τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον συνάπτεται ὁ ἄνθρωπος μετά τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέ τίς ἄκτιστες θεϊκές ἐνέργειες.
Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τίς ἐντολές. Καί βέβαια, εἶναι ἀπό τίς πιό βασικές. Μέ τήν προσευχή βελτιωνόμαστε στήν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Ἀλλά καί ἀντίστροφα μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν προαγόμαστε στήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ὅλης πνευματικῆς μας πορείας. Καί γιά νά γίνη εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό, πρέπει κατά τό ὀλιγώτερο ἤ περισσότερο, νά τηρηθοῦν ὁπωσδήποτε κάποιες προϋποθέσεις. Διαφορετικά, ἄν δέν τηρηθοῦν,ὄχι μόνο δέν θά φθάνη στόν οὐρανό, δέν θά εἶναι εὐπρόσδεκτη στόν Θεό ἡπροσευχή μας, ἀλλά δέν θά ἀνεβαίνη πάνω ἀπό τό κεφάλι μας, μεταφορικά βέβαια. Δέν θά ξεπερνᾶ σέ ὕψος, ὅπως ἔλεγε χαριτολογῶντας ὁ π. Παΐσιος, οὔτε καί αὐτό τοῦτο τό ἴδιο μας τό κεφάλι.
Ἔλεγε σέ κάποιον ὁ Γέρων Παΐσιος: ''Μέ τήν τακτική πού ἀκολουθεῖς, ἡπροσευχή σου, ὄχι ἁπλῶς δέν φθάνει στόν οὐρανό, ἀλλά μένει, σέ ὕψος, κάτω καίἀπό τό ἴδιο σου τό κεφάλι''. Κάτι ἀνάλογο ἔλεγε ὁ Γέροντας καί σέ κάποιον ἄλλον, πού ἔλεγε τήν ''εὐχή'' ὄχι σωστά, ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἀνάρμοστο, ὄχι ἥρεμο καί νηφάλιο, πού νά χωνεύη τήν προσευχή, τήν ἔλεγε
μέ μία μανία, ὄχι κατά Θεόν, μ᾽ ἕναν τρόπο ἀφύσικο, μ᾽ ἕναν τρόπο πού δημιουργοῦσε ἄγχος, πού δημιουργοῦσε ἕνα στύλ μή πνευματικό... Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε ''εὐλογεῖτε'' ἔλεγε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, σέ ἐκείνους πού ἔβρισκε στόν δρόμο, γιά νά μή χάση τήν προσευχή, τήν ἔλεγε δυνατά, πολύ δυνατά, μ᾽ ἕναν τρόπο, τέλος πάντων, ὄχι σωστό. Ὅταν λοιπόν τόν ρώτησε ὁ π. Παΐσιος, ἀπό ἀγάπη βέβαια - ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τότε, ἦτο δόκιμος μοναχός - «Τί κάνεις ἐδῶ ἀδελφέ;»Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ «Γέροντα, λέω τήν ''εὐχή''». «Ποιά "εὐχή" εὐλογημένε; Ἔτσι λέγεταιἡ ''εὐχή''; Μέ αὐτό πού κάνεις, πρόσεξε, μή δαιμονισθῆς», τοῦ εἶπε ὁ π. Παΐσιος καί τόν συμβούλευσε κάποια σχετικά πράγματα.
Πρέπει νά προσέξωμε λοιπόν, μήπως ἐνῶ προσευχώμαστε ἀρκετή ὥρα, γιά κάποιο λόγο, ἡ προσευχή μας δέν πετάει στόν οὐρανό.
Οἱ προϋποθέσεις τῆς προσευχῆς εἶναι ἀνεξάντλητες, ἀλλά κάποιες ἀπό αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς:
Κατ᾽ ἀρχήν, θά πρέπη νά γίνεται ἡ προσευχή μας μέ πνεῦμα ταπεινώσεως, μέ βαθειά αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, χωρίς δικαιολογίες καί ἐξιδανικεύσεις τῶν πτώσεών μας, τῆς ὄχι σωστῆς συμπεριφορᾶς μας. Καί αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι μία ἀπό τίς μεγαλύτερές μας προσωπικές τραγωδίες, ὅτι δηλαδή συνεχῶς δικαιολογούμαστε, ὄχι μόνο μέσα μας, ἀλλά καί ἔξω μας, στούς ἄλλους, κι ἔτσι χάνομε καί αὐτόν τόν λίγο κόπο πού καταβάλλομε στόν προσωπικό μας καθημερινόἀγῶνα.
Μέ μία λοιπόν λέξι, λέμε ὅτι ἡ προσευχή μας θά πρέπη νά εἶναι ''τελωνική'': ''ὉΘεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ''. Ἔστω κι ἄν δέν καταλαβαίνωμε ἐντελῶς τήνἐνοχή μας, ἄς κάνωμε μία προσπάθεια, ὥσπου νά μᾶς ἀνοίξη τά μάτια τῆς ψυχῆς ὁΘεός. Ἐπίσης, δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐχθρότητα μέ τόν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό μας. Αὐτό, ἐκφράζεται ποικιλλοτρόπως, ἀλλά ἄς ποῦμε μόνο δυό-τρεῖς περιπτώσεις. Ἐκφράζεται διάχυτα στό ''Πάτερ ἡμῶν''. Δηλαδή ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεσις νά μᾶς συγχωρήση ὁ Κύριος εἶναι νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τούς ἄλλους, τούς ὁποιουσδήποτε ἄλλους, ἀνεξαρτήτως τί μᾶς ἔκαναν. Καί τοῦτο, γιατί ἀκοῦμε πολλές φορές: «Ξέρεις, πάτερ μου, τί μοῦ ἔκανε αὐτός καί μοῦ λές νά τόν συγχωρήσω, νά τοῦ πῶ ''καλημέρα'';» Ἀνεξαρτήτως τοῦ τί μᾶς ἔκαναν οἱ ἄλλοι,ἐμεῖς πρέπει νά τούς συγχωροῦμε. Ἄλλωστε, ὅπως διαβάζομε καί στήν ἀκολουθία πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως, τί λέμε, μεταξύ τῶν ἄλλων; «...Πρῶτον, καταλλάγηθι τοῖς σέ λυποῦσι...», κλπ.
Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑποχρεούμεθα νά ἔχωμε σχέσι μέ ὅλους.Ἄλλωστε, αὐτό καί πρακτικῶς δέν εἶναι δυνατόν καί δέν ἔχει καμμιά ἔννοια, καί, πολλές φορές εἶναι καί βλαβερό, πάρα πολύ βλαβερό, μάλιστα. Ἐπίσης, δέν εἶναι δυνατόν νά ταιριάζωμε ὅλοι μέ ὅλους. Εἶναι θέμα ἰδιοσυγκρασίας καί ὑπεισέρχονται καί πολλοί ἄλλοι παράγοντες. ''Δικαίωμά τους - ἄς μιλήσωμε μέ μιά σύγχρονη λέξι -, καί δικαίωμά μας''. Ὅμως, ἐκεῖνο πού δέν δικαιούμαστε, μέ τήν πνευματικήἔννοια, εἶναι νά ραδιουργοῦμε, νά κατακρίνωμε, νά περιφρονοῦμε, ὅσους δέν ταιριάζομε ἤ μέ ὅσους δέν ἀναπαυόμαστε. Καί μέ ἄλλα λόγια, ἐπειδή συνέχειαἐρωτώμεθα γι᾽ αὐτό τό θέμα, μέ ὅποιον ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό κοντά. Καί πάλι ὅμως, δέν πρέπει νά ὑπάρχη παρρησία, οἰκειότητα μᾶλλον, γιατί αὐτό δημιουργεῖ πολλές, μετέπειτα, ἄσχημες παρενέργειες, πνευματικές - καί ὄχι μόνον -, κοινωνικές, ψυχολογικές, καί γιατί ὄχι καί ὀργανικές. Λοιπόν, μέ ὅποιον ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό κοντά. Καί μέ ὅποιον δέν ταιριάζομε νά εἴμαστε ἀγαπημένοι ἀπό μακρυά, ἀπό μιά δηλαδή κάποια ἀπόστασι ἀσφαλείας,ἀρκούντως ἱκανή, οὕτως ὥστε νά μήν ἔχωμε πλεῖστες ὅσες διαταραχές ποικίλλου περιεχομένου, εἴτε αὐτός εἶναι γείτονας, εἴτε εἶναι συγγενής, εἴτε εἶναι συνάδελφος στήν δουλειά, εἴτε, εἴτε, εἴτε...
Μᾶς ἔλεγε σχετικά ὁ Γέρων Παΐσιος, «Ὅταν θέλης νά ἑνώσης δύο ξύλα μεταξύ τους,ἐάν αὐτά τά ξύλα δέν εἶναι καλά ἐναρμονισμένα, πλανισμένα, τότε, ὅσο τά ἑνώνεις μέ βίδα καί παξιμάδι καί σφίγγεις τήν βίδα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι καλά πλανισμένα, ἐναρμονισμένα μεταξύ τους, ὅσο πιό πολύ τά σφίγγεις καί δέν τά ἔχεις λάσκα, τόσο πιό πολύ πετσικάρουν, κλωτσᾶνε. Ἐνῶ, ἐάν ταιριάζουν, εἶναιἐναρμονισμένα μέ τό πλάνισμα, λίγη κόλλα νά βάλης, ἑνώνονται θαυμάσια». Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦσε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, πού πάντα εὕρισκε πολύ πετυχημένα παραδείγματα, μέ τά ὁποῖα μποροῦσε, τόν ὁποιονδήποτε προσκυνητή, νά τόν ὠφελήση καί νά τοῦ δώση νά καταλάβη, πιό ὡραῖα, πιό δυναμικά, τό πνευματικό νόημα τό ὁποῖο ἤθελε νά μεταφέρη.
Ἐπίσης, πρέπει ἡ προσευχή νά συνοδεύεται ἀπό κρυφές ἐλεημοσύνες, ὅπωςἔκανε ὁ Κορνήλιος καί εἰσακούσθηκε ἀπό τόν Θεό. Ὁ Κύριος γενικά ἀρέσκεται πιό πολύ νά βλέπη τόν κρυφό πνευματικό μας ἀγῶνα καί τίς κρυφές ἐλεημοσύνες μας. Καί τί λέγει; Ὁ Κύριος πού βλέπει στό κρυφό... Πρέπει νά ἐλεοῦμε χωρίς ἐμεῖς νά κάνωμε διαφήμισι, δῆθεν γιά νά ὠφεληθοῦν οἱ ἄλλοι, δῆθεν, δῆθεν... Ὅ,τι δικαιολογίες θέλουμε βρίσκουμε καί δέν ἐφαρμόζομε τό εὐαγγελικό λόγιο, ''μή γνώτω ἡ δεξιά τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά''. Λοιπόν, ὁ Κύριος ὅταν βλέπη τόν κρυφό μαςἀγῶνα καί τίς κρυφές μας ἐλεημοσύνες, ὅταν κρίνη, θά τό ἀποδώση εἰς τό φανερόν, ἐάν βέβαια αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἄν εἶναι χρήσιμο. Καί, ἔχει ὁ Θεός... Καθόλου νά μή κουραζώμαστε. Ὅσο καί νά κρυβόμαστε ἐμεῖς, πού ἔτσι πρέπει νά κάνωμε, ὁ Θεός, ἄν κρίνη κάποια στιγμή ὅτι εἶναι αὐτό ὠφέλιμο, ἔχει τούς τρόπους νά πληροφορήση τούς ἄλλους.
Ἀλλά, καί γενικώτερα, ὄχι ἁπλῶς ὀφείλομε νά κάνωμε κρυφές ἐλεημοσύνες,ἀλλά νά ἔχωμε καρδίαν ἐλεήμονα. Καρδιά δηλαδή πού νά καίγεται, ὅπως ἀναφέρειὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, ἀπό ἀγάπη γιά ὅλην τήν κτίσι, ἀκόμα καί γι᾽ αὐτά τάἑρπετά, γιά τά ἄλογα δηλαδή ζῶα. Δέν ὑποφέρει λέει ἡ ἐλεήμων καρδία -ἀκοῦστε λόγο τρομακτικό- δέν ὑποφέρει νά βλέπη βλάβη τινά στήν δημιουργία. Καί ἡ πιό παραμικρή βλάβη δημιουργεῖ πόνο καί προσευχή γιά τήν ἐλεήμονα καρδία.
Ἐπίσης, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά τήν προσευχή εἶναι ἡ ταπείνωσι τοῦσώματος μέ νηστεία, μετάνοιες, μέ τήν ποικίλλη ἄσκησι, καί σέ ποσότητα, καί σέ ποιότητα. Καί νά μη ξεχνᾶμε, ὅτι ναί μέν ὁ καιρός τῆς νηστείας εἶναι καθωρισμένος στήν ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ καιρός τῆς ἐγκρατείας εἶναι πάντοτεἐπιβεβλημένος, ἀνάλογα βέβαια κατά περίστασιν. Δηλαδή, καί τήν ἡμέρα τοῦΠάσχα εἶναι προτιμώτερο νά κάνωμε κάποια ἐγκράτεια στά φαγητά, παρά νά πέσωμε μέ τά μοῦτρα. Ἤ, τίς παραμονές τῆς Τεσσαρακοστῆς, τρῶμε πάρα-πάρα πολύ γιά νά κάνωμε μετά ἴσως καί τριήμερο. Εἶναι προτιμώτερο νά ὑπάρχη πάνταἕνα πρόγραμμα πιό σταθερό. Ἀλλά, αὐτό τώρα εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα. Πάντως, πρέπει νά ὑπάρχη ἄσκησις. Καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀσκητική.
Ἐπίσης, μία σωστή προσευχή πρέπει νά προβάλλη αἰτήματα πνευματικῆς κυρίως διαστάσεως, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: ''Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦκαί ταῦτα πάντα - τά ὑπόλοιπα δηλαδή - προστεθήσεται ὑμῖν''. Θά προστεθοῦν σέ σᾶς. Νά μήν εἴμαστε δηλαδή φθηνοί. Ἀκοῦμε δυστυχῶς, κάποια πράγματα καί λυπόμαστε. Λέγουν κάποιοι: «Προσευχήσου πάτερ γιά τό παιδί μου, ἤ γιατί δίνειἐξετάσεις ἤ γιά τήν ὑγεία του κλπ....». Ναί, ὅλα αὐτά, εἶναι στήν ζωή. Ὁ πόνος εἶναι μεγάλος τῶν γονιῶν καί τῶν παιδιῶν, ναί, ναί, ναί... Ἀλλά, νά μή μένωμε μόνο ἐκεῖ. Ὅταν μένωμε μόνο ἐκεῖ, εἴμαστε φθηνοί καί δείχνωμε τήν πνευματική μας ρηχότητα. Καί λυπόμαστε, καί γιά τήν ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων, καί γιά τό ὅτι δένἔχουν σωστή πνευματική τοποθέτησι. Γιατί, ἄν εἶχαν σωστή πνευματική τοποθέτησι, καί λιγώτερη ἀγωνία θά εἶχαν, καί πιό πολύ θά πετύχαιναν τά καθημερινά τους, καί, τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα, θά εἶχαν μεγαλυτέρα πνευματική προσωπική πρόοδο.
Ἐπίσης, πρέπει νά προσευχώμαστε μέ πίστι. Ὄχι ἁπλῶς νά πιστεύωμε στήνὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, πού ἐν προκειμένῳ θεωρεῖται δεδομένη, γιατί διαφορετικά δένἔχει ἔννοια νά προσευχώμαστε - πῶς μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε σέ κάποιον, ἄν δέν πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχη; Ἀλλά, χρειάζεται καί πλήρης ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅτι τελικά ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἀφήση νά πειρασθοῦμε παραπάνωἀπ᾽ ὅ,τι μποροῦμε νά ἀντέξωμε καί ὅτι θά δώση, τήν κατάλληλη στιγμή, τήν αἰσίαἔκβασι, ἐάν αὐτή βέβαια εἶναι συμφέρουσα γιά τό αἰώνιο συμφέρον μας, καί ὄχι μόνο γιά τό προσωπικό καί προσωρινό μας συμφέρον, γιατί, πολλές φορές, αὐτά τά δύο, δυστυχῶς, μοιραίως ἀντικρούονται.
Ἀπαιτεῖται ἐπίσης Ὀρθοδοξότητα μέσα εἰς τήν προσευχή. Εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁΚύριος: ''Ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν''. Δέν νοεῖται νά εἶσαι αἱρετικός. Κάθε λατρεία προερχομένη ἀπό αἱρετικούς εἶναι ὕβρις κατά τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης βέβαια, καί ἄλλοι πολλοί παράγοντες εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν κατά τό δυνατόν μεγίστη καρποφορία τῆς προσευχῆς μας. Ὅπως εἶναι τά δάκρυα, ἡἐπιμονή, νά εἴμαστε καρτερόψυχοι δηλαδή, καί ὄχι μόνο νά προσευχώμαστε ὅταν μόνο ἔχωμε ὄρεξι - πλάνη μεγίστη αὐτή. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀγωνισταί ἀνεδείχθησαν στόν καιρό τῆς ἀκηδίας. Καί, πάνω καί πέρα ἀπ᾽ ὅλα, νά ἐφαρμόζωμε ὅλες τίςἐντολές.
Ἡ προσευχή δέν εἶνα αὐτοσκοπός, ἀλλά εἶναι ἕνα μέσον νά πλησιάσωμε τόν Θεό. Πρέπει νά ἔχωμε ὡς σκοπό πρώτιστο τήν ἀποβολή, τήν μεταβολή καί τήν μεταστροφή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι νά κάνωμε προσευχή καί νά κρατᾶμε τά χούγια μας, τά πάθη μας καί τίς ἀδυναμίες μας. Αὐτό εἶναι μεγίστη πλάνη. Καί πολλές φορές, ἀπό τέτοιες προσευχές, ὅταν ἐπιμένωμε νά κρατᾶμε καί τά πάθη μας, καί μάλιστα ἐν συνειδήσει, ἀπό τήν προσευχή τελικά πολλές φορές, δένὁδηγούμαστε σέ σωστούς δρόμους. Καί, ἄν τό θέλετε, ὅταν ὑπάρχουν αὐτές οἱἀδυναμίες καί τά πάθη, πού πολλές φορές δυστυχῶς ὑπάρχουν, ἄν δέν προσέξωμε, μπορεῖ νά πέσωμε ἀκόμη καί σέ πλάνη. Ὁ πρῶτος καρπός τῆς προσευχῆς εἶναι νά φωτισθοῦμε νά ἀποβάλλωμε αὐτές τίς ἀδυναμίες μας.
Μέ αὐτές λοιπόν τίς προϋποθέσεις, ἄς ἐξετάσωμε καί ἄς διερευνήσωμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιατί, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ πιό δραστική καί ταυτόχρονα ἡ πιό ἀποτελεσματική μέθοδος ἐναντίον τῶν τριῶν μεγάλων μας ἐχθρῶν.
Πρώτιστα, ὁ πρῶτος καί κύριος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Μέ τά χούγια του, τίς ἀδυναμίες του καί τά πάθη του, πού πολλές φορές, ὄχι μόνο ὅλα αὐτά δέν τά ἐντοπίζομε, ἀλλά τά θεωροῦμε καί γιά προτερήματα. Τί νά πρωτοαναφέρωμε... Ὅταν λέμε ''τόν στόλισα'', ''τήν στόλισα'', ''τούς ἔβαλα στήν θέσι τους'', ''τούς τἄψαλα'', ''τούς τακτοποίησα''.... Καί ἕνα σωρό ἀμέτρητα τέτοια πράγματα καί δραματικές καταστάσεις. Ἡ τραγωδία μας καί ἡ μεγίστη ἀδικία πού διαπράττομε κατά τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὅτι δέν καταλαβαίνομε, καί δέν κάνομε μία προσπάθεια, δυστυχῶς, νά καταλάβωμε, τήν ἐνοχή μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Δεύτερος τώρα ἐχθρός μας εἶναι ὁ διάβολος, πού ὡς λέων ὀρυόμενος περιπατεῖζητῶν τίνα καταπίει. Σάν λιοντάρι δηλαδή πού βρυχᾶται, μέ τήν πνευματική ἔννοια, ζητᾶ νά δῆ, μέχρι τελευταίας στιγμῆς καί πνοῆς, ποιόν θά καταφέρη νά κατασπαράξη. Ἐννοεῖται, πάντα πνευματικά. Ἡ ψυχολογία τοῦ σατανᾶ, ὅπως ἔχομε ξαναπῆ, μοιάζει, λίγο-πολύ, μέ τήν ψυχολογία ἑνός κακοῦ μαθητῆ. Ὁ ὁποῖος, αὐτός ὁ κακός μαθητής, ἐπειδή ἔμεινε στήν ἴδια τάξι, ὄχι ἀπό κάποια ἀδυναμία ἤκάποια ἄλλη δικαιολογία σωστή, ἀλλά ἀπό καθαρό πεῖσμα, ἀπό ἀδιαφορία καίἀμέλεια. Ἀντί λοιπόν, νά κοιτάξη αὐτός ὁ κακός μαθητής, νά βελτιώση τήν θέσι του, δηλαδή νά κοιτάξη νά διαβάση καί νά περάση ἀξίως τήν τάξι του, ὅλως παραδόξως, αὐτός ὁ κακός μαθητής, ἐν προκειμένῳ ὁ διάβολος, ἀγωνίζεται,ἀγωνιᾶ, εὐελπιστεῖ καί παρηγορεῖται προσπαθῶντας, εἰ δυνατόν, νά συμπαρασύρη καί τούς ὑπόλοιπους συμμαθητάς του, νά μείνουν καί ἐκεῖνοι στήν ἴδια τάξι. Ἔ, κάπως ἔτσι μοιάζει νά εἶναι ἡ ψυχολογία τοῦ σατανᾶ, ἄν καί στό βάθος της, ἡψυχολογία τοῦ ἑωσφόρου καί τῆς συμμορίας του εἶναι ἀκατανόητη. Ἁπλῶς μέ ὅ,τι κάνει, ἐπιβαρύνει, ἔτι καί ἔτι, ἀκόμη περισσότερο, τήν θέσι του ἐνώπιον τοῦφοβεροῦ βήματος τοῦ Κριτοῦ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως.
Καί ὁ τρίτος μεγάλος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος κατά τήν Γραφή κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, μέ ὅλες τίς ἐν γένει ἀντίθεες παραστάσεις τῆς καθημερινότητος. Καί ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ἕως τήν ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, πάντα ὁ κόσμος θά πηγαίνη ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ὅπου καί νά κοιτάξη κανείς, ὑπάρχει ἁμαρτία, ὑπάρχει τό κακό. Ἀκόμα καί στόν οὐρανό νά κοιτάξη κανείς, ὅπως μᾶς ἔλεγε κάποια ψυχή, ὑπάρχει περίπτωσις καί ἀπό ἐκεῖ νά μή δῆκαλό. Γιατί, κάποιος, λέγει, κοίταξε μιά φορά στόν οὐρανό καί ἔτυχε νά δῆ μίαἄσεμνη διαφήμισι, ἀπό ἕνα ἀεροπλάνο, τό ὁποῖο πετοῦσε χαμηλά καί κάτι διαφήμιζε. Εἶχε μία ἄσεμνη εἰκόνα, ἡ ὁποία ἐφαίνετο διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ ἀπό τήν γῆ. Παντοῦ δηλαδή κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία.
Καί στήν περίπτωσι αὐτή θά πῆ κάποιος, τί πρέπει νά κάνωμε; Πρέπει νά ἔχωμε φοβίες, νά κοιτᾶμε, ἤ χαμηλά, ἤ ψηλά; Ἄν καί ψηλά, ποτέ δέν εἴμαστε σίγουραἀσφαλεῖς. Ὄχι. Πρέπει νά ἔχωμε ἕνα σύστημα, ἐσωτερικό θά λέγαμε, ἕναν αὐτόματο πνευματικό μηχανισμό, πού ὅ,τι εἶναι σαβούρα, ὅ,τι δέν εἶναι καλό, νά μή τό δεχόμαστε μέσα μας, νά μή ἐντυπώνεται δηλαδή αὐτό εἰς τήν διάνοιά μας, γιατί ἄς μή γελοιόμαστε, δέν φταίει οὔτε τό μάτι, οὔτε ἡ ὅρασι, ἀλλά ''νοῦς ὁρᾶ καί νοῦςἀκούει''. Δηλαδή ὅ,τι μᾶς ἐκκεντρίζει τόν νοῦ καί ἑστιάζει τήν προσοχή μας, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει κάποιο ἐσωτερικό δικό μας κίνητρο καί, ἐν προκειμένῳ,ὑπάρχει κάποιο δικό μας πάθος, τό ὁποῖο ἑστιάζεται σέ κάποιες εἰκόνες. Ἄν δένὑπῆρχε τό πάθος, θά βλέπαμε χωρίς νά βλέπαμε. Ὅπως μᾶς ἔλεγε καί ὁ π. Παΐσιος, ''πρέπει νά κοιτᾶμε ἀφηρημένα χωρίς νά εἴμαστε ἀφηρημένοι''. Δηλαδή νά μήνἐντυπώνωνται αὐτές οἱ ἁμαρτωλές εἰκόνες μέσα εἰς τό εἶναι μας. Γιατί, ἄνἀποκτήσωμε μία φοβία, ''μή ἐδῶ'', ''μή ἐκεῖ'', παθαίνομε μεγαλύτερη ζημιά ἀπό τόνἐχθρό.
Στό πρῶτο τμῆμα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, παραδεχόμαστε τήν Θεότητα τοῦΧριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπαθε ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἠμῶν, στήν θέσι μας δηλαδή καί γιά χάρι μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν σχετική προφητεία τοῦ ἀποδιοπομπαίου τράγου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Στόν Χριστό ὑπάρχει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος. Γιατί, ἄν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός, τότε, ὄχι μόνο δέν θά μποροῦσε νά μᾶς σώση,ἀλλά θά εἶχε καί ὁ ἴδιος πρῶτα ἀνάγκη προσωπικῆς του σωτηρίας. Ὁ Χριστός λοιπόν εἶναι Θεός. Εἶναι τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος θεληματικά πῆρε καί ἀνθρώπινη μορφή. Βέβαια, αὐτή ἡ Ἐνανθρώπησι ἔγινε μέ τήν ταυτόχρονη θέλησι τοῦ Πατρός. Ὁ Πατήρ ηὐδόκησε, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Καί μέ τήν συνεργεία ἐπίσης, τοῦ τρίτου Προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πρέπει νά χωνέψωμε, ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι οἱ ἐνδοτριαδολογικές ἤ''ἐνδοοικογενειακές'' μεταξύ τους ἄχρονες, ἀΐδιες σχέσεις τῶν τριῶν Προσώπων τῆςἉγίας Τριάδος, καί ἄλλο οἱ σωτηριολογικοί ρόλοι τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τί ρόλο δηλαδή ἔπαιξε γιά τήν σωτηρία μας, καί ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων καί τῆς κτίσεως, τό κάθε Πρόσωπο ξεχωριστά.
Ὅμως ὅλα αὐτά χρήζουν, ὅπως θά τό καταλαβαίνετε καί μόνοι σας, ἰδιαιτέρωνὁμιλιῶν καί στήν φάσι αὐτή, νά μήν ἐπιμείνωμε γιά νά μή ξεφύγωμε ἀπό τό κύριό μας θέμα. Τό μόνο πού τώρα λέμε, εἶναι ὅτι δυστυχῶς ὑποτιμοῦμε, ἀγνοοῦμε τήν προσφορά τῶν ἄλλων δύο Προσώπων, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ὑπάρχει πλήρης ἄγνοια.
Τώρα, στό δεύτερο τμῆμα τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, στό ''ἐλέησόν με τόνἁμαρτωλόν'', παραδεχόμαστε τήν ἐνοχή μας, ἔστω καί ἄν δέν τήν καταλαβαίνωμε. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά τό κάνωμε. Παραδεχόμενοι λοιπόν τήν ἐνοχή μας,ἐπικαλούμεθα τό θεῖο ἔλεος. Τό ''ἐλέησόν με'' θά πῆ ''σπλαγχνίσου με, Κύριε'' καί τό ''σπλαγχνίσου με'', μέ τήν σειρά του, μεταφράζεται ποικιλλότροπα, σέ ''φώτισέ με, Κύριε'', ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἔλεγε, συνέχεια, ''Κύριε, φώτισον τό σκότος μου''. Ἑρμηνεύεται λοιπόν σέ ''φώτισέ με, Κύριε'', ''ἐνίσχυσέ με, Κύριε'', ''θεράπευσέ με, Κύριε'', καί πρό πάντων, ''συγχώρεσέ με, Κύριε'', σέ κάθε στιγμή. περίστασι καί πειρασμό.
Ὄχι ὅμως ὅπως ἐγώ ὁ ἐμπαθής, πεπερασμένος ἄνθρωπος θέλω καί κρίνω.Ὄχι, τό ξαναλέμε, ὅπως κρίνομε ἐμεῖς, ἀλλά ὅπως θά ἔκρινε ἡ ἀλάνθαστη κρίσι τοῦΘεοῦ, ὅ,τι δηλαδή εἶναι γιά πνευματικό μας καί αἰώνιο συμφέρον. Γιατί; Ἄς μή κρυβόμαστε. Ἐμᾶς, μᾶς ἐνδιαφέρει νά περνᾶμε καλά, κυρίως σέ αὐτήν τήν ζωή. Τόν Θεό ὅμως, σάν καλός καί πάνσοφος Πατέρας πού εἶναι, δέν τόν ἐνδιαφέρει τόσο αὐτή ἡ πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά τί τόν ἐνδιαφέρει; Ἡ κατά τό δυνατόν αἰωνία προσωπική μας βελτίστη πνευματική ἀποκατάστασις. Καί πολλές φορές, μᾶςσυμβαίνει κάποια προσωπική, ἐπαγγελματική, ἤ οἰκογενειακή ἀποτυχία, ἤ, πολύ περισσότερο, μιά ἀρρώστεια, ἕνας θάνατος. Ὅσο φυσικά, καί ἄν τά προαναφερθέντα εἶναι ἀναμφισβήτητα πολύ ὀδυνηρά, κανείς δέν ἀντιλέγει, ὅμως,ἐάν ὅλα αὐτά τά ἀξιοποιήσωμε πνευματικά, ἀποτελοῦν σημαντικώτατο ψυχοσωτήριο, σωτηριολογικό μας προσωπικό παράγοντα. Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι τό ὅτι πολλές φορές, κάποιες δικές μας προσωπικές ἀτασθαλεῖες, μέ ὀδυνηρές γιά μᾶς συνέπειες, καί ὑλικές, καί πνευματικές, ἀπό νοσηρή μας ψευτοευλάβεια καίἀπό καμουφλαρισμένη διάθεσι αὐτοδικαιώσεως, εἴτε τό καταλαβαίνομε, εἴτε ὄχι, τίςἀποδίδομε στόν Θεό, καί ὄχι στήν δική μας ἀστοχία. Αὐτό, παρακαλῶ, νά τό προσέξωμε πολύ. Τώρα ὅμως, ἄς μή τό ἀναλύσωμε ἄλλο. Κάνομε γκάφες καί λέμε: «Ἔ, ἀφοῦ ἔτσι ἤθελε ἡ Παναγία...'', ἐνῶ ἐμεῖς δέν προσέχωμε τήν ὑγεία μας, τήν οἰκονομία μας, καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα.
Λέγοντας τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ζοῦμε τήν ὄντως μακαρία κατάστασι τῆς ταπεινώσεως. Πού, ἡ ταπείνωσις δέν εἶναι ὡραῖα λόγια, δέν εἶναι νά καθόμαστε εὐσεβίστηκα, σάν βρεγμένες γάτες, σάν κολῶνες ἤ ἀγάλματα, ἀφύσικα, ἀλλά εἶναιἡ πιό ρεαλιστική κατάστασι καί, κατά τόν ἄγιο Μάξιμο, συνίσταται, ἁπαρτίζεται, ἡταπείνωσις, ἀπό μιά διπλῆ γνῶσι καί ἐπίγνωσι. Κατ᾽ ἀρχάς, συνίσταται στήνἐπίγνωσι τῆς δυνάμεως καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα στήν συναίσθησι τῆς δικῆς μας προσωπικῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας. Ἀλλά, γιά νά γνωρίσωμε αὐτές τίς δύο ρεαλιστικώτατες πραγματικότητες καί καταστάσεις, πρέπει νάἀγωνιζώμαστε. Διαφορετικά, ὅσο καί ἄν εἴμαστε ἔξυπνοι, ἤ διαβασμένοι, τίποτε δέν μποροῦμε νά καταλάβωμε ἀπό αὐτά τά δύο.
Γιά παράδειγμα, πῶς μποροῦμε νά ἐννοήσωμε, νά γνωρίσωμε ἐμπειρικά, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύψη, διά τῆς ἐμπειρίας, λίγο ἀπό τήν ἀμέτρητή Του δόξα; Καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, πάνω στόν ἀγῶνα, ἐκ πείρας, ἐγνώρισαν τήν δύναμι, τήν λύσσα καί τήν μανία τοῦ σατανᾶ καί τῶν δαιμόνων, τήν ἀνθρώπινηἀδυναμία καί ἀσθένεια καί ἀνεπάρκεια, ἀλλά καί τήν ταυτόχρονη λυτρωτικήἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ, πού, τίς πιό πολλές φορές, συνωδεύετο μέ κάποια θεοπτία, θεοφάνεια, ἤ τέλος πάντων, καί μέ κάποια ἄμεση ἤ ἔμμεση θεία ἐπέμβασι. Πολλές φορές λέμε, πῶς φέρει τά πράγματα ὁ Θεός καί μᾶς σώζει ἀπό κάτι. Πού αὐτό σίγουρα, δέν εἶναι τυχαῖο.
Γι᾽ αὐτήν τήν προσευχή, ὄχι μόνο στίς δικές μας πονηρές ἡμέρες, ἀλλά καί παλαιότερα, μερικοί, ἀκόμη καί εὐσεβέστατοι ἄνθρωποι, ὑπεστήριζαν καίὑποστηρίζουν, ὅτι δῆθεν δέν προορίζεται αὐτή ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς λαϊκούς, ἀλλά μόνο γιά τούς μοναχούς, ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἦταν ἀπό τούς πιό ἔνθερμους ὑποστηρικτάς τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Βέβαια, τί θά πῆ ''ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς'', πού δυστυχῶς τόν ἀγνοοῦμε, καί δέν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας βέβαια νά μιλήσωμε περί αὐτοῦ.
Τοῦτο μόνο νά ἀναφέρωμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἔχει ἀφιερώσει τήν Β´Κυριακή τῶν Νηστειῶν, γιατί τήν διδασκαλία του τήν θεωρεῖ σάν πρότυποὈρθοδόξου γνησίας πνευματικότητος. Ἐνῶ δηλαδή τήν πρώτη Κυριακή ἑορτάζωμε τήν νίκη τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, τήν νίκη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐν συνεχείᾳ, τήν Β´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προβάλλεται, διά μέσου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ σωστή Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ποιά δηλαδή εἶναι ἡ σωστή Ὀρθόδοξη πνευματικότης, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι βέβαια ἀπόρροια μιᾶς σωστῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἔτσι λοιπόν, στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅταν τόν ἄκουσε κάποιος ἄλλος ἐνάρετος, κατά τά ἄλλα, μοναχός, ὀνόματι Ἰώβ, ὅταν ἄκουσε τόνἅγιο Γρηγόριο, τόσο πολύ νά προτείνη αὐτήν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ σέ ὅλουςἀδιακρίτως, καί λαϊκούς καί μοναχούς, ἐκεῖνος ὁ μοναχός ἀντέδρασε. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, καί ὅταν ἦταν στήν Σκήτη Βεροίας, ἀλλά καί ὅταν εὑρίσκετο στό Ἅγιον ὄρος, στό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἄν καί εἶχε τόσα πολλά καθήκοντα, τά εἶχε ἀναθέσει, σέ ἄλλους ἱκανούςἀνθρώπους, καί ὁ ἅγιος ἀπό τήν Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή, κατεγίνετο μέ τήν νοερά προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Καί μόνο τά Σαββατοκύριακα λειτουργοῦσε, κοινωνοῦσε καί τακτοποιοῦσε τίς λοιπές του ὑποθέσεις.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ ἐνάρετος κατά τά ἄλλα μοναχός Ἰώβ ἄκουσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ νά προτείνη τήν εὐχή αὐτή τοῦ Ἰησοῦ καί γιά τούς λαϊκούς,ἀντέδρασε καί, κατά κάποιον τρόπο, διεφώνησε. Ἔφερε ἀντίρρησι στόν ἅγιο Γρηγόριο. Ἐπειδή ὅμως, καί αὐτός ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς, τοῦἐνεφανίσθη, παρακαλῶ, ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε νά κάνη ὑπακοή στήν θέσι, στήν γνώμη, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τό θέμα αὐτό, δηλαδή τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Καί μόνο ἀπό αὐτό, πού εἶναι τό ἐλάχιστο βέβαια,ἀποδεικνύεται πόσο θεόσταλτη εἶναι αὐτή ἡ προσευχή. 
Ἀλλά, τί λέγω ἐγώ; Ἄλλωστε, καί αὐτός ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός τούς Θεσσαλονικεῖς λέγει τό γνωστό μας ''ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε''. Ἤ,ἀλλοῦ λέγει ''ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ''. Ἐνῶ ἐγώ κοιμᾶμαι, ἡκαρδιά μου μένει ἄγρυπνη, προσευχομένη. Μέ αὐτά τά λόγια, τί συμπεραίνεται;Ὅτι πρέπει νά προσευχώμαστε ἀδιαλείπτως καί ὅτι αὐτό εἶναι ἐφικτόν, καί ὅτι αὐτό πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν προσευχή δέν εἶναι ὑπερβολές, δέν εἶναι σχῆμα λόγου, ἀλλά εἶναι, ἀκατάληπτες μέν, ἀλλά μεγάλες πνευματικές πραγματικότητες, πού εἶναι ἐφικτές εἰς τόν ἄνθρωπον, κατόπιν βέβαια ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνη πρῶτα τά ἀνθρώπινα, σέ ὅλους τούς τομεῖς καί στόν τομέα αὐτόν.
Καί, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφέρει σχετικά, ὅτι εἶναι προτιμώτερη καί πιό ἀναγκαία ἡ προσευχή ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Οὔτε στιγμή δέν παύομε νάἀναπνέωμε. Ἔτσι, οὔτε στιγμή δέν πρέπει νά παύωμε νά προσευχώμαστε. Καί, ὅλη μας ἡ ζωή, ὅλες μας οἱ κινήσεις, ὅλες μας οἱ ἐνέργειες, πρέπει νά εἶναι μία προσευχή.
Αὐτά δέν εἶναι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὡραῖα λόγια, ἀλλά εἶναι ἐντολές. Καί, στήν συνέχεια τῶν συνάξεών μας, πρῶτα θά ἀναφέρωμε ποιά εἶναι τά τρία κύρια στάδια τῆς προσευχῆς, ὅτι στήν ἀρχή δηλαδή πρέπει νά τήν λέμε ψιθυριστά, ἴσα-ἴσα νάἀκούη τό αὐτί τί λέγει τό στόμα, ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε μόνοι μας καί δέν γινώμαστεἀντιληπτοί ἀπό τούς ἄλλους. Ὕστερα, νά τήν λέμε νοερά, νά τήν κρατᾶμε μέ τόν νοῦ μας, καί τέλος, ἐάν ὁ Θεός εὐδοκήση, καί καρδιακά, δηλαδή μέ τήν πνευματική μας καρδιά, μέ ὅλο μας τό εἶναι. Στήν συνέχεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῶνὁμιλιῶν μας, θά ἐξηγήσωμε, ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά ἐπιτευχθοῦν αὐτές οἱ ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας μας περί προσευχῆς, ὅπως τό ''ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε'', τό ''ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ'', εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό ''Κύριε ἸησοῦΧριστέ, ἐλέησόν με''.
Νομίζω, ἀρκετά εἴπαμε γιά σήμερα. Ἄς σταματήσωμε τώρα κάπου ἐδῶ, καίὅσον ἀφορᾶ γιά τό θέμα τῶν ἐρωτήσεων, προτείνω γιά λόγους πρακτικούς, νά μᾶς τίς δίδετε, εἴτε προφορικῶς, εἴτε γραπτῶς.
Λοιπόν, αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε τώρα, εἰς τήν ἀγάπη σας. Θά συνεχίσωμε, ὅπως πάντα, τό ἑπόμενο Σάββατο.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999