ΕΝΑ ἀπὸ τὰ συγκινητικώτερα τροπάρια, ποὺ ψάλλονται στοὺς ἱεροὺς ναοὺς τὴν Μ.῾Εβδομάδα, εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀπὸ τὸν ῎Ορθρο τοῦ Μ. Σαββάτου. «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ ᾿Ιωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει, λέγων·
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι, μισοῦντες, θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπων τοῦ θανάτου τὸ ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχούς καὶ τοὺς ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ῾Εβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα ἐβόα· ῏Ω Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρὸν σὲ καθορῶσα, ἀλλά, τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα, μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων, λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια; ῍Ας τὰ ἐξηγήσωμε ἐν συντομίᾳ.
᾿Ενῷ ὁ ἥλιος εἶχε κρύψει τὶς ἀκτῖνες του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσῃ σκοτάδι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ «ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ὥρας ἐνάτης», τὸ δὲ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ εἶχε διαρραγῆ, λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος, ὁ ᾿Ιωσήφ, ὁ σεμνὸς ἐκεῖνος βουλευτὴς καὶ κρυφὸς μαθητὴς ἀπὸ τὴν ᾿Αριμαθαία, βλέποντας τὰ φοβερὰ αὐτὰ σημεῖα, προσῆλθε στὸν Πιλᾶτο καὶ τὸν ἱκέτευε θερμὰ λέγοντας· Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία σὰν ξένος φιλοξενήθηκε στὸν κόσμο.
Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ ὁμόφυλοί του ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ μῖσος τὸν θανατώνουν σὰν κάποιο ξένο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, στὸν ὁποῖο παραξενεύομαι νὰ βλέπω τοῦ θανάτου τὸ παράξενο καὶ παράδοξο φαινόμενο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ γνωρίζει νὰ φιλοξενῇ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ ῾Εβραῖοι ἀπὸ φθόνο θανατώνοντάς τον, τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ σὰν ξένος δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ τὸν ἐνταφιάσω. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, τὸν ὁποῖο βλέποντας νεκρὸ ἡ Μητέρα του φώναζε· ῏Ω Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, ἂν καὶ τὰ σπλάγχνα μου πληγώνωνται καὶ ἡ καρδία μου σπαράζῃ ποὺ σὲ βλέπω νεκρό, ἐν τούτοις ἀποβλέπουσα στὴν ἀνάστασί σου καὶ ἀντλοῦσα θάρρος ἀπ᾿ αὐτή, σὲ δοξολογῶ. Καὶ μὲ τοῦτα τὰ λόγια, ἱκετεύοντας τὸν Πιλᾶτο ὁ σεμνὸς ᾿Ιωσήφ, λαμβάνει τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἀφοῦ μὲ σεβασμὸ τὸ ἄλειψε μὲ σμύρνα καὶ τὸ τύλιξε σὲ σεντόνι, τὸ ἐνταφίασε, αὐτόν, ποὺ παρέχει σὲ ὅλους ζωὴ αἰώνια καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Γεννήθηκε καὶ ἔζησε σὰν ξένος
Γιὰ ἕνα μεγάλο ξένο μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ὡραιότατος αὐτὸς ὕμνος. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ξένος; Εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Ξένος ὁ Χριστός; Ναί, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, σὰν ξένος ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ. ᾿Απόδειξι τὸ ὅτι κατὰ τὴ γέννησί του δὲν φιλοξενήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους σὲ κάποιο συγγενικὸ ἢ φιλικὸ σπίτι ἢ τουλάχιστον σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο, ἀλλὰ σ᾿ ἕνα σπήλαιο, ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ ὕπαιθρος τῆς Βηθλεέμ, καὶ κούνια του ἔγινε ἕνα παχνὶ ἀλόγων ζῴων!
᾿Αμέσως δὲ μετὰ ἀναγκάσθηκε νὰ ξενιτευθῇ, γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν θηριωδία τοῦ βρεφοκτόνου ῾Ηρώδου, καὶ σὰν ξένος κατοίκησε στὴν ξένη γῆ τῆς Αἰγύπτου. ῍Ας τὸ ἔχουν αὐτὸ ὑπ᾿ ὄψιν τους οἱ ἀπόδημοι ῞Ελληνες ἀδελφοί μας, παλαιότεροι, ἀλλὰ καὶ νεώτεροι λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, καὶ ἂς κάνουν ὑπομονὴ ἐκεῖ στὰ ξένα ποὺ ζοῦν, διότι καὶ ὁ Κύριός μας ξενιτεύθηκε καὶ γνώρισε τὴν πίκρα τῆς ξενιτιᾶς, καὶ δύναται ἔτσι νὰ συμπαθήσῃ ἰδιαιτέρως τοὺς ξενιτεμένους. Εἴθε δὲ ὁ Θεὸς Πατέρας, ὅπως «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσε τὸν Υἱόν του»(Ματθ. 2·15), νὰ καλέσῃ καὶ αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν κάποια ἡμέρα στὴν μητέρα Πατρίδα.
Σὰν ξένος ἔζησε ὁ Χριστὸς ὅλη του τὴ ζωή. Σπίτι δικό του δὲν εἶχε. «Σπίτι» του ἦταν ὁ περιούσιος λαός του, ὁ ᾿Ισραήλ. Καὶ ὅμως ἦλθε στὸ «σπίτι» του αὐτό, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν! (᾿Ιωάν. 1· 11). Καὶ μόνον αὐτό; Τὸν ἐφθόνησαν καὶ τὸν ἐμίσησαν θανάσιμα. ῾Ο Πιλᾶτος διέγνωσε ὅτι οἱ ἄρχοντες τοῦ ᾿Ισραὴλ «διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27·18). ῾Η μοναξιὰ καὶ ἀφιλοξενία, ποὺ ἔζησε ὁ Κύριός μας, ἦταν προφητευμένη. «᾿Απηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου» (Ψαλμ. 68·9). Στὸν μεσσιακὸ αὐτὸ ψαλμὸ ὁ Ψαλμῳδὸς παρουσιάζει τὸ Χριστὸ νὰ ἐκφράζῃ τὸ παράπονό του πρὸς τὸν Πατέρα του, διότι οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί του τὸν ἀντιμετώπισαν σὰν ἕνα ἄγνωστο σ᾿ αὐτοὺς καὶ ξένο!
Ξένος λοιπὸν ὁ Χριστός. ᾿Αλλὰ ἦταν ξένος καὶ ὑπὸ μίαν ἄλλη ἔννοια. ῏Ηταν ξένος ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία. ῏Ηταν ἀναμάρτητος. ῾Ο μόνος ἀναμάρτητος. Καὶ ἑπομένως ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ἦταν κάτι τὸ ξένο, ἀφύσικο, παράξενο καὶ παράδοξο γι᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ᾿Ιωσὴφ παραξενεύεται, βλέποντας αὐτὸν ποὺ διεκήρυξε ὅτι εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις», νὰ κρέμεται τώρα νεκρὸς καὶ ἄπνους ἐπάνω στὸ σταυρό.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ τόσο ξένος γνωρίζει νὰ ξενίζῃ, νὰ φιλοξενῇ μὲ ἀγάπη, ὄχι μόνο τοὺς δικούς του, τοὺς ὁμοεθνεῖς του κατὰ σάρκα, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοὺς ἀποξένωσε ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ποῦ τοὺς φιλοξενεῖ; Στὸ ἰδιόκτητο ξενοδοχεῖο του. Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ δικό του ξενοδοχεῖο αὐτός, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε ἕνα μικρὸ σπιτάκι γιὰ νὰ μείνῃ; Ναί, εἶναι. Καὶ τὸ ξενοδοχεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία του, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. Καὶ ὅμως, τί εἰρωνεία!
Αὐτός, ποὺ ξενοδοχεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἰδοὺ «ἐν νεκροῖς λογίζεται» καὶ «τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται»! Ξένος ἀκόμη καὶ ὁ τάφος, ποὺ δέχεται τὸ πανάχραντο καὶ καταπληγωμένο σῶ μα του. Ξένος, διότι δὲν ἀνῆκε σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ξένος χῶρος, γιὰ νὰ φιλοξενηθῇ ἡ θεότης τοῦ ἐνταφιαζομένου νεκροῦ.
῍Αν ὅμως γιὰ ὅλους ἦταν ξένος ὁ Χριστός, γιὰ ἕνα πρόσωπο δὲν ἦταν ξένος. Ποῖο εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπο; Εἶναι ἡ Παναγία μητέρα του. Αὐτὴ τὸν φιλοξένησε ὡς βρέφος στὴν μακαρία κοιλία της καὶ στὴν τρυφερὴ ἀγκαλιά της. Αὐτὴ τὸν ἀνέθρεψε. Εἶναι ὁ ἀγαπημένος Υἱός της, τὸ «γλυκύ της ἔαρ» τὸ «φῶς τῶν ὀφθαλμῶν» της. Καὶ βλέποντάς το σὰν ξένο μπροστὰ στὰ μητρικά της μάτια, «μὴ ἔχοντα εἶδος οὐδὲ κάλλος», θρηνοῦσε γοερῶς.
᾿Ακούοντας τὰ ἱκετευτικὰ αὐτὰ λόγια ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε, «ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ» (Μάρκ. 15·45). ᾿Ανεκτίμητο δῶρο δώρησε στὸν ᾿Ιωσὴφ ὁ Πιλᾶτος. Πρόκειται γιὰ τὸ μεγαλύτερο δῶρο, ποὺ ἔλαβε ποτὲ ἄνθρωπος!
Πλούσιος ἦταν ὁ ᾿Ιωσήφ (Ματθ. 27·57). Τώρα, ὅμως, μὲ τὸ δῶρο αὐτὸ εἶναι ἀπείρως πλουσιώτερος. «῍Ω φρικτοῦ Μυστηρίου! ῍Ω εὐσπλαγχνίας Θεοῦ»! Τὸ ἔχομε ἆράγε συνειδητοποιήσει; Τὸ ἴδιο αὐτὸ σῶμα, ποὺ ἔλαβε ὡς δῶρον ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἀλλὰ ἀναστημένο καὶ ὁλοζώντανο, ἀποτελεῖ πλέον μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου τὰ Τίμια Δῶρα, ποὺ μεταλαμβάνομε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἱερέων μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ φιλοξενοῦμε τὸν μεγάλο «Ξένο» μέσα μας, καὶ τρεφόμεθα πνευματικῶς, καὶ ἀφθαρτοποιούμεθα, καὶ ζωοποιούμεθα, καὶ θεούμεθα! Τὰ δὲ Τίμια αὐτὰ Δῶρα εἶναι ἀπείρως πολυτιμότερα ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ξένου, ποὺ κράτησε στὰ χέρια του ὁ ᾿Ιωσήφ, διότι μᾶς ἐξασφαλίζουν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία.
῍Ας κάνωμε τὸν «Ξένο» φίλο μας
᾿Αλλὰ ἂς ἀναρωτηθοῦμε· ῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δέχθηκε εἰρωνείες, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς, μάστιγες, ἀκάνθινο στεφάνι, κολαφισμούς, ἀτιμωτικὴ σταύρωσι καὶ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.
᾿Εμεῖς, σὰν πιστοὶ ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τί κάνουμε γι᾿ αὐτόν; Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ μῖσος καὶ φθόνο τὸν ἐσταύρωσαν μία φορά. Μήπως ἐμεῖς μὲ τὰ ἁμαρτήματά μας τὸν σταυρώνωμε καθημερινῶς; Μήπως, ἐνῷ κατὰ τὴν βάπτισί μας ὁ ἀνάδοχός μας ἐγγυήθηκε ὅτι θὰ ἀρνηθοῦμε τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἐμεῖς τώρα θεληματικὰ διαπράττομε ἔργα σκοτεινὰ καὶ ἁμαρτωλά, ποὺ εἶναι ἀνάρμοστα στοὺς Χριστιανούς;
᾿Αδελφοὶ ἀναγνῶστες, ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν αἰώνων, περισσότερο ξένος ἐπάνω στὴ γῆ ὑπῆρξε ὁ Χριστός.
Δυστυχῶς ἀκόμη καὶ σήμερα, εἴκοσι αἰῶνες μετὰ τὴν λυτρωτικὴ θυσία καὶ ἀνάστασί του, γιὰ πολλοὺς παραμένει ἄγνωστος καὶ ξένος! Μήπως μεταξὺ αὐτῶν εἴμεθα καὶ ἐμεῖς; Μήπως, παρ᾿ ὅλα τὰ κεριά, ποὺ ἀνάβουμε, καὶ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ νομίζουμε ὅτι κάνουμε, κατὰ βάθος ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς ἕνας ξένος; Μήπως τὸν κρατοῦμε σὲ ἀπόστασι, δὲν θέλομε πολλὲς ἐπαφὲς μαζί του, διότι φοβούμεθα μήπως ἡ φιλία του μᾶς στερήσῃ ἀπὸ κάποιες ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς προσωρινῆς καὶ μάταιης αὐτῆς ζωῆς; Μήπως, ἐνῷ αὐτὸς κρούει συνεχῶς τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας μὲ διαφόρους τρόπους, ζητώντας νὰ εἰσέλθῃ καὶ νὰ δειπνήσῃ μαζί μας καὶ ἐμεῖς μαζί του, ἐμεῖς προσποιούμεθα ὅτι δὲν ἀκούομε, καὶ τὸν ἀφήνουμε ἔξω, σὰν ἕνα ἄγνωστο καὶ ξένο, νὰ κτυπάῃ; ᾿Εὰν ναί, ἂς φροντίσωμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ τὸν πλησιάσωμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσωμε ἀπὸ κοντά. ῍Ας μετανοήσωμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. ῍Ας τὶς ἐξομολογηθοῦμε σὲ πνευματικὸ πατέρα. ῍Ας νηστεύσωμε τὸ κατὰ δύναμιν. ῍Ας γονατίσωμε ἐμπρὸς στὸν ᾿Εσταυρωμένο τὴν Μ. Παρασκευή, καὶ μὲ δάκρυα συντριβῆς καὶ μετανοίας ἂς τὸν παρακαλέσωμε νὰ συγχωρήσῃ καὶ ἐλεήσῃ ὄχι μόνον ἐμᾶς, ἀλλ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ἀπὸ ξένο καὶ ἄγνωστο, ἂς τὸν κάνωμε τὸν καλλίτερό μας φίλο. Τὴν δὲ νύκτα τῆς ᾿Αναστάσεως, ἂς μὴ τὸν ἐγκαταλείψωμε, ὅπως κάνουν οἱ πολλοὶ μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκολουθώντας τὸν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας, ἂς μὴ τοῦ γυρίσωμε τὰ νῶτα μας προτιμῶντας τὴν μαγειρίτσα ἀπὸ τὸ δικό του βασιλικὸ δεῖπνο, ἂς μὴ τὸν πικράνωμε καὶ πάλι κάνοντάς τον νὰ αἰσθάνεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ σὰν ξένος, ἀλλὰ ἂς παραμείνωμε μέχρι τέλους στὴν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, ὥστε νὰ λάβωμε πλουσίως τὴν θεία χάρι καὶ εὐλογία του. ᾿Εμεῖς θὰ θέλαμε νὰ ἀποχωρήσουν οἱ καλεσμένοι μας τὴν ὥρα που στρώνουμε τὸ ἑορταστικὸ τραπέζι, γιὰ νὰ φάγουν; ῎Οχι βέβαια. Θὰ τὸ θεωρούσαμε μεγάλη προσ βολή. Γιατί ὅμως τὴν ἀνάρμοστη καὶ προσβλητικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ ἐπιδεικνύομε πολλοὶ «᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοὶ» στὸ Χριστό; Εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες ξανασταυρώνουμε τὸ Χριστό. ῍Ας μετανοήσωμε καὶ γι᾿ αὐτὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς συγχωρήσῃ.
Καλὴ ᾿Ανάστασι! Καλὸ καὶ εὐλογημένο Πάσχα!
Χρήστος Λίβανος