«Ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό, φεῦ ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες»
(Ἅγ. Ἰννοκέντιος στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο γιὰ τὴν ἐξορία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).
Πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων περιορίζοντας τὴν ὠφέλειά τους στὴν πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ τέρψη, μὴ λαμβάνοντας ὅμως ὑπόψη τὴν διαχρονικότητα τῶν διδαχῶν καὶ τὴν ἐπικαιρότητα τῶν μηνυμάτων ποὺ ἀποκομμοῦμε ἀπὸ τοὺς βίους αὐτούς. Κοιτᾶμε δηλαδὴ μὲ θαυμασμό, τί γινόταν στὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων καὶ ποιές ἦταν ἡ στάση καὶ οἱ πράξεις τους (καὶ τῶν ἰδίων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν καθὼς καὶ τῶν πιστῶν) στὴν ἑκάστοτη κατάσταση, αὐτὰ ὅμως ποὺ διαβάζουμε, δὲν τὰ ἐφαρμόζουμε οὔτε ἐπιζητοῦμε νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε στὶς ἀνάλογες σημερινὲς περιστάσεις. Ἔτσι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων καταντοῦν λογοτεχνικὰ ἔργα ψυχωφελοῦς ἀναγνώσεως.
Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἀνακαλύψω καὶ νὰ ἀγοράσω ἀπὸ ἕνα παλαιοπωλεῖο τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957). Ἡ ἐμπεριστατωμένη ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ παρουσίασή τους σὲ μία σύγχρονη, λογοτεχνική, ζωντανὴ καὶ ὄχι ξηρὴ γλώσσα, μὲ διάχυτο τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὴν βιοτή του, ἀλλὰ καὶ μὲ καυστικὲς ἀναφορὲς σὲ ὅσους τὸν πολέμησαν καὶ καταδίκασαν, κερδίζει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἀναγνώστη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κάνει γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ βιβλίο ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρον, εἶναι τὰ συμπεράσματα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν γεγονότων καὶ τῶν προσώπων τότε καὶ σήμερα, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ἀκολούθους τομεῖς:
α) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν μοναχῶν τότε καὶ σήμερα
β) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν ἐπισκόπων τότε καὶ σήμερα
γ) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν πιστῶν τότε καὶ σήμερα
δ) Ἡ ἀποτείχιση
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποφάσισα νὰ μεταφράσω καὶ νὰ παρουσιάσω ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό, χωρὶς νὰ ἀλλάξω –ὅσο εἶναι δυνατόν– τὸ ὕφος τοῦ συγγραφέως, καὶ νὰ τὰ συνοδεύσω μὲ τὸν ἀνάλογο σχολιασμό, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του· συμπεράσματα ποὺ θὰ ὁδηγήσουν σὲ μία καλύτερη κατανόηση προσώπων, καταστάσεων καὶ εὐθυνῶν τῆς σημερινῆς ἐποχῆς τῆς ἐπικράτησης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν ἀνάλογη ἀντιμετώπισή τους.
Στὴν μετάφραση αὐτὴ δὲν θὰ παραθέσω πηγές, μιᾶς καὶ ὁ συγγραφέας ἀναφέρει στὸ τέλος τοῦ βιβλίου τοῦ ὅλες τὶς πηγές, ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ συγγράψει τὸ βιβλίο. Οἱ τονισμοὶ μὲ ἔντονο χρῶμα καὶ οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μου.
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 58):
«Μετὰ τὴν χειροτονία του εἰς διάκονον, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀνέλαβε τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, κάτι σὰν τὸν σημερινὸ “Ἐρυθρὸ Σταυρό”. Ἀφιερώθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἔργο αὐτό, ἀλλὰ τὸ θεωροῦσε μία ξηρὴ ἀπασχόληση, ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ κάλεσμά του ὡς ἱερέα. Ὁ ἴδιος γράφει:
“Στην Ἐκκλησία μᾶς ὑπάρχει ἕνα πλῆθος ἀγρῶν, ἐνοικιασμένων κατοικιῶν, ὀχημάτων, ἀλόγων μουλαριῶν. Γι’ αὐτὸ εὐθύνεται ἡ σκληρότητά σας. Οἱ Ἐπίσκοποι φοβοῦνται νὰ ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς παρθένες ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα. Νιώθουν, λοιπόν, ἀναγκασμένοι, νὰ μαζεύουν γήϊνα ἀγαθά. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν τολμοῦμε νὰ ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας καὶ ἔτσι δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἐπίσκοποί μας πιέζονται ἀπὸ ὑλικὲς ἀνησυχίες περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, τοὺς οἰκονόμους καὶ τοὺς ἐμπόρους, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φροντίζουν μόνο γιὰ τὴν ψυχική σας σωτηρία. Ὅλοι τὴν ἡμέρα ὑπολογίζουν καὶ εἰσπράττουν χρήματα. Γελοιοποιούμαστε! Ἀντὶ νὰ ἀφιερώσουμε τὸν χρόνο μας στὴν προσευχὴ καὶ στὴν διδαχή, ἀσχολούμαστε μὲ παζάρια μὲ τοὺς ἐμπόρους, μὲ ἀτελείωτες συζητήσεις, στὶς ὁποῖες ἐκφράζονται συχνὰ καὶ ὕβρεις πεζοδρομίου”.
Ἐδῶ ἀκοῦμε τὸν Ἅγιο νὰ καυτηριάζει μία κατάσταση καὶ τοῦ ποιμνίου ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπισκόπων. Καυτηριάζει τὸ γεγονός, ὅτι λόγω τῆς σκληρότητας τῶν Χριστιανῶν ποὺ δὲν φροντίζει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὅπως γινόταν στοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, ἀφιερώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πολὺς χρόνος γιὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ τὰ ὑλικά, ἀλλὰ ἐλάχιστος γιὰ τὴν διδαχὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ τὰ πνευματικά. Ὁ Ἅγιος εἶναι πιστὸς στὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων ποὺ ἐξέλεξαν διακόνους γιὰ τὶς εὐθύνες αὐτές, ὥστε αὐτοὶ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο (Πράξεις 6, 2: «οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις»). Δὲν μποροῦν οἱ κοσμικὲς ἀσχολίες νὰ ἐπισκιάζουν τὸ καθῆκον τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἀσχολίες τῶν ἐπισκόπων τῆς τότε ἐποχῆς εἶναι οἱ παρόμοιες μὲ τὶς σημερινές: Ἐμπόριο, ἐνοικιάσεις, ἐπενδύσεις, μεγάλος ἀριθμὸς ὀχημάτων, κτημάτων, κατοικιῶν καὶ χρηματικῶν ποσῶν.
Ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ἐπιχείρηση. Καὶ ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ σήμερα, οἱ ὕβρεις τύπου πεζοδρομίου δὲν λείπουν ἀπὸ τὶς ἐπιχειρησιακὲς συναλλαγές. Ὁ Ἅγιος φυσικὰ δὲν ὑποτιμᾶ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρεῖ ὅμως τὸ πνευματικὸ/ψυχικὸ ὑψηλότερο. Σήμερα γίνεται τὸ ντυθείτε.
Οἱ ποιμένες ὑπερτονίζουν τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραμελοῦν ἀπολύτως τὸ πνευματικό, σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ μιλοῦν ὑποτιμητικὰ γιὰ τὸ χαμηλὸ ἐπίπεδό του ποιμνίου τους, ὅπως π.χ. ὁ Ἀργολίδος, λὲς καὶ δὲν εὐθύνονται αὐτοὶ ποὺ τὸ ποίμνιο εἶναι κατηχείτο.
Γιὰ νὰ εἶσαι σήμερα ποιμένας δὲν πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γνωρίζεις τὸν λόγο τοῦ Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ εἶσαι καλὸς διαχειριστής, νὰ ἔχεις ἐμπειρία στὰ οἰκονομικὰ καὶ νὰ μπορεῖς νὰ βρίσκεις τρόπους αὔξησης τῶν «ἱερῶν» ἐσόδων. Καὶ ἔτσι, ἐνῶ ἡ αἵρεση προχωράει ἀκάθεκτη καὶ βυθίζει στὰ σκοτεινὰ νερὰ τῆς ψυχοκτόνου πλάνης ὅλο καὶ πιὸ πολλὲς ψυχές, οἱ ποιμένες ἀσχολοῦνται μὲ τὰ οἰκονομικά, τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς ἐπενδύσεις, καὶ μάλιστα εὐνοοῦν τὴν αἵρεση ἀφοῦ αὐτὴ ἀνεβάζει τὰ ἔσοδα π.χ. μέσω τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμό.
Οὔτε κἀν σὲ αὐτὸ τὸν τομέα δὲν μιμοῦνται οἱ σημερινοὶ ταγοὶ τῶν Ἅγιο, ποὺ ὑποτίθεται τιμοῦν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ὡς πρότυπο οὔτε κατὰ διάνοια. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος: «Γελοιοποιούμαστε»!
Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας γκρέμισαν τοὺς ἀδριάντες, τὶς προτομὲς καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄ ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὴν ὑψηλὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλε, ὁ Θεοδόσιος καταδίκασε ὁλόκληρη τὴν πόλη μὲ ἀφανισμό. Στὸν δὲ πληθυσμὸ ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου μὲ βασανιστήρια καὶ τὴν κατάσχεση τῶν περιουσιών.
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ποὺ ἤξερε νὰ διακρίνει, πότε τὸ καθῆκον του ὡς ποιμένας τοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσει τὸ κήρυγμα καὶ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του, ἄκουσε τὶς ἱκεσίες τοῦ λαοῦ καὶ μέσα στὰ πολλὰ μέτρα ποὺ πῆρε γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη, ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονται οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ στρατὸ γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀποφασισμένες ποινές, κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς ἐρημίτες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 88):
«Δὲν γνωρίζουμε πὼς ἔφθασε τὸ μήνυμα τοῦ Χρυσοστόμου σὲ ὅλους τους ἐρημίτες, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ ἀπομακρυσμένους. Ἀλλὰ ὅλοι τὸ πῆραν καὶ ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί.
Ἄλλοι ἦσαν γυμνοί, ἄλλοι ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἄλλοι μὲ δέρματα ζώων. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μόνο ὀστᾶ καὶ δέρμα. Μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιά τους μέχρι τὴν μέση, ἔφτασαν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία… Γράφει ὁ Ἅγιος: “Οἱ Ἅγιοί της ἐρήμου ἔφθασαν ἀπὸ μακρυὰ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία, γιὰ νὰ βοηθήσουν ἀνθρώπους ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν, οὔτε κἂν γνώριζαν, οὔτε τοὺς ἔδενε κάτι μὲ αὐτούς. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”… Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὀνομαζόταν Μακεδόνιος. Κανεὶς δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ. Τόσο ἀπομονωμένος ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακεδόνιος ὁ κριθοφάγος… Ὅταν ἐμφανίστηκε στὴν ἀγορὰ συνάντησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Ἐλλέβιχο (σσ. τὸν στρατηλάτη) καὶ Καισάρειο (σσ. τὸν μάγιστρο) μὲ τὴν ἔνοπλη συνοδεία τους. Ὁ Μακεδόνιος τους σταμάτησε καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἀφιππεύσουν.
Ἡ διαταγὴ εἶχε τόση ἐξουσία, ὥστε οἱ ἀπεσταλμένοι ἀφίππευσαν. Ἡ δὲ φρουρά τους, θαυμάζοντας τὸ γεγονὸς δὲν τόλμησε νὰ ἀπωθήσει τὸν Μακεδόνικο.
Ὁ Μακεδόνιος τους εἶπε νὰ γυρίζουν στὴν Κων/πόλη καὶ νὰ ποῦν στὸν Θεοδόσιο ὅτι, ἂν καὶ αὐτοκράτορας, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφαιρεῖ ζωές… Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταστρέψει τοὺς ἀδριάντες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλλέβιχος καὶ ὁ Καισάρειος ἀνέβηκαν στὰ ἄλογά τους καὶ γύρισαν πίσω.
Ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν… Οἱ ἐρημίτες συναντήθηκαν στὸ δικαστήριο (σσ. Στὸ δικαστήριο τῆς πόλης εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρὶν καὶ συνεχίζονταν οἱ δίκες καὶ οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν πολιτῶν τῆς Ἀντιόχειας) καὶ τὸ κατέλαβαν.
Οἱ στρατιῶτες δὲν τόλμησαν νὰ τοὺς πειράξουν. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔσωζαν καταδικασμένους ἀπὸ τὸν δήμιο, προσέφεραν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀντικαταστάτες γιὰ τὴν θανατικὴ ποινή, ἔκλειναν τὸν δρόμο στοὺς βασανιστὲς καὶ προσέφεραν τὰ σώματά τους γιὰ τὰ βασανιστήρια. Βροντοφώναζαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐὰν δὲν δοθεῖ χάρη στὴν αντιόχεια.
Ὅταν οἱ δικαστὲς ἀπάντησαν, ὅτι δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ ἀποφασίσουν κάτι τέτοιο, οἱ ἐρημίτες ἀνήγγειλαν, ὅτι θὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια στὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἴδιοι». Ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ γεμάτος ντροπὴ ἀλλὰ καὶ φόβο Θεοῦ ἀναίρεσε τὴν ἀπόφασή του. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε σωθεῖ».
Διαβάζοντας αὐτὰ τὰ γεγονότα θαυμάζει κανεὶς τὸ μεγαλεῖο του μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μένει παράλληλα ἔκπληκτος μὲ τὴν πτώση του τὴν σημερινὴ ἐποχή. Σὲ μία χώρα ποὺ καταδυναστεύεται καὶ πλιατσικολογεῖται ἀπὸ παντοῦ, ποὺ ἐπισήμως ἀπὸ τὸ κράτος ἀποχριστιανοποιεῖται, σὲ ἕνα κράτος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξοβελίζεται ἀπὸ τὸ σύνταγμά του ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ προβάλλονται ἀντὶ Αὐτῆς οἱ διάφορες Ἡρωδιάδες καὶ Ἀδοξίες (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα λογοπαίγνιο τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία), σὲ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὶς φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις, τὶς αὐτοκτονίες, τὴν ἀνεργία, τὴν πληθυσμιακὴ ἀλλοίωση, τὴν ὑπογεννητικότητα, τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας, τὴν πνευματικὴ ἐξαθλίωση, τὴν σωματικὴ διαστροφή, τὴν ἐξουσία διεφθαρμένων πολιτικάντηδων· δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποιμένας νὰ καλέσει τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς (ὅσους τυχὸν ὑπάρχουν) σὲ μία μαζικὴ διαμαρτυρία καὶ ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεό.
Γιατί ἂν τὸ ἔκανε, θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ αὐτὸν ἡ μπόρα, ἀφοῦ καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ σήμερα εἶναι συνεργοὶ τοῦ ἐγκλήματος ποὺ λαμβάνει στὴν διεθνῆ καὶ ἐθνικὴ ἀρένα. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἔκανε ποιός μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς θὰ ἀκολουθοῦσε; Ποιός θὰ ἐρχόταν μὲ τὰ κουρέλια του, μὲ τὶς προβειές του μὲ τὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐξουθενωμένο σῶμα του;
Ποιός θὰ σήκωνε τὸ ἀνάστημά του στοὺς δυνατούς, θὰ ἀψηφοῦσε τὴν βία, τὴν φυλακή, τὶς ὕβρεις, τὸν διωγμό; Ἐδῶ ἡ παναίρεση θριαμβεύει καὶ οἱ μονὲς καὶ τὰ κελλιὰ σιγών.
Σχεδὸν κανεὶς δὲν ἀφήνει τὴν ἠρεμία καὶ τὴν θαλπωρὴ τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν κελιῶν, τοὺς ἡλιακούς, τὰ φωτοβολτάϊκ καὶ τὰ 4χ4, τὴν συμμετοχὴ σὲ συναυλίες ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὰ τελευταίας τεχνολογίας ἀκριβὰ κινητά, σὲ διαγωνισμοὺς μαγειρικῆς καὶ οἰνοπαραγωγῆς, τὴν πανάκριβη εἰκονογραφία καὶ τὰ κερδοσκοπικὰ ταξίδια μὲ ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, τὴν ὑποδοχὴ καὶ τιμὴ δυνατῶν, ὅπως ὁ Τσίπρας, ὁ Μαρινάκης καὶ τὴν ἀνοχὴ ἀώτων, ὅπως ὁ Μπουτάρης. Ὁ μοναχισμὸς σήμερα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπαληθέψει τὰ λόγια του Ἁγίου: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”!
Κι ἂν τὰ προσαρμόσουμε ἀναλόγως: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη Θεοῦ, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση”. Οὔτε κἂν τὸ σχόλιο τοῦ συγγραφέως Γεωργίου, «ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν», δὲν ἀληθεύει πια.
Οἱ ἀλήθειες πιὰ δὲν καταβάλλουν, ἀλλὰ ἀποκρύπτονται, παραχαράσσονται καὶ ἀναιροῦνται. Ἀρκεῖ ἕνας λόγος τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πατριάρχου, τοῦ χορηγοῦ κονδυλίων, καὶ ἡ ἀγωνιστικότητα ἐξαφανίζεται ἢ ἐκφράζεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μερικῶς σὲ δηλώσεις ἀμφισήμου νοήματος. Ὅποιος διάβασε τὰ παραπάνω ἂς ἀναλογισθεῖ γιὰ ἐμᾶς σήμερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τοῦ μοναχισμοῦ, ἂν ἰσχύουν τὰ παραπάνω: «Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί».
Ὅταν ὁ Χρυσόστομος κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο Κων/πόλεως βρῆκε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι ἀπὸ τὸν προκάτοχό του, Νεκτάριο, τέτοια πλούτη καὶ τέτοια χλιδὴ ποὺ δὲν ταιρίαζαν μὲ τὸ ἐπισκοπικὸ/ποιμαντικὸ ἀξίωμα. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 114):
«Ὁ Χρυσόστομος ἄλλαξε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι κάποια πράγματα, ποὺ δὲν θὰ ἦταν ἀρεστὰ τὸν Θεό. Διέταξε τὴν πώληση ὅλων τῶν ἀργυρῶν δοχείων καὶ μοίρασε τὰ κέρδη στοὺς φτωχούς. Μετὰ πούλησε τὰ χαλιὰ καὶ τοὺς τάπητες καὶ μὲ τὰ κέρδη ἔχτισε ἕνα νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς ἀπόρους της πόλεως. Πούλησε τὰ ντιβάνια, τὶς μαρμάρινες μπανιέρες καὶ τοὺς πολυέλαιους. Μὲ τὰ κέρδη αὐτὰ ἔχτισε ἕνα ξενοδοχεῖο. Πούλησε τοὺς καθρέπτες, τοὺς πίνακες ζωγραφικῆς, τὶς κολῶνες, τὰ πούλησε ὅλα, καὶ ἄφησε τοὺς τοίχους γυμνούς.
Πούλησε τὸ κρεββάτι ἀπὸ πολύτιμα ξύλα, μετάξι καὶ βελοῦδο, στὸ ὁποῖο κοιμόταν ὁ Νεκτάριος, καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ ἕνα ἁπλὸ κρεββάτι ἀπὸ τάβλες καὶ μία κουβέρτα.
Τὸ μόνο ποὺ κόσμιζε τὸ παλάτι ἦταν μία εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου πάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του. Τέλος κάλεσε ὁ Χρυσόστομος τὴν στρατιὰ τῶν ὑπηρετῶν, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι: μάγειρες, οἰκονόμους, ἐπιστάτες, ἐπιτρόπους, ὑπεύθυνους τροφίμων καὶ ποτῶν. Τοὺς πλήρωσε τοὺς μισθούς του καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Ὁλόκληρο τὸν ἐξοπλισμὸ τῆς κουζίνας καὶ τῆς τραπεζαρίας τὸν δώρησε στὸ πτωχοκομεῖο. Οἱ ὑπηρέτες ἔμειναν φόνοι.
Τόλμησαν νὰ ποῦν μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιο, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ἦταν ἱεράρχης, ὁ δεύτερος τὴ τάξει ἐπίσκοπός της αὐτοκρατορίας καὶ ἔχει ἐπίσημα καθήκοντα. Ὑπάρχει πρωτόκολλο μὲ δεῖπνα καὶ τελετές, στὰ ὁποῖα ἔρχεται ἀκόμα καὶ ὁ αυτοκράτορας.
Ὁ Χρυσόστομος ἐξοργίστηκε. Ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι πανδοχέας καὶ δὲν καλεῖ καλεσμένους γιὰ φαγητό. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας. Γιὰ νὰ δώσει βαρύτητα στὰ λόγια του πούλησε ἀμέσως καὶ τὴν τραπεζαρία μὲ τὶς καρέκλες καὶ τὰ κηροπήγια. Γιὰ τὴν σούπα λαχανικῶν ποὺ τρώει μία φορὰ τὴν ἡμέρα ἀρκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἕνας μοναχός».
Ἀρκεῖ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὸ Κολυμπάρι τῶν σουιτῶν, τῶν συναυλιῶν καὶ τῶν πλουσίων ἐδεσμάτων, τὶς δεσποτικὲς δεξιώσεις, τὶς «ταπεινὲς» ἐπισκοπικὲς κατοικίες, τοὺς παχυλοὺς μισθοὺς σὲ χώρα ἐν καιρῶ κρίσεως, τὰ ταξίδια σὲ Παρίσι, Γενεύη, Βρυξέλλες καὶ ἄλλες τουριστικὲς μητροπόλεις, τὰ γιώτ, τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, τὶς καταθέσεις ποὺ χρειάζονται οἱ ἐπίσκοποι γιὰ τὰ γηρατειά τους, τὶς γκαρνταρόμπες μὲ τὰ πολυάριθμα καὶ χρυσοποίκιλτα ἄμφια, τὶς παρουσίες σὲ ἐκδηλώσεις καὶ δεξιώσεις ἀτόμων τοῦ «καλοῦ κόσμου», τὶς βραβεύσεις πλουσίων, κλπ. γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο ἀπέχουν οἱ σημερινοὶ ποιμένες ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου ποὺ τιμοῦν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμούνται.
Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν τρομερὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Ἁγίου: «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας»· καὶ ἂς σκεφθοῦμε κατὰ πόσο ἰσχύει αὐτὸ σήμερα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ πτώση. Μπορεῖ κάποιος φυσικὰ νὰ ἀντιλέξει, ὅτι αὐτὰ ἴσχυαν καὶ τότε. Ναί, ἴσχυαν, ἀλλὰ τότε ὑπῆρχαν Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι. Σήμερα; Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἐδίωξαν τὸν Χρυσόστομο, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Χρυσόστομος στηλίτευσε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴ διαφθορά, κατήγγειλε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐπίδειξη τῶν πλουσίων, καταδίκασε τὶς αὐθαιρεσίες τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, κατονόμασε τὴν πτώση τοῦ διεφθαρμένου κλήρου. Στάθηκε δίπλα στοὺς ἀδυνάτους, τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀδικημένους, τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ποὺ καταδυναστευόταν.
Δὲν ἦταν δυνατόν –σήμερα εἶναι– ὁ Χρυσόστομος νὰ ἀνεχθεῖ τὴν παρουσία σκανδαλοποιῶν κληρικῶν καὶ ψευδοποιμένων στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε δραστικὰ μέτρα ἐναντίον τους: α) ἐναντίον τῶν «βαλαντιοσκόπων», τῶν κληρικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ πλούτιζαν ἀπὸ τὴν ἱερατική τους ἰδιότητα, β) τῶν «κολάκων καὶ παρασίτων», ὅσων κληρικῶν δηλαδὴ ἀπολάμβαναν τὴν κοσμικὴ ζωή, γ) ἐναντίον τῶν «κοιλιοδούλων», ὅσων δηλαδὴ ζοῦσαν ἀργόσχολα, μὲ ἔμφαση στὶς ἀπολαύσεις καὶ δ) ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν μὲ «συνεισάκτους», δηλαδὴ τοὺς μοναχοὺς ἢ ἐπισκόπους ποὺ συζοῦσαν μὲ τὶς θεωρούμενες «ἀδελφές» τους. Ἔλαβε μέτρα, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἠθικὴ κάθαρση τῶν ταγμάτων τῶν χηρῶν καὶ τῶν διακονισσῶν. Ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ ἦταν ἀμείλικτος μὲ τοὺς ἱερεῖς, διακόνους καὶ μοναχοὺς ποὺ ἀποδεικνύονταν ἀνάξιοι, ἐνῶ τοὺς ἀμετανόητούς τους ἀπεδίωξε παντελῶς ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Μάλιστα, δὲν δίστασε νὰ καταργήσει 13 ἐπισκόπους λόγω σιμωνίας καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει μὲ πραγματικὰ εὐσεβεῖς –σήμερα ποὺ ὑπάρχουν τόσες ἀποκαλύψεις γιὰ τὶς ἐπισκοπικὲς μεθοδεύσεις, γιὰ μασονικὲς ἰδιότητες, γιὰ διαφθορὰ καὶ πρὸ πάντων γιὰ αἵρεση, ποιὸς τολμάει νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου; Οἱ καταγγέλοντες περιορίζονται σὲ ὁμιλίες ἀκαδημαϊκοῦ τύπου (καὶ ἀναφέρονται κυρίως σὲ τεθνεῶτες, ποὺ καταγγέλλοντάς τους δὲν «θὰ μπλέξουν) καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι σκοποὶ κωφεύουν καὶ συγκαλύπτουν σκανδαλωδῶς– μένοντας πιστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ διδαχὴ ὅτι «ἐὰν ὁ κλῆρος ποὺ εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς, παρουσιάζει ἔκλυτο βίο, πῶς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ ποίμνιο νὰ ζεῖ ἅγιο καὶ κατὰ Χριστὸν βίο;».
Ὁ λαὸς τὸν λάτρεψε, ὁ Ἐπίσκοποι τὸν μίσησαν θανάσιμα μὲ ἀρχηγὸ τοῦ μίσους τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 165):
«Μία μέρα ἐπιθύμησε ὁ Θεόφιλος τὴν μέσῳ διαθήκης περιουσία μίας πλούσιας χήρας. Γιὰ νὰ πλαστογραφήσει ὅμως τὰ ἔγγραφα χρειαζόταν ὁ χριστιανὸς Φαραὼ τὴν συνεργασία τοῦ γραμματέα του. Ἀλλὰ ὁ γραμματέας ἦταν μοναχὸς χωρὶς δόλο καὶ λάθη. Τὸν ἔλεγαν Ἰσίδωρο. Γεμᾶτος ἀγανάκτηση ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἀπάτη τοῦ ἐπισκόπου. Τότε ὁ Θεόφιλος διέταξε τὴν σύλληψή του (σσ. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἰδικὴ ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸ κράτος νὰ διατάζει καὶ νὰ διοικεῖ –ὅποτε αὐτὸς τὸ νόμιζε ἀναγκαῖο– καὶ τοὺς κοσμικοὺς θεσμούς). Ὁ Ἰσίδωρος βασανίστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ κοσμικὸ δικαστήριο. Ὅμως γιὰ τὴν καταδίκη του χρειάζονταν ψευδομάρτυρες
Ὁ Θεόφιλος θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τέσσερις εὐσεβεῖς ἀσκητὲς ὁσιακῆς βιοτῆς ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας, γνωστοὺς ὡς Μακρούς, τὸν Διόσκορο, τὸν Ἀμμώνιο, τὸν Εὐσέβιο καὶ τὸν Εὐθύμιο (σσ. τοὺς ὑποσχέθηκε μάλιστα τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο)… Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν πράξη του, ὁ Θεόφιλος κατηγόρησε τοὺς μοναχοὺς γιὰ κακοδοξία καὶ διέταξε τὴν καταδίκη τους… Μετὰ τὴν σύλληψή τους ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Θεόφιλος ἄρχισε νὰ τοὺς χτυπάει. Ὁ ἴδιος. Εἶναι εὔκολο νὰ χτυπᾶς ἁλυσοδεμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἐπίσκοπός τους χτύπησε μὲ τὰ ἐπισκοπικά του χέρια μέχρι ποὺ αὐτὰ κοκκίνισαν ἀπὸ τὸ αἷμα… Τότε διέταξε νὰ τοὺς πετάξουν στὸ πάτωμα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσάει, μέχρι νὰ τοὺς διαλύσει τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ δὲν φοβόντουσαν κανέναν καὶ ἰδίως δὲν φοβόντουσαν ἐπισκόπους… Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας μόλις ἔμαθε τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων ἀσκητῶν ἐπαναστάτησε καὶ ὁ Θεόφιλος φοβούμενος τὸν μένος τοῦ λαοῦ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους καὶ αὐτοὶ γύρισαν στὴν Νιτρία. Μία μέρα ὁ Θεόφιλος σύναξε στρατεύματα καὶ ἔφιππος τὰ ὁδήγησε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Μόλις ἔφτασαν ὅρμησαν στὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν καὶ τὰ ἔκαψαν. Οἱ μοναχοὶ ποὺ βγῆκαν ἔξω φονεύθηκαν ἀπὸ τοὺς στρατιώτες.
Ἡ σφαγὴ διήρκεσε μέχρι τὸ πρωΐ. Ὁ Παλλάδιος γράφει (σσ. Παλλαδίου Διάλογος ΣΤ΄ PG 47, 22-23): “Ὁ μαινόμενος κάπρος ἐρήμωσε τὸν ἀμπελώνα τοῦ Χριστού”. Μόνο οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ καὶ ἄλλοι τριακόσιοι μοναχοὶ διέφυγαν γυμνοὶ ἀπὸ τὸ μακελειό… Ὁ Θεόφιλος γύρισε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοὺς ἀναθεμάτισε».
Αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτεργάτης ἐπίσκοπος διώκτης τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τοὺς τριακόσιους μοναχοὺς οἱ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες. Οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ μὲ ἄλλους λίγους ψάχνοντας μάταια τὸ δίκιο τοὺς ἔφτασαν μετὰ ἀπὸ μεγάλη περιπλάνηση στὴν Κων/πόλη. Ἀφοῦ διηγήθηκαν τὰ πάθη τους στὸν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτὸς τοὺς ἐπέτρεψε νὰ μείνουν στὸν ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν στὰ ἄχραντα Μυστήρια πρὶν κριθοῦν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ τὴν σύγκληση συνόδου γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ μὲ τὶς ραδιουργίες τῆς αὐτοκρατόρισσας Εὐδοξίας καὶ τοῦ Θεοφίλου ἡ σύνοδος αὐτὴ κατέληξε νὰ καταδικάσει τὸν ἱ. Χρυσόστομο.
Ἦταν ἡ περίφημη ψευτοσύνοδος τῆς Δρυός. Γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Σιαμάκης (Ποιοί ἦταν οἱ μανιώδεις διῶκτες καὶ δήμιοι τοῦ Χρυσοστόμου): «Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νὰ ἐκδηλώνουν καισαροπαπικὲς καὶ ἐγκοσμιοκρατικὲς τάσεις καὶ νὰ ἀναβαθμίζουν τὶς ἐπισκοπὲς σὲ ἀρχιεπισκοπὲς μητροπόλεις καὶ πατριαρχεῖα, καὶ ν’ ἀνταγωνίζωνται στὸν πλοῦτο στὴν ἐξουσία καὶ στὴν πολυτέλεια. Ὁ Θεόφιλος εἶχε τόσες χρυσοστόλιστες στολές, ὥστε ὁ λαὸς τὸν ἔλεγε «λιθομανή» (σσ. Μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;).
Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι δὲν χώνευαν τὸ Χρυσόστομο καὶ σχημάτισαν θὰ λέγαμε τὸ ἐναντίον τοῦ καρτέλ.
Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἐξόριστος Χρυσόστομος γράφει: «Νὰ γιὰ ποιούς λόγους μὲ καταδίκασαν» ἐπειδὴ ποτὲ δὲν φόρεσα μεταξωτὴ στολὴ μὲ χρυσὰ πετράδια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχα στὸ σπίτι μου πολυτελῆ χαλιά. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα ποτὲ πολυδάπανα τραπέζια στὸν αὐτοκράτορα καὶ σ’ αὐτούς, οὔτε πῆγα ποτὲ σὲ τέτοια τραπέζια τους. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα τίποτε ἀπὸ ὅσα κάνουν αὐτοί. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς πρόσφερα οὔτε πῆρα δῶρα χρυσὰ καὶ ἀσημένια» (ΕΠΕ 33,394).
Ποιὲς ἦταν οἱ κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου; 35 βαρύτατες συκοφαντίες. Ἀναφέρω τὶς κυριώτερες: Αἱρετικός, ἀνήθικος, βλάσφημος, κλέφτης, ἐμπρηστής, καταλυτὴς τῶν ἱερῶν παραδόσεων! Ἐπαναλαμβάνω πρόκειται μόνο γιὰ συκοφαντίες. Ποιές ἦταν οἱ τιμωρίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν; Καθαιρέθηκε ἀπὸ κληρικός, ἀφωρίστηκε κι ὡς ἁπλὸς Χριστιανός, βασανίστηκε γιὰ 3 χρόνια καὶ 3 μῆνες, καὶ θανατώθηκε στὴν ἐξορία.
Ἐξ ἄλλου τρεῖς φορὲς ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν δολοφονήσουν. Δύο φορὲς νὰ τὸν σφάξουν μέσα στὸ ἐπισκοπεῖο του, καὶ μιὰ φορὰ νὰ τὸν κάψουν ζωντανὸ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, βαδίζοντας πρὸς τὴν ἐξορία. Τὶς δύο πρῶτες φορὲς οἱ δολοφόνοι τοῦ πιάστηκαν καὶ ὡμολόγησαν. Ὁ ἕνας μάλιστα παρέδωσε καὶ τὰ 50 χρυσά της ἀμοιβῆς του γιὰ τὴ δολοφονία ποὺ ἀνέλαβε νὰ κάνη. Ἀλλ’ ὁ πληρωμένος δικαστὴς τοὺς ἀθώωσε μέσος.
Ἦταν κι αὐτὸς ὄργανο τῶν ἐπισκόπων. Ὁ τρίτος δολοφόνος, ποὺ θέλησε νὰ τὸν κάψη ζωντανό, ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας Φαρέτριος μὲ μεγάλη ὁμάδα μοναχῶν. Ἀλλὰ καὶ αὐτουνοῦ ἡ ἀπόπειρα ἀπέτυχε.»
Συνεχίζουμε τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου (ἀπὸ σελ. 188):
«Ὁ Χρυσόστομος κατηγορήθηκε γιατί ἔκανε μπάνιο μόνος του… τὸν κατηγόρησαν γιὰ Ναρκισσισμὸ καὶ γιατί ἔτρωγε καραμέλες μὲ μέλι… ὅτι κοιμᾶται μὲ γυναῖκες… ὅτι τρώει μόνος του… ὅτι ἔβαζε κρασὶ στὸ νερό του… καὶ ὅτι δὲν διπλώνει μὲ τὴν ἀπαραίτητη φροντίδα τὰ ἱερατικά του ἄμφια(!!!)… Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο, Λιπίνιος, Δημήτριος καὶ Εὐλύσιος καὶ οἱ ἱερεῖς Γερμανὸς καὶ Σέβηρος, συνέταξαν μία ἐπιστολὴ διαμαρτυρίας γιὰ νὰ τὴν διαβάσουν στὴν σύνοδο. Ἡ ἄφιξή τους ἐξόργισε τοὺς επισκόπους.
Τὰ μέλη τῆς συνόδου ἄφησαν τὶς θέσεις τους καὶ ὅρμησαν μὲ γροθιὲς στοὺς φορεῖς τῆς ἐπιστολῆς. Τοὺς πέταξαν στὸ πάτωμα, στὴ μέση της αἴθουσας, τοὺς ἔγδυσαν καὶ τοὺς ξυλοκόπησαν μέχρι ποὺ καταμάτωσαν. Κάποιος ἀπὸ τοὺς συνέδρους εἶχε καὶ μία φαεινὴ ἰδέα. Εἶχε φέρει μαζί του ἕνα μακρὺ σχοινὶ μὲ θηλειά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πιάνουν τὰ ἄγρια ἄλογα γιὰ νὰ δέσει μὲ αὐτὸ τὸν Χρυσόστομο. Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δὲν παρουσιαζόταν στὴ σύνοδο (σσ. δηλώνοντας ἔτσι, ὅτι δὲν τὴν ἀναγνωρίζει ὡς κανονική) ἔδεσαν μὲ αὐτὸ τοὺς ἄμοιρους κληρικοὺς καὶ τοὺς πέταξαν στὸ δρόμο».
Διαβάζοντας αὐτά, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι ἕνα μικρὸ μόνο κομμάτι τῶν ἐγκλημάτων τῶν ἐπισκόπων της ἐποχῆς ἐκείνης, κάθε πιστὸς Χριστιανὸς μένει ἄφωνος. Εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ κάνουν αὐτὰ ἐπίσκοποι; Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ χάσουμε τὴν πίστη μας, οὔτε τὸν σεβασμό μας καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ εἶναι ὄντως ὁ ὀφθαλμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ φρουρὸς καὶ προστάτης τοῦ ποιμνίου, ὅταν ὅμως ὀρθροφρονεῖ. Ὅ,τι γράφεται, γράφεται γιὰ νὰ ἀποδείξει μέσα ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου, ποιός εἶναι καὶ πῶς λειτουργεῖ ὁ ἀληθινὸς ποιμένας καὶ πῶς καταλαβαίνουμε τοὺς ἀνάξιους ἢ ψευδοποιμένες.
Διότι διαβάζοντας τὰ αἴσχη τῶν ἐπισκόπων της ἐποχῆς ἐκείνης, ποιός θὰ δικαιώσει τὶς σημερινὲς ἀντιορθόδοξες ἀπόψεις περὶ ἀλαθήτου τῶν ἐπισκόπων καὶ περὶ ἀπόλυτης καὶ ἀδιάκριτης ὑπακοῆς στὰ προστάγματά τους, ὅ,τι αὐτοὶ κι ἂν κάνουν; Ἂν σκεφτοῦμε μάλιστα τὰ ἐπισκοπικὰ σκάνδαλα τῆς ἐποχῆς μας, καθὼς καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀντιδρούντων μοναχῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως καὶ τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχονται, ὅσοι θέλουν νὰ ἀντιδράσουν στὴν αἵρεση καὶ ὑποκύπτουν, τότε γίνεται ξεκάθαρο τὸ ποιὸν τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ὑποτιθέμενων εὐσεβῶν ποὺ μὲ τὴν σιωπὴ καὶ ἀπραξία τοὺς τοὺς ὑποστηρίζουν.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀκόμα περισσότερο τὴν διαφορὰ μεταξὺ ἀληθινῶν καὶ ψευδοποιμένων θὰ ἀναφέρουμε δύο περιστατικὰ ποὺ ἔλαβαν μέρος μετὰ τὴν δεύτερη σύνοδο (τῆς Κων/πόλεως) ποὺ καταδίκασε τὸν Χρυσόστομο σὲ θάνατο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἦταν ἄβουλος μέν, φοβόταν ὅμως τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Κάλεσε τότε δύο ἐπισκόπους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καταδίκασαν τὸν Χρυσόστομο, τὸν Ἀντίοχο καὶ τὸν Ἀρκάδιο. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 216):
«“Ερευνήστε τὴν συνείδησή σας, τί μπορῶ νὰ κάνω”. Ὁ αὐτοκράτορας δὲν ἤθελε νὰ λερώσει τὰ χέρια του μὲ αἷμα τὸ Μ. Σάββατο. Φοβόταν τὸν Θεό, ὅπως φοβόταν τὴν γυναίκα του Εὐδοξία… Ἀλλὰ οἱ ἐπίσκοποι ἦταν λιγότερο χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν αυτοκράτορα.
Βεβαίωσαν τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι ἦταν σὲ εὐθεία ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό. Τοῦ εἶπαν ὅτι ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Θεὸ καθημερινὰ μέσῳ τῆς Θ. Λειτουργίας. Τὸν συμβούλευσαν νὰ ἐφαρμόσει βία. “Η καταδίκη του Χρυσοστόμου νὰ πέσει στὸ κεφάλι μας”. Ἔτσι ὁ Ἀρκάδιος δὲν εἶχε τίποτα πιὰ νὰ χάσει… (ἐπίσης) βεβαίωσαν τὴν Εὐδοξία καὶ τὶς ἀριστοκράτισσες φίλες της, ὅτι ὁ φόνος τοῦ Χρυσοστόμου δὲν θὰ ὀργίσει τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶδε τόσους φόνους πάνω στὴ γῆ, ποὺ γιὰ αὐτόν, τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁ φόνος κατήντησε κάτι συνηθισμένο.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴν φύση Του ἐλεήμων. Συγχωρεῖ τὰ πάντα καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ αὐτὸ τὸν φόνο».
Ἂς δοῦμε τώρα τὴν στάση τῶν λίγων ἐκείνων ποιμένων ποὺ στάθηκαν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο, ὅταν τοὺς ἔφεραν ἀνακρίνοντας τοὺς ἀντιμέτωπους μὲ τὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦν. Διαβάζουμε (ἀπὸ σέλ. 245):
«Μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου ἄρχισε ὁ διωγμὸς τῶν ὀπαδῶν του στὴν Κων/πόλη…, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειξαν κανένα φόβο μπροστὰ στὸν θάνατο. Ὁ Στούδιος, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλης, δὲν ἐνίωσε καλὰ ποὺ θὰ βασάνιζε ἀνθρώπους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Οἱ πιστοὶ τοῦ Χρυσοστόμου δὲν ἔτρεμαν ἀπὸ τὸν φόβο τους, ἔτσι φοβήθηκε ὁ ἴδιος… καὶ διεξῆγε τὶς ἀνακρίσεις χωρὶς πάθος… Αὐτὸ ὅμως ἐξόργισε τοὺς ἐχθρικοὺς ἐπισκόπους: Σεβηριανό, Ἀκάκιο, Ἀντίοχο καὶ Κύρικο. Κατηγόρησαν τὸν Στούδιο γιὰ ἀνικανότητα καὶ ἀπαίτησαν ἕναν σωστὸ διοικητή, ποὺ μπορεῖ νὰ ξεσχίσει τὶς σάρκες τοῦ κατηγορουμένου μὲ τὰ δόντια του. Ἔτσι ὁρίστηκε ὁ Ὀπτάτος… Οἱ ἱστορικοὶ Σωζομενὸς καὶ Παλλάδιος, σύγχρονοι τῶν γεγονότων, ἀναφέρουν ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνακρίθηκε ἦταν ὁ ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Εὐτρόπιος. Ὁ Χρυσόστομος τὸν ἐκτιμοῦσε ἐξ αἰτίας τῆς πίστης του καὶ τῆς καθαρότητάς του… Ὁ Εὐτρόπιος ἀπάντησε στὶς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι δὲν εἶδε καὶ δὲν γνωρίζει τίποτα… Τὸν ἔδειραν μὲ χοντρὰ ραβδιὰ ποὺ ἔσπαζαν κόκκαλα καὶ μὲ λεπτὰ ραβδιὰ ποὺ ξέσχιζαν σάρκες… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του
Τότε τὸν ἔδεσαν στὸ τροχὸ καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ συντρίβουν τὰ κόκκαλα… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του… τὸν καῖνε μὲ πυρωμένο σίδερο… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του… Τέλος καταλάβαν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει ἄλλο. Ἦταν νεκρός.
Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ὁ πρῶτος νεκρὸς ἀπὸ βασανιστήρια ἀπὸ τοὺς φίλους του Ἁγίου. Ὁ ἀριθμὸς ὅλο καὶ αὐξανόταν. Μετὰ ἔψαξαν τὸν πρῶτο Διάκονο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Σεραπίωνα… Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοινὰ μὲ τοὺς ἄλλους βασανιστήρια τοῦ ξερίζωσαν τὸ δέρμα ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ τὸ κρανίο μαζὶ μὲ τὶς βλεφαρίδες. Ὁ Σεραπίων δὲν εἶπε τίποτα ἀπολύτως ἐναντίον τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου του».
Εἶναι ξεκάθαρο ποιὸ εἶναι τὸ κύριο χαρακτηριστικό του ψευδοποιμένος καὶ ποιὸ τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος: Ὁ ψευδοποιμένας βλασφημεῖ ἐνάντια στὸν Θεό, παραχαράσσει τὴν ἀλήθεια, δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀκραία, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὰ σχέδια του καὶ ἐπειδὴ φοβᾶται ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ μικρὸ ὑπηρέτη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς Εκκλησίας.
Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας ὅμως ὑπερασπίζεται ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή του τὴν ἀλήθεια, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ὑπηρέτες Του. Δὲν δέχεται συγκαταβάσεις, οὔτε κάνει οἰκονομίες ὅταν ὁ Θεὸς ὑβρίζεται καὶ ὅταν τὰ τέκνα Του διώκονται. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ σημερινοὶ καλύπτοντες τὴν δειλία τους ἢ τὴν ἀποφασιστικότητά τους μὲ τὴν δικαιολογία τῆς οἰκονομίας, ἐπιτρέποντας στοὺς ψευδοποιμένες νὰ λυμαίνονται τὸ ποίμνιο τῆς ἐκκλησίας.
Ἂς δοῦμε τώρα τὴν στάση τοῦ λαοῦ καὶ τὸ ἐρώτημα ἂν ἀποτειχίστηκε καὶ πῶς ἀποτειχίστηκε. Δύο παραδείγματα, πιστεύω, εἶναι τὰ πιὸ χαρακτηριστικά: τὸ παράδειγμα τῶν κατηχουμένων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ βαπτιστοῦν τὸ Μ. Σάββατο, τὸ Σάββατο ποὺ ἔλαβε μέρος ἡ σφαγὴ τῶν πιστῶν μέσα στὸν ναό, πρὶν τὴν τελικὴ ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ τῶν πιστῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔμειναν στὴν πόλη μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Ἁγίου. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 217):
«Τὸ Σάββατο ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο σχεδιάστηκε ἡ ἐπίθεση, παρευρίσκοντο στὸν καθεδρικὸ ναὸ καὶ χιλιάδες κατηχουμένων. Φοροῦσαν λευκοὺς χιτῶνες καὶ περίμεναν νὰ βαπτισθούν.
Τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκαν οἱ στρατιῶτες, ὁπλισμένοι μέχρι τὰ δόντια, ἕνα μέρος τῶν κατηχουμένων, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἦταν ἤδη στὸ νερὸ τοῦ βαπτιστηρίου
Οἱ στρατιῶτες εἰσέβαλλαν στὰ ἐνδότερά του ναοῦ καὶ στὸ βαπτιστήριο. Πέταξαν τοὺς ἱερεῖς μὲ τὰ ἄμφιά τους στὸ νερὸ τοῦ βαπτιστηρίου καὶ τὸ νερὸ βάφτηκε κόκκινο ἀπὸ τὸ άμα.
Οἱ κατηχούμενοι, ὅσοι γλύτωσαν, ἄφησαν τὴν ἐκκλησία καὶ βγῆκαν γυμνοὶ στοὺς δρόμους…
Ἐνῶ ὁ Χρυσόστομος ἁλυσοδενόταν σὰν νὰ ἦταν ἐγκληματίας, οἱ κατηχούμενοι μαζεύτηκαν στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς πόλης, στὶς θέρμες τοῦ Κωνστάντιου, γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἐκεῖ. Ἱερεῖς καὶ πιστοί, ἔστησαν ἐκεῖ μία Ἁγία Τράπεζα καὶ συνέχισαν τὴν Θ. Λειτουργία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατηχουμένους ἔφεραν πληγὲς ἀπὸ μαχαίρια καὶ δόρατα, μώλωπες ἀπὸ γροθιὲς καὶ κλωτσιές. Ἀλλὰ (σσ. παρόλα αὐτά) ἤθελαν νὰ γίνουν Χριστιανοί. Ἐπέμεναν νὰ βαπτισθούν.
Ἔψελναν ὕμνους στὸν Θεὸ ποὺ ἀντηχοῦσαν σὲ ὅλη τὴν πόλη. Οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἦταν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐπίθεσης. Δὲν εἶχαν ἐξοντωθεῖ ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ οἱ κατηχούμενοι. Καθησύχασαν τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι θὰ μιλήσουν μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ τὸν ἐξευμενίσουν.
Μετὰ πῆγαν στὸν διοικητὴ Ἀνθέμιο καὶ ἀπαίτησαν νὰ συνεχίσει τὴν καταδίωξη, γιατί οἱ πιστοὶ μαζεύτηκαν τώρα στὰ λουτρά. Ὁ διοικητὴς δίσταζε. Στὴν πραγματικότητα φοβόταν τὸν Θεό. Ὁ διοικητὴς δὲν ἦταν ἐπίσκοπος, ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξαιρέσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα…. Ἀπάντησε στὸν ἐπίσκοπο Ἀκάκιο καὶ στὸν ἐπίσκοπο Ἀντίοχο, ὅτι θὰ τοὺς διαθέσει τὰ στρατεύματα, ἀλλὰ πρέπει αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ τεθοῦν ἐπικεφαλεῖς. Οἱ ἐπίσκοποι ἦταν ἱκανὲς προσωπικότητες γιὰ ἕνα τέτοιο ἔγκλημα… Τὰ στρατεύματα ποὺ διοικοῦντο ἀπὸ ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ διακόνους διέκοψαν τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ἀριθμὸς τῶν νεκρῶν ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν στὸν καθεδρικὸ ναό… Ὅσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στοὺς ἀγρούς. Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ὁ Ἀρκάδιος μὲ τὴν Εὐδοξία καὶ τὴν φρουρά του.
Ὁ Ἀρκάδιος ρώτησε τὴν Εὐδοξία, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ μὲ τοὺς λευκοὺς χιτῶνες. Αὐτὴ ἀπάντησε, ὅτι εἶναι αἱρετικοί. Τότε ὁ Ἀρκάδιος διέταξε τὴν ἔφφιπη φρουρὰ νὰ τοὺς ἐπιτεθεῖ.
Δὲν γλύτωσε κανένας…
Ἐνῶ γίνονταν αὐτὰ ἐνθρονίστηκε ἕνας καινούργιος ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, ὁ Ἀρσάκιος, ὁ ἀδελφός του προκατόχου τοῦ Χρυσοστόμου Νεκταρίου. Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ἀρσάκιος εἶχε τὴν γλωσσικὴ ἱκανότητα ἑνὸς ψαριοῦ καὶ τὴν ρητορικὴ ἑνὸς βατράχου
Οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλης ἔμειναν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο. Ἀπέφευγαν νὰ λειτουργοῦνται στοὺς ναοὺς ποὺ μνημονευόταν ὁ Ἀρσάκιος. Ὅποιος ἀρνιόταν νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Ἀρσάκιο καταδικαζόταν σὲ ἐξορία ἢ θάνατο καὶ ἔκαναν κατάσχεση τῆς περιουσίας του. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ δὲν εἶχαν πιὰ ναούς, ἔκαναν τὴν Θ. Λειτουργία σὲ ἰδιωτικὲς κατοικίες. Ὅταν τὸ μάθαιναν αὐτὸ οἱ κρατικοὶ ὑπάλληλοι, τότε ἔκαναν κατάσχεση τῆς κατοικίας.
Οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰωάννου κατέφευγαν τότε στὸ δάσος. Στὶς 18 Νοεμβρίου 404 ἐμφανίστηκε ἕνας νόμος, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει στὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα καὶ ἀναφέρει ὅτι οἱ διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν πρέπει νὰ προσέχουν καὶ νὰ φροντίζουν νὰ μὴν γίνονται ἀπαγορευμένες συναντήσεις αὐτῶν ποὺ ἀπορρίπτουν τὶς Θ. Λειτουργίες στοὺς ναοὺς καὶ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἁγίους Ἐπισκόπους Πορφύριο Ἀντιοχείας, Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀρσάκειο Κων/πόλεως.
Ὁ χρονογράφος Νικηφόρος γράφει περὶ αὐτοῦ του νόμου: “Ὅταν κάποιος ἐπίσκοπος ἀρνιόταν νὰ ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεόφιλο, Ἀρσάκιο καὶ τὸν Πορφύριο, ἔχανε τὸν θρόνο του καὶ τὴν περιουσία του”. Ὅποιος ἦταν ὀπαδὸς τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχανε ἐπίσης ὅλη του τὴν περιουσία…
Ὅλοι κρύβονταν. Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει τὴν περίπτωση ἑνὸς ἐπισκόπου, ὀπαδοῦ τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος δὲν ἄφησε τὸ δωμάτιο, ποὺ τοῦ παραχώρησε ὡς καταφύγιο ἕνας φίλος, γιὰ τρία χρόνια. Ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐπαγγέλματα γιὰ νὰ μὴν ὑπογράψουν ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἐπίσκοπος Βρίσσων, ἀδελφός του Παλλάδιου, ἔγινε κηπουρὸς γιὰ νὰ μὴν ὑπογράψει. Ὁ ἐπίσκοπος Τρωάδος ἀγόρασε μία βάρκα καὶ ἔγινε ψαράς. Παρόλα αὐτὰ ἦταν δύσκολο νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μανία τῶν ἐπισκόπων. Ὅπου ἔβρισκαν ὀπαδὸ τοῦ Χρυσοστόμου τὸν ἁλυσόδεναν σὰν ἕναν δολοφόνο».
Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανεὶς διαβάζοντας αὐτὲς τὶς γραμμές! Τὴν πίστη τῶν κατηχουμένων, ποὺ ἀντὶ νὰ σκανδαλισθοῦν, ὅπως σίγουρα θὰ κάναμε ἐμεῖς σήμερα λέγοντας «τί χριστιανοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ σφάζουν καὶ σκοτώνουν; δὲν βαπτιζόμαστε», παρόλα αὐτὰ ἔμειναν πιστοὶ στὴν ἀπόφασή τους νὰ βαπτισθοῦν καὶ τελικὰ βαπτίσθηκαν ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου; Τὴν ὁμοιότητα τῶν ἐπιχειρήματων τῶν διωκτῶν τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν ὀπαδῶν του ποὺ μέχρι αἱρετικοὺς τοὺς ἀνακήρυξαν καὶ τοὺς ἐδίωκαν παντοῦ, μὲ τὰ σημερινὰ ἐπιχειρήματα τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων; Τὴν πίστη τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ποὺ ἀψήφισαν ὅλες τὶς συνέπειες καὶ ὅλους τους κινδύνους, ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο, καὶ ἔμειναν πιστοὶ στὸν Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, στὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ ἐπίσκοπο; Ἢ νὰ θαυμάσει κανεὶς τὰ ψέματα ποὺ μᾶς λένε σήμερα περὶ σχίσματος, ὅταν ἀποτειχισθεῖ κανεὶς γιὰ θέματα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης; Μπορεῖ, ἐπίσης νὰ μὴν ἐπισημάνει κανεὶς τὰ περὶ δυνητισμοῦ ψευτοεπιχειρήματα κάποιων ποιμένων στὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων, ὅταν βλέπουμε τὴν ξεκάθαρη στάση τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ἢ ἤσουν μὲ τὸν Ἅγιό του Θεοῦ ἢ ἀπέναντί του καὶ ἢ κοινωνοῦσες μὲ τοὺς διῶκτες του ἢ συνεργαζόσουν. Μέση κατάσταση δὲν ὑπῆρχε οὔτε εὐσέβεια ἄνευ κόστους καὶ μάλιστα βαρέους. Περὶ Ποῦ, ἀλήθεια, βλέπουν οἱ «δυνητιστές» σήμερα τὸ ἕνα χιλιοστὸ ἰδιαιτέρων συνθηκῶν ποὺ νὰ ἐπιτρέπουν τὴν ἐφαρμογὴ μίας γενικῆς ἀτελείωτης χρονικὰ οἰκονομίας; Δημεύουν σήμερα τὶς περιουσίες μας; Ἐξοριζόμαστε; Βασανιζόμαστε; Θανατωνόμαστε; Ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ ἰδιαίτερες συνθῆκες; Κι ἂν εἶναι ἡ ἀπόσταση ἢ ὁ συχνὸς ἐκκλησιασμός, τότε τί νὰ ποῦν οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Πῶς θὰ τολμήσουμε νὰ ἐπαινέσουμε τοὺς κατηχουμένους ἢ τοὺς πιστοὺς τῆς τότε ἐποχῆς, ὅταν δὲν πράττουμε οὔτε κἂν τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπραξαν ἐκείνοι, καὶ μάλιστα ὄχι γιὰ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τους καὶ ἐναντίον τῶν ψευδοποιμένων; Δυστυχῶς, ἂν ζούσαμε ἐμεῖς τότε, μᾶλλον θὰ εἴχαμε προδώσει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐκ προοιμίου τὸν Ἅγιο. Κι αὐτὸ «κατ΄ οἰκονομίαν»!
Εἴθε ὁ βίος τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ γεγονότα ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὰ νὰ μᾶς φωτίσουν ἐν μετανοίᾳ καὶ ταπεινώσει νὰ ἀλλάξουμε τακτική, νὰ πράξουμε τὸ σωστὸ καὶ θεάρεστο καὶ τὴν σημερινὴ ἐποχή.
Τελειώνω μὲ μία παρατήρηση: Ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι ἡ βιογραφία τοῦ Βίργκιλ Γεωργίου ὑπερτονίζει τὸν ρόλο τοῦ Πάπα Ρώμης ἁγ. Ἰννοκέντιου καὶ κρύβει τὶς προσπάθειές του γιὰ ἐξάπλωση τῆς παπικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι πράγματι ὄχι μόνο ὁ ἁγ. Ἰννοκέντιος ἀλλὰ σχεδὸν ὅλοι οἱ Πάπες εἶχαν αὐτὸ τὸ σκοπό. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι ὁ Πάπας διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς λόγῳ τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου, καθὼς καὶ τὸ ἐγκώμιο ποὺ συνέγραψε γι’ αὐτὸν σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀφόρισε καὶ ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ὅτι ὁ σχολιασμός μου δὲν ἦταν ἄδικος ἢ αὐστηρός, δείχνουν τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πάπα πρὸς τὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης ἔνδειξη ἀληθινοῦ ποιμένος ποὺ λαμβάνει τὰ μέτρα του γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τιμήσει τοὺς Ἁγίους. Ὡς ἔνδειξη τιμῆς στὸν ἅγιό της Ἐκκλησίας μας Ἰωάννη Χρυσόστομο, ἀκολουθεῖ ὡς ἐπίλογος τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγ. Ἰννοκέντιου, ποὺ παρεπιπτόντως ἀποδεικνύει γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος»:
«Φωνὴ αἵματος τοῦ δικαίου Ἰωάννου βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ σοῦ, βασιλεῦ Ἀρκάδιε! Διότι τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης ἐποίησες καιρὸ διωγμοῦ στὴν Ἐκκλησία ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό! Φεῦ, ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες. Ἐγὼ δὲν λυποῦμαι γιὰ τὸν Χρυσόστομο, διότι εἶναι μακάριος ἐκεῖνος γιὰ τὰ μεγάλα του κατορθώματα καὶ τρισμακάριος γιὰ τὶς ἀναρίθμητους κολάσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέμεινε, καὶ ἔλαβε τὸν κλῆρο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων, λυποῦμαι ὅμως γιὰ τὴν ἰδική σου ἀπώλεια, διότι, γιὰ νὰ ποίησης τὸ θέλημα μίας γυναικὸς ἄφρονος, στέρησες ὅλο τὸν κόσμο τῆς μελιρρύτου διδαχῆς του.
Γιὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ ὁποῖος ἐπιστεύθη τοῦ Κορυφαίου τὸν θρόνο, σᾶς κανονίζω καὶ αὐτήν, χωρίζοντάς σας τῆς ἁγίας κοινωνίας τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων· καὶ ἂν κάποιος τολμήσει νὰ σᾶς κοινωνήσει, νὰ εἶναι καθηρημένος καὶ αφορισμένος.
Ἐὰν δὲ καὶ ἐσεῖς βιάστε κάποιον, μὴ γένοιτο, νὰ σᾶς κοινωνήσει, καταφρονώντας τὴν Ἀποστολικὴ αὐτὴ διάταξη, νὰ εἶσθε ὡς οἱ τελῶνες καὶ ἐθνικοὶ παρὰ τῷ Ὀρθοδόξῳ συστήματι καὶ νὰ μένει ἡ ἁμαρτία ἐνώπιόν σας, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως λάβετε τὴν πρέπουσα παίδευση· τὸν δὲ Ἀρσάκιον, ποὺ τὸν βάλατε στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν καθαιροῦμε καὶ μετὰ θάνατον, ὡς καὶ ὅλους τους μετὰ τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχῷ τῷ τρόπω ἔλαβε τὴν ἀξία ὁ ἀνάξιος, τὸν δὲ Θεόφιλο, ὄχι μόνον καθαιροῦμε, ἀλλὰ καὶ ἀφορίζομε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος. Αὐτά, ποὺ ἐμεῖς δένομε στὴ γῆ, ἔτσι δένονται καὶ στὸν οὐρανὸ καθὼς ἀκοῦς στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο».
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου