ΘΡΗΣΚΕΙΑ ’΄Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ;
Τού Συνεργάτου μας Κ.Θ
Πολλοί λέγουν ότι ό Χριστιανισμός είναι μία έκ των θρησκειών. Άλλοι ότι είναι ή καλυτέρα έν των θρησκειών, και άλλοι ότι είναι ή μόνη θρησκεία. Τίποτε έξ όλων αυτών δεν αληθεύει. Ό Χριστιανισμός δεν είναι απλώς θρησκεία, είναι θρησκεία μόνον είς μίαν πτυχήν του.
Είς την Γραφήν ουδέποτε ό Χριστιανισμός ονομάζεται θρησκεία, παρ’ όλον ότι και αυτός αναφέρεται πλειστάκις με ποικίλα άλλα ονόματα, και ή λέξις «θρησκεία» χρησιμοποιείται κατ’ επανάληψιν με διάφορον έννοιαν. Αλλά τί εσήμενεν είς τούς χρόνους των αποστόλων ή λέξις αυτή; Τόσον κατά την κλασσικήν αρχαιότητα όσον και κατά την ελληνιστικήν εποχήν, είς την οποίαν έζησαν ό Κύριος και οί απόστολοι, «θρησκεία» ελέγετο ή ιεροπραξία.
Διά τούτο, και όταν ακόμη επρόκειτο περί μιάς θρησκείας, εχρησιμοποιείτο ό πληθυντικός «θρησκείαι», δηλαδή σειρά ιεροπραξιών ενός θρησκεύματος.
Ή Καινή Διαθήκη ονομάζει θρησκείαν την ιουδαϊκήν θρησκείαν με τον μωσαϊκόν νόμον (Πραξ.26,5) και την ανορθόδοξον λατρείαν των αγγέλων από μερικούς αιρετικούς (Κολος.2,18). Όμιλεί δε άπαξ και περί θρησκείας εντός τού Χριστιανισμού, αλλά δεν εννοεί ακριβώς τον Χριστιανισμόν.
Συγκεκριμένως ό Ίάκωβος λέγει, ότι «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τώ Θεώ και πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας έν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από τού κόσμου» (Ίακ.1,27). Λέγει δηλαδή θρησκείαν εδώ ό Ίάκωβος την λατρείαν, την οποίαν μάλιστα εννοεί κατά τρόπον εντελώς λογικόν και πνευματικόν, διότι την καθορίζει ώς ελεημοσύνην και αγνότητα. Τά δύο αυτά βεβαίως δεν είναι ούτε το άπαν τού Χριστιανισμού ούτε και το ήμισυ.
Όλα τά θρησκεύματα και ή πρό Χριστού αληθινή θρησκεία των Έβραίων λέγονται θρησκείαι πλήν τού Χριστιανισμού. Και τούτο, διότι τών μέν άλλων θρησκειών ή όλη ουσία ήτο ή λατρεία. Τά μέλη αυτών ηδύναντο να είναι αισχροί, άδικοι, φονείς, και να θρησκεύουν, χωρίς να τούς ελέγχη ή θρησκεία των.
Μόνον είς την ισραηλιτικήν θρησκείαν πλήν τής λατρείας ό Θεός επέβαλε την μονοθεϊαν και την αποχήν από την αδικίαν και την πορνείαν, και έτσι ή θρησκεία εκείνη είχε και κάτι πέραν τής θρησκείας. Ό Χριστιανισμός δεν είναι μόνον θρησκεία. Άλλά τότε τί είναι; Χρειάζονται πολλαί έννοιαι και πολλά όνόματα, διά να εκφρασθή τί είναι ό Χριστιανισμός.
Άς ερευνήσωμεν την Γραφήν και άς ίδωμεν εκεί πώς τον ωνόμαζον αυτοί πού τον ίδρυσαν και τον εκήρυξαν πρώτοι.
Είναι «βασιλεία». Όταν ό Χριστός ήρχισε το κήρυγμά του, το πρώτον πού εκήρυξεν είναι ότι «Ήγγικεν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ.4,7). Και είς τούς μαθητάς του εδίδαξε να προσεύχωνται «Πάτερ ημών ό έν τοίς ουρανοίς … ελθέτω ή βασιλεία σου» (Ματθ.6,10). Ένώπιον τού Πιλάτου, τού ανωτάτου άρχοντος τής Παλαιστίνης, εδήλωσεν ότι είναι «βασιλεύς», πρόσθεσε δε ότι «Ή βασιλεία ή εμή ούκ έστιν έκ τού κόσμου τούτου» (Ίωάν.18,36). Ό Παύλος ονομάζει τον Χριστιανισμόν «βασιλείαν τού Χριστού» (Έφες.5,5). Το δε όνομα «Χριστιανοί» είναι δηλωτικόν πολιτικής μερίδος, όπως δηλαδή θα ελέγομεν σήμερον «Τρικουπικοί» ή «Βενιζελικοί». Μόνον ότι εδώ πρόκειται περί πνευματικής πολιτείας και πνευματικού κόμματος, όχι εγκοσμίου. Είναι λοιπόν ό Χριστιανισμός βασιλεία, βασίλειον, κράτος πνευματικόν. Κράτος με βασιλέα τον Ίησούν Χριστόν.
Άρίστη δε έκφρασις τής βασιλείας είναι ή «εκκλησία», το άλλο όνομα τού Χριστιανισμού. Δεν χρειάζεται ν΄αναφέρωμεν πόσας φοράς τον όνομάζουν «εκκλησίαν» ό ιδρυτής Χριστός και οί κήρυκές του. Άναγκαιότερον είναι να διευκρινήσωμεν τί εσήμαινεν ή λέξις «εκκλησία», όταν εχρεισιμοποιήθη διά πρώτην φοράν ώς όνομα τού Χριστιανισμού. Έκκλησία ελέγετο τότε ή γενική συνέλευσις τού λαού, κατά την οποίαν ούτος δεικνύει ότι είναι ό ανώτατος εξουσιαστής τού κράτους και κάνει χρήσιν τής εξουσίας του διενεργών εκλογάς ή οιανδήποτε άλλην πολιτικήν πράξιν. Και πάλιν ή έννοια τού κράτους.
Ή εκκλησία είναι οργανισμός και ενότης, όπου κάθε πιστός έχει την θέσιν του και τον ρόλον του όπως τά μέλη τού σώματος. Ό Χριστός ήλθεν είς την γήν όχι διά να κάνη καλούς ανθρώπους και Χριστιανούς, αλλά διά να ιδρύση την εκκλησίαν του, το σώμα του.
Είναι ό Χριστιανισμός «στρατεία», δηλαδή στρατιωτική οργάνωσις και επιχείρησις. Άλλοτε ό Παύλος ομιλεί διά «τά όπλα τής στρατείας ημών» (Β΄Κορ.10,4) και άλλοτε παραγγέλλει είς τον Τιμόθεον, ίνα «στρατεύηται την καλήν στρατείαν» (Α΄Τιμ.1,18). Ή μέν «εκκλησία» εκφράζει την πολιτικήν όψιν τής βασιλείας και την ειρηνικήν δράσιν, ή δε «στρατεία» την στρατιωτικήν όψιν και την πολεμικήν δράσιν και ζωήν τού Χριστιανισμού.
Είς το ένα εξυπακούονται ή άσκησις τής εξουσίας και αί αποφάσεις, είς το άλλο ό αγών και ή κατακτητική τάσις. Και τά δύο εκφράζονται με την ονομασίαν «Στρατευομένη Έκκλησία».
Ωνόμασαν τον Χριστιανισμόν οί πρώτοι κήρυκές του «οδόν», δηλαδή τρόπον ζωής καί δράσεως. Έν Έφέσω μεταξύ των είδωλολατρών, λέγει ό Λουκάς, «εγένετο τάραχος ούκ όλίγος περί τής οδού», δηλαδή περί τού Χριστιανισμού (Πράξ.19,23 & 9,2 & 18,25 & 19,9 & 22,4). Αφορά δε, τόν τρόπον τής ζωής είς όλας τάς πτυχάς αυτής, και την πολιτικήν και την οικογενειακήν και την ηθικήν και την επιστημονικήν και την οικονομικήν και οιανδήποτε άλλην. Δεν είναι «ή οδός» λατρευτικόν τυπικόν, δεν είναι .. απλώς θρησκεία.
Διά τούτο λέγεται ό Χριστιανισμός και «ζωή», εφ’ όσον καταλαμβάνει όλον το περιεχόμενον τής ζωής. «Πορεύεσθε και σταθέντες λαλείτε έν τώ ιερώ τώ λαώ τά ρήματα τής ζωής ταύτης» (Πράξ.5,20), είπεν ό άγγελος είς τούς αποστόλους.
Ή ζωή αύτη είναι ό Χριστιανισμός, όστις αλλού λέγεται «αιώνιος ζωή». «Έπιλαβού τής αιωνίου ζωής, είς ήν και εκλήθης» (Α΄Τιμ.6,12).
Είναι ό Χριστιανισμός «σχολή» και «επιστήμη». Και ναι μέν αί λέξεις αυταί δεν χρησιμοποιούνται είς την Γραφήν ώς ονόματά του, αλλά και ό αρχηγός Ίησούς λέγεται «διδάσκαλος» και οί πρώτοι ακόλουθοί του «μαθηταί», και ό Άπ. Παύλος «διδάσκαλος εθνών» (Α΄Τιμ.2,7) και όλοι οί Χριστιανοί «μαθηταί» (Πράξ.6,1 & 9,26), και το περιεχόμενον τού Χριστιανισμού «διδαχή» και ή ματάδοσις τής διδαχής «παράδοσις» υπό την σημερινήν σχολικήν έννοιαν (Ρωμ.6,17). Μάθημα αυτής τής σχολής είναι το περιεχόμενον τής πίστεως. Αντικείμενον ερεύνης τής επιστήμης αυτής, ή αιώνιος και σωτήριος αλήθεια.
Λέγεται ό Χριστιανισμός «διαθήκη». Συμβόλαιον μεταξύ Θεού και ανθρώπων, υπογεγραμμένον με το αίμα τού Χριστού και φέρον ώς σφραγίδα την ανάστασίν Του. Αντί των σημερινών αστόχων εκφράσεων «ή πρώτη μωσαϊκή θρησκεία» και ή «Δευτέρα χριστιανική θρησκεία», οί απόστολοι έλεγον «ή πρώτη διαθήκη» και «ή Δευτέρα διαθήκη», ή «παλαιά διαθήκη» και ή «καινή διαθήκη» (Β΄Κορ.3,6. Έβρ.9,15 & 12,24). Έννοείται, ότι είς τά σχετικά χωρία των, δεν εννοούν τά δύο ομώνυμα βιβλία τής Άγίας Γραφής.
Λέγεται ό Χριστιανισμός «ελπίς». Ό μέν Παύλος παραγγέλλει είς τούς Χριστιανούς λέγων «Κατέχωμεν την ομολογίαν τής ελπίδος ακλινή» (Έβρ.10,23), δηλαδή το «πιστεύω» τού Χριστιανισμού. Ό δε Πέτρος «Έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τώ αιτούντι υμάς λόγον περί τής έν υμίν ελπίδος» (Α΄Πέτρ.3,15).
Λέγεται δε τέλος και «πίστις». Όταν οί Χριστιανοί είδαν τον Παύλον νεοφώτιστον έλεγον. «Ό διώκων ημάς ποτε νύν ευαγγελίζεται την πίστιν ήν ποτε επόρθει» (Γαλάτ.1,23).
Ό δε Ίούδας γράφει προς τούς Χριστιανούς. «Παρακαλώ επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείση τοίς αγίοις πίστει» (Ίούδ.4) και «Ύμείς, αδελφοί, τη αγιωτάτη υμών πίστει εποικοδομείτε εαυτούς» (Ίούδ.20). Ελέγετο δε τότε «πίστις» ό λόγος τής τιμής μεταξύ δύο προσώπων, ή εμπιστοσύνη τού ενός είς τον άλλον και ή αξιοπιστία τού ενός διά τον άλλον, το έγγραπτον ή προφορικώς ωμολογημένον σύμφωνον και συμβόλαιον.
Έπειδή δε ή αμοιβαία πίστις αυτή είς την περίπτωσιν τού Χριστιανισμού υφίσταται μεταξύ ανθρώπων και Θεού αοράτου, ή πίστις διά τούς ανθρώπους γίνεται «ελπιζομένων υπόστασις καί πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων» (Έβρ.11,1). Ό όρος τής έν Χριστώ (εγγυητή) πίστεως είναι, ό μέν Θεός να μάς έχη υιούς και κληρονόμους τής επικρατείας του, όπου-ένθα ή αθανασία και ή αδιάπτωτος μακαριότης, ημείς δε να πιστεύωμεν είς αυτόν και να τηρώμεν τάς εντολάς του.
Έγγυητής τής πίστεως αυτής και μεσολαβητής είναι έκ μέρους μέν τού Θεού ό Υιός αυτού, όστις ενεφανίσθη ενώπιον ημών και έδωκε τά διαπιστευτήριά τής θεότητός του, έκ μέρους δε των ανθρώπων πάλιν ό Υιός ό ενανθρωπήσας, όστις έδωκεν ώς εγγύησιν την υπακοήν και το αίμα Του. Μέτοχοι αυτής τής πίστεως, αυτού τού συμφώνου, είμεθα οί Χριστιανοί. Όπως δηλαδή λέγουν το σύμφωνον τού ΝΑΤΟ ή το σύμφωνον τής Βαρσοβίας, και τά κράτη – μέλη τούτου ή εκείνου τού συμφώνου, υπό την ακριβώς αντίστοιχον πνευματικήν έννοιαν λέγεται το σύμφωνον τού Χριστού, «ή πίστις τού Χριστού, ή έν Χριστώ πίστις», ή Χριστιανική πίστις.
Όχι λοιπόν απλώς θρησκεία ό Χριστιανισμός, αφού ουδέποτε τον ωνόμασαν έτσι ό ίδρυτής του και οί πρώτοι οικοδόμοι του. Αλλά ζωή και οδός ζωής, στρατεία, σχολή και επιστήμη και διδαχή, συνθήκη και ελπίς, βασιλεία, εκκλησία, πίστις. Έτσι τον ωνόμαζαν ό Χριστός και οί απόστολοι. Τά δε επικρατέστερα ονόματά του είναι τά τρία τελευταία: «Βασιλεία τού Χριστού, εκκλησία τού Χριστού, Χριστιανική πίστις».
Τί διαφέρει δε ή βασιλεία από την θρησκεία υπό την κοινήν έννοιαν είναι φανερόν από τά έργα τού πολίτου τής βασιλείας και τού απλώς θρησκεύοντος. Αυτός πού πολιτογραφείται είς την βασιλείαν τού Χριστού μετανοεί. Διά τούτο ολόκληρο το άγγελμα τής ελεύσεως τής βασιλείας λέγει. «Μετανοείτε, ήγγικε γάρ ή βασιλεία των ουρανών».
Αλλάζει βίον, ρυθμίζει την ζωήν του συμφώνως προς το θέλημα τού Κυρίου. Παραδίδει το πάν και την ζωήν του είς την διάθεσιν τού βασιλέως Χριστού. Άντιθέτως ό απλώς θρησκεύων χαρίζει είς τον Χριστόν ό,τι δεν χρειάζεται ό Χριστός, αλλά δεν τού χαρίζει την ζωήν του, τά βαθύτερα μυστικά τής υπάρξεώς του. Έτσι βλέπομεν ανθρώπους, οί οποίοι είναι φαυλόβιοι, αλλ’ όταν περάσουν από ένα εκκλησάκι, σταυροκοπιούνται.
Έχουν είς το μέτωπον τού αυτοκινήτου των μίαν είκόνα – φυλακτόν τής Παναγίας, πού τούς εχάρισεν ή φιλενάδα των. Βλασφημούν τά θεία, αλλά εγέμισαν τούς δρόμους με εικονοστάσια, διότι εσώθησαν από ανατροπάς και συγκρούσεις, χωρίς είς αυτά να έχουν χύσει ένα δάκρυ μετανοίας και χωρίς να ανάψη μέσα των μία απόφασις αλλαγής βίου.
Ή αντίληψις ότι ό Χριστιανισμός αντικαθιστά τά προϋπάρχοντα θρησκεύματα δεν είναι ορθή. Διότι δεν αντικαθιστά μόνον αυτά. Ή Χριστιανική πίστις συνήφθη, διά να αντικαταστήση έν τώ κόσμω το πάν, και τά κράτη και τάς επιστημονικάς και φιλοσοφικάς σχολάς και τά θρησκεύματα και τά καλλιτεχνικά κινήματα και τάς στρατιωτικάς ομοταξίας και όλας τάς πτυχάς τής ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων και όλα τά φρονήματα περί κόσμου και βίου. Συνήφθη ή πίστις αυτή και ιδρύθη ή βασιλεία αυτή, διά να θέση υπό τον έλεγχόν της τά πάντα, διά να βάλη τον δάκτυλον της είς πάσαν περιοχήν τής ανθρωπίνης ζωής και δραστηριότητος.
Άλλ’ οί Χριστιανοί, υποκύψαντες ίσως είς μίαν αφανή αδυναμίαν, εξηπατήθησαν, όταν συνησπίσθησαν με τά εγκόσμια κράτη και μάλιστα με το Βυζάντιον.
Το Βυζάντιον, εδρεωθέν μέ την σύμπραξιν των Χριστιανών, υποκατέστησεν έν συνεχεία τον Χριστιανισμόν ώς πίστιν και εκκλησίαν και βασιλείαν και ζωήν και σχολήν, και τον περιώρισε μόνον είς την πτυχήν τής θρησκείας. Αυτό είναι το πρώτον στάδιον τής δολιοφθοράς πού διενήργησε το Βυζάντιον είς βάρος τής βασιλείας τού Χριστού είς διάστημα ενός αιώνος, από το 313 μέχρι τού 407, από τού διατάγματος των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας μέχρι τού θανάτου ενός μεγάλου ανδρός τής χριστιανικής βασιλείας. Κατά δε το δεύτερον και μακροχρονιώτερον διάστημα από τού Ε΄ μέχρι τού ΙΕ΄ αιώνος διενήργησε και άλλην δολιοφθοράν χειροτέραν τής πρώτης. Σιγά σιγά και ανεπαίσθητα μετέβαλε την πνευματικήν θρησκείαν, την πτυχήν δηλαδή είς την οποίαν περιώρισε τον Χριστιανισμόν, είς θρησκείαν λαϊκού και εγκοσμίου τύπου. Και ενώ θρησκεία εντός τού Χριστιανισμού είναι ή αγνή ζωή και ή ελεημοσύνη υφ’ όλας τάς μορφάς, πού εμβολίασαν την πρώην άδικον και σαρκόδουλον ζωήν των ανθρώπων, το Βυζάντιον αυτά μέν τά πνευματικά στοιχεία τής θρησκείας τά υπέσκαψεν, άντ’ αυτών δε κατεσκεύασεν υπαλληλικόν σώμα, εορταστικά προγράμματα και τυπικά, στολάς επισήμους, αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, καλάς τέχνας, διοικητικόν δίκαιον, τοπικά και λαϊκά έθιμα, πανηγύρεις, λογοτεχνίαν, και ό,τι άλλο δεν έχει την δύναμιν τής πίστεως, ούτε την αξίαν τής αγνότητος και τής ελεημοσύνης.
Έννοείται ότι τά άλλα κράτη εξετράπησαν πολύ περισσότερον τού Βυζαντίου. Τά κοπτικά και συριακά κράτη, ή λατινική Ευρώπη τού πάπα, και ή «αγία Ρωσία» των τσάρων, προεξέτειναν το έργον τής καταστροφής τής βασιλείας τού Χριστού και έφθασαν είς μίαν μακραίωνα παράνομον συμβίωσιν με τον Χριστιανισμόν. ΄Αλλά το Βυζάντιον έπαιξε τον ρόλον τού πρώτου αποπλανητού. Αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν αφανισμόν τής εκκλησίας, τής οποίας «πύλαι άδου ού κατισχύσουσι» κατά τον λόγον τού Κυρίου (Ματθ.16,18).
Και πάντοτε και σήμερον υπάρχει ή ελαχίστη μερίς τής ανθρωπότητος, το μικρόν ποίμνιον, πού κρατεί τον Χριστιανισμόν ώς πίστιν και βασιλείαν, κρατεί την ορθόδοξον τού Χριστού εκκλησίαν αναλλοίωτον.
Ένώπιον τής τοιαύτης πραγματικότητος σήμερον υπάρχουν εκπεφρασμέναι δύο αντιλήψεις περί Χριστιανισμού, αμφότεραι πεπλανημέναι, ή φαρισαϊκή και ή σαδδουκαϊκή. Φαρισαίοι κάι Σαδδουκαίοι συμφωνούν μέχρι τού σημείου, ότι ό Χριστιανισμός είναι μόνον θρησκεία και μάλιστα όχι υπό την πνευματικήν έννοιαν πού απαντάται είς τον Ίάκωβον, αλλ΄ υπό την λαϊκήν. Τού δίδουν βεβαίως το σκήπτρον τής πρώτης ή τής μόνης θρησκείας, αλλά πάντως τον θέλουν θρησκείαν. Και οί μέν φαρισαίοι ορίζουν ώς περιεχόμενον αυτής τής θρησκείας ό,τι κατεσκεύασε το Βυζάντιον, «τάς παραδόσεις και τά εντάλματα των πρεσβυτέρων», καθώς είπε και ό Κύριος Ίησούς. Να έχωμεν τον παπά να μάς βαπτίζη στεφανώνη και κηδεύη, να «διαβάζη τίς αγελάδες και τίς λεχώνες μας», να κάνη λιτανείας διά τον περονόσπορον και την ανομβρίαν, να έχωμεν «το Τετραβάγγελο στο εικονοστάσι», να στολίζωμεν τον επιτάφιον με λουλούδια, να τρώμε το πάσχα τά αυγά βαμμένα, και να αλείφωμε με το λαδάκι τού αγίου Τάδε όπου μάς πονεί. Οί δε Σαδδουκαίοι, οί οποίοι και δεν πιστεύουν τίποτε, αλλά και δεν εννοούν να παύσουν να ζούν από την εκκλησία όπως αί ψείραι από το ακάθαρτον κεφάλι, έχουν την εξής θεωρίαν.
Ή ψυχή τού ανθρώπου έχει πολλούς τομείς, κατ’ άλλους τέσσαρας, κατ’ άλλους έξ(6) ή περισσοτέρους, τον διανοητικόν, τον οικονομικόν, τον κοινωνικόν, τον ερωτικόν, τον θρησκευτικόν, τον καλλιτεχνικόν, κ.λ.π. Διά να είναι ό άνθρωπος ωλοκληρωμένος και ομαλός (normal), πρέπει να γεμίση και να ικανοποιήση όλους τούς τομείς, με τάς επιστημονικάς επιδόσεις τον επιστημονικόν, με τούς πολιτικούς αγώνας τον κοινωνικόν, με τάς σαρκικάς απολαύσεις τον ερωτικόν, με την συμμετοχήν είς τά θρησκευτικά έθιμα και καμώματα τον θρησκευτικόν.
Δηλαδή όπως μία οικία έχει και την υποδοχήν και την κουζίναν και το αποχωρητήριον, πρέπει και ό ωλοκληρωμένος άνθρωπος να έχη «τίς βρομοδουλειές του», να έχη και το καλλιτεχνικόν του χόμπυ (θέατρον, κινηματογράφον), να κοινωνάη και την Μεγάλην Πέμπτην.
Ουαί υμίν, φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, διότι πλανάσθε. Ό Χριστιανισμός είναι πνευματική βασιλεία, πληροί όλας τάς πτυχάς τής ανθρωπίνης υπάρξεως, και έχει την απαίτησιν να κυβερνά παντού. Είναι σύστημα όλοκληρωτικόν, μάλιστα! Μόνον πού δεν επιβάλλεται διά τής βίας αλλ’ άκρως προαιρετικώς. Προαιρετικώς όμως υπό τον όρον ότι θα καταλάβη το πάν και θα κυριαρχήση είς όλο το είναι μας! Αυτός θα γεμίση ή θα χαλιναγωγήση ή θα νεκρώση ή θα εξευγενίση όλους τούς τομείς, τάς περιοχάς, τάς πτυχάς, τάς τάσεις τής ανθρωπίνης ψυχής, θα θέση υπό τον έλεγχόν του τά πάντα. Διά τούτο ή εκκλησία λέγει «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα»!
Ουαί τοίς πεπλανημένοις φαρισαίοις, διότι περιώρισαν τον Χριστιανισμόν είς τά στενά όρια τής φαρισαϊκής θρησκείας, όπου ό άνθρωπος όντως δεν χωρεί.
Ουαί και τοίς Σαδδουκαίοις, διότι, αισθανόμενοι στεναχωρίαν είς τά στενά όρια τής φαρισαϊκής θρησκείας, εξετράπησαν και εγέμισαν τάς άλλας πτυχάς τής υπάρξεώς των με κόπρον! Μη θαυμάζετε δε πώς έκ των θρησκολήπτων φαρισαίων εξεπήδησαν οί άθεοι Σαδδουκαίοι, διότι αυτή είναι ή στερεότυπος ιστορική εξέλιξις των θρησκειών.
Ό Χριστιανισμός μόνος ευρίσκεται υπεράνω πάσης ιστορικής εξελίξεως, διότι δεν είναι θρησκεία, αλλά Βασιλεία και Πίστις και Ζωή, οικονομηθείσα πρό αιώνων υπό τού Θεού, και υπό τού Υιού Αυτού θεμελιωθείσα και συντηρουμένη!
Κατόπιν όλων των ώς άνω, και μετά την εμπέδωσιν (ώς συμπεραίνω) τού ότι ό Χριστιανισμός είναι Βασιλεία και όχι θρησκεία, καταχωρώ δύο κείμενα τής Μητρός Έκκλησίας, -τά οποία σκοπίμως δεν μεταφράζω, δεν ερμηνεύω-, παροτρύνοντας όλους τούς αναγνώστες τού πονηματίου μου, να προσφύγη καθένας είς όποιον πνευματικό οδηγό και καθοδηγητή έχει, και να απαιτήση να λάβη απάντηση (ξεχωριστή) γύρω από το θέμα-ζήτημα-πρόβλημα «Περί Παραδείσου». Τούτο (πράττω) παρακαλών, και με πολλήν συμπάθειαν εγγίζω πάντας, προλέγων (ώς προγινώσκων), ότι, όσοι άνθρωποι, τόσες και γνώμες θα υπάρξουν περί τού θέματος «Παράδεισος». Δι’ αυτόν (ακριβώς) τον λόγον δεν αποτολμώ κάν να εκφρασθώ και τοποθετηθώ επ’ αυτού, διότι ουδείς θέλει συμφωνήση –όχι με την πίστιν μου, την και γνώμην (υπάρχουσαν) τής Μητρός Έκκλησίας-, αλλ’ ουδείς θέλει συνταυτισθεί με την τού πλησίον (έστω) γνώμην (Θεολόγου, Κληρικού, Πνευματικήν Πατρότητα έχοντος κ.τ.ο.), διότι ουδείς ταπεινούται ν’ ασπασθή την εκπεφρασμένην γνώμην-τοποθέτησιν τής Αγίας μας Έκκλησίας, καίτοι -τά καταχωρούμενα-, κατά κόρον και καθ’ ημέραν αναγινώσκονται, διδάσκονται, απαγγέλονται και εξαγγέλλονται υπό τού Πληρώματος τής Έκκλησίας (Κλήρου και Λαού), τόσον είς τάς ιδιωτικάς προσευχάς τάς γενομένας είς την κατ’ Οίκον Έκκλησίαν, αλλά και είς την Ίεράν Προσκομιδήν πρό τής τελέσεως τής Θείας Λειτουργίας, είς την οποίαν έχομεν την ευκαιρίαν και την μεγίστην ευαργεσίαν να «γευώμεθα αυτού τού Ξύλου τής Ζωής διαρκώς και καθημερινώς, και να μή θνήσκωμεν ώς (τότε) ό Αδάμ …», και όσα άλλα μάς υποδηλούν και μάς αποκαλύπτουν τά ακολούθως καταχωρούμενα Εκκλησιαστικά (επισημώτατα) Λειτουργικά κείμενα:
Άνάγνωτε ταπεινοφρόνως, ευπροσδέκτως και άνευ προκαταλήψεως, αμφισβητήσεως, δυσπιστίας και φιλοσοφικής βασάνου (= άνευ λεπτομερούς, εξονυχιστικής εξετάσεως, δοκιμασίας), αυτά τά οποία ή Μήτηρ (μας) Έκκλησία -και ούκ εγώ αυτός- παραθέτει προς διαφώτισιν.
ΠΡΩΤΟΝ
(Την Δ΄ εβδομάδα των Νηστειών, λέγομεν το Κοντάκιον τής Κυριακής τής Σταυροπροσκυνήσεως. Εύρηται έν τώ Ωρολογίω (βιβλίον) τής Εκκλησίας, έν τη Α΄ Ώρα).
«Ουκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει την πύλην τής Έδέμ. Αυτή(δοτική) γάρ επήλθε παράδοξος σβέσις, το ξύλον τού Σταυρού. Θανάτω(δοτική=με θάνατον) το κέντρον (το κεντρί), και Άδου το νίκος ελήλαται. Έπέστης δε Σωτήρ μου βοών τοίς έν Άδη, Εισάγεσθε πάλιν είς τον Παράδεισον».
ΔΕΥΤΕΡΟΝ
(Προεόρτιον Άπολυτίκιον τής τού Χριστού Γεννήσεως)
«Έτοιμάζου Βηθλεέμ. Ήνοικται πάσιν ή Έδέμ. Ευτρεπίζου Έφραθά, ότι το ξύλον τής ζωής, έν τώ Σπηλαίω εξήνθησεν έκ τής Παρθένου. Παράδεισος και γάρ, ή εκείνης γαστήρ, εδείχθη νοητός, έν ώ(δοτική) το θείον φυτόν. Έξ ού(αναφορικόν) φαγόντες ζήσομεν, ουχί δε ώς ό Άδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννάται, την πρίν πεσούσαν, αναστήσων εικόνα».