Σεβασμιότατε,
Σὲ πρόσφατη δημόσια σύναξη στὴν ὁποία παρευρεθήκατε στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα Χαλέπας, σχολιάσατε ἀρνητικά τὸ πρόσωπο καὶ τὶς ενέργειές μου καὶ ἐσεῖς καὶ οἱ περὶ ὑμῶν. Στοὺς ψευδεῖς καὶ προσβλητικοὺς ἰσχυρισμοὺς ποὺ ἀκούστηκαν γιὰ τὸ πρόσωπό μου (ὅπως ἀνισόρροπος ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη) δὲν θὰ ἀπαντήσω, γιατὶ ἄλλος εἶναι ὁ Κριτὴς.
Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νὰ ἀπαντήσω στοὺς ψευδεῖς καὶ προσβλητικούς ἰσχυρισμούς μὲ τοὺς ὁποίους ἀλλοιώνετε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.
Εἰπώθηκαν πολλὰ, ἐπικεντρώνομαι στὰ σπουδαιότερα:
Πρῶτον.
Στὸ 1:08:14’ τοῦ video τῆς σύναξής σας λέτε: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, ἀλλὰ γιὰ λόγους ἱστορικοὺς καὶ ἁβροφροσύνης λέμε ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες Ἐκκλησίες».Ἐπίσης εἴπατε: «Ἡ Ἐκκλησία μας, ἔλεγε τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς «σχισματικούς» κι ὄχι «αἱρετικούς» (ἀπὸ εὐγένεια) ἐλπίζοντας κάποτε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν».
Ἀπάντηση.
Ἀς δοῦμε ὅμως ἀν μᾶς εἴπατε τὴν ἀλήθεια:
Ὁ Χριστὸς ὀνόμασε τοὺς αἱρετικούς: «προβατόσχημους λύκους» (Ματθ.7,15), ἐνῷ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος «ψευδοδιδάσκαλους» καὶ «κατάρας τέκνα».(Β΄Πετρ.2, 14) Ὁ Ἀπ. Παῦλος τοὺς ἀναθεματίζει (Γαλ.1,8-9) καὶ ὁ Ἀπ. Ἰωάννης τοὺς ὀνομάζει «ἀντίχριστους».(Α΄Ἰωάν.2,18 καὶ Β΄Ἰωάν.7).Ὁ Ἀπ. Ἰούδας στὴν ἐπιστολή του ἐξαπολύει μύδρους ἐναντίον τους. Στὴν ἴδια γραμμὴ κινοῦνται καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες. Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν Α΄ Κανόνα του, τοὺς ὀνομάζει «ἐντελῶς χωρισμένους καὶ ξένους» ἀπὸ τὴν πίστη.[1] Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στὴν 39η ἑορταστικὴ του ἐπιστολὴ τοὺς ὀνομάζει «νεκρούς» πνευματικά,[2] ὁ δὲ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν πρῶτο του λόγο Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς ὀνομάζει «ὄργανα τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος διάβολος, «διὰ τῆς ἐκείνων (τῶν αἱρετικῶν) γλώττης τὸν οἰκεῖον κατὰ τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ἐπαφῆκεν ἰόν.»[3]
Ἄλλοι Πατέρες ἀποδίδουν σ’ αὐτούς, διαφόρους χαρακτηρισμοὺς ὅπωςἀκαθάρτους, ἀντιπάλους Χριστοῦ, ἱερόσυλους, ἀντικειμένους καὶἀντιχρίστους[4]. Ἐσεῖς τοὺς ὀνομάσατε «ἱστορικὲς ἐκκλησίες», ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ προβάλλεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶναι διαφορετική. Αὐτὴ ὅμως δὲν σας ἐξυπηρετεῖ γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀποφεύγετε. Δὲν σας ἐξυπηρετεῖ νὰ ὑπενθυμίζετε τὸν Μέγα Ἀντώνιο ποὺ λέει: «Καμμία ἐπικοινωνία νὰ μὴν ἔχετε μὲ σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς. Εἴδατε πὼς καὶ ἐγὼ ἔφευγα ἀπὸ αὐτούς. Φροντίστε πολὺ νὰ εἶστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ μὲ τοὺς Ἁγίους, ὥστε μετὰ θάνατον νὰ σᾶς δεχθοῦν στὶς αἰώνιες σκηνὲς ὡς γνώριμοι φίλοι».[5] Οὔτε τὸν Μ. Βασίλειο ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς αἱρετικοὺς «ἀναίσχυντους περισσότερο τοῦ προδότου Ἰούδα».[6] Πῶς νὰ ἀποκαλέσετε τοὺς αἱρετικοὺς«χαμένους» ποὺ βρίσκονται «στὴν παλαίστρα τοῦ ψεύδους» ὅπως κάνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, μὲ τὸν αἱρετικὸ Εὐνόμιο;[7]
Ἢ νὰ τοὺς ἀποκαλέσετε «συκοφάντες καὶ κατήγορους τῆς ἀληθείας»[8] ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης; Ἤ «διαβόλους» ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὀνομάζει τὸν αἱρετικὸ Μαγνέντιο;[9] «Ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες. Δεύτεροι μετὰ ἀπὸ ἐκείνους ὅσοι πρεσβεύουν τὴν εἰδωλολατρία καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν αἱρέσεων», ὁμολογεῖ ἀλλοῦ ὁ Μ. Ἀθανάσιος.[10]
Αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ταιριάζει στὶς γήινες ἐπιδιώξεις τῶν Οἰκουμενιστῶν. Πρέπει νὰ ἀνασχηματιστεῖ ἐπειγόντως γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν πλήξη καὶ ἀπομόνωση[11], ὅπως ἔλεγε τὸ ἴνδαλμὰ σας, ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας.
Μετονομάσατε τὶς αἱρέσεις σέ «ὁμολογίες» ἤ «ἀρχαῖες ἐκκλησίες» ἤ (στὸ Κολυμπάρι) «ἱστορικὲς ἐκκλησίες», φανερώνοντας γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ τὸν ὕπουλο, δολερὸ καὶ τόσο ἀγαπητικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐξαπλώνετε τὴν κακοδοξία, θολώνοντας τὰ νερὰ γιὰ νὰ μὴν ἐξεγερθεῖ ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπό τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἐγχώριο ἀκροατήριο λέτε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, ἡ Ὀρθόδοξη. Στὸ διεθνὲς ἀκροατήριο (Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν) λέτε ὅτι «ὑπάρχουν ἄλλες 339 «ἐκκλησίες» ποὺ εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὡραῖο τὸ κόλπο καὶ ἀποτελεσματικὸ στοὺς πολλοὺς.
Ἐμεῖς συντασσόμαστε μὲ τὴν Σύνοδο τῆς Κων/πολης τοῦ 1724 ποὺ διατύπωσε μὲ σαφήνεια: «Αἱρετικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια (=ὀρθὴ πίστη) ἀφήνοντας τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς πίστεως καὶ τὶς παραδόσεις ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, πέφτουν δὲ καὶ διολισθαίνουν σὲ νεωτερισμοὺς ἀλλόκοτους, ἰδέες καὶ συνήθειες ἑτερόδοξες καὶ παραχαράσσουν καὶ νοθεύουν τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀφορᾷ τὴν εὐσέβεια. Αὐτοὶ οὔτε εἶναι, οὔτε ὀνομάζονται χριστιανοὶ ἀλλ’ ὡς ἑτερόδοξοι καὶ νεωτεριστὲς ξεκόβονται καὶ χωρίζονται ἀπὸ τὴν ἱερὰ μάνδρα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐκβάλλονται «ὡς πρόβατα ψωριῶντα καὶ μέλη σεσηπότα»(=σάπια).[12]
Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι: «Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρῶτα ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ κρατήσει τὴν καθολικὴ (Ἀποστολική) πίστη. Ἂν κάποιος δὲν τὴν κρατήσει καθαρὴ καὶ ὁλόκληρη, χωρὶς ἀμφιβολία θὰ κολασθεῖ» ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Μ. Ἀθανάσιος.[13]
Προτιμοῦμε νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ποὺ μᾶς ἐπισημαίνει «Οὐδὲν ὠφελεῖ βίος ὀρθός, δογμάτων διεστραμμένων».[14]
Ἀλλὰ ἡ ἐξαπάτηση τοῦ πληρώματος τῆς ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ πάρα πολλὰ δεδομένα. Λέτε ὅτι μόνο γιὰ λόγους εὐγένειας ὀνομάζετε τοὺς παπικοὺς «ὲκκλησία» ἐνῷ δὲν πιστεύετε ὅτι εἶναι. Ἀν δὲν πιστεύετε ὅτι εἶναι, πῶς δέχεστε τὴν «ἱερωσύνη» τοῦ Πάπα καὶ τῶν Καρδιναλίων του, ἀφοῦ εἶναι ἄμοιροι μυστηρίων;
Πῶς τὸ 1959 ὁ Ἀθηναγόρας ὀνόμασε τὸν Πάπα «ἁγιώτατο» καὶ«δεύτερο πρόδρομο»;[15] Καὶ ὅτι: «τίποτα δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν Καθολικὴ[ἐνν.παπικὴ] ἐκκλησία».[16]
Καὶ πῶς τὸ 1967 δήλωσε στὸν Πάπα ὅτι εἶναι φορέας Ἀποστολικῆς χάριτος; Καὶ πῶς τὸ 1972 ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ διαβεβαίωσε ὅτι : «Μετὰ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας εὐρισκόμεθα σχεδὸν εἰς τελείαν κοινωνίαν»;
Καὶ πῶς ὁ κ. Βαρθολομαῖος σὲ πάμπολλες ἀναφορὲς του πρὸς τοὺς Πάπες, τοὺς ὀνομάζει «ἁγιώτατους» καὶ συλλειτουργεῖ μαζὶ τους; Καὶ πῶς ὀνομάζετε τὸν Πάπα «προφητικὸ ἀρχηγὸ ὅλων τῶν χριστιανῶν» καὶ «ὁδοδείκτη» καὶ «θησαυρὸ»;[17]
Ὑπῆρξαν αἱρετικοί ποὺ καταδικάστηκαν καὶ ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ Ὀρθόδοξες Συνόδους καὶ χάριν εὐγενείας ὀνομάστηκαν «ἁγιώτατοι»; Μᾶς κοροϊδεύετε Σεβασμιότατε; Στὴ Ραβέννα τὸ 2002, ὅταν μεταδόθηκαν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ τὸν Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιο στοὺς παπικοὺς, μεταδόθηκαν χάριν εὐγενείας σὲ ἀβάπτιστους καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας αἱρετικοὺς, ἤ ὄχι ; Καὶ μὲ κατηγορεῖτε ὅτι ἐγὼ βρίσκομαι σὲ σύγχυση καὶ πλάνη ποὺ ἀντιδρῶ ;
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος προέτρεπε: «νὰ ἀποφεύγετε τὴν ἐπαφὴ μαζί τους(δηλ.μὲ τοὺς αἱρετικούς) ὅπως τὸ δηλητήριο. Αὐτοὶ εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τὸ δηλητήριο, γιατὶ αὐτὸ φτάνει μέχρι τὴν βλάβη τοῦ σώματος, ἐνῷ αὐτοὶ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς λυμαίνονται»[18] καὶ ἐσεῖς μὲ ὑβρίζετε καὶ μὲ διώκετε ποὺ τὸν ὑπακούω;
Ὅταν ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος στὴν Ῥώμη συνάντησε τὸν αἱρετικὸ Μαρκίωνα, ὁ Ἅγιος τὸν ὀνόμασε «πρωτότοκο τοῦ Σατανᾶ» καὶ ἐσεῖς μὲ συκοφαντεῖτε ὡς φανατικὸ, ποὺ παραμένω στὴν γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων;
Προφανέστατα, ἂν ζοῦσαν σήμερα οἱ Ἅγιοί μας θὰ τους «στολίζατε» μὲ ἀνάλογα ἐπίθετα. Τὶ ἄραγε θὰ λέγατε στὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ δίδασκε: «ἀγάπα πάντα ἄνθρωπον. Καὶ εἰρήνευε μετὰ πάντων, χωρὶς αἱρετικῶν. Ὁ γὰρ αἱρετικὸς λύκος ἐστὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου Πρόδρομος»;[19]
Ἢ στὸν Ἅγιο Κυπριανὸ ποὺ ἔλεγε: «Δέον ὅπως ἀποσυρώμεθα μακρὰν καὶ ἀποφεύγωμεν αὐτοὺς διότι, πᾶς συνδεόμενος μετ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν ὁδὸν τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως, περιπλανᾶται μακρὰν τῆς ἀληθινῆς ὁδοῦ καὶ θὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς παρομοίαν ἐνοχήν»; Ἢ στὸν ἱερὸ Φώτιο ποὺ ὀνόμαζε τοὺς αἱρετικούς «μανιασμένα σκυλιὰ ποὺ γαυγίζουν»;[20]
Ἢ τέλος στὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ποὺ ἔλεγε: «ἀπομακρύνσου ἀπὸ αὐτὸν (τὸν αἱρετικό) καὶ βάλτον μαζὶ μὲ τὸν διάβολο ἢ καλύτερα καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο πιὸ κάτω»;[21]
Ἐπιλέξατε νὰ εἶστε φίλοι μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστού καὶ, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, «αὐτὸς ποὺ εἶναι φίλος μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι φίλος μὲ τὸν Χριστό». [22]
Δεύτερον.
Στὸ 1:08:50’ εἴπατε: «Ἱστορικὲς ἐκκλησίες βεβαίως ὑπάρχουν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν λεγόταν ἐκκλησία;»
Ἀπάντηση.
Εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ εἴπατε γιὰ νὰ γελάσει ὁ κόσμος! (Ἀλλὰ δυστυχῶς κανεὶς δὲν γέλασε!) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦταν τὸ ἀντίστοιχο τῆς σημερινῆς Βουλῆς. Ἦταν χῶρος διαλόγου γιὰ τὰ προβλήματα τῆς πόλης. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἐκκλησία κάποιου θρησκεύματος!
Τρίτον.
Στὸ 1:10:16’ εἴπατε: «Πρῶτος ἀπὸ ὅλους ὁ Παναγιώτατος [ἐνν.ὁ κ. Βαρθολομαῖος] ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη».
Ἀπάντηση.
Γιὰ τὸ πόσο «ἀγωνίζεται» γιὰ τὴν πίστη ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἔχουν γραφεῖ πολλὰ βιβλία μὲ ἑκατοντάδες ἀναπάντητες καταγγελίες τῶν παρεκτροπῶν του ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἴσως βέβαια νὰ ἀγωνίζεται, ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἄλλη πίστη. Ἀς ἀναφέρω μερικὰ στιγμιότυπα αὐτῆς τῆς πίστης:
Πιστεύει καὶ κηρύττει τὶς ἰδέες τοῦ ἀντίχριστουΟἰκουμενισμοῦ: «Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας».[23]
Ἡ μεγαλύτερη ὕβρις ὅλων τῶν ἐποχῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Ἂν καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία, τότε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ, ἡ διδασκαλία Του, τὰ θαύματα, ἡ Σταύρωση καὶ ἡ Ανάστασή Του ἦταν ἀνώφελα καὶ μάταια! Μόνο ἕνας διάβολος θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει τέτοια πράγματα. Καὶ ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς προσκυνᾶτε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο! Ὅλοι τους ἀξίζουν τὸ τέλειο μῖσος καὶ μόνο γι’ αὐτὸν τὸν λόγο.[24]
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο(καὶ οἱ Γραφὲς τῶν ἄλλων θρησκειῶν) εἶναι «ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ ὅπως αὐτή»[25] καὶ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό.[26]
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές,[27]διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει «εὐλογημένη» καὶ τιμᾷ τὴν Συναγωγὴτῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος.[28]
Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας,ὅτι δηλαδὴ: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς [=ὅπως] προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν».[29]
Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδας Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία,εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου.[30] Ὀνομάζει τοὺς Ἱ. Κανόνες: «Τείχη τοῦ αἴσχους».[31]
Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίους- ὅτι ἡ Ρωμαϊκή «ἐκκλησία» εἶναι κανονική, τὰ μυστήριάτης ἔγκυρα καὶ ὁ Πάπας κανονικὸς Ἐπίσκοπος. Τὸ 1995 συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τὸ 2011 «ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδας φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικοῦ Ἰνστιτούτου Sant Apollinare. Ἀναφερόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς εἶπε: «Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια». [32]
Συμπροσευχήθηκε μὲ Προτεστάντες ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ, ὑβριστὲς τῆς Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίαςκαὶ ὡς Eἰκονομάχοι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν (Λουθηρανῶν).[33]
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτωνἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσίτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ» ἀφοῦ «δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει»![34]
Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν Ἀγγλικανῶν.[35]
Τὸ 1991 στὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὰ μυστήριατῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία…».[36]
Στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε τὴν κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες-μέλη τοῦ ΠΣΕ- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν Προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενοι ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις!! «Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν».[37]
Μὲ τὰ παραπάνω δεδομένα ἀρνεῖται τέσσερα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Εἶναι Ἁγιομάχος καὶ Πατρομάχος. Εἶπε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν (τὸ Σχίσμα) προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεωςκαὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων»!!![38]
Εἶναι ἀπροκάλυπτα ἁγιομάχος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ βλασφημεῖ τοὺς Ἁγίους εἶναι ἀντίχριστος.[39]
Δηλώνει ὅτι εἶναι «εὐλογημένη» ἡ Συναγωγὴτῶν Ἑβραίων. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο βεβαίως, ἡ Συναγωγὴ «εἶναι χῶρος δαιμονίων ποὺ συνάζονται οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θεομάχοι»[40]
Τέταρτον.
Ὁ π. Εἰρηναῖος στὸ 1:16:14’ εἶπε: «στεναχωριέμαι γιὰ τὰ κείμενα ποὺ ὑπεγράφησαν στὸ Balamand, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίσαμε μυστήρια στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς».
Ὁ Σεβασμιότατος στὸ 1:19:39’ προσπάθησε νὰ μετριάσει τὸν πόνο τοῦ π. Εἰρηναίου λέγοντας ὅτι : «Τὰ κείμενα τοῦ Balamand ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὶς Τοπικὲς Συνόδους.»
Ἀπάντηση.
Τόσο ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα διαχειρίζεστε ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα κάποτε, κάποιες χιλιάδες Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως ἔχαναν καὶ τὴν ζωή τους. Ἀκριβῶς ὅπως περιγράφει ὁ Κύριος, τὴν φυγὴ τῶν μισθωτῶν ποιμένων ὅταν ἔρχεται ὁ λύκος. Ἀκόμα ὅμως κι αὐτὴ ἡ ἄχρηστη λύπη σας εἶναι μία ἀπάτη, γιατὶ στὴν πράξη κάνετε ἀποδεκτὰ τὰ μυστήρια αὐτά, ποὺ -γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ στὴν θεωρία τάχα- δὲν παραδέχεστε. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ζήτησε τὴν λύπη σας καὶ οὔτε τὴν χρειάζεται. Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἔβαλε στὴ θέση τῶν ποιμένων, γιὰ νὰ πράξετε τὸ καθῆκον σας προστατεύοντάς την ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἃν δὲν τὸ πράξετε, θὰ κριθεῖτε ὡς φονιάδες καὶ θὰ δώσετε λόγο γιὰ τὸ αἷμα αὐτῶν ποὺ θανατώνονται πνευματικὰ, ἀπὸ τὴν δηλητηριασμένη τροφὴ τῆς αἵρεσης μὲ τὴν ὁποία τοὺς τρέφετε. [41]
Πέμπτον.
Ὁ Πρωτοσύγκελλος κ. Δαμασκηνός στὸ 1:27:49’ εἶπε: «Κανεὶς δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ τἠν Σύνοδο, πάνω ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, πάνω ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους.»
Ἀπάντηση.
Δυστυχῶς γιὰ ἐσᾶς κ. Δαμασκηνὲ, πάνω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ Πατριάρχη βρίσκονται πολλὰ ποὺ ἀγνοεῖτε. Βρίσκεται ἡ Ἀλήθεια ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ, τὴν Ἱερὰ Παράδοση, τὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁμολογητῶν, τῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὁ κάθε Πατριάρχης καὶ Ἐπίσκοπος εἶναι ἕνας προσωρινὸς διακομιστὴς καὶ διάκονος τῆς Ἀλήθειας καὶ ὄχι ὁ παραγωγὸς, διασκευαστὴς καὶ ἰδιοκτήτης της. Ἃν δὲν τὴν μεταλαμπαδεύει ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη ὅπως τὴν παρέλαβε, εἶναι ἕνας λύκος μὲ ἔνδυμα προβάτου. [42]
Ἕκτον.
Ἐπίσης, ὁ Πρωτοσύγκελλος κ. Δαμασκηνὸς στὸ 1:28:53’ εἶπε : «Ὁ π. Σάββας μοῦ εἶπε “γιὰ θέματα πίστεως δὲν ρωτάω κανέναν”. Καὶ ὁ κ. Δαμασκηνὸς συνέχισε: «Αὐτὸ τὸ ἕνα γραμμάριο δηλητήριο διοχετεύτηκε στὴν πόλη μας καὶ στὴν μητρόπολή μας ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του σούπερ ὀρθόδοξο καὶ προστάτη τῆς ἐκκλησίας καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία…».
Ἀπάντηση.
Εὐτυχῶς ποὺ ἔχω σὰν σύμβουλο καὶ ὁδηγὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ μου ὅλη τὴν Παρακαταθήκη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι τὸν κ. Δαμασκηνὸ. Κάνω ὑπακοὴ λοιπὸν στὸν φυσικὸ προϊστάμενό μου Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας ποὺ μᾶς διδάσκει: «Ὅσα ἐναντιοῦνται φανερὰ τοῖς θείοις προστάγμασι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἐρωτῶμεν, μήτε νὰ λαμβάνωμεν περὶ αὐτῶν συμβουλήν, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀποφεύγομεν ὅλαις ἡμῶν ταῖς δυνάμεσιν».[43]
Ἀλλὰ ἂς γνωρίζετε καὶ αὐτὸ: ἔχω Γέροντα ποὺ ὄντως κάνω ὑπακοή καὶ μὲ δίδαξε τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τό ἴδιο καὶ γιὰ τὴν καθηγουμένη, τὸν π. Εἰρηναῖο καὶ τὸν π. Δαμασκηνὸ.
Ἕβδομον.
Ὁ Μητροπολίτης στὸ 1:33:16’ ἀνέφερε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου λέγοντας: «Ὁ ποιῶν ἄνευ γνώμης Ἐπισκόπου διάβολος ἐστί» καὶ ὅτι: «καθῆκον τοῦ μοναχοῦ εἶναι νὰ προσεύχεται». (ὑπονοώντας ὅτι ἐγὼ ἔχω ξεφύγει ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν καθηκόντων μου)
Ἀπάντηση.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἐπισημαίνει τὴν ἐξέχουσα θέση τοῦ Ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία. Ὅτι εἶναι «τύπος Χριστοῦ» , ὅτι «χωρὶς αὐτὸν δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία»,[44] ὅτι «χωρὶς τὸν Ἐπίσκοπο μὴν κάνετε τίποτα»[45]κ.λ.π.
Οἱ Ἐπίσκοποι τὸ προβάλλουν αὐτὸ γιὰ νὰ κλείσουν τὰ στόματα τῶν ἐλεγχόντων. Ὅμως αὐτὰ ὁ Ἅγιος τὰ λέει μὲ μία αὐτονόητη προϋπόθεση, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι «μισθωτός» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος», γιατὶ ἂν ἀναφέρεται καὶ σὲ αὐτούς, τότε ἔρχεται σὲ λογική καὶ φανερὴ ἀντίφαση μὲ τὸν Κύριό μας καὶ τὸν ἀπ. Παῦλο, πρᾶγμα ἀδύνατο. Ὁ Ἅγιος ἐννοεῖ μόνο τόν «ἄξιο» Ἐπίσκοπο ποὺ καταφέρνει νὰ κάνει τὸ ποίμνιό του νὰ ζεῖ χωρὶς τὴν ἐπιρροὴ καμμίας αἵρεσης. [46]
Τὸ διευκρινίζει, ἀλλὰ οἱ Ἐπίσκοποι τὸ ἀποκρύπτουν. Λέει ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτὰ ἀφοροῦν ὄχι τόν τυχόντα Ἐπίσκοπο, ἀλλὰ αὐτὸν ποὺ «δὲν ἀπέκτησε μόνος του, οὔτε μέσῳ ἀνθρώπων τὴν διακονία» (τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος). Δηλαδὴ ἐννοεῖ τόν Ἐπίσκοπο ποὺ εἶναι Θεόκλητος! Ἀλλοῦ πάλι λέει: «Νὰ εἶστε ἀχώριστοι ἀπὸ τὸν Χριστό, τόν Ἐπίσκοπο καὶ τὰ διδάγματα τῶν ἀποστόλων».[47]
Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «τύπος» Χριστοῦ, ὄχι ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀμετάκλητης συμβολαιογραφικῆς πράξης ἀποδοχῆς κληρονομιᾶς ποὺ κατατέθηκε στὸ Πρωτοδικεῖο, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς ὑπόσχεσής του νὰ μεταλαμπαδεύσει στὸ ποίμνιο ἀνόθευτη τὴ σωτηριώδη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο ἄκουσε τὴν ἐντολή: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ Αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθε αὐτήν». Μόνο ὅταν φυλᾶνε τὴν Παρακαταθήκη εἶναι «εἰς τύπον Χριστοῦ». Ἐκτὸς καὶ ἂν τύπος -πρότυπο- Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὁ κακόδοξος ποὺ διαστρέφει τὴν διδασκαλία Του![48]
Οἱ άληθινοὶ Ἐπίσκοποι στοὺς ὁποίους κάνουμε ὑπακοὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν μεταβάλλουν τὴν Πίστη ἀλλὰ τὴν μεταφέρουν στὸ ποίμνιο ἀτόφια, χωρὶς παραλλαγές καὶ ἐπινοήσεις κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο. «Κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παρὰ τῶν Πατέρων Ἀποστολικὴν πίστιν παρέδωκα, μηδὲ ἔξωθεν ἐπινόησα, ἀλλ’ ὅπερ ἔμαθον ἐνεχάραξα συμφώνως τὰς Ἁγίας Γραφάς».[49]
Γιὰ δὲ τὸ καθῆκον τοῦ Μοναχοῦ, βεβαίως αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ προσεύχεται. Σὲ περιόδους ὅμως ποὺ ἡ πίστη κινδυνεύει, τότε ἔχει ὑποχρέωση νὰ μὴ σιωπᾶ, κατὰ τὴν θεωρητικὴ καὶ βιωματικὴ διδασκαλία χιλιάδων Ὁμολογητῶν Μοναχῶν καὶ Ἁγίων. Μπορεῖτε νὰ ἀνατρέξετε στοὺς Συναξαριστὲς, γιὰ τὶς ἀμφιβολίες σας.
Ὄγδοον.
Ὁ Μητροπολίτης στὸ 1:33:03’ εἶπε: «Ὅταν δὲν ἀναγνωρίζεις Ἐπίσκοπο θέτεις τὸν ἑαυτὸ σου ἐκτὸς ἐκκλησίας … αὐτοὶ ποὺ παύουν τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη ἢ Ἐπισκόπου θέτουν τὸν ἑαυτὸ τους ἐκτὸς ἐκκλησίας…».
Ἀπάντηση.
Ὁ Σεβασμιότατος ἢ δὲν τὰ ξέρει καλὰ ἢ καλά τὰ ἀποκρύπτει.
Ὁ 3ος Κανὼν τῆς Γ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτάσσει: «Νὰ μὴν εἶναι ὑποκείμενοι οἱ κληρικοὶ στοὺς Ἐπισκόπους ποὺ ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία». Ἐδῶ φυσικὰ ἐννοοῦνται οἱ μὴ καταδικασμένοι συνοδικῶς Ἐπίσκοποι, γιατὶ ἂν εἶχαν καταδικαστεῖ συνοδικά, θὰ εἶχαν καθαιρεθεῖ, καί δὲν θὰ νοοῦνταν ἡ ὑπακοὴ σὲ αὐτούς, ἀφοῦ θὰ βρίσκονταν ὡς καθηρημένοι ἐκτὸς τῆς διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»,[50]ἀναφέρει τὰ ἑξῆς γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους: «Ἐὰν οὖν τινα ἴδῃς ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μὴ πρόσχῃς, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἢ ἐπισκόπου, ἢ διακόνου, ἢ ἀσκητοῦ, ἀλλὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἢ ἐλεήμων, ἢ ἀγαπητικός, ἢ ἐν προσευχαῖς καρτερικὸς ἢ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καὶ τὸν φάρυγγα ᾅδην, νοσῶν χρήματα, καὶ καπηλεύων τὴν θεοσέβειαν,ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμὴν ἐπιστημονικός, ἀλλὰ λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δὲ οἶδας τὰ δένδρα δοκιμάζειν ἀπὸ τῶν καρπῶν, ποῖά ἐστι τῇ φύσει, τῇ γεύσει, τῇ ποιότητι, πολλῷ μᾶλλον ἀπὸ τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τοὺς Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχὴν κέ-κτηνται διαβολικήν. Εἰ δὲ καὶ ἀπὸ ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπὸ παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἢ ἀπὸ προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καὶ ἀκάνθας παρακοῆς, καὶ τριβόλους ἀδικημάτων, καὶ δένδρα πονηρά. Ἐὰν ἴδῃς συνετόν, κατὰ τὴν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρὸς αὐτόν, καὶ σταθμοὺς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ πούς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῇς νόμου σκιαγραφήματα, καὶ χαρίτων δωρήματα».[51]
Ὅταν λοιπὸν ἡ αἵρεση καταπιεῖ τοὺς ποιμένες καὶ δὲν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι σὲ κάποιο τόπο, ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ πιστοὶ συνεχίζουν τὴν ζωήν τους. Τότε ὑπάρχει Ἐκκλησία καὶ χωρὶς Ἐπίσκοπο.
Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια, κι ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ Ἐπίσκοπος. «Δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσοι δὲν βρίσκονται στὴν ἀλήθεια» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[52].
Φυσικὰ ὑπάρχει ἡ φωτοβολίδα τοῦ ΙΕ΄Κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου, ποὺ ὄχι δείχνει ὅτι ὑπάρχει ἐκκλησία χωρίς τὸν κακόδοξο Ἐπίσκοπο, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύει τοὺς πιστοὺς ποὺ φεύγουν ἀπὸ αὐτὸν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στὴν ἀναίρεση τοῦ γράμματος τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου, ἀμφισβητεῖ εὐθέως τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ὅταν αὐτὸς δὲν βρίσκεται ὑποταγμένος στὴν Ἀλήθεια: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν κατά-ψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι (ὅσο κι ἂν προσφωνοῦνται ψευδῶς μεταξύ τους ὡς Ἐπίσκοποι καὶ Ἀρχιεπίσκοποι)· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα (γιατὶ ἐμεῖς δὲν μυηθήκαμε στὸν χριστιανισμὸ μὲ βάση τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως)».[53]
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, λοιπόν, τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὸ φρόνημα τοῦ Ἐπισκόπου ἐξετάζει, προκειμένου νὰ τὸν ἐντάξει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου.[54]
Σὲ ἐπιστολή του ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις», διδάσκει στοὺς Πρεσβυτέρους τῆς Ταρσοῦ νὰ μὴν δέχονται σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι κτίσμα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μάλιστα, ἐπαναλαμβάνει καὶ λέει ὅτι, προκειμένου νὰ ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά, νὰ ζητοῦν ὁμολογία πίστεως σὲ δύο πράγματα. Πρῶτον, ἂν συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ δεύτερον, ἂν ὁμολογοῦν ὅτι δὲν εἶναι κτίσμα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἂν δέ, δὲν ὁμολογήσουν καὶ τὰ δύο αὐτά, νὰ μὴν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτούς[55] χωρὶς νὰ ἐξαιρεῖ τοὺς Ἐπισκόπους. Χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο εἶναι νὰ πῶ ὅτι, αὐτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, λαμβάνει χώρα πρὶν συνέλθει ἡ Β΄Οἰκουμε-νικὴ Σύνοδος γιὰ τὴν τελικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως τῶν Πνευματομάχων. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο δὲν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικὰ μὲ ὅσους εἶχαν κάποια αἱρετικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς ἀναθεμάτιζε, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶχε κατάδικασθεῖ ἡ αἵρεση ἀπὸ Σύνοδο. [56]
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγοντας, «ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ µετ΄ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»,[57] καταδεικνύει τὴν δυνατότητα τοῦ πιστοῦ νὰ ἀπομακρύ-νεται ἀπὸ τὸν κακὸ Ἐπίσκοπο γιὰ τὴν πνευματικὴ του προστασία.
Συνεπῶς Σεβασμιότατε, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ἀναρωτηθήκατε, «μᾶλλον ἄλλη θεολογία σπουδάσατε».
Ἔνατον.
Ἡ Ἡγουμένη Θεοξένη ἀνέφερε στὸ 1:36:57’ : «Μὀνο ἡ Σύνοδος ἀποφασίζει τὶ εἶναι αἵρεση καὶ ποιὸς εἶναι αἱρετικός κι ὄχι ὁ καθένας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι Ἐπίσκοπος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσφάλεια στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας». Τὸ ἴδιο ἀνέφερε καὶ ὁ Μητροπολίτης στὸ 1:41:17’.
Ἀπάντηση.
Ἐδῶ συμφωνοῦμε ἀπόλυτα τουλάχιστον ρηματικὰ. Χρειάζεται ὅμως νὰ δοῦμε ποιὸς ἐξαπατᾶ μὲ τὰ λόγια του.
Ἡ Γ΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν ζ΄ Κανόνα της ὁρίζει ὅτι: «Σὲ κανέναν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσθέτει ἢ νὰ ἀφαιρεῖ ὁτιδήποτε ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ὅποιος τολμήσει νὰ πράξει κάτι τέτοιο, ἂν μὲν εἶναι κληρικὸς νὰ ἀφορίζεται, ἂν δὲ εἶναι λαϊκὸς νὰ ἀναθεματίζεται». Εἶναι λοιπὸν οἱ παπικοὶ ἀφορισμένοι καὶ ἀναθεματισμένοι ποὺ πρόσθεσαν τὸ filioque; Ἐσεῖς ἤ ἐγώ τοὺς ἀντιμετωπίζω ὅπως ἐπιτάσσει ἡ Γ΄Οικουμενική ;
Tὸν Παπισμὸ καταδίκασαν ἡ Σύνοδος τοῦ 1009; Τοῦ 1054; Τοῦ 1089 στὴν Κωνσταντινούπολη; Τοῦ 1170-1178; Τοῦ 1273 στὴν Κωνσταντινουπόλη; Τοῦ 1324 στὸ Νυμφαῖο; Ἡ Θ΄Οἰκουμενικὴ τοῦ 1341-1351 στὴν Κωνσταντινούπολη; Τοῦ 1441 στὴ Ρωσία; Τοῦ 1443; Τοῦ 1672 στὰ Ἱεροσόλυμα; Τοῦ 1484; Τοῦ 1642; Τοῦ 1672; Τοῦ 1722; Τοῦ 1727; Τοῦ 1838; Τοῦ 1848; Τοῦ 1895 στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τέλος τὸ Πανορθόδοξο Συνέδριο στὴ Μόσχα τὸ 1948;Μετὰ ἀπὸ τόσες Συνοδικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὰ ἀντίθεα παπικὰ ἀνοσιουργήματα, τολμᾶτε νὰ ὀνομάζετε τὸν Παπισμὸ «ἀδελφὴ ἐκκλησία»καὶ κρίνετε ἐμένα ὡς «συγχυσμένο» καὶ «ἀνισόρροπη φωνή ποὺ φωνασκεῖ»(1:40:17’) ἐπειδὴ τηρῶ τὶς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἐγὼ ἐξαπατῶ τὸν λαὸ ἤ ἐσεῖς;
Δέκατον.
Ἡ Ἡγουμένη Θεοξένη ἀνέφερε στὸ 1:38:14’ : «Ποιοὶ εἶναι οἱ αγιορεῖτες Πατέρες;… Ἡ ἐκκλησία δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη ἁγιορειτῶν Πατέρων παρὰ μόνο τὴν διοικητικὴ δομὴ τῶν ἡγουμένων τῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους…. π.χ. “Μοναχὲς τῆς Κρήτης” δὲν σημαίνει τίποτα… δὲν ἔχει καμμία ἀξία μέσα στὴν ἐκκλησία αὐτὸ».
Ἀπάντηση.
Γιὰ τὴν γερ. Θεοξένη ὁ μοναχὸς (ἤ ἕνα σύνολο μοναχῶν) ἔχει ὑπόσταση καὶ ἀξία παρὰ μόνο διὰ τοῦ ἡγουμένου του. Ἡ γερόντισσα δὲν αἰσθάνεται, ὁ μοναχὸς νὰ ἔχει καμμία πνευματικὴ ὑπευθυνότητα, διάσταση καὶ ὑπόσταση ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ διοικητικὴ καὶ ἐξουσιαστικὴ ὑπογραφὴ τοῦ προϊσταμένου. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὸν Ἰησουϊτικὸ, ἤ Δομινικανὸ, ἤ Φραγκισκιανὸ μοναχισμὸ, ὄχι ὅμως τὸν Ὀρθόδοξο. Ὁ πρύτανης τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας γράφει: «Μόνο ἂν τύχει αἱρετικὸς λόγος πάνω στὸ δένδρο τῆς πίστεως καὶ στὰ κλαδιά του, τότε δὲν πρέπει νὰ κρατιώμαστε ταπεινοί, οὔτε νὰ κρύβεται μὲ σιωπὴ ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ φθείρεται ἡ πίστη καὶ νὰ καταφρονῆται ἡ ὀρθοδοξία σὰ νὰ ἦταν ἄφωνο ψάρι, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀπαντᾷ στοὺς ἀντιθέτους γιὰ νὰ φαίνεται τὸ φῶς καὶ νὰ φεύγει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ μὴν κολάζονται».[58]
Ἡ γερ. Θεοξένη ἐκφράζει τὸ ἀντίστοιχο τῆς ἐπισκοποκεντρικῆς στάσης στὸν χῶρο τοῦ μοναχισμοῦ, γι’ αὐτό καὶ ἦταν πολύ κατάλληλο πρόσωπο νὰ συμμετάσχει σὲ αὐτὴ τὴ Σύνοδο. Στὴν ἀρχαία ἐκκλησία οἱ πιστοὶ ἔλεγξαν τὸν Ἀπ. Πέτρο, γιατὶ συνέφαγε μὲ ἀπερίτμητους (Πράξ. 11,3) καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος δίνει ἐντολὴ στοὺς πιστοὺς νὰ ὑπενθυμίζουν στὸν Ἄρχιππο, ποὺ ἦταν Ἱερέας, τὴν διακονία του (Κολ. 4,17). Γιὰ τὴν γερόντισσα Θεοξένη, ὁ ἔλεγχος ἀπὸ ἕναν ἤ μία ὁμάδα μοναχῶν δὲν ἔχει καμμία ἀξία! Προφανῶς βαδίζει σὲ ἄλλον μοναχικὸ δρόμο, ξένο ἀπὸ αὐτόν τῶν Ὀρθοδόξων Ὁσίων.
Ἐνδέκατον.
Ὁ π. Εἰρηναῖος εἶπε στὸ 1:42:37’ : «Ἂν σχίσεις τὴν ἐκκλησία, καλύτερα νὰ χαθεῖς κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο» .
Ἀπάντηση.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι κριτήριο καὶ καθῆκον ἑνότητος στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ κοινωνία μόνο, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ κοινὴ πίστη. «Ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν τότε ἑνότης ἐστίν (ὑπάρχει)».[59] Πρῶτα προσβάλεται ἡ κοινὴ πίστη καὶ μετὰ ἡ κοινωνία. Τὴν παρέκκλιση ὅμως στὴν κοινὴ πίστη, ὅταν τὴν προκαλοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι, τὴν ἀποενοχοποιοῦν καὶ ἐνοχοποιοῦν τοὺς συμμετέχοντες στὸ ἑπόμενο νόμιμο στάδιο, δηλ. αὐτὸ τῆς ἀντίδρασης καὶ διακοπῆς τῆς κοινωνίας. Ὁ Μ. Φώτιος σὲ μία ἐπιστολή του μᾶς πληροφορεῖ γιὰ μία Ἀποτείχιση ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν Καισάρεια. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι, ὅτι θεωρεῖ ἀποστάτη τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Καισαρείας Παῦλο καὶ ὄχι τοὺς ἀποτειχισμένους. Διότι ἔγινε προδότης τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως καὶ οἱ πιστοὶ ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ αὐτόν, τὸν ἀποστρέφονταν τελείως καὶ οὔτε «“χαίρετε” δὲν τοῦ ἔλεγαν».[60]
Μὲ γνώμονα τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι: «Οὐχ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν διατέτμηται μόνον,(ἡ Ἐκκλησία) ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται»[61], ἤθελα νὰ σᾶς ἐνημερώσω ὅτι ἐσεῖς κάνετε σχίσμα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν κακόδοξων διδασκαλιών σας.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ ἐκπεσόντα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ἰδιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅποιον ξεφεύγει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση.[62]
Δὲν προστατεύει μὲ εἰδικὲς ρυθμίσεις τοὺς Ἐπισκόπους. Δὲν μέμφεται ὡς τάχα σχισματικούς, οὔτε ἀπειλεῖ αὐτοὺς ποὺ ἐλέγχουν καὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς κακοδόξους Ἐπισκόπους. «Ὅσοι κοινωνοῦν μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς, αὐτοὶ ὡς ἀληθῶς ἀποσχίζονται τῆς Ἐκκλησίας»,[63] λέει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ διακόπτουν τὴν κοινωνία μὲ αὐτούς. «Δὲν εἶναι παντοῦ ἡ ὁμόνοια καλὸ πράγμα, γιατὶ καὶ οἱ ληστές συμφωνοῦν μεταξύ τους», διασαφηνίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.[64]
«Ἐὰν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ἀκολουθοῦσαν κατὰ γράμμα τοὺς ἐπισκόπους, σὲ ὅλα, οὔτε Ἐκκλησία, οὔτε καὶ ὀρθόδοξος χριστιανὸς θὰ ὑπῆρχε!» ἔλεγε ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβᾶκος. Καὶ προσέθετε: «Ἐὰν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀκολουθοῦσαν τοὺς πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους· Ἀπολιναρίους, Μακεδονίους, Εὐτυχεῖς, Διοσκόρους, Σαββελίους, Σεβήρους, Εὐσεβίους καὶ πολλοὺς ἄλλους καὶ δεχόνταν τὰ φρονήματά τους, ποῦ τότε Ὀρθοδοξία; Ποῦ χριστιανὸς εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος; Καὶ τί λέγω ἀνθρώπους πατριάρχες καὶ μητροπολίτες καὶ δὲν λέγω Συνόδους ἀπὸ 100, 200 καὶ 348 μητροπολίτες καὶ ἐπισκόπους ἀποτελούμενες;!!» [65]
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει: «Οἱ μὲν (αἱρετικοὶ) τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται (ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς θὰ χαθοῦν μαζί τους)».[66]
Θεωρεῖ «προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας τὸ νὰ παραμένει κάποιος ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν κακοδοξοῦντα ἐπίσκοπόν του».[67]
Αὐτές οἱ Πατερικές θέσεις ἐνσωματώθηκαν καὶ στὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὅποιος δικαιώνει αἵρεση ἂς εἶναι ἀναθεματισμένος».
Πῶς κάνουμε ἐμεῖς σχίσμα ὅταν ὑπακοῦμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο ποὺ λέει: «Εἰ δέ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μὲν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις (ἂν κάποιος προσποιούμενος ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστι, ἀλλὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς) τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιούτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· (καὶ ἐὰν σᾶς ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς -καὶ τὸ πράξει- νὰ τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφὸ σας) ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν τοιοῦτον παραιτῆσθε (ξεκόψτε ἀπὸ αὐτόν)».[68]
Καὶ πῶς θὰ ἀπορρίψουμε τὴν διδαχὴ τοῦ Ἁγίου Μελέτιου τοῦ Γαλησιώτη ποὺ λέει: «Αἱρετικοί εἰσιν οἱ λατίνοι καὶ οἱ συγκοινωνοῦντες αὐτοῖς ἀπόλλυνται…»; [69]
Καὶ πῶς μᾶς λέτε νὰ ἀγνοήσουμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο ποὺ ἐπιτάσσει: «μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν»; [70]
Ἔτσι λοιπὸν συντασσόμαστε μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο ποὺ τονίζει ὅτι: «καλύτερος εἶναι ὁ χωρισμὸς (τὸ σχίσμα) ὑπὲρ τῆς εὐσεβεἰας, παρὰ ἡ έμπαθὴς ὁμόνοια».[71]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Ἀλλοίμονο σὲ ὅσους μολύνουν τὴν Ἁγία Πίστη μὲ αἱρέσεις ἢ
συγκαταβαίνουν στοὺς αἱρετικούς»,
Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος.[72]
Μετὰ τιμῆς, ἀγάπης καὶ ἀληθινῆς ὁμολογίας πίστεως,
Μοναχὸς Σάββας Λαυριώτης
[1] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Α΄ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου, σ. 587.
[2] Ἁγίου Ἀθανασίου λθ΄ ἑορταστικὴ ἐπιστολὴ
[3] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ΕΠΕ 1, σ.68.
[4] Βλ. Ι.Ρίζου, «Οι ληστές της Θείας διδασκαλίας» Μέρος Α΄σελ.90
[5] Μ. Ἀντωνίου, PG τ. 26, στλ. 969C-972Α
[6] PG 32, 897
[7] PG 45, 249 καὶ PG 54, 572 – 573
[8] PG 89, 77
[9] Ἀπολογία πρὸς Κωνστάντιον
[10] Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν ρλη΄ Ψαλμόν, PG 27
[11] Ι.Ρίζου, «Οι ληστές…Μέρος Α΄σελ.26 κ.ε.
[12] Mansi, 37, 209
[13] Σύμβολον τῆς Πίστεως Ἁγίου Ἀθανασίου.
[14] Ἰω. Χρυσόστομος., ΕΠΕ 29, σ.460 – 464
[15] Ι.Ρίζου, «Οι ληστές…Μέρος Α΄σελ.138.
[16] Ό.ά.σελ.140
[17] Ό.ά.σελ.142-151
[18] ΕΠΕ 30,340
[19] Μεγ. Ἀθανασίου, Πίστις τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων, P.G. 28, 1641 BC
[20] PG 40., 940
[21] PG 48, 765
[22] Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα, Λόγος Α΄, σ. 51, ἐκδ. μοναχοῦ Βίκτ. Ματθαίου 1973.
[23] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 603, σελ. 15 καὶ «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994 . «Ἐπίσκεψις» 511/30-11-1994 καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος» 11-9-2009, «Ἀδέσμευτος Τύπος» (Μήτση) 21/9/2004, «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀριθ. 523, σ. 12, Γενεύη 1995.
[24] Ἐρώτηση πρὸς τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο: Πῶς ἔχει γραφεῖ γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ὅτι μίσησα, Κύριε, ἐκείνους ποὺ σὲ μισοῦν; Καὶ ἀλλοῦ ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι μισῆστε τοὺς αἱρετικοὺς σὰν ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπίσης, ἀλλοῦ ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι δὲ θὰ μισήσεις κανέναν ἄνθρωπο; Ἀπάντηση. Τοὺς αἱρετικούς, ὡς βλάσφημους καὶ ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ἡ Γραφὴ δὲν τοὺς ὀνόμασε ἀνθρώπους, ἀλλὰ σκύλους καὶ λύκους καὶ γουρούνια καὶ ἀντίχριστους, ὅπως λέει ὁ Κύριος. «Μὴ δώσετε τὰ ἅγια στοὺς σκύλους»4. Καὶ ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι «παρουσιάσθηκαν πολλοὶ ἀντίχριστοι». Αὐτοὺς λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀγαποῦμε, οὔτε νὰ τοὺς συναναστρεφόμαστε, οὔτε νὰ προσευχόμαστε μαζί τους, οὔτε νὰ συντρώγουμε, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε στὸ σπίτι, οὔτε νὰ τοὺς χαιρετοῦμε, γιὰ νὰ μὴ γίνουμε συμμέτοχοι στὰ πονηρὰ ἔργα τους. “ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ – ΕΡΓΑ”, ΤΟΜΟΣ ΣΤ΄, ἐκδ. “Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας”, Α΄ἐκδ. 1995, σελ. 234-235.
[25] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13-1-2002. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 606, σ. 2 . «Ὀρθ. Τύπος», 15/3/2002. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 563, σ. 21.
[26] www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[27] «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», 21/9/2003.
[28] Νέα Ὑόρκη, 28η Ὀκτ. 2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων» μὲ τὸ ὁποῖο τὸν «τίμησε» ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[29] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25−9−2000. «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 588, σελ. 16 καὶ ἀπὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ “Flash” στὶς 16.12.2001.
[30] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσ/κη 1970, σ. 15.
[31] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀρ. 423, 15/7/1989, σ, 6-7.
[32] http://entoytwnika.blogspot.com/2011/03/blog-post_28.html#ixzz1cja7kdc6
[33] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ», ἀριθ. 640/31-10-2004: «Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν τῆς 13ης συναντήσεως μεταξὺ Θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ» (16-22.9.2004).
[34] http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816
[35] Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σ. 711.
[36] Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. «Θεοδρομία», τεῦχ. 4ο.
[37] «Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ης ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.», Θεοδρομία 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008) σ. 145.
[38] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» 15-6-1989, «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16.12.1998 καὶ ἐφημερίδα «Νέοι Ἄνθρωποι» 26-2-1999.
[39] Ἀποκ. ιγ΄6.
[40] Λόγος Κατά Ιουδαίων, 2,4,6
[41] Ε.Π..Ε 31, 142-144
[42] ΒΕΠΕΣ 33,197
[43] Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, Περὶ ὑπακοῆς, ρδ΄.
[44] Ιγνατίου Αντιοχείας , P.G. 5, 677A, P.G.5,70 , P.G.5, 676B
[45] Ιγνατίου Αντιοχείας , Προς Φιλαδελφείς 7,2
[46] Ό.ά. 12, 1 και Προς Εφεσίους 6,1
[47] Προς Τραλλιανούς 7,1
[48] Ι.Ρίζου, «Οι ληστές…» Μέρος Β΄,σελ. 148-9
[49] Ἁγ.Ἀθανασίου ἐπιστολὴ πρὸς Σεραπίωνα 1,33
[50] Ματθ. 7, 15.
[51] ΒΕΠΕΣ 33, 197.
[52] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ἅπαντα», Β΄, σ. 627.
[53] Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ε.Π.Ε. 3, 606 -Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα 2, 627, 10.
[54] Βλ. Ι.Ρίζου, «Οι ληστές…» Μέρος Β΄, σελ.149
[55] Ε.Π.Ε. 3,252.
[56] Ι.Ρίζου, ό.ά
[57] P.G. 35, 33.και Μ. Ἀθανασίου, Ἐκ τοῦ κατὰ αἱρέσεων, ΒΕΠΕΣ 33, 199.
[58] Κλίμαξ, Ἰωάννου Σιναΐτου, Λόγος κε΄, θ΄.
[59] Ε.Π.Ε. 20, σελ. 696-698.
[60] Ἐπιστ. ΚΣΤ΄ Παύλῳ γεγονότι ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας καί ἀποστήσαντι, Ε.Π.Ε. 13, 290,25: «Κακός ἐγένου φίλοις καὶ θείου προδότης δόγματος, καὶ τῆς σῆς ὁμολογίας πολέμιος, εἶτα διερωτᾷς, τί δήποτέ σε οἱ εὐσεβεῖς ὡς ἐναγῆ ἀποστρέφονται, μηδὲ τῆς κοινῆς ἀξιοῦντες προσῥήσεως; (ὤ, τί σε δικαίως προσείπω;) φοβερὸν ἡγοῦνται καὶ τὸ διά τοῦ “χαίρειν” κοινωνῆσαι τοῖς ἔργοις σου τοῖς πονηροῖς»!
[61] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ πρὸς Μέγα Ἀθανάσιο, P.G. 32, 425.
[62] Ε.Π.Ε. 1,45.
[63] P.G. 99, 1065CD.
[64] Ι,Χρυσοστόμου , Εἰς Ματθαῖον, ΙΕ΄,Ε.Π.Ε. 10,492.
[65] Ἀρχ. Φιλόθεου Ζερβάκου, Λόγοι πόνου καὶ ἀγάπης. Ἐκδ. “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”.
[66] P.G.99, 1164A.
[67] P.G. 99, 1365
[68] Μ. Ἀθανασίου, Τοῖς τὸν μονήρι βίον ἀσκοῦσι…
[69] V.Laurent-j.Darrouzes, Dossier Grecde l; union de Lion, σελ.554,558,559
[70] TLG,Theodorus Studites Scr. Eccl., Theol., Epistulae, Epistle 466, line15-28.
[71] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 6, 11, Εἰρηνικός 1
[72] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σῦρου, Λόγος Εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ.