.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Να ευχαριστείς κάθε μέρα και μ’ όλη σου την καρδιά τον Θεό



Να ευχαριστείς κάθε μέρα και μ’ όλη σου την καρδιά το Θεό, που σου έδωσε ζωή «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή» Του, μια λογική, ελεύθερη κι αθάνατη ζωή.
Να ευχαριστείς ιδιαίτερα το Θεό που σε αποκατάστησε και σε οδηγεί πάλι στην αιώνια ζωή, μετά την πτώση και καταδίκη σου στον αιώνιο θάνατο. Κι αυτό το έκανε όχι με την παντοδυναμία Του, αλλά με το να παραδώσει σε θάνατο το Μονογενή Του υιό για τη σωτηρία μας...

Να Τον ευχαριστείς ακόμα που καθημερινά χαρίζει ζωή σε σένα, αν και αμαρτάνεις αμέτρητες φορές με την ελεύθερη βούλησή σου και βαδίζεις από τη ζωή στο θάνατο. Κι αυτό το κάνει με το που θα πεις «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου» (Λουκ. ιε’ 18).

Να Τον ευχαριστείς που σε έκανε καλά από την αρρώστια σου, μ’ όλο που εκτίθεσαι ασύνετα στους κινδύνους και τις αρρώστιες, που είναι προάγγελοι του θανάτου. Να Τον δοξολογείς που διορθώνει τα σφάλματά σου και δε σου στερεί την επίγεια ζωή, γιατί ξέρει πόσο την αγαπάς και γιατί δεν είσαι ακόμα έτοιμος για τη μέλλουσα, την αιώνια ζωή.
Να Τον ευχαριστείς για όλα τα μέσα που σε στηρίζουν στη ζωή, για όλες τις χαρές μα και για τις θλίψεις της ζωής. Τα πάντα προέρχονται από Εκείνον, τον Πανεύσπλαχνο Πατέρα. Όλα πηγάζουν από την Πρωταρχική Πηγή της Ζωής, που μοιράζει και χαρίζει ζωή σε όλους.

Άνθρωπος ευγενικός και καλλιεργημένος λογαριάζεται εκείνος που σκορπάει γενναιόδωρα και αγαπητικό τα αγαθά και τα χαρίσματά του σε όλους, που χαίρεται όταν του δίνεται η ευκαιρία να κάνει το καλό και να ευχαριστεί τους άλλους, χωρίς να περιμένει καμιά ανταπόδοση.

Άνθρωπος ευγενικός και καλλιεργημένος λογαριάζεται εκείνος που δεν είναι φαντασμένος, που δεν ξιπάζεται σε εκείνους που συχνάζουν κοντά του και ωφελούνται από τη γενναιοδωρία του, που δεν τους παραμελεί, που δεν τους υποτιμά στη σκέψη του, αλλά τους εκτιμά όπως την πρώτη φορά που τους συνάντησε ή και περισσότερο ακόμα.
Τυχαίνει συχνά να κομπάζουμε και να υπερηφανευόμαστε μπροστά σε εκείνους που μας πλησιάζουν. Με το που τους συνηθίζουμε όμως νιώθουμε πως μας κουράζουν και τους περιφρονούμε, τους λογαριάζουμε για τίποτα. Πολύ συχνά τοποθετούμε κάποιον άνθρωπο στη συνείδησή μας πιο χαμηλά κι από ένα ζώο που αγαπάμε, ή κι από ένα αντικείμενο ακόμα.

Αγίου Ιωάννου της Κρηστώνης
Από την Μηνιαία έκδοση:
Ι.Ν. Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος,
«Ο ΤΥΡΩΝ»

http://www.pentapostagma.gr

Να είσαι χαρούμενος



Είσαι άρρωστος; Να είσαι χαρούμενος. Γιατί «εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί» (Εβρ. 12, 6). 
Είσαι φτωχός; 
Να ευφραίνεται η ψυχή σου, γιατί σε περιμένουν τα αγαθά του φτωχού Λαζάρου. Σε συκοφαντούν και σε κακομεταχειρίζονται για το Όνομα του Χριστού; Είσαι μακάριος, γιατί η καταισχύνη σου θα μετατραπεί σε δόξα αγγελική. 
Είσαι δούλος; 
Ευχαρίστησε τον Θεό και έτσι θα έχεις μαζί σου πάντα Εκείνον που ταπεινώθηκε περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Ευχαρίστησέ Τον, γιατί είσαι σε καλύτερη κατάσταση από κάποιον άλλο, γιατί ούτε σε καταναγκαστικά έργα σε έστειλαν, ούτε σε μαστιγώνουν.

Μέγας Βασίλειος

Τι σημαίνει να έχεις φόβο Θεού;



Τι σημαίνει να έχεις φόβο Θεού;
Για τον άπιστο, ο φόβος Θεού είναι ο φόβος της κρίσης του Θεού και αιώνιος θάνατος, που είναι αιώνιος χωρισμός από το Θεό (Λουκάς 12:5, Εβραίους 10:31). Για το πιστό, ο φόβος Θεού είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο φόβος του πιστού είναι ευλάβεια προς το Θεό. Το εδάφιο στην προς Εβραίους 12:28-29 είναι μια καλή περιγραφή αυτού:
«Γι' αυτό, παραλαμβάνοντας μια ασάλευτη βασιλεία, ας κρατάμε τη χάρη, διαμέσου τής οποίας να λατρεύουμε ευάρεστα τον Θεό, με σεβασμό και ευλάβεια. Επειδή, ο Θεός μας είναι φωτιά που κατατρώει». Αυτή η ευλάβεια και ο σεβασμός είναι ακριβώς τι σημαίνει φόβος Θεού για τους Χριστιανούς. Αυτό είναι ένα κίνητρο για μας, να παραδοθούμε στο Δημιουργό του Σύμπαντος.
Στο εδάφιο στις Παροιμίες 1:7 δηλώνει, «Αρχή σοφίας είναι ο φόβος τού Κυρίου.» Μέχρι να καταλάβουμε ποιος είναι ο Θεός και να αναπτύξουμε έναν ευλαβή φόβο γι΄ Αυτόν, δεν μπορούμε να έχουμε αληθινή σοφία. Η αληθινή σοφία έρχεται μόνο με την αντίληψη του ποιος είναι ο Θεός και ότι είναι άγιος και δίκαιος.
Στα εδάφια του Δευτερονομίου 10:12, 20-21 αναφέρει, «Και τώρα, Ισραήλ, τι ζητάει από σένα ο Κύριος ο Θεός σου, παρά να φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου, να περπατάς σε όλους τους δρόμους του, και να τον αγαπάς, και να λατρεύεις τον Κύριο το Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου. Θα φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου• αυτόν θα λατρεύεις, και σ' αυτόν θα είσαι προσηλωμένος, και στο όνομά του θα ορκίζεσαι. Αυτός είναι το καύχημά σου, κι αυτός είναι ο Θεός σου, που έκανε για σένα αυτά τα μεγάλα και τρομερά, που είδαν τα μάτια σου.» Ο φόβος Θεού είναι η βάση του περπατήματός μας στους δρόμους Του, να Τον υπηρετούμε και ναι, να Τον αγαπάμε.
Κάποιοι επαναπροσδιορίζουν το φόβο Θεού για τους πιστούς ως «σεβασμό» προς Αυτόν. Παρόλο, που ο σεβασμός περιλαμβάνεται στην έννοια του φόβου Θεού, υπάρχει κάτι παραπάνω σ΄ αυτό. Ο βιβλικός φόβος Θεού, για το πιστό, συμπεριλαμβάνει κατανόηση του πόσο ο Θεός μισεί την αμαρτία και να φοβάται την κρίση Του στην αμαρτία – ακόμα και εντός της ζωής ενός πιστού. Τα εδάφια στην προς Εβραίους 12:5-11 περιγράφουν την πειθαρχία του Θεού στο πιστό. Παρόλο που γίνεται με αγάπη (Εβραίους 12:6), εξακολουθεί να είναι ένα φοβερό πράγμα. Ως παιδιά, ο φόβος της πειθαρχίας από τους γονείς μας, χωρίς αμφιβολία απέτρεψε κάποιες κακές πράξεις. Το ίδιο πράγμα πρέπει να ισχύει στην σχέση μας με το Θεό. Πρέπει να φοβόμαστε την πειθαρχία Του, και γι΄ αυτό να επιδιώκουμε να ζούμε τις ζωές μας με τέτοιο τρόπο που να Τον ευχαριστεί.
Οι πιστοί δεν πρέπει να φοβούνται το Θεό. Δεν έχουμε κανένα λόγο να Τον φοβόμαστε. Έχουμε την υπόσχεσή Του ότι τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Του (Ρωμαίους 8:38-39). Έχουμε την υπόσχεσή Του ότι ποτέ δεν θα μας αφήσει ούτε θα μας εγκαταλείψει (Εβραίους 13:5). Φόβος Θεού σημαίνει να έχουμε τέτοια ευλάβεια γι΄ Αυτόν που να έχει μεγάλη επίδραση στο τρόπο που ζούμε τις ζωές μας. Φόβος Θεού είναι να σεβόμαστε Αυτόν, να υπακούμε Αυτόν, να υποτασσόμαστε στην πειθαρχία Του και να λατρεύουμε Αυτόν με ευλάβεια.

http://nefthalim.blogspot.gr

Αληθινά ευτυχισμένοι



Δυο φίλοι από την Αλεξάνδρεια έφτασαν μέχρι τα βάθη της ερήμου, ψάχνοντας για ένα σοφό και ευτυχισμένο άνθρωπο. 

Πραγματικά, μετά από πολύ καιρό, βρήκαν έναν άγιο ασκητή. Και τον ρώτησαν:

-Τι να κάνουμε, πάτερ, για να βρούμε την αληθινή ευτυχία;

Βλέπουμε, ότι είσαι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος πού μπορούμε να ρωτήσουμε. Γιατί φαίνεσαι ΑΛΗΘΙΝΑ ήρεμος και ευτυχισμένος. Μόνο πού εμείς

-Γιατί να το κρύψομε;

-Δεν μπορούμε να ζήσομε όπως εσύ...

Τότε εκείνος ο άγιος άνθρωπος, σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό και με δάκρυα στα μάτια, τούς είπε:

-Αδέλφια μου, δεν χρειάζεται να ζείτε ακριβώς όπως εγώ, για να είσθε ΑΛΗΘΙΝΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ. Αλλά τι χρειάζεται;

* ΝΑ σκέπτεστε τον Θεό, τουλάχιστον όσο σκέπτεστε τούς ανθρώπους.

* ΝΑ φοβάσθε τον Θεό, τουλάχιστον όσο φοβάσθε τούς ανθρώπους.

* Να τιμάτε τον Θεό, τουλάχιστον όπως τιμάτε τους ανθρώπους.

* Να ελπίζετε στον Θεό, τουλάχιστον όσο ελπίζετε στους ανθρώπους.

* Να εκπληρώνετε τον νόμο του Θεού, τουλάχιστον όσο εφαρμόζετε τον ανθρώπινο νόμο.

* Να ζητάτε την βοήθεια του Θεού, τουλάχιστον όσο την ζητάτε από τους ανθρώπους.

* Να δοξάζετε τον Θεό, τουλάχιστον όσο δοξάζετε τους ανθρώπους.


Πρίν ἔλθη ἡ φοβερή ἡμέρα τοῦ θανάτου ἄς φροντίσουμε νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας



Πρίν ἔλθη ἡ φοβερή ἡμέρα τοῦ θανάτου ἄς φροντίσουμε νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας μέ τήν μετάνοια καί ἐξομολόγηση, καί νά πλουτίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ ἔργα ἀγαθά, νά κοσμίσουμε τίς ψυχές μας μέ ἀρετές. Γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας εἶναι ἡ βαθειά συναίσθηση, ἡ συντριβή καί ἡ θλίψη τῆς καρδιᾶς, διότι ἐλύπησε μέ τήν ἁμαρτία τόν φιλάνθρωπο Θεό. Εἶναι ἡ κατάνυξη, οἱ ἀναστεναγμοί, οἱ προσευχές, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, τά δάκρυα. Αὐτή ἡ μετάνοια εἶναι γνήσια, ὠφέλιμος, παρέχει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί καθιστᾶ τόν ἁμαρτωλό ἀπό ἐχθρό φίλο τοῦ Θεοῦ. Τέτοια μετάνοια πρέπει νά ἔχουμε ὅσες φορές ἁμαρτήσουμε.

Γέροντος Φιλόθεου Ζερβάκου

“Μείνον μεθ' ημών” Κύριε...



“ΕΓΩ ΜΕΘ' ΥΜΩΝ ΕΙΜΙ… 
ΜΕΧΡΙ  ΤΗΣ  ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ  ΤΟΥ  ΑΙΩΝΟΣ” 
(Ματθ. 28, 20)

Μείνε μαζί μας, Κύριε, εσύ που είσαι το αληθινό πνευματικό και ηθικό φως, "η αλήθεια και η ζωή". Μείνε μαζί μας, μαζί με όλους μας, με τους νέους και τους ηλικιωμένους, με τους άνδρες και τις γυναίκες, με σοφούς και αγράμματους, με υγιείς και ασθενείς, με τους δικούς μας και τους ξένους, με "τους εγγύς και τους μακράν", με δικαίους και αδίκους, με αμαρτωλούς και αγίους.

Μείνε μαζί μας και τώρα και πάντοτε, και στις χαρές και στις λύπες, και στα εύκολα και στα δύσκολα, συνοδοιπόρος, οδηγός, βοηθός, συμπαραστάτης. "Τοις πλέουσι σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσι συνόδευσον, τους νοσούντας ιάσαι, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον τους ολιγοψύχους παραμύθησαι, χηρών και ορφανών πρόστηθι, τας συζυγίας εν ειρήνη και ομόνοια διατήρησον... (Μ. Βασίλειος)

Μείνε, Κύριε, στην καρδιά μας, για να τη φωτίζεις, να τη γαληνεύεις, να την ηρεμείς, για να της δίνεις τη δική σου χαρά, αγάπη και ειρήνη. Για να μας παρέχεις την αληθινή ευτυχία, την πληρότητα της ζωής, τη χάρη, την ευλογία και τον αγιασμό. Μείνε μαζί μας, Κύριε, για να μας συγκρατείς από το θέλημα της σαρκός, από το σαρκικό φρόνημα, από κάθε πονηρό, ακάθαρτο, εμπαθή λογισμό, από βέβηλα αισθήματα, επιθυμίες, σχέδια και προθέσεις, από τα έργα του σκότους και να μας καθοδηγείς, ώστε "ποιείν τα σοι ευάρεστα". 

Μείνε μαζί μας, ώστε η καρδιά μας να είναι καθαρή και ευθεία, απλή, ανυπόκριτη και άκακη, καρδιά που να μπορεί να εμπιστεύεται, όπως τα παιδιά. Για ν' ανθοβολεί κάθε καλό και κάθε αρετή, για να έχει αγνά και άγια συναισθήματα, ευαισθησία, καλοσύνη και χάρη.
Μείνε, Κύριε, στις οικογένειες, σε κάθε οικογένεια, για να υπάρχει ειρήνη και ομό- νοια, αγάπη και ομοψυχία, για να είναι στεριωμένες σε στέρεη βάση και ασάλευτη. Για να απολαμβάνουν οι γονείς "καλλιτεκνίας απόλαυσιν", για να μακροημερεύσουν και να χαρούν "τέκνα τέκνων". Για να αποφεύγονται οι προστριβές, οι φιλονικίες, οι άσχημες και απρεπείς συμπεριφορές ανάμεσα στους συζύγους.
Για να ζουν με βαθειά αγάπη, κατανόηση και σεβασμό. Για να ανατρέφονται οι νέοι βλαστοί, τα παιδιά, σε περιβάλλον χαρούμενο και ευλογημένο, με πολλή τρυφερότητα και απαλότητα "εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου". Για να αποφεύγονται τα επώδυνα και καταστρεπτικά διαζύγια για να μην πληγώνονται τα παιδιά και δοκιμάζουν πίκρα και απογοήτευση από τα τρυφερά τους χρόνια.

Μείνε, Κύριε, στους νέους, παιδαγώγησέ τους, οδήγησε τους στην αλήθεια και στο δρόμο της αρετής. Σήμερα που οι αληθινοί παιδαγωγοί και δάσκαλοι είναι είδος εν ανεπάρκεια που τείνει να εκλείψει. Σήμερα που τα πάντα έχουν ευτελιστεί, και σκέψεις και συναισθήματα και ακροάματα και θεάματα και αναγνώσματα, σήμερα που οι πάντες πασχίζουν με κάθε μέσο και τρόπο να αποπροσανατολίσουν και ν' απομακρύνουν τους νέους από "τις πηγές των υδάτων", από τα καθαρά νερά της γνήσιας ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσης και να τους οδηγήσουν σε δρόμους σκολιούς και διεστραμμένους, ώστε να τους κάνουν ευάλωτους σε κάθε είδους ποταπότητα και εξαχρείωση.

Μείνε κοντά στους νέους, εσύ ο αιώνιος νέος, για να τους κρατήσεις στην αγνότητα και στην καθαρότητα σώματος και ψυχής, για να τους εμπνεύσεις ανώτερη ζωή. Για να τους προστατέψεις από κάθε κακοτοπιά, από τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα, από την ανηθικότητα και τις φαύλες πράξεις και τις εφάμαρτες συνήθειες, από κάθε τι που τους φθείρει σωματικά και ψυχικά. Από τις προκλήσεις των σύγχρονων Σειρήνων, από τους κινδύνους και τις πολλές και ποικίλες παγίδες, που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα της ζωής τους, από την "ευπερίστατη αμαρτία".

Μείνε, Κύριε, στην κοινωνία μας, για να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, για να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές και αναστατώσεις, για να μην υπάρχουν άνθρωποι που να πεινούν και να στερούνται τα αναγκαία προς το ζην, για να μην πεθαίνουν παιδιά από την πείνα και από την έλλειψη στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης. Για να σταματήσουν τα εγκλήματα, οι πράξεις βίας, οι κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις. Για να καταργηθούν τα πυρηνικά οπλοστάσια, να περιοριστούν οι εξοντωτικοί εξοπλισμοί, για να σταματήσουν οι πόλεμοι, που σπέρνουν συμφορά και όλεθρο, για να επικρατήσει ειρήνη σ' ολόκληρο τον κόσμο.

"Εγώ μεθ' υμών ειμί... μέχρι της συντέλειας του αιώνος" (Ματθ. 28,20), είναι η απάντηση του Χριστού. Ο Χριστός είναι πάντοτε μαζί μας, αρκεί εμείς να το θέλουμε, αρκεί εμείς να επιζητούμε τη συντροφιά Του, αρκεί εμείς να επιθυμούμε τη χάρη Του και την ευλογία Του, αρκεί εμείς να του λέμε: "γενηθήτω το θέλημα σου…"

Κων. Χαρ. Κορλός, θεολόγος




Πρός τήν αἰωνιότητα – Ὁ Θάνατος



“Η σκέψῃ τοῦ θανάτου εἶναι ἱκανὴ νά παρακινήσει τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ μετάνοια. Μᾶς εἶναι καὶ γνωστὸς καὶ ἄγνωστος ὁ θάνατος. Γνωστός, γιατὶ ξέρουμε ὅτι ὅλοι θὰ πεθάνουμε. Ἄγνωστος, γιατὶ δέν ξέρουμε πότε, ποῦ καὶ πῶς θὰ πεθάνουμε. Ὅσο περισσότερο ζοῦμε, τόσο περισσότερο μικραίνει ἡ ζωὴ μας, τόσο λιγοστεύουν οἱ μέρες μας καὶ πλησιάζουμε στό θάνατο. Εἴμαστε πιὸ κοντὰ του σήμερα ἀπ΄ ὅ,τι χθές, αὐτὴ τὴν ὥρα ἀπ΄ ὅ,τι τὴν προηγούμενη. Ὁ θάνατος βαδίζει ἀόρατος πίσω ἀπ΄τὸν καθένα καὶ τὸν ἁρπάζει τότε πού δέν τὸ ὑποπτεύεται. Ἐντούτοις, σχεδὸν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι – καὶ μάλιστα οἱ ὑγιεῖς καὶ οἱ δυνατοὶ – κάνουν τίς ἀκόλουθες σκέψεις γιά τὸν ἑυατὸ τους:
– Ἐγὼ θὰ ζήσω ἀκόμη ἀρκετά. Εἶναι πολὺ μακριὰ τὸ τέλος μου. Θὰ μαζέψω πλούτη καὶ θὰ εὐφραίνομαι. Μὰ ὁρμάει ξαφνικὰ ἐναντίον τους ὁ θάνατος καὶ σβήνουν τὰ ὄνειρα καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Καὶ πεθαίνει γρήγορα ἐκεῖνος πού ἔταξε στόν ἑαυτὸ του μακροζωία. Καὶ ἀφήνει τ΄ ἀγαθὰ του καὶ τὸ σῶμα του στόν κόσμο ἐκεῖνος πού ἤθελε νά συγκεντρώνει πλούτη. Ἄγνωστο, λοιπὸν, μᾶς εἶναι τὸ τέλος, χριστιανοί.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ φροντίζει γιά τὸ καλὸ μας, τὰ καθόρισε ἔτσι, ὥστε νά εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι καὶ νά καταφεύγουμε στήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Μὲ ὅ,τι θὰ φύγει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ δῶ, μ΄ αὐτὸ καὶ θὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στό κριτήριο τοῦ...
Χριστοῦ.

Ἀδελφοί, ἂς συλλογιστοῦμε προσεκτικὰ αὐτὰ τὰ λόγια κι ἂς μετανοήσουμε, γιά νά μὴν ταξιδέψουμε πρὸς τὴν αἰωνιότητα μὲ τίς ἁμαρτίες μας καὶ ἐμφανιστοῦμε μ΄ αὐτὲς σ΄ ἐκεῖνο τὸ δικαστήριο. Ὁ φιλεύσπλαχνος Θεὸς μᾶς ὑποσχέθηκε τὸ ἔλεός Του, δέν μᾶς ὑποσχέθηκε ὅμως ὅτι θὰ ζοῦμε τὸ ἑπόμενο πρωί. Καὶ τοῦτο, γιά νά εἴμαστε προσεκτικοί, καὶ ὅταν ξυπνᾶμε, νά θυμόμαστε τὸ θάνατό μας, νά διορθώνουμε τὸν ἑαυτὸ μας, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τὴν ἔξοδο μας, ὥστε νά ἔχουμε μακάριο τέλος. Εἶναι φοβερὴ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι τή σκέφτονταν κι ἔκλαιγαν, ἱκετεύοντας τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νά τοὺς ἐλεήσει ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἐκπληκτικό! Νά κλαῖνε οἱ ἅγιοι στή σκέψη τοῦ θανάτου, καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ νά μὴν συγκινοῦνται, ἂν καὶ βλέπουν καθημερινὰ κάποιον νά πεθαίνει. Φτωχοὶ ἁμαρτωλοί! Γιατὶ κοιμόμαστε, ἐνῶ ὁ διάβολος σὰν κλέφτης ἁρπάζει τή σωτηρία μας; Ἂς γράψουμε στή μνήμη μας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι. Ἀπ΄ αὐτὴν θὰ ἑξαρτηθεῖ, ἂν ὁ ἄνθρωπος θὰ εἶναι αἰώνια εὐτυχισμένος ἢ αἰώνια δυστυχισμένος.

Ἀπὸ τὸ θάνατο ἀνοίγουν γιά τὸν καθένα οἱ πύλες τῆς αἰωνιότητας, ὁ δρόμος γιά τὴν αἰώνια μακαριότητα ἢ τὴν αἰώνια δυστυχία. Ἀπ΄ αὐτὸν τὸν σταθμὸ ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ ἢ νά πεθαίνει αἰώνια. Ποῦ βρίσκονται τώρα ὅσοι ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ πέρασαν τή ζωή τους ἀμετανόητα, μὲ κραιπάλες καὶ ἡδονές; Ἔφυγαν ἀπ΄αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀφήνοντας ἐδῶ ὅλες τους τίς χαρές. Ὁδηγήθηκαν καθένας στόν τόπο του, περιμένοντας τὴν τελευταία Κρίση, ὁπότε θὰ λάβουν τὴν ἀμοιβὴ τῶν ἔργων τους.

Γι΄ αὐτὸ, ἐφόσον δέν ἦρθε ἀκόμα γιά μᾶς ἐκείνη ἡ ὥρα, ἂς στραφοῦμε ὁλόψυχα πρὸς τὸν Θεὸ μας μὲ τὴν πίστη καὶ τή μετάνοια, ὥστε νά κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀγαπητὲ χριστιανέ! Ὁ θάνατος μᾶς ἀκολουθεῖ βῆμα πρὸς βῆμα χωρὶς νά τὸν βλέπουμε, καὶ τὸ τέλος φτάνει τότε πού δέν τὸ περιμένουμε. Γι΄ αὐτὸ νά βρίσκεσαι συνέχεια σὲ κατάσταση μετανοίας, ἕτοιμος παντοῦ καὶ πάντοτε γιά τὴν ἀναχωρήσή σου. Ὁ συνετὸς δοῦλος εἶναι πάντα ἄγρυπνος καὶ περιμένει πότε θὰ τὸν καλέσει ὁ Κύριός του.

Ἀγρύπνα κι ἐσὺ καὶ περίμενε πότε θὰ σὲ καλέσει ὁ Κύριός σου, ὁ Χριστός. Νά ζεῖς ὅπως θὰ ἤθελες νά σὲ βρεῖ ὁ θάνατος. Νά ζεῖς μὲ εὐσέβεια καὶ νά ἐργάζεσαι μὲ φόβο καὶ τρόμο γιά τή σωτηρία σου. Ἔτσι, δέν θὰ στερηθεῖς τὴν αἰώνια σωτηρία, ποὺ μᾶς δώρισε ὁ Κύριός μας μὲ τὸ Αἷμα Του καὶ τὸ θάνατό Του. Ἔτσι, θὰ τελειώσεις τή ζωή σου χριστιανικά. Καὶ εἶναι, πραγματικὰ, μακάριοι οἱ νεκροὶ ἐκεῖνοι πού πεθαίνουν πιστοὶ στόν Κύριο καὶ ἑνωμένοι μαζὶ Του. “.


Ἁγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, 
Ε’ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ – Ὁ Θάνατος )
Ἔκδοσις: ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Οἱ συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως στὴν καθημερινὴ ζωή

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ μήνυμα στὴ ζωή μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ δοῦμε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ - θρησκευτική του πλευρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ κοινοῦ, τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.

Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξω στὴν ζωή μου βλέπω τὸν θάνατο νὰ παραμονεύει. Πρῶτα-πρῶτα ὅλοι ξέρουμε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο, ὁ τελικὸς νικητής. Τὸ ξέρει καὶ τὸ ξέρουμε ὅτι δὲν θὰ τοῦ ξεφύγουμε στὸ τέλος.

Στὸ διάβα στῆς ζωῆς μου βιώνω πολλοὺς θανάτους πρὶν ἀπὸ τὸν τελικό. Τὸ θάνατο τῶν ἐλπίδων μου καὶ τῶν προσδοκιῶν μου γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή. Τὴν ἀποτυχία πολλῶν σχεδίων. Ἡ ζωή μας εἶναι τόσα ὄνειρα, τόσες ὡραῖες προσδοκίες, ἀλλὰ οἱ πιὸ πολλὲς πεθαίνουν, δὲν πραγματοποιοῦνται, καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὴν πίκρα, ἢ τὴν δικαιολογία τῆς συνθηκολόγησης, ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωή.

Τὸν διακρίνω νὰ ἀρχίζει νὰ ροκανίζει τὴν δύναμή μου, τὴν νιότη μου, πιὸ πολὺ τὴν διανοητική μου ἱκανότητα. Προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὴ μνήμη μου. Ἀσπρίζει τὰ μαλλιά μου. Δὲν μὲ ἀφήνει νὰ βλέπω τὸν κόσμο.

Πολλὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἀλλὰ ἴσως δὲν χρειάζεται, ὅλοι μας ξέρουμε πῶς εἶναι τὸ ἄσχημο πρόσωπο τοῦ θανάτου (Χεμινγουέι). Καὶ ἂν πεῖ κανείς, δὲν μὲ νοιάζει μπορῶ νὰ τὸν κοιτάζω κατάματα, μὲ περιφρόνηση καὶ εἰρωνεία, καὶ νὰ τὸν φτύσω καταπρόσωπο τὴν ὥρα ποὺ θὰ μοῦ παίρνει τὴ ζωή, θὰ τὸ καταλάβαινα, ξέρω τί θὰ πεῖ νὰ πεθαίνεις μὲ ἀξιοπρέπεια τουλάχιστον, ὁ Ἀλμπὲρ Καμὺ τὸ ἐξέφρασε τόσο ὄμορφα, ὅμως καὶ πάλι μὲ νικᾶ.

Ὁ θάνατος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πιὸ ὀδυνηρός. Πῶς θὰ ἀντέξω νὰ πεθαίνει ὅτι ἀγάπησα; Πόσο ὀδυνηρὸ εἶναι νὰ πεθαίνουν τὰ λουλούδια, νὰ πεθαίνει κάθε ὀμορφιά! Πολὺ περισσότερο εἶναι τρομερὸ νὰ πεθαίνει τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαπῶ. Ὅτι ἀγαπῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ στοιχειοθετεῖ τὴν ζωή μου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τῆς δίνει νόημα. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση. Τελικὰ ὁ ἄλλος ἢ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ζωή μου. Ἡ φιλοσοφία τὸ λέει τόσο ὡραία. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση ἕνας διαρκὴς διάλογος μὲ τὸν ἄλλο. Ἀκόμα καὶ ἡ σκέψη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας διάλογος. Πεθαίνοντας ὁ ἄλλος πεθαίνω καὶ ἐγὼ σιγὰ-σιγά. Γιατὶ σταματοῦν πιὰ οἱ σχέσεις μου. Ἡ μοναξιὰ μὲ κυριεύει.

Ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου κρύβεται παντοῦ καὶ ἀναδύεται τὴ νύχτα ποὺ κι αὐτὴ εἶναι ἕνας θάνατος. Ὁ Χεμινγουέι τὴν περιγράφει μὲ ἄφθαστο τρόπο στὰ λόγια τῆς Πίλαρ...

Τώρα μπορῶ νὰ δῶ γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ἀναστήθηκε θὰ ἀναστηθῶ καὶ ἐγώ. Μὰ τί λέγω; Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησα. Θὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀνέστη ὁ Χριστός. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειο, θὰ μοιάζει μὲ τὸν Χριστό.

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, καὶ ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. Ἡ πτώση μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τίποτα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ βαθιὰ σημασία τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν πτώση εἰσῆλθε ἡ κατεύθυνση πρὸς τὸ μηδέν, τὸ εἶναι πρὸς θάνατον. Μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, ἡ φύση μας εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε ἡ ἁπλὴ συγνώμη του γιὰ αὐτό. Μὰ ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό.

Μερικοὶ σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Πλάτωνα λένε ὅταν πεθαίνει κανείς: «Πρέπει νὰ χαίρεσαι γιατί ἡ ψυχή του εἶναι κοντὰ στὸ Θεό». Ὅμως τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἀνάσταση; Ὄχι! Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κλάψουμε, μᾶς καλεῖ νὰ κλάψουμε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ζωῆς. Γιατὶ τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα καὶ ἀσύγχυτα. Εἶναι τὸ ἔσχατο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄλλο νὰ ἀγαπᾶς κάτι, πχ. τὸ σκύλο σου καὶ ἄλλο νὰ γίνεσαι σκύλος. Ἄλλο τὸ συναίσθημα καὶ ἄλλο τὸ νὰ γίνεσαι ἕνα μὲ κάτι. Τὸ ἴδιο ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Μᾶς ἀγαπᾶ χωρὶς κανένα λόγο, καμία ἀναγκαιότητα, οὔτε γιατί τὸ ἀξίζουμε ἡ ὄχι.

Τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ καὶ τοῦ δικοῦ μου βέβαια. Τέλειο, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης, τῆς βαρύτητας τῆς ἀνάγκης κτλ. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ τὸ σῶμα μας, μιὰ τέλεια ὀμορφιὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ.

Θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου ἀπὸ τὴν Κίνα, ὅτι γιὰ μένα δὲν ἔχει σημασία ὁ θάνατος, ἀφοῦ ἐγὼ πιστεύω στὴν μετεμψύχωση. Ὅμως τελικὰ μήπως ἡ μετεμψύχωση δὲν εἶναι ὁ χειρότερος, θάνατος; Γιατὶ μὲ τὴν μετεμψύχωση δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπήσω γιὰ πάντα. Πῶς μπορῶ νὰ πῶ σὲ αὐτὴν ποῦ ἀγαπῶ, σὲ ἀγαπῶ γιὰ πάντα; Δὲν μπορῶ νὰ πῶ γιὰ πάντα, γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ στὴν ἄλλη μετεμψύχωση θὰ ἀγαπῶ μιὰ ἄλλη, ἄλλοτε θὰ εἶμαι ἄνδρας γυναίκα, ζῶο. Συνεπῶς ἡ ποιότητα τῶν σχέσεών μου εἶναι πολὺ χαμηλή.

Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν πειράζει αὐξάνονται οἱ ἐμπειρίες μου, ὡριμάζω μέσα σὲ τόσες μετεμψυχώσεις. Ὅμως ἀκόμα κι ἂν παρακάμψουμε τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς εἶμαι τελικὰ ἐγώ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὅτι εἶμαι ἐγὼ σὲ κάθε μετεμψύχωση, πάλι δὲν παύει νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ἔλλειψη τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ χρησιμοποιῶ τὸν ἄλλο ἔστω γιὰ τὴν τελείωσή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ἑνωθῶ μαζί του τελικά. Κι ἂν ἑνωθῶ θὰ ἑνωθῶ περιστασιακά. Πόσο νιώθουν ὅλοι αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ βουβὸ θάνατο στὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὸ σπάσιμο τοῦ ὀδυνηροῦ κύκλου τῆς μετεμψύχωσης. Τὸ σταμάτημα τῶν ζωῶν ποὺ εἶναι θάνατοι. Εἶναι φοβερὸ νὰ ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τελικὰ ἕνας θάνατος. Ὁ Σὰρτρ εἶπε, μᾶς ἔδειξε, πὼς ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου, γιατὶ βλέπω σὲ αὐτὸν τὸν περιορισμό μου, ἡ μετεμψύχωσή μου δείχνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος ἀφοῦ τελικὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ γιὰ πάντα. Ὅμως ὅταν σπάσει ὁ κύκλος τῶν μετεμψυχώσεων, τί γίνεται; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ πρόσωπο ὑπάρχει μόνο μιὰ γενικὴ κατάσταση ποὺ ὀνομάζεται εὐτυχία. Ὅμως δὲν εἶναι ἀγάπη. Πρῶτα γιατί δὲν ὑπάρχει σάρκα, καὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἀγαπῶ ἀνθρώπους μὲ σάρκα καὶ μετὰ γιατί δὲν ὑπάρχει Θεὸς συνεπῶς δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ὕπαρξη τέλεια καὶ γιὰ πάντα.

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι μόνο ἔχει ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ ἔχω λίγη ἀγάπη ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἀγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη γιατὶ εἶναι κοινωνία τριῶν προσώπων, Πατὴρ Υἱὸς Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ἕνα πρόσωπο ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχουν καὶ τὰ ἄλλα δύο. Ὅμως ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ φίλος μου, ἢ ἂν δὲ μὲ ἀγαπᾶ κάποιος, ἐγὼ θὰ ὑπάρχω. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Τὸ νὰ ὑπάρχουμε στὴν νιρβάνα, εἶναι ἀκόμα τὸ νὰ ὑπάρχουμε μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, χωρὶς τὴν δυνατότητά του νὰ ὑπάρχουμε ἐπειδὴ συνυπάρχουμε ὅπως ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως μᾶς κάνει δῶρο αὐτὸ τὸν μοναδικὸ τρόπο ζωῆς.

Καὶ ἐπειδὴ δέχομαι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ κάποιον γιὰ πάντα.

Ὅταν λοιπὸν θὰ στολίζω μὲ λουλούδια τὸν ἐπιτάφιο, τὸ φέρετρο τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνω ὅτι τὰ λουλούδια δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν εὐωδία τοῦ παράδεισου. Γιατὶ ἀκόμα κι αὐτά, ὁλόκληρη ἡ κτίση θὰ ζήσει, ἀφοῦ τελικὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρει ὅλη τὴν κτίση, ζεῖ μέσα στὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Τώρα πιὰ ἀκόμα καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μπορεῖ νὰ ἐλπίζει. Ὁ Παῦλος ποὺ ἄκουσε τὸ κρυφὸ κλάμα καὶ τὸ στεναγμὸ τῆς κτίσης ὅλης, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἀναζητοῦν τὴν τελειότητα στὸ δρόμο τῆς ἁρμονίας τῆς φύσης, - ἁρμονίας ποὺ πρὶν δὲν ὑπῆρχε γιατί πίσω ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ κρύβεται ὁ θάνατος- μόνο τώρα μποροῦν νὰ μοῦ ποῦν γιατὶ τὰ ἄνθη τῆς κερασιᾶς εἶναι ὄμορφα.

π.Ἰωνᾶς Μούρτος

...την ώρα του δειλινού, την ώρα που φαίνεται ο Θεός ν΄ αγαπάει περισσότερο από όλες τις άλλες



(...) Τίποτε όμως δεν ήταν πιο μόνιμο από τον φόβο μου μην χάσω αυτόν, τον ένα, τον καλό μαργαρίτη. 
Θα με ρωτήσεις βέβαια ποιος είναι ο καλός μαργαρίτης.
Πολλές φορές το σκέφτηκα και θα σου πω πού κατέληξα: ο καλός μαργαρίτης είναι η καλή απολογία. Η διαρκής ανάμνηση της στιγμής, που θα βρεθείς μπροστά Του. Όχι μπροστά σ΄ ένα… φοβερό βήμα αλλά μαζί Του σε μια απέραντη αμμουδιά. Εκεί που θα τα πείτε αντικριστά, καθισμένοι σε δυο ψάθινες καρέκλες την ώρα του δειλινού, την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει, την ώρα του δικού σου δειλινού, την ώρα που φαίνεται ο Θεός ν΄ αγαπάει περισσότερο από όλες τις άλλες. Κάποια δειλινά –θυμάσαι;- τά ΄λεγε και με τον Αδάμ. Κάποιο δειλινό –θυμάσαι;- χάθηκε ο παράδεισος.

Ούτε βροντές, ούτε αστραπές. Μόνο μια ματιά Του, που θα σε διαπεράσει σαν γλυκόστομη ρομφαία και θα ξετυλίξει μπροστά στα μάτια σου, σε μια στιγμή, ολόκληρη τη ζωή σου. Δε θα μιλήσει. Εσένα όμως θα σε πλημμυρίσει ένα βαρύ ερώτημα: 

Άξιζε την τόση αγάπη του Πλάστη μου η ζωή που έζησα; 
Άξιζε; 
Άξιζε; 

Θα ρωτήσεις τόσες φορές, όσοι οι κόκκοι της άμμου, που μέσα της έχουν χωθεί τα ποδάρια της καρέκλας σου. Κανείς δεν θα βιάζεται. Ούτ΄ εσύ, ούτ΄ Αυτός. Ώρες, μήνες, αιώνες θα ρωτάς. Και κάποια στιγμή θ΄ αποφασίσεις, αν μπορείς να Τον κοιτάξεις στα μάτια.
Ξέρω τι σκέφτεσαι, ξέρω τι ρωτάς: είναι αυτή η στιγμή της κόλασης και του παράδεισου; 
Και σου απαντάω: δεν ξέρω τι μου λες. 

Εγώ ξέρω ότι είν΄ αβάσταχτο κρίμα να πικραίνεις έναν λατρεμένο σου σύντροφο, έναν φίλο, που σε νοιάστηκε πιο πολύ κι απ΄ τη μάνα σου!
Είναι αβάσταχτο κρίμα να πικραίνεις τον Χριστό σου. Αυτός ήταν για μένα πάντοτε ο φόβος της κολάσεώς μου. Έτρεμα τη στιγμή που δεν θα άντεχα να Τον κοιτάξω στα μάτια. Γιατί, όταν όλα περάσουν, ένα πράγμα μένει στον άνθρωπο και ένα πράγμα θα μείνει στη Δημιουργία στο τέλος των αιώνων: 

Το φιλότιμο. 

Αυτό θα επιτρέψει σε κάποιους να πιάσουν το χέρι Του σαν τον Πέτρο και να Τον ακολουθήσουν πάνω στα κύματα και αυτό θα φυτέψει τα πόδια κάποιων άλλων στην άμμο, αφήνοντάς τους στην πικρή νύχτα. Θα γνέφει ο Χριστός… «ελάτε»… κι αυτοί θα σκύβουν με ντροπή το κεφάλι, φορτωμένοι το αβάσταχτο κρίμα τους.
(...)

Aπό το βιβλίο του Ηλία Λιαμή "Ψίθυροι των Αγγέλων" - Ο άγγελος της σιωπής,
σελ. 62-64, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ.

Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν



Ο θάνατος εἶναι τό πλέον βέβαιο γεγονός πού καθένας γνωρίζει πώς ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπέλθει καί στόν ἴδιο. ᾿Εν τούτοις τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο κι ἐπίμονα ἀπωθημένο.
Κι αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει θρέψει, κατά τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς βιοτῆς του, τήν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καί δέν βασίζεται πάνω στό ἀγκωνάρι τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιάζεται ὁ ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τό φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἀσφαλῶς εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει αἰώνια. Καί καθώς βλέπει τό σῶμα κάποιου ἀγαπημένου του νά κοίτεται χωρίς πνοή, τότε σαβανώνει μαζί μ᾿ αὐτό καί τή δική του ἐλπίδα...

῾Ο σημερινός ἰδιαίτερα ἄνθρωπος εἶναι παραδομένος στά φαινόμενα καί σ᾿ ὅσα μπορεῖ νά ἀποδείξει ἐργαστηριακά ἤ νά καταθέσει ὡς ἀναμφισβήτητα καί δεδομένα. Γι᾿ αὐτό ἔχει χάσει τό ἐνδιαφέρον του γιά κάθε μεταθανάτια προοπτική καί πολύ περισσότερο, ἔχει νεκρώσει μέσα του κάθε ἐλπίδα γιά ἀνάσταση καί ἀθανασία.
Συμβαίνει, καθώς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί τοῦτο τό παράδοξο, νά καταθέτει ὁ σποριάς τό βιός του στή νωπή γῆ, νά τήν ὀργώνει βαθιά καί νά τήν ταΐζει πλούσια μέ γερό σπόρο καί ἐλπίδα. Γιατί, τό σάπισμα καί ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμός τοῦ σπόρου δέν τόν προβληματίζει ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τήν προσμονή τῆς νέας βλάστησης καί τῆς καρποφορίας. ῞Οταν ὅμως αὐτός κληθεῖ νά ἀποθέσει στή φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τόν ἄνθρωπό του, τότε δέν διακατέχεται ἀπό τήν ἴδια φερέλπιδα βεβαιότητα τοῦ σποριᾶ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου, ταυτίζεται μέσα του μέ τήν ὁριστική ἀπώλεια, χωρίζεται γι᾿ αὐτόν ἡ ζωή στά δυό. Κι αὐτό, γιατί δέν ὑπάρχει μέσα του τό ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἄνοιξης» καί ἡ χαρά τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καί «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας. ῎Εχει γίνει τόσο ἐπίπεδος ὁ ἄνθρωπος «τοῦ αἰῶνος τούτου», ὥστε συνήθισε νά ὁριοθετεῖ τό καθετί βέ βάση τούς φυσικούς νόμους.
Τοῦτο τό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας πού παίρνει κατά καιρούς τόσες ἐναλλακτικές μορφές, ἔχει τήν ἀρχή του «στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τοῦ Πρωτοπλάστου. ῾Ο Θεόπλαστος ἄνθρωπος, μέ τήν παρακοή του, διέκοψε τότε τή σχέση του μέ «τήν Πηγή τῆς Ζωῆς», ξέπεσε ἀπό τό «Θεοειδές» κάλλος του καί ἦρθε ὁριστικά ἀντιμέτωπος μέ τήν ὀσμή τοῦ θανάτου.
῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἀποκαλύπτει, τήν «πονηρή μήτρα», τόν «ἐφευρέτη» τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, τόν διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, δυσπιστοῦν καί ἐμφανίζονται «ὡς ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» (Λουκ. 24, 25). Δέν δέχονται ἀβασάνιστα τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι, τό «ἠγέρθη, οὔκ ἐστιν ᾧδε» τοῦ ᾿Αγγέλου (Μάρκ. 16, 6), δέν τούς πληροφορεῖ καί δέν τούς βεβαιώνει καί γιά τή δική τους ἀνάσταση.
῾Η δυσπιστία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀφορᾶ κυρίως στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Κι αὐτό, γιατί ἀγνοεῖ ὅτι ὁ θάνατος, αὐτό «τό ὀφειλόμενο ἐπιτίμιο», εἶχε δύναμη καί καταλυτική ἰσχύ μέχρι ἐκεῖνο τό γλυκοχάραγμα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων», τότε πού οἱ γυναῖκες βρῆκαν τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ «κενό» (Μάρκ. 16, 2). Γιατί ὁ ᾿Αναστημένος Χριστός κατέλυσε τό θάνατο καί «ἤνοιξε πάλι παραδείσου τάς πύλας». ᾿Εκείνη τήν αὐγή, ὁ ἐξόριστος ᾿Αδάμ πέρασε ἄκοπα στήν ἀντίπερα ὄχθη, πατώντας στό Σταυρό, στή «γέφυρα τῆς Ζωῆς», ἀκολουθώντας τόν ᾿Αναστάντα Θεόν-Λόγον.
Τό πάθος καί ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα γεγονότα, μέ τά ὁποῖα κορυφώνεται τό κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του. ῞Οπως ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καί τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή πρός τήν αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλά ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καί «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».
῾Η ᾿Ανάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρίς τή βεβαιότητα τῆς ἀνάστασής μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ ᾿Απόστολος, δέν ἔχει κανένα νόημα καί εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «῎Αν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀφοῦ κι ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σάν τό δικό μας. ᾿Αλλά, ἄν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρίς νόημα καί χωρίς περιεχόμενο τό κήρυγμά μας καί κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτή βασίζεται καί θεμελιώνεται στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ… Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί ὅπως οἱ πρώιμοι καρποί, πού ὡριμάζουν πρίν ἀπό τούς ἄλλους καί μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θά ἀκολουθήσει καί ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς ἄλλους καί βεβαιώνει μέ τήν ᾿Ανάστασή Του, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση καί τῶν ἄλλων νεκρῶν…» (Α´ Κορ. 15-23).
῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικά καί ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς μιλοῦν μέ «βεβαία πίστη» γιά τήν «ἄνοιξη» πού πρόκειται νά διαδεχθεῖ «τό χειμωνιάτικο σάπισμα», τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση, τήν ὁποία θά ἐπιφέρει ὁ σωματικός θάνατός μας.
Θά ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16, 12). Θά ἀναστηθοῦμε καί κανείς μας πιά δέν θά ὑποκύπτει στό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικός, πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μέ τόν προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω» τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ἀπό τό λόφο, ὅπου εὑρίσκεσαι τώρα στό Ναό καί προφητεύεις, καί κατέβα κάτω στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, καί ἐκεῖ θά ἀκούσεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ». ῎Ετσι ἐγώ ὁ ῾Ιερεμίας» λέει, «κατέβηκα στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη καί ἰδού, αὐτός ἦταν ἐκεῖ καί ἐργαζόταν τήν ἀγγειοπλαστική μέ τή βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Τότε ἔπεσε τό πήλινο δοχεῖο πού ἔπλαθε μέ τά χέρια του αὐτός ὅμως μάζευσε πάλι τόν πηλό καί ἀπό αὐτόν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, καί τοῦ ἔδωσε τή μορφή πού ἐκεῖνος ἤθελε. Τότε ὁ Κύριος μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε· «᾿Απόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δέν μπορῶ νά κάνω καί ᾿Εγώ σ’ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατί ἐσεῖς εἴσαστε στά χέρια μου ὅπως ὁ πηλός στά χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη πού εὔκολα μεταπλάσσεται ἀπό αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος καί Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας σ᾿ ᾿Εκεῖνον εἶναι ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.
῾Η ἀνάσταση λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θά συντελεσθεῖ. ῾Η σάλπιγγα τοῦ ᾿Αγγέλου ὁπωσδήποτε, θά ἠχήσει (᾿Αποκ. 11, 15-18) ῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος, θά συντελεσθεῖ. ᾿Εκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία γιά μᾶς εἶναι, νά ἔχουμε ἐργασθεῖ κατά τήν ἐπί γῆς βιοτή μας, γιά τόν ἁγιασμό τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νά μή γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλά «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 46).
Στήν προετοιμασία μας αὐτή θά συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ νήψη καί ἡ διαρκής ἑτοιμότητά μας γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρός τά ἐπουράνια». Γιατί, συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τήν ψυχή καί προεκτείνει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρός τήν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. 3, 18). ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στήν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσης, ἡ ὁποία, ἄν καί «συστενάζει» μέ τόν ἀπόγονο τοῦ ᾿Αδάμ «καί συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 22), ἐντούτοις δέν παύει νά τρέφεται μέ τήν ἐλπίδα καί νά περιμένει τήν ἀπελευθέρωσή της καί τό δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».
῾Η μυστική θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρός τήν ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ καί στήν προσπάθεια νά εὐτρεπίσουμε, κατά τό δυνατόν, τήν ὕπαρξή μας, γιά «τή μεγάλη ὥρα», γιά τήν ἀποκαλυπτική συνάντηση μέ τόν «Μόνο ᾿Αγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. 3,2).
᾿Επιπλέον, ἡ ἀναμονή τῆς μετοίκησής μας στήν ἀληθινή, στήν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στό νά συνάψουμε στενότερες σχέσεις μέ τούς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους, καθώς καί μέ τούς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καί «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατί τόσο οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι, ὅσο καί οἱ «προαπελθόντες πατέρες καί ἀδελφοί μας» ἐπιβλέπουν τόν ἀγώνα μας καί μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μέ τίς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρός τόν Δωρεοδότη καί Χορηγό τῆς ζωῆς μας.
῾Η «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μέ τόν ἀγγελικό κόσμο καί τούς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στή διαρκή ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στήν «ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος» καί στήν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης καί τῆς ζωῆς μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στήν ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καί παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νά ἀσχοληθοῦμε καί νά προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μέ τό θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.
῞Οταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρός αὐτό τόν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τήν ἀπειλητική σημασία της καί μεταβάλλεται σέ «θέα τῶν ἀθεάτων», σέ προέκταση τῆς ὕπαρξης στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καί τελικά, σέ ἀπαντοχή τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας πού θά μᾶς φέρει «στό μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὕπαρξής μας.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἡ ζωή ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί ὁ ἄνθρωπος «ἐπείγεται» νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του καί νά κάνει τόν ἑαυτόν του δεκτικό τοῦ Μύρου τῆς «καινῆς ζωῆς». Γιατί, καθένας γνωρίζει ὅτι, ἐκείνη τήν ὥρα, θά γίνει καθετί φανερό καί θά ἀποκαλυφθεῖ ὅλη ἡ ἐργασία του, ὅλο τό ὑφάδι πού ἔχει τοποθετήσει κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του πάνω στό στιμόνι τῆς «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργημένης ὕπαρξής του.
Γιά τά γνήσια τέκνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ θάνατος εἶναι μιά μεγάλη γιορτή, γιά τήν προετοιμασία τῆς ὁποίας ἀγωνίζεται κανείς καί κοπιάζει σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. ῾Ο ἀγώνας γιά τήν προετοιμασία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς συνδαυλίζει τό πνεῦμα τῆς μετάνοιας, τῆς νήψης καί τῆς ἑτοιμότητας τῶν φρονίμων Παρθένων τῆς Παραβολῆς. ᾿Επιπλέον, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο δοξολογικό καί εὐχαριστιακό ὄν καί μάλιστα, κατά τίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν ποικίλων πειρασμῶν τῆς ζωῆς. ῎Ετσι προγεύεται ὁ πιστός τήν ἐρχομένη Βασιλεία, χαίρεται τή δική του «ἐν Χριστῷ» αἰώνια διάσταση καί ὁμολογεῖ ὅτι ὄντως «ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν» (᾿Ιωάν. 4,23). ᾿Επιπλέον, αὐτή ἡ στάση ζωῆς μεταμορφώνει τόν παρόντα αἰώνα σέ γεφύρι στερεό, γιά νά περάσει ἀκίνδυνα ὁ χριστιανός στό αἰώνιο περιβόλι τῶν παιδιῶν Του, τῶν «ἐλθόντων ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (᾿Αποκ.7,14).
Στό ἀνέσπερο φῶς τῆς αἰωνιότητας θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ζωγραφιά τῆς ζωῆς μας. ᾿Εκεῖ θά λάμψει ἡ ἐργασία καί ὁ μόχθος πού καθένας ἔχει καταβάλλει γιά νά κρατήσει ἀκέραιη τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πρός ᾿Εκεῖνον καί πρός τόν ἀδελφό. ᾿Εκεῖ θά ἀναδειχθεῖ τό μέγεθος τῆς ὑπομονῆς μας. Τότε θά φανεῖ τό ἄν ἔχει κανείς ἐργασθεῖ «ὡς πιστός οἰκονόμος» (Λουκ. 12, 42) στόν καμβά τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», μέ τόν ὁποῖο ἔχει προικισθεῖ ἀπό τόν Πανάγαθο Πατέρα καί Δημιουργό μας, ὅταν ἔλαβε ἀπό ᾿Εκεῖνον τήν ὕπαρξη καί τήν αἰώνια προοπτική τῶν «τέκνων τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιωάν. 1,12).
῞Ολα λοιπόν, ἑρμηνεύονται μέ τήν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στήν πνευματική ζωή ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νά γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχή τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καί ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καί ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καί ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικά ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καί τό τελευταῖο ὀχυρό τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατά πάντα καί διά πάντα» τό σῶμα καί τήν ψυχή μας στά χέρια Του, ὡς τελική εὐχαριστιακή προσφορά πρός ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τή Ζωή καί τήν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα καί ὡς «ἀμεταμέλητα χαρίσματα» (Ρωμ. 11,29).
῎Αν, μέ αὐτά τά βιώματα ζεῖ καί πορεύεται ὁ πιστός, τότε μπορεῖ νά ἀντιπαρέρχεται τή σκληρότητα καί τά ἀδιέξοδα αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὄχι προσπαθώντας νά τά ἀποφύγει, ἀλλά προσκυνώντας τό σταυρό του καί ἐγγίζοντας ὅλα τά λυπηρά τῆς ζωῆς, «ὡς κράσπαιδα τῶν ἱματίων Του» (Ματθ. 9,20).
῎Ετσι, προγεύεται ὁ πιστός τό «μεγάλο ἐπουράνιο πανηγύρι»· καί, ὄχι μόνο ὑπομένει κάθε λυπηρό καί ἀντίξοο μέ καρτερία καί ὑπομονή, ἀλλά καί ἐπιθυμεῖ ἤ μᾶλλον, «ἐπείγεται νά φθάσει» στήν αἰώνια πατρίδα του (ἅγιος ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος).
῾Ο σωματικός θάνατος μ᾿ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι τό τέλος, ἀλλά ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σέ μιά καινούργια ζωή, ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, μέ τό Σταυρό καί τή δική Του ἁγία ᾿Ανάσταση.
Μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός δέν λυπᾶται πιά γι᾿ αὐτούς ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή, οὔτε ἀγωνιᾶ γιά τό τί θά συμβεῖ μετά τή δική του ἔξοδο ἀπό τά ἐφήμερα, ἀλλά μόνο ζεῖ καί ἁγιάζεται, γιά χάρη τοῦ «Παθόντος καί ᾿Αναστάντος Κυρίου του», ψάλλοντας χαρμόσυνα «ἐν παντί καιρῷ»,
Χριστός Ανέστη!

Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Καρέα

http://www.agiazoni.gr/

… δεν ονομάζεται πλέον θάνατος,αλλά ύπνος και κοίμηση



Πολλές φορές συζήτησα με τον εαυτό μου, για ποιόν λόγο τάχα οι πατέρες μας παρέβλεψαν τους άλλους ναούς, που έχουμε στις πόλεις, και όρισαν να εκκλησιαζόμαστε σήμερα εδώ έξω από την πόλη. Νομίζω όμως πως το έπραξαν αυτό όχι χωρίς σκέψη ή τυχαία. Γι’ αυτό και στη συνέχεια ερεύνησα να βρω την αιτία. Ανεκάλυψα όμως ότι με τη χάρη του Θεού είναι δίκαιη, εύλογη και ταιριαστή με την παρούσα εορτή…

Πρόσταξε ο απόστολος Παύλος κι εμείς υπακούσαμε και βγήκαμε έξω από την πόλη.Για ποιο λόγο όμως ερχόμαστε σε τούτον το ναό του μάρτυρα κι όχι σε κάποιον άλλον; Διότι με την χάρη του Θεού η πόλη μας είναι από κάθε πλευρά περιτειχισμένη με Ιερά Λείψανα αγίων. Γιατί πάλι οι πατέρες μας όρισαν να συναζόμαστε σε τούτο κι όχι σε άλλο μαρτύριο; Διότι εδώ είναι θαμμένοι πολλοί κεκοιμημένοι.
Επειδή ο Ιησούς σαν σήμερα κατέβηκα στους νεκρούς γι’ αυτό κι εμείς συγκεντρωνόμαστε εδώ. Γι’ αυτόν τον λόγο ο τόπος αυτός ονομάζεται κοιμητήριο. Για να μάθεις ότι πόσοι πέθαναν και θάφτηκαν σε τούτον τον τόπο , δεν πέθαναν , αλλά πλάγιασαν και κοιμήθηκαν.

Προτού να έλθει ο Χριστός ο θάνατος ονομαζόταν θάνατος. Λέγει, «κατά την ημέρα που θα φάτε από τον καρπό του δέντρου αυτού , θα πεθάνετε»(Γένεσι 2,17). Και σε άλλο σημείο λέγει, «ο άνθρωπος που αμαρτάνει θα πεθάνει» (Ιεζεκιήλ 18,20). Κι ο Δαβίδ λέγει, «ο θάνατος των αμαρτωλών είναι κουραστικός» (Ψαλμός 33,22). Και σε άλλο σημείο «Τίμιος ενώπιον του Κυρίου είναι ο θάνατος των οσίων του» (Ψαλμός 115,6). Και ο Ιώβ λέγει, «ο θάνατος για τον άνθρωπο είναι ανάπαυση» (Ιωβ 3,23)Όχι όμως μόνο θάνατος αλλά και Άδης ονομάζεται . Άκουσε και τον Δαυίδ να λέγει, «ο Θεός όμως θα λυτρώσει την ψυχή μου από τον Άδη , όταν θα με πάρει». (ψαλμός 48,16 και Ιώβ 17,16). Τέλος ο Ιακώβ λέγει, «Θα κατεβάσετε τα γηρατειά μου με πολλή λύπη στον Άδη» (Γένεσι 42,38).

Αυτά τα ονόματα είχε ο θάνατος μας προτού να έλθει ο Χριστός . Αφότου όμως ήλθε ο Χριστός και σταυρώθηκε για την σωτηρία του κόσμου , δεν ονομάζεται πλέον θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμηση. Το ότι όμως καλείται κοίμηση, αποδεικνύεται από όσα είπε ο Χριστός, «ο Λάζαρος ο φίλος μας εκοιμήθη» (Ιωάννου 11,11). Δεν είπε «απέθανε», αν και ήταν νεκρός. Για να μάθεις όμως ότι το όνομα της κοιμήσεως ήταν άγνωστο , πρόσεξε πως ταράσσονται οι μαθητές και τι απαντούν. 

«Κύριε, αν εκοιμήθη, θα αναλάβει τις δυνάμεις του» (Ιωάννου 11,12). Τόσο δεν γνώριζαν τι τους έλεγε. Και ο Παύλος λέγει σε κάποιους, «Άρα όσοι εκοιμήθησαν , χάθηκαν» (Ά Κροινθίους 15,18).Και σε άλλο σημείο λέγει για τους νεκρούς, «Εμείς οι ζώντες λέγει δεν θα προφτάσουμε τους κοιμηθέντες» (Ά Θεσσαλονικείς 4,15). Και πάλι αλλού, «Ξύπνα συ που κοιμάσαι». Για να δείξει όμως ότι αναφέρεται σε νεκρό , πρόσθεσε, «Και αναστήσου από τους νεκρούς» (Εφεσίους 5,14).
Πρόσεχε λοιπόν ότι παντού ο θάνατος ονομάζεται ύπνος, γι αυτό και ο τόπος τούτος ονομάζεται κοιμητήριο. Είναι χρήσιμο το όνομα για μας και γεμάτο με πολλά νοήματα. Γι αυτό όταν φέρεις εδώ ένα νεκρό μην ολοφύρεσαι. Δεν τον έφερες στον θάνατο αλλά για να κοιμηθεί. Ακόμη και το όνομα σου είναι αρκετό για παρηγοριά της συμφοράς. 

-Μάθε, που τον φέρεις.-Στο κοιμητήριο.
-Και πότε τον φέρεις;
-Μετά από τον θάνατο του Χριστού, που κόπηκαν τα νεύρα του θανάτου.

Ώστε λοιπόν μπορούμε να λάβουμε πολλή παρηγοριά από τον τόπο αλλά και από το καιρό. Ο λόγος μας απευθύνεται ιδιαίτερα προς τις γυναίκες επειδή θλίβονται περισσότερο και γλιστρούν εύκολα στην αθυμία. Τώρα όμως έχεις ως δυνατό φάρμακο κατά της αθυμίας το όνομα του κοιμητηρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο συναζόμαστε εδώ.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εις το όνομα του Κοιμητηρίου

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ



Οι «εξουσίες» στον κόσμο

Η βασιλεία τού Χριστού δεν είναι «εκ τού κόσμου τούτου», δεν είναι «εντεύθεν», δηλαδή από εδώ (Ιω. ιη’ 36)˙ είναι βασιλεία πνευματική όχι υλική. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε στις χιλιαστικές μεσσιανικές προσδοκίες των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα να απο­γοητευθούν. Επροτίμησε να οδηγηθεί στον σταυρό, για να νικήσει όχι ένα κοσμικό εχθρό, αλλά τον προαιώνιο εχθρό τού ανθρώπου, τον θάνατο.

Ο Χριστός δεν είχε πρόβλημα να αποδώσει «τα τού καίσαρος τω καίσαρι» (Ματθ. κθ’ 21. Μάρκ. ιθ’ 17. Λουκ. κ’ 25). Όμως υπογράμμιζε πως πρέπει να αποδίδονται «τα τού Θεού τω Θεώ»! Το θέλημα τού Θεού έχει προτεραιότητα για τον χριστιανό, ακόμη και εάν αυτό τον οδηγήσει σε ταλαιπωρίες. Η Εκκλησία δεν μπορεί λόγου χάρη να εγκαταλείψει το ευαγγέλιο της μεταμόρ­φωσης τού ανθρώπου και τού κόσμου για να κηρύξει «άλ­λο ευαγγέλιο», προσαρμοσμένο στις απόψεις τού καίσα­ρα ή των ανθρώπων «τού κόσμου τούτου». Η Εκκλησία δεν μπορεί να εκκοσμικεύσει το έργο της υπακούοντας σε οποιεσδήποτε εξουσίες.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι απόστολοι δήλωσαν ενώ­πιον τού συνεδρίου: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε’ 29).
Οι χριστιανοί αναγνωρίζουν τις ανθρώπινες κυβερ­νήσεις, ανεξάρτητα από το αν οι κυβερνώντες είναι χρι­στιανοί ή όχι. Σέβονται τους νόμους και αποδίδουν τιμή στις κοσμικές εξουσίες (Ρωμ. ιγ’ 1˙7. Α’ Πέτρ. θ’ 13˙16. Τίτ. γ’ 1. Παροιμ. η’ 15˙16. Σοφ. Σολ. στ’ 1˙3. Ιερεμ. λδ’ 6, εβραϊκό κείμενο: κζ’ 7. Πράξ. κβ’ 17˙29). Μάλιστα εύ­χονται για τους άρχοντες και τους αξιωματούχους της Πολιτείας, ώστε να επικρατεί ειρήνη και ευνομία, «ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάσι ευσεβεία και σεμνότητι» (Α’ Τιμ. β’ 1˙2).
Η δημοκρατία
Η Ορθοδοξία συνιστά κατ’ εξοχήν κοινωνία «μετά πάντων των αγίων», κοινωνία πίστεως, λατρείας, ζωής, που αποτελεί το κατ’ εικόνα της ζωής τού Τριαδικού Θεού, δηλαδή ενότητα, αρμονία, αγάπη.
Ο άνθρωπος της πτώσεως έχασε αυτή την αρμονική και αγαπητική σχέση, ακολούθησε ένα τρόπο ζωής «πα­ρά φύσει» και οδηγήθηκε σε μεγάλα υπαρξιακά κενά. Στην προσπάθεια του να ξεπεράσει υπαρξιακά αδιέξοδα στα οποία τον οδήγησε η αυτονομία του, κατεσκεύασε ειδικές δομές, μεταξύ των οποίων και διαφόρους τύπους δημοκρατίας.
Κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη δημοκρατία εσήμαινε τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, με κριτή­ριο το «κοινώς δοκούν», δηλαδή τα χρηστά ήθη τού λαού. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε δημοκρατία, δηλαδή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν έχει ουσιαστική σχέση με την αρχαιοελληνική δημοκρατία. Μάλιστα ό­ταν η δημοκρατία αυτή προσδιορίζεται από ένα δογματι­κό πλουραλισμό, στον οποίο καταργούνται όλες οι αξίες και οι Ιεραρχικές δομές ή ακόμη και η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τότε έχουμε αντιστροφή ή μάλ­λον διαστροφή της δημοκρατίας με την πρώτης τη έν­νοια.
Η δημοκρατία ως επίτευγμα τού αυτονομημένου ανθρώπου με σκοπό να λύσει τα προβλήματα που εδημιούργησε η αυτονομία του αξιολογείται θετικά από την Ορθοδοξία. Όμως οι δομές αυτές δεν μπορούν να οδηγή­σουν τον άνθρωπο στην υπέρβαση τού εγωισμού του, α­τομικού, ομαδικού (κομματικού) ή και εθνικού. Αυτό που δεν μπορεί να επιτύχει ο αυτονομημένος άνθρωπος, επι­τυγχάνεται στη νέα πραγματικότητα της Εκκλησίας τού Χριστού.
Στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού ο Θεός οδήγησε τα διεσκορπισμένα τέκνα τού Θεού «εις εν» («εις εν Χριστώ») και τα κατέστησε «αλλήλων μέλη». Με αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία υπερβαίνει κάθε είδος ολοκλη­ρωτισμού και όλες τις μορφές της σύγχρονης δημοκρα­τίας, που για το χριστιανό λογίζονται ως κάτι πολύ λίγο.
Το φρόνημα των πιστών είναι το ίδιο το φρόνημα τού Χριστού, που από αγάπη εκένωσε τον εαυτό του εν ελευ­θερία για να εξυψώσει τον άνθρωπο. Ο πιστός που μέσα στην Εκκλησία βιώνει αυτή την κενωτική αγάπη εν ε­λευθερία, ξεπερνάει την αντίληψη των «ατομικών δι­καιωμάτων» και παύει να θέτει στο κέντρο τον εαυτό του η αγάπη αυτή «ου ζητεί τα εαυτής».
Κάθε χριστιανός μετέχει ενεργά «στα κοινά», δηλαδή στη ζωή τού όλου Σώματος της Εκκλησίας. Τα χαρίσμα­τα που έλαβε δεν τα χρησιμοποιεί για τον εαυτό του, αλ­λα για την οικοδομή τού Σώματος της Εκκλησίας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει τίποτε το ιδιωτικό στα πλαίσια της ζωής τού Σώματος˙ ο καθένας συμβάλλει στην αύξηση τού Σώματος και συναυξάνεται μ’ αυτό.
Αυτή η συμμετοχή τού κάθε πιστού στη ζωή τού Σώ­ματος, στην οικοδομή και στην αύξηση του, που είναι καρπός αγάπης και ελευθερίας, δεν συνιστά μείωση τού ανθρωπίνου προσώπου αλλά εξύψωσή του.
Η κοινωνική ευθύνη των χριστιανών
Ο άνθρωπος καλείται σε ελευθερία απέναντι στον κόσμο. Τελικά τα πάντα είναι γι’ αυτόν «σκουπίδια» («σκύβαλα») σε σχέση με το μοναδικό θησαυρό, τον Χρι­στό (Φιλιπ. γ’ 8). Τούτο όμως δεν δίνει το δικαίωμα στον χριστιανό να διαχωρίσει την ευθύνη του για την τύχη τού κόσμου και για τα προβλήματα των αδελφών.
Το καθήκον αυτό απορρέει από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου, από το γεγονός τού «κατ’ εικόνα» τού Τριαδικού Θεού. Σκοπός τού χριστιανού είναι να ζήσει «κατ’ εικόνα» Θεού, δηλαδή τριαδικά, με πρότυπο τη ζωή των τριών Θείων Προσώπων.Αυτό σημαίνει να ζήσει με τον αδελφό του ή καλλίτερα «μέσα στον αδελφό του», γιατί και ο Πατήρ είναι «εν τω Υιώ» και ο Υιός «εν τω Πατρί», όπως και το Πνεύμα το Άγιον βρίσκεται αιώνια «εν τω Πατρί και εν τω Υιώ» (πρβλ. Ιω. ιζ’ 21).
Αυτή την πραγματικότητα καλούνται να ζήσουν οι πι­στοί στη θεία λειτουργία και να την μεταβάλουν σε καθη­μερινή πράξη (πρβλ. Α’ Κορ. Γ 16˙17).
Στη θεία λειτουργία ο πιστός ξαναζεί μαζί με ολόκληρη τη δημιουργία τη χαμένη ενότητα. Όλα προσλαμβά­νονται στο αγιασμένο σώμα του Χριστού.Όλα προσφέ­ρονται και πάλι ευχαριστία στον Θεό (πρβλ. Ζαχ. ιδ’ 20˙21)· «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αυτή είναι μία ευχή που επαναλαμβάνεται στη θεία λειτουργία. Εδώ δεν υπάρ­χουν περιθώρια εγωιστικά. Το κέντρο γίνεται και πάλι «Χριστός ο Θεός ημών»· και τού εαυτού μας, και τού α­δελφού μας, ολόκληρης της ζωής μας.
Στο πρόσωπο τού αδελφού μας παρουσιάζεται καθη­μερινά ο Χριστός. Περιμένει τους καρπούς τού κόπου και τού μόχθου μας. Ο πιστός οφείλει να παραθέσει «Χριστώ τω Θεώ» όλη τη ζωή του και όλες τις δυνάμεις και δυνατότητες του με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: μέσω των αδελφών (Ματθ. κε’ 40)· θέτοντάς τις στην υπηρεσία των αδελφών τού Χριστού.
Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες τού ανθρώπου, και εκείνες που απορρέουν από την πραγματική του φύση («κατ’ εικόνα Θεού») δεν έχουν σαν κέντρο το δικό του εγωιστικό συμφέρον, αλλά την αγάπη τού Χριστού μέσω των αδελφών. Ο άνθρωπος ως «κατ’ εικόνα Θεού» μετέ­χει της πανσοφίας και παντοδυναμίας τού Θεού (πρβλ. Γέν. α’ 28. Ψαλμ. η’ 1˙10. Σοφ. Σειρ. ιζ 2˙4. Σοφ. Σολ. Γ 2). Όμως η πανσοφία και η παντοδυναμία δεν είναι δυνα­τόν να λειτουργούν ανεξάρτητα από την αγάπη και να α­ποτελούν αυτοσκοπό. Αν τούτο γίνει, πρόκειται για δαι­μονική κατάσταση, για αλλοτρίωση τού ανθρώπου και παρά φύση επέμβαση του στη δημιουργία τού Θεού.
Ο απόστολος Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά πως αν μιλάει όλες τις ανθρώπινες και τις αγγελικές γλώσσες, αν γνωρίζει όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έ­χει τη δύναμη να μετακινεί βουνά, όμως δεν έχει αγάπη, δεν είναι απολύτως τίποτα (Α’ Κορ. ιγ’ 1˙2). Και ο Ιάκω­βος ο αδελφόθεος διακρίνει τη «σοφία» σε «άνωθεν κατερχομένην» και σε «επίγειο, ψυχική, δαιμονιώδη». Η σοφία η «άνωθεν κατερχόμενη», λέγει, είναι «πρώτον μεν αγνή, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών» (Ιακ. γ’ 16˙17).
Η κοινωνική ευθύνη των χριστιανών απορρέει από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου, από τη χριστιανική αν­θρωπολογία. Θεμελιώνεται βαθιά στην ίδια την ύπαρξη τού ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα Θεού». Σε αυτό το βάθος πρέπει να θεμελιώσουμε τη συμμετοχή που έχει κάθε χρι­στιανός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τού αδελ­φού και ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο λόγος τού Θεού μας καλεί να κλαίομε με εκείνους που κλαίουν (Ρωμ. ιθ’ 15).Αλλά η προσπάθεια μας για αποτελεσματική βοήθεια του αδελφού αποτελεί καθήκον που δεν πηγάζει απλώς από το συναίσθημα, αλλά από την ίδια τη φύση μας.
Η κοινωνική ευθύνη των πιστών είναι μεγάλη και με­ταφράζεται σε πράξη για την αντιμετώπιση συγκεκριμέ­νων αναγκών: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έ­χουν επαρκή ενδύματα και στερούνται της καθημερινής τροφής, τους είπει δε κάποιος από σάς, πηγαίνετε στο κα­λό, ζεσταίνεσθε και χορταίνετε, και δεν τους δώσει τα α­ναγκαία δια το σώμα, ποια η ωφέλεια;» (Ιακ. β’ 15˙16, πρβλ. Ης. νη’ 1˙14).

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ


Από τον θάνατο στην ζωή....



Η Ανάσταση δεν εξαντλείται απλώς και μόνο σε μια νίκη επί του φυσικού θανάτου, αλλά σε μια μεταμόρφωση της ίδιας της ζωής.

Με την Ανάσταση δεν νικιέται ο θάνατος αλλά κερδίζει η ζωή.

Η ζωή στέκεται πλέον στην θέση που της αξίζει, δίχως να την απειλεί κανείς.

Η ανάσταση δεν έχει ανάγκη από ιστορικές αποδείξεις, γιατί σκοπός της δεν είναι να πείσει το μυαλό αλλά να πλατύνει την καρδιά. Η ανάσταση βιώνεται ως άνοιγμα της ύπαρξης στο αλλιώς, το μυστήριο που συνέχει την ζωή. Δεν είναι νοητική κατανόηση, μα άνοιγμα σε έναν άλλο κόσμο εντός και εκτός μας.

Δεν χρειάζεται να καταλάβεις την ανάσταση, μα να πιστέψεις σε έναν άλλο τρόπο ζωής.

Δεν χρειάζεται να καταλάβεις την ανάσταση, μα να ζήσεις με πάθος και ευχαριστία την ζωή. 

Η ανάσταση είναι άνοιγμα της ύπαρξης σε έναν άλλο τρόπο ζωής, πέραν των αισθήσεων. 

Ανασταίνομαι σημαίνει μαθαίνω να ζω με άλλο τρόπο το ίδιο το γεγονός της ζωής.Με την ανάσταση αλλάζει ο χρόνος, από εχθρός του ανθρώπου μετατρέπεται σε φίλος. Από βάρος σε ευκαιρία. Από απειλή σε μια δυνατότητα να χαρεί κανείς την δωρισμένη ζωή του, μετά του Θεού, των συνανθρώπων και της κτίσης ολόκληρης. Δεν λες πια «ουφ πέρασε και αυτή η μέρα, αλλά δόξα τω Θεώ έζησα κι αυτήν την μέρα».

Μετά την ανάσταση δεν υπάρχει χρόνος πριν και μετά θάνατο, αλλά μονάχα χρόνος μετανοίας και ζωής. Η ζωή, μας περιμένει να ζήσουμε εν Χριστώ και όχι ο θάνατος να μας αφανίσει.

Δεν φοβάμαι τον θάνατο κι γι αυτό πιστεύω στην ανάσταση, μα ποθώ την ζωή αφήνοντας την στα χέρια του Θεού.

Ανάσταση σημαίνει να χαμογελάς πάνω στο σταυρό ενώ οι πληγές σου αιμορραγούν.

Ανάσταση σημαίνει να ξυπνάς και να κοιμάσαι στην αγκαλιά Εκείνου που σε αγάπησε πολύ. Να νιώθεις μέσα στα μύχια της ύπαρξης σου, ότι ο Θεός σε αγαπά εως και πέρα του θανάτου. Αυτό είναι ζωή. Να πεθαίνεις και να ζεις γιατί αγάπησες πολύ. 

π. Λίβυος