Στην αρχή του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομοφυλοφίλων – το ομόφυλοι είναι new language – υπήρξε ατμόσφαιρα σύγκρουσης Εκκλησίας και Πολιτείας.
Στήν συνέχεια, ως παρηγοριά στους πιστούς, τους οικογενειάρχες και την κοινωνία, είχαμε τη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη και την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου.
Ακολούθησαν θερμοί εγκάρδιοι εναγκαλισμοί με την Εξουσία, σταυροφιλήματα και προπαντός προσφορά αγίων Εικόνων στους εκπροσώπους της, τους βδελυσσόμενους την «Εικόνα του Θεού», τον άνθρωπο.
Θυμήθηκα έναν Βραζιλιάνο καθολικό επίσκοπο του περασμένου αιώνα, τον Χέλντερ Καμάρα – όταν μιλούσε στη Σορβόνη καρφίτσα δεν έπεφτε – που έλεγε: «Συνηθίσαμε να είμαστε με την εξουσία»…]
Ο άγιος Νικηφόρος (γεν. 758) καταγόταν από αρχοντική οικογένεια: ο πατέρας του Θεόδωρος ήταν πρώτος γραμματέας του παλατιού αλλά εξορίστηκε για την αφοσίωσή του στην Ορθοδοξία. Η μητέρα του, Ευδοκία, αφού φρόντισε για την εκπαίδευση του γιου της, εισήλθε σε μοναστήρι.
Ο Νικηφόρος, ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, έγινε πρώτος γραμματέας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797) και της αντιβασίλισσας Ειρήνης και έλαβε μέρος στην 7η Οικουμενική Σύνοδο ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα.
Αν και λαϊκός, εξελέγη ομόφωνα Πατριάρχης.
Ενθρονίστηκε το Πάσχα του 806, αφού ανήλθε διαδοχικά την ιεραρχική κλίμακα από λαϊκός, καταθέτοντας στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ένα βιβλίο που είχε συντάξει υπέρ των ιερών εικόνων.
Μόλις ανήλθε στην εξουσία ο Λέων Ε’ ο Αρμένιος , ο Νικηφόρος του ζήτησε να υπογράψει ομολογία ότι δεν θα επέφερε νεωτερισμούς στα θρησκευτικά θέματα.
Ο Λέων αρνήθηκε και λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 814 εξέδωσε διάταγμα κατά των σεπτών εικόνων.
Τότε ο άγιος Νικηφόρος όρισε νηστεία και αγρυπνία στην Αγία Σοφία.
Ο αυτοκράτορας τον κάλεσε τότε στο Παλάτι και τον κατηγόρησε ότι διασαλεύει τη δημόσια τάξη.
Ο Πατριάρχης του απάντησε ότι αναμειγνύεται αθεμίτως στα εκκλησιαστικά και ότι εισάγει αίρεση.
Μετά τα Θεοφάνεια πολλοί ιεράρχες και κληρικοί συντάχτηκαν με τον αυτοκράτορα και πίεσαν τον Νικηφόρο να υποταχθεί.
Ο πατριάρχης προχώρησε σε καθαίρεση των ιερωμένων που είχαν συνταχτεί με την αίρεση.
Τέλος, μια παρασυναγωγή επισκόπων καθαίρεσε τον Πατριάρχη.
Στις 13 Μαΐου συνελήφθη και εξορίστηκε.
Αναλαμβάνοντας ο Μιχαήλ Β’ (820) του πρότεινε να τον αποκαταστήσει στο θρόνο του με τον όρο να σιωπήσει για τις άγιες εικόνες και για τη Σύνοδο της Νικαίας.
Ο άγιος Νικηφόρος προτίμησε την εξορία.
Από το ησυχαστήριό του, Ο Νικηφόρος συνέταξε σημαντικές πραγματείες για την εικόνα του Χριστού, βάζοντας στην υπηρεσία της Ορθοδοξίας τη λεπτότητα της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Αναπαύθηκε στις 2 Ιουνίου 829, μετά από 14 χρόνια εξορίας.
Μνήμη του αγίου και μάρτυρος Ιωάννου, ηγουμένου της Μονής Μοναγρίας (+4 Ιουνίου)
Ο ανδρείος αυτός ομολογητής, ηγούμενος της Μονής Μοναγρίας, η οποία βρισκόταν στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, προσέφερε τη ζωή του για την υπεράσπιση των αγίων εικόνων κατά τους χρόνους της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρωνύμου (περί το 765), λίγο πριν το μαρτύριο του οσίου Στεφάνου του Νέου (+ 28 Νοεμ.)
Μνήμη του αγίου πατρός ημών Μεθοδίου του Ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (+ 14 Ιουνίου)
Ο άγιος πατήρ Μεθόδιος καταγόταν από τις Συρακούσες. Ήρθε σε νεαρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη υπολογίζοντας σε λαμπρή σταδιοδρομία αλλά έγινε μοναχός. Επί Πατριάρχου Νικηφόρου εισήλθε στο κλήρο.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των εικόνων επί Λέοντος Ε , ο Μεθόδιος κατέφυγε στη Ρώμη (817) για να συντονίσει τον Πάπα Πασχάλη Α΄ στον ορθόδοξο αγώνα.
Έχοντας θετική επιστολή του Πάπα για το βάσιμο της τιμής των αγίων, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Β δεν έλαβε υπόψιν το παπικό έγγραφο.
Κατηγόρησε τον Μεθόδιο για στάση και διέταξε να μαστιγωθεί εφτακόσιες φορές και να κλεισθεί σε στενό κελλί μαζί με δύο κακοποιούς.
Ο ένας πέθανε μετά από ένα χρόνο και ο άγιος αναγκάστηκε να υποφέρει τις οσμές αποσυντιθεμένου πτώματος.
Μετά από εννιά χρόνια στη φυλακή, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τον έθεσε υπό περιορισμό σε μια παλιά εκκλησία, κοντά στο παλάτι για να τον συμβουλεύεται.
Βρήκε την ελευθερία του μετά το θάνατο του Θεόφιλου.
Από τις κακουχίες της φυλακής έχασε όλα του τα μαλλιά και το σώμα έμοιαζε με ερείπιο.
Με περιδέματα γύρω από το κεφάλι του συγκρατούσε στις θέσεις τις σιαγόνες του και παρά τα κατακρεουργημένα χείλη του κήρυττε την αληθινή πίστη.
Εξελέγη Πατριάρχης (843) επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας και πρωτοστάτησε στη θέσπιση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, προς τιμήν των αγίων εικόνων (11 Μαρτίου).
Mνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Ευσεβίου, επισκόπου Σαμοσάτων (+22 Ιουνίου)
Ο άγιος Ευσέβιος εξελέγη επίσκοπος Σαμοσάτων, στα μέρη του Ευφράτη, επί βασιλείας του αρειόφρονος αυτοκράτορα Κωνστάντιου (337-360).
‘Όταν ο Κωνστάντιος διαπίστωσε ότι ο Ευσέβιος δεν πίστευε στα δόγματα του Αρείου και ήταν στερεός ορθόδοξος απαίτησε τα πρακτικά της εκλογής του τα οποία αρνήθηκε ο επίσκοπος. Απάντησε στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα ότι θα τα παρέδιδε μόνο με την έγκριση όσων τα υπέγραψαν.
Όταν τον απείλησαν ότι θα έκοβαν το δεξί του χέρι, εκείνος έτεινε και τα δυο του χέρια λέγοντας: «Δεν πρόκειται να παραδώσω την απόφαση!»
Επαναφέροντας τους διωγμούς ο αρειοφρόνων Ουάλης (364-378) τον καθαίρεσε και τον εξόρισε στη Θράκη (374).
‘Όταν οι απεσταλμένοι του Ουάλη του παρουσίασαν την απόφαση εκτοπισμού του, τους παρακάλεσε να την εκτελέσουν νύχτα για την αποφυγή επεισοδίων εκ μέρους των ορθοδόξων.
Όταν οι χριστιανοί κατάλαβαν τον εκτοπισμό του, έσπευσαν στον Ευφράτη αλλά ο άγιος τους απέτρεψε από το να κάνουν επεισόδια.
Αποκαταστάθηκε στο θρόνο του μετά το θάνατο του Ουάλη (378) από τον Ορθόδοξο αυτοκράτορα Γρατιανό.
Στις 22 Ιουνίου 379 καθώς έμπαινε στην πόλη Δολιχή (σημ. Τελ Ντουλούκ) πέθανε από μια πέτρα που
του πέταξε από ψηλά στο κεφάλι μια
γυναίκα οπαδός του Αρείου.
Πριν πεθάνει, ζήτησε από τη συνοδεία του να μην καταδιώξει την ένοχο.
* Τα κείμενα αντλήθηκαν από τον ΝΕΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ του Ιερού Κοινοβίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου-Ορμύλια Χαλκιδικής.