Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ λατρευτοῦ μας Χριστοῦ ξαπλώθηκε πάνω στὸ Σταυρό, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ σταυρωμένη ἀγάπη παρέδωσε τὸ πνεῦμα, ἑπτὰ λόγοι βγῆκαν ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ ἄκακο ἐκεῖνο στόμα του. Καὶ εἶναι δικό μας καθῆκον νὰ ἀκούσουμε καὶ σήμερα μὲ ἱερὸ δέος αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὄχι μόνο γιατί εἶναι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ πρέπει νὰ τὰ θυμόμαστε συχνά, ἀλλὰ καὶ γιατί ἀποτελοῦν, θὰ ἔλεγε κανείς, τὴν διαθήκη Του, τὴν ἔκφρασι τῆς μεγίστης Του δωρεᾶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσι ὅλης της διδασκαλίας Του.
Ὁ πρῶτος λόγος ἀκούσθηκε τὶς πρῶτες κιόλας στιγμὲς τῆς σταυρώσεως. Κι ἐνῶ πάνω σὲ κεῖνον τὸν λόφο ἀποκορυφώνεται ἡ ἔσχατη κραιπάλη καὶ μανία τῶν ἀνθρώπων, ποὺ καρφώνουν, βρίζουν καὶ βλασφημοῦν τὸν Ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνος ἐκδηλώνει ἀνάμεσα ἀπ᾿ τοὺς φρικτοὺς πόνους τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς Τοῦ τὴν ὑπέρτατη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς παραστρατημένους. «ΠΑΤΕΡ, ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ, ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησί Του στὴν ἀνθρώπινη κακία. Στὴν ἄβυσσο τῆς ψυχικῆς πυρώσεως, ἀντιπαρατάσσεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας συγγνώμης, ποὺ βρίσκει, στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες, λόγους ἀφέσεως καὶ μεσιτείας γιὰ κείνους πού, ἐκτροχιασμένοι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἔκδικησεως καὶ τοῦ φθόνου, εἶχαν αὐτοκαταδικασθῆ στὴν ἴδια τὴν ταλαίπωρη συνείδησί τους, τὴν βάναυσα κακοποιημένη. Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ καὶ ἐπικύρωσις τοῦ μοναδικοῦ στὸν κόσμον ὅλο κηρύγματος ποὺ ἀκούσθηκε ποτὲ στὸν πλανήτη μας. Τοῦ κηρύγματος τῆς ἀφειδώλευτης καὶ γνήσιας ἀγάπης πρὸς ὅλους, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ἐχθρούς μας. Ἦταν μία δέησι καὶ ἱκεσία, μὲ ἐπίκλησι σὰν ἐλαφρυντικοῦ της ἀγνοίας, ὑπὲρ τῶν διωκτῶν καὶ δημίων Του, ἔτσι γιὰ νὰ ἀντηχεῖ ἔκτοτε σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς γῆς ὁ ἀπόηχός της, ἐμπνέοντος τὶς μυριάδες τῶν χριστιανῶν, ποὺ θὰ ἤθελαν, μιμούμενοι τὸν ἀρχηγό Τους, νὰ δείξουν πὼς μποροῦν νὰ νικοῦν τὸ κακὸ μὲ τὸ καλό, τὴ μοχθηρία μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ συμφέρον μὲ τὴν ἀνιδιοτέλεια.
Ὁ δεύτερος λόγος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ἀπάντησις σὲ μία φωνὴ μετανοίας καὶ πίστεως. Στὴ φωνὴ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ μπροστὰ στὴν ὑπέρτατη κένωσι τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πραγματικές της διαστάσεις τὴν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας Του. «ΑΜΗΝ, ΛΕΓΩ ΣΟΙ, ΣΗΜΕΡΟΝ MET᾿ ΕΜΟΥ ΕΣΗ ΕΝ ΤΩ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩ». Ποιά, ἄραγε, πιὸ αὐθεντικὴ μαρτυρία περιμένουν ν᾿ ἀκούσουν ἢ νὰ βροῦν ποτέ, ὅσοι μὲ δυσπιστία στέκονται μπροστὰ στὴ μεταθανάτια ὀντολογικὴ πραγματικότητα; Καὶ πόσους, ἀλήθεια, θὰ καταδικάση καὶ ἡ μετάνοια ἡ ἔστω ὄψιμος καὶ ἡ πίστις τοῦ ληστοῦ αὐτοῦ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἰησοῦ μένουν ἀκόμη ἄπιστοι. Ὢ ναί. Ὅταν τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου διασκελίζει πρῶτος ἕνας μέγιστος ἁμαρτωλὸς ἀνανήψας ἐγκαίρως, ποιὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς της ζωῆς θὰ βρεῖ ποτὲ δικαίωσι γιὰ τὴν ἐμμονή του στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως; Γιατί τὸ παράδειγμα τοῦ ληστοῦ ὄχι μόνο βεβαιώνει τὴν ὕπαρξι τῆς οὐράνιας Βασιλείας, ἀλλὰ καὶ πείθει πὼς ὅλοι, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, ἔχουν δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν αἰωνιότητα ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουν καὶ ἀνάλογα νὰ πράξουν ὅσο εἶναι καιρός.
Καθὼς τώρα γιὰ τρίτη φορὰ ἀνοίγει τὸ στόμα Του ὁ Ἐσταυρωμένος ἀφήνει νὰ ξεπηδήσουν λόγοι στοργῆς καὶ προνοίας γιὰ τὴ μητέρα Του. «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ:ΓΥΝΑΙ, ΙΔΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΣΟΥ. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ΙΔΟΥ Η ΜΗΤΗΡ ΣΟΥ». Καμιὰ μητέρα στὸν κόσμο δὲν ἔδειξε τόση στοργὴ γιὰ τὸ παιδί της, καὶ καμιὰ μητέρα δὲν δέχθηκε τόση στοργὴ ἀπὸ τὸ παιδί της, ὅσο ἡ Παναγία. Κι ἔπρεπε στὶς τραγικὲς τοῦτες ὧρες τῆς μεγάλης Του ὀδύνης νὰ μιλήσει τόσο εὔγλωττα ὁ Ἰησοῦς, γιὰ ν᾿ ἀφήση σὰν παρακαταθήκη σὲ ὅλους μας τὴν ἀνάγκη γιὰ ἰσόβιο σέβας καὶ φροντίδα γιὰ κείνους, ποὺ μᾶς χάρισαν τὴ ζωή.
Ὁ τέταρτος λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπ᾿ τὸν Σταυρὸ ἔχει μίαν ἀνείπωτη τραγικότητα καὶ δυσθεώρητο βάθος καὶ πλάτος. «ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ ΙΝΑ ΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΙΠΕΣ;». Αὐτὸς εἶναι ὁ δυσκολότερος λόγος, ποὺ κρύβει μέσα του ὠκεανὸ θεολογίας. Πολλοὶ τὸν ἐξήγησαν σὰν ξέσπασμα ἀπελπισμοῦ. Ἄλλοι σὰν γογγυσμὸ καὶ ἄλλοι σὰν ἀπογνώσεως φωνή. Ὄχι. Ὁ Κύριος δὲν ἐγόγγυσε ὅταν τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ φίλοι, οὔτε ὅταν τὸν κατεδίκασαν ἀδίκως, οὔτε ὅταν τὸν ἐμαστίγωσαν. Παραπονεῖται τώρα γιὰ κάτι ποὺ τοῦ κοστίζει ἀκριβά. Κι αὐτὸ εἶναι ὁ χωρισμός Του, ἔστω καὶ πρόσκαιρος, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἕνας χωρισμὸς ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία, ποὺ θεληματικὰ σηκώνει στοὺς ὤμους Του ὁ ἀναμάρτητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει σὲ μία του ἐπιστολὴ πὼς ὁ Χριστὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας κατάρα. Καὶ ἡ ἔκφρασις αὐτῆς τῆς κατάρας φάνηκε στοὺς λόγους Του αὐτούς, ποὺ εἶναι ἕνα αὐθόρμητο .ξέσπασμα ψυχικοῦ πόνου γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι τοῦ Πατέρα, γιὰ τὸ ἀβυσσαλέο χάσμα ποὺ ἀνοίγει ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεὸ ἡ ἁμαρτία. Καὶ νὰ σκεφθῆ κανεὶς μὲ πόση εὐκολία ἐμεῖς δουλεύουμε στὴν ἁμαρτία καὶ ἀψηφοῦμε αὐτή της τὴν συνέπεια.
Μιὰ καὶ μόνη λέξις εἶναι ὁ κατὰ σειρὰν πέμπτος λόγος τοῦ Χριστοῦ. Μικρὴ ἀλλὰ περιεκτική. «ΔΙΨΩ». Ἦταν μία δίψα βασανιστική, σωματικὴ δίψα, ἀπότοκός της αἱμορραγίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἄλλη ψυχικὴ δίψα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἡ δίψα νὰ ἰδῆ τὰ ἀποστατήσαντα παιδιά Του νὰ ἐπιστρέφουν κοντά Του. Ἡ δίψα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν σταυρωτῶν Του, γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὸν ὀρθὸ προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ἀξιοποίησι τῶν νέων, γιὰ τὴν ἀνάδειξι ἐκλεκτῶν ποιμένων στὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ τὴν παγίωσι τῆς εἰρήνης στὸν κόσμο. Ἦταν δίψα γιὰ πνευματικὲς κατακτήσεις, γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἀγάπης παντοῦ, γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πραγματικῆς δικαιοσύνης στὶς διανθρώπινες καὶ διεθνεῖς σχέσεις, γιὰ τὴ θεμελίωσι τοῦ πολιτισμοῦ πάνω στὴν κρηπίδα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, γιὰ τὴν ἀναχαίτισι τοῦ βαρβαρισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς ἀλήθειας. Ἦταν ἀκόμα δίψα γιὰ τὴ δικαίωσι τῶν ἀνθρώπινων προσδοκιῶν, γιὰ τὴν κατίσχυσι τῆς ἀρετῆς, γιὰ τὴ λάμψι τοῦ φωτὸς στὴν οἰκουμένη. Κι εἶναι ὥρα τώρα νὰ διερωτηθοῦμε ἂν ὕστερα ἀπὸ 2.000 χρόνια σήμερα μποροῦμε νὰ λέμε πὼς αὐτή Του ἡ δίψα ἔσβησε, ἢ ἂν ἀντίθετα τὰ γεγονότα μᾶς ἀναγκάζουν νὰ παραδεχθοῦμε πὼς ὁ Ἰησοῦς καὶ σήμερα ἀκόμα διψάει...
«ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ». Εἶναι ὁ προτελευταῖος, ἕκτος λόγοςτῆς ἀγωνίας τοῦ Σταυροῦ. Ὅλα πιὰ ἐτελείωσαν. Τὸ φοβερὸ μαρτύριο, μὲ τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς εἰρωνεῖες, τὸ μαστίγωμα, τὴν προδοσία, τὴν ἐγκατάλειψι, τοὺς πόνους, τὴ χολή. Τὸ ποτήρι τῆς πίκρας τὸ ἤπιε μέχρι τέλους. Ὅλα πιὰ τέλειωσαν. Τὸ γιγάντιο ἔργο τῆς λυτρώσεως. Ὁ διάβολος νικήθηκε. Ὁ νόμος παρῆλθεν, ἡ χάρις ἐξέλαμψεν, ὅπως ψάλλει ἐπινίκια ἡ Ἐκκλησία. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἐξηγόρασε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅλα τώρα τέλειωσαν. Οἱ προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα, τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα ἔγινε, ὁ κόσμος ὅλος σώθηκε. Καὶ δὲν μένει πιὰ παρὰ ὁ τελευταῖος λόγος.
«ΠΑΤΕΡ, ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΣΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ». Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι μία Φωνὴ θριάμβου. Μὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς διακηρύσσει πὼς νίκησε τὴν ἁμαρτία. Ἀποθνήσκει ὄχι γιατί τὸ θέλουν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλὰ γιατί τὸ θέλησεν αὐτός. Καὶ τώρα παραδίδοντας τὸ σῶμα Του στὸν θάνατο, γίνεται ὁ ἴδιος κυρίαρχός του θανάτου. Γι᾿ αὐτὸ τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος γίνεται Ζωή, ποὺ διοχετεύεται στὶς ἀγωνιζόμενες ψυχὲς καὶ χαρίζει τὴ δυνατότητα τῆς νίκης στὴν κονίστρα τῆς ζωῆς.