.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η δίκη του Κολοκοτρώνη και… η δίκη της Μακεδονίας

«Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»
Καποδίστριας

Στρώθηκα και ξαναδιάβασα, τούτες τις πνιγηρές ημέρες, την Δίκη του Κολοκοτρώνη. «Δυστυχής παρηγορία» να μελετάς τα περασμένα μεγαλεία, τα αρώματα του Γένους μας, τους ανθρώπους της που μοσχοβολούν σαν το Τίμιο Ξύλο. Έχει μαυρίσει η ψυχή μας από τις αναθυμιάσεις που αναδίδει η «πονηρά ζύμη» των Αθηνών. Έγραφε θρηνώντας ο μεγάλος Κόντογλου για τους «γυάλινους ανθρώπους».

«Η Αθήνα δεν είναι πια πολιτεία ελληνική κι ας λέμε ότι θέλουμε. Μήτε οι άνθρωποι μήτε τα χτίρια. Ο ήλιος έλειψε. Ο αγέρας βρόμισε. Απορείς πώς αλλάξανε όλα μέσα σε λίγα χρόνια και δεν έμεινε τίποτε που να θυμίζει πως βρίσκεσαι στην Ελλάδα». («Μυστικά Άνθη» σελ. 196). Βρόμισε ο αγέρας σ’ όλη την Ελλάδα σήμερα. Ποιος να το πίστευε ότι οι σημερινοί «γυάλινοι άνθρωποι», διαφανείς σαν τα τζάμια, μηχανές νεκρές και παγωμένες -λόγια του Κόντογλου- θα συζητούν χασκογελώντας την μεγαλύτερη προδοσία και ατιμία από καταβολής ελληνικού έθνους. Αντικρίζουμε καντιποτένιους υπουργούς και πρωθυπουργούς να ομολογούν ανερυθριάστως και ασυνειδήτως -όπως έγραφαν τα παλιά, καλά λεξικά- χωρίς ντροπή και τύψεις ότι συμφώνησαν την ατιμωτική συναλλαγή και είναι έτοιμοι να στήσουν πανηγύρια στα σύνορα. Πώς θα ανεχθούμε το τέλος της ιστορίας της Μακεδονίας; Οι Πόντιοι, οι Κρητικοί, οι Επτανήσιοι, οι Σαρακατσαναίοι , οι Θρακιώτες και οι άλλοι Έλληνες θα καυχώνται, θα συνεχίσουν να καμαρώνουν για την γενέθλια ιστορική καταγωγή και περιοχή τους. Εγώ, εμείς οι Μακεδόνες τι θα απαντούμε; Πού θα ανήκει το γεννοτόπι μου στην Πιερία; Πεθαμένοι και ζωντανοί, έλεγε οι ποιητής, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι. Η Ιστορία εξ ορισμού είναι μια συμφωνία μεταξύ των νεκρών, των ζώντων και των αγέννητων. Και αφού είναι τριμερής η συμφωνία, δεν μπορεί ν’ αλλάξει εν απουσία των άλλων δύο μερών, των νεκρών και των αγέννητων. Θέλει γερούς ώμους και ανδρείες καρδιές η ιστορία μας, αλλιώς θα σε καταπλακώσει.
Πέντε Έλληνες δικαστές -εξαιρώ την βαυαρική συμμορία που λύσσαξε να τον δολοφονήσει-συμμετείχαν στην δίκη του Γέρου του Μοριά, Μάιος-Ιούνιος του 1834. Καταγράφω τα ονόματά τους: Πολυζωίδης Αναστάσιος Πρόεδρος, Α. Βούλγαρης, Δ. Σούτσος, Φ. Φραγκούλης, Γεώργιος Τσερτσέτης, μέλη. Τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την ατιμωτικότερη «εις θάνατον» καταδίκη της ελληνικής ιστορίας, τους μνημονεύουμε με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη. Τους άλλους τρεις, «κωλοπανίδες της αντιβασιλείας» (Μακρυγιάννης), τους λακέδες των Γερμανών, ποιος τους θυμάται; Μνημονεύω τον Κολοκοτρώνη τούτες τις μέρες, όρθιο, αγέρωχο στο δικαστήριο, και σκέφτομαι την Μακεδονία μας…
Διαβάζω:
«Σηκώνεται ο Γέρος του Μοριά. Μπροστά στους δικαστές στέκεται τώρα όρθιο ολόκληρο του Εικοσιένα.
Πρόεδρος: Πώς ονομάζεσαι;
Κολοκοτρώνης: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Πρόεδρος: Πόθεν κατάγεσαι;
Κολοκοτρώνης: Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας
Πρόεδρος: Πόσων ετών είσαι;
Κολοκοτρώνης: Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, 3 του Απρίλη.
Πρόεδρος: Τι επάγγελμα έχεις;
Κολοκοτρώνης: Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα».
Μεγαλειώδης απάντηση!! Μας θυμίζει τους δικαίους στρατηγούς της Παλαιάς Διαθήκης που ήταν στην υπηρεσία του λαού του Θεού «οι (=οι οποίοι), διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών… ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγεννήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων…», όπως γράφει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους. «Οι Μπαυαρέζοι και οι οπαδοί τους Έλληνες θέλαν να τον φάνε», όμως οι δύο δικαστές, άγρυπνη συνείδηση του Έθνους, απέτρεψαν το ανοσιούργημα.
Παραδίδω πάλι τον λόγο στο βιβλίο του Δημ. Φωτιάδη «Κολοκοτρώνης». Διαβάζουμε για την ημέρα που βγήκε η καταδικαστική απόφαση, όταν υπέγραψαν κάτω από την πίεση των ξένων οι δείλαιοι, προδότες δικαστές…και ο νους μου πηγαίνει στην Μακεδονία. «Ο Γέρος σαν άκουσε το «καταδικάζονται εις θάνατον» σταυροκοπήθηκε με απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου. (Πιστός και καρτερόψυχος, δεν κλαψουρίζει). Γυρεύουν μερικοί να τον παρηγορήσουν. – Αντίκρισα τους λέει τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι. Άλλοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαίνε με αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος από αυτούς με πνιγμένη φωνή του λέει:
-Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!
-Για αυτό λυπάσαι. Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα παρά δίκαια….του αποκρίνεται». (σελ 510-511).
Οι δύο πραγματικοί δικαστές, Πολυζωίδης και Τερτσέτης, βγήκαν από το δικαστήριο με ψηλά το κεφάλι , ο κόσμος τους έδινε «συχαρίκια για το παλικαρίσιο φέρσιμό τους». Οι άλλοι τρεις, μαζί με τους Βαυαρούς, σέρνονταν σαν σκουλήκια. Διαβάζω από τα «Πρακτικά» της Δίκης και σκέφτομαι. Την ημέρα, Κύριος οίδε, που θα υπογράφουν στην Βουλή, βουλευτές, υπουργοί και πρωθυπουργοί την προδοσία του ονόματος, το παρακάτω τρισάθλιο θέαμα θα παρουσιάζουν. «Οι τρεις καταδικάσαντες δικασταί εξήλθον του Δικαστηρίου ωχροί και τρέμοντες, με δειλίας και τρόμου παλμούς, τους οποίους ο έλεγχος ενεποίει και εδείκνυε εις το πρόσωπον την τοιαύτην κατάστασιν της ψυχής αυτών. Συνοδευόμενοι δ’ ούτω από τρεις ή τέσσαρας ανθυπασπιστάς απήλθον με πόδας πατούντες όχι ορθά (παραπατούσαν) εις τας οικίας αυτών».
Σώθηκε ο Κολοκοτρώνης (και ο Πλαπούτας) γιατί σκέφτηκαν, οι ξένοι και τα πειθήνια, εν Ελλάδι, ενεργούμενά τους ότι θα αντιμετώπιζαν «ταραχάς και εξεγέρσεις». «Η αψιά αντίστασις του Προέδρου, του Πολυζωίδη, αδυνάτισε το κύρος της αποφάσεως των τριών, έδωσε και λαβήν εις τους πρέσβεις των ξένων δυνάμεων να εννοήσουν την αθωότητά των κατηγορουμένων…» (Τερτσέτη, Άπαντα τόμ. Γ’ σελ 312) Περπατούσε, γράφει ο Τερτσέτης, ο Πολυζωίδης στο Ναύπλιο με τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο. Ο κόσμος περισσότερο χαιρετούσε με σεβασμό τον καταγόμενο από το περίφημο Μελένοικο της Βόρειας Μακεδονίας, δικαστή.
Του λέει ο Νικηταράς:
-Μου πήρες τη δόξα που απόχτησα στα Δερβενάκια.
(Αν υπογράψουν «Βόρεια Μακεδονία», ο Αν. Πολυζωίδης αυτομάτως γίνεται σκοπιανός. Ο κυρ Κοτζιάς βέβαια θα πανηγυρίζει, χασκογελώντας και θα στήσει πανηγύρι εδώ στα σύνορα, για να γιορτάσει την προδοσία. Θα του ετοιμάσουμε κόλλυβα και εξόδιο, γι’ αυτόν και την κυβέρνησή του, ακολουθία). Αναζητούμε και σήμερα τον άνθρωπο που με την «αψιά του αντίστασι» θα αποτρέψει την εις θάνατον καταδίκη της Μακεδονίας. Δικαστής, στρατηγός, επίσκοπος, κάποιος, τέλος πάντων, που θα αποκτήσει δόξα ανώτερη και από τα Δερβενάκια…

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς