.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Βοήθησέ με Κύριε...



Την ώρα του πάθους, γιατί σκοτίζεται ο νους μου.
Την ώρα του πειρασμού, γιατί παραλύει η θέλησή μου.
Την ώρα του πόνου, γιατί καίγονται τα σωθικά μου.
Την ώρα του ενθουσιασμού, γιατί δεν ελέγχω τις απόψεις μου.
Την ώρα της απελπισίας, γιατί νομίζω πως χάνεται το παν.
Την ώρα του θυμού, γιατί δεν ξέρω τι κάνω.
Την ώρα της αδυναμίας, γιατί μπορώ να πουληθώ και στο διάβολο.
Την ώρα του φόβου, γιατί τα έχω χαμένα.
Την ώρα της χαράς, γιατί μπορεί να μην αντέξω στο βάρος της.
Την ώρα της αγάπης, για να είναι γνήσια.
Γίνε, Κύριε, φωτισμός μου και αντιλήπτωρ μου στις μεγάλες, τις μοναδικές ώρες της ζωής μου.


Νά μετανοήσουμε! Χωρίς Χριστό ὅλα εἶναι ἕνα μηδέν!





...Κάτω ἀπό τά ἄστρα καί πάνω ἀπό τά ἄστρα, ἀγαπητοί μου, δέν ὑπάρχει ἄλλος πού μπορεῖ νά μᾶς σώση παρά μόνο ὁ Χριστός. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι μηδέν, ἕνα πελώριο μηδενικό. 
Ὅ,τι νά πῇς, ὄπου νά πᾶς, ὅ,τι νά φανταστῇς, ὅ,τι ν' ἀγαπήσῃς, ὅ,τι νά λατρεύσῃς, ὅλα σέ διαψεύδουν, ὅλα σέ ἀπογοητεύουν. Ἕνας μόνο δέν διαψεύδει καί δέν ἀπογοητεύει· ὁ Χριστός. Αὐτός λοιπόν μᾶς καλεῖ. Μᾶς καλεῖ σάν τή μάνα, ὅπως ἡ κλῶσσα καλεῖ τά πουλιά της μέ στοργική φωνή.
Μᾶς λέει: Ἔλα, παιδί μου, κοντά μου, ἔλα στήν Ἐκκλησία μου. Ἄν πεινᾷς, ἐγώ εἶμαι ὁ ἄρτος τοῦ οὐρανοῦ, τό οὐράνιο ψωμί. Ἄν διψᾷς, ἐγώ εἶμαι τό ὕδωρ τό ζῶν, τό κρυστάλλινο νερό. Ἄν εἶσαι στό σκοτάδι, ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου, τό ἀνέσπερο φῶς. Ἄν εἶσαι ἄρρωστος, ἐγώ εἶμαι ὀ γιατρός τῶν σωμάτων καί τῶν ψυχῶν. Καί ἄν νιώθῃς φορτωμένος βάρη ἁμαρτιῶν, ἔλα νά σέ ξεκουράσω.
Ὁ Χριστός πράγματι παίρνει τό κοράκι καί τό κάνει περιστέρι, παίρνει τόν ἀράπη καί τόν κάνει λευκό. Δέν εἶναι λόγια αὐτα, εἶναι γεγονότα. Μᾶς καλεῖ λοιπόν στόν ἐκκλησιασμό, στήν προσευχή, στή μετάνοια καί ἐξομολόγηση.Ὅπως ἄνθρωπος πού δέ βαπτίζεται δέν εἶναι Χριστιανός, ἔτσι καί ὅποιος δέν ἐξομολογεῖται δέν εἶναι Χριστιανός!

Νά μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, ὅλοι μικροί-μεγάλοι, λαϊκοί καί κληρικοί. Νά συναισθανθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας. Νά ἐπιστρέψουμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν πλησιάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας νά ποῦμε· "Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου"(Λουκ. 23, 42). Ἀμήν.


Μακαριστός Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

…σημεία των καιρών


Ὁ πανσεξουαλισμός εἶναι καταστροφή (καί προφητεία)



Εἶναι γνωστό ὅτι ὅταν ὑπάρχει πανσεξουαλισμός,
μιά τέτοια κοινωνία βυθίζεται
στήν παρακμή,
στή διαφθορά.
Γιατί χάθηκαν τά Σόδομα, γιατί χάθηκε ἡ ἀρχαία Βαβυλώνα, ἡ ἀρχαία Νινευή;

Γιατί εἶχαν φτάσει στό ἀποκορύφωμα τῆς διαφθορᾶς.
Αὐτή ἡ διαφθορά φέρει τόν πόλεμο.

Καί ἐπιτρέψατέ μου, ἐπειδή σήμερα ὁ πανσεξουαλισμός εἶναι παγκόσμιο φαινόμενο, νά μοῦ τό θυμᾶστε αὐτό, ὁ πανσεξουλισμός θά φέρει τόν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο!

Θά εἶναι προϊόν τῆς ἀποστασίας.


(Πρός Ρωμαίους, ὁμιλία 13)
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Τί πρέπει νά κάνουμε γιά ἔχουμε σκέπη προστασίας στά ἐπερχόμενα;


Τί πρέπει νά κάνουμε γιά ἔχουμε σκέπη προστασίας στά ἐπερχόμενα;

Ὅσοι λένε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ:

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

αὐτοί θά ξεπεράσουν ὅσα ἔρχονται
μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ! 





Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ


Νεοέλληνες! Ἕρχεται τιμωρία... Καί πῶς θά τήν ἀποφύγουμε!!! (προφητεία)





"...κάτι περιμένω, γιατί δέν πᾶμε καλά ὡς λαός.Ἔχουμε τόσο ξεφρενιάση,ἔχομε βγάλη στή δημοσιότητα πιά τό βρώμικο ὐποσυνείδητό μας καίκινούμεθα μέ τέτοιο βαθμό καλπάζοντα ἀποστασίας, ὥστε δέ μένη παρά νά ἐξαντληθεῖ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρθη τιμωρία.

Ἔτσι τό αἰσθάνομαι".

"...Ἡ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας δέν πηγαίνει πρός τό καλύτερο καί μάλιστα ἡ χριστιανική ἀνθρωπότητα πηγαίνει πρός τό χειρότερο!".

"...Ἐν πάσῃ ἀνέσει πλέον οἱ Νεοέλληνες κινοῦνται πρός καταπάτηση κάθε ντροπῆς καί κάθε ὁρίου ἤθους. Δέν ὑπάρχει πλέον ντροπή, δέν ὑπάρχει, εἶναι φοβερό, κι ὄμως ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφής: "Οὐ μετακινήσεις ὅρια, ἅ (τά ὁποῖα) ἔστησαν οἱ πατέρες σου". Ὅμως, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχουμε μετακινήσει αὐτά τά ὅρια, γι' αὐτό τό λόγο ἔχομε καί θά ἔχομε φοβερές ἐπιπτώσεις...Εἶναι τόσο ἐξοργιστικά καί περίεργα αὐτά πού τελεσιουργοῦνται τά τελευταῖα χρόνια, ὥστε θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός, χωρίς νά εἴμεθα προφῆτες, νά μικρύνουμε, ἐδαφικά νά μικρύνουμε...".


"Μόνο ἡ μετάνοια καταργεῖ ἤ μεταθέτει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἄνπροσέχαμε ὅλα αὐτά τά σημάδια πού μᾶς δίνονται, θά ἤμαστε καί προσεκτικότεροι στή ζωή μας. Ἐγώ δέν σᾶς κρύβω ὅτι φοβᾶμαι, τρέμω, ὅτι ὀ λαός μας θά πληρώσει. Ναί, θά πληρώσουμε καί πολύ ἀκριβά. Δέν ξέρομε πότε. Δέν ξέρω, ὁ Θεός πάντως νά μᾶς ἐλεήσει, ὅσο ἐγκαίρως, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψομε στήν καθαρά πίστη, στόν Ἰησοῦ Χριστό".

(Πράξεις, ὁμιλία 170ή).
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος

Νά προσευχώμαστε στήν Θεοτόκο καί νά μᾶς εὐλογεῖ



Ὅποιος θέλει νά εἶναι εὐλαβής 
πρός τή Θεοτόκο,
ἄς διαβάζει τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, 
τίς Παρακλήσεις 
καί τούς λοιπούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας,
πού ἔχουν συνδεθεῖ γιά τή δόξα της. 




Πέτρος Μογίλας (1595-1647)
Μητροπολίτης Κιέβου

«Στῶμεν καλῶς...»


Ρίγη συγκινήσεως καί δέος καταλαμβάνει τούς πιστούς εἰς τήν ἀναφώνησιν τοῦ λειτουργοῦ: «Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετά φόβου...». Ὁ οὐρανός ἔχει ἤδη «κατέβη» εἰς τόν ναόν καί ἐντός ὀλίγου, ἐνώπιον τοῦ λατρευτικοῦ σώματος, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θύτης καί θῦμα , θά προσφερθῇ πρός κοινωνίαν τῶν πιστῶν.
Ὅλοι οἱ πιστοί καλούμεθα νά ἐπιδεικνύωμε προσοχήν καί νά καλλιεργοῦμε τήν συνείδησιν τῆς θεϊκῆς παρουσίας ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου. Ἡ Θεία Λειτουργία καί ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ διά τόν πιστόν συνεχίζονται καί ἀφοῦ τελειώσῃ ἡ εὐλογημένη μας λατρεία.
Συνεχίζεται, πρέπει νά συνεχίζεται μυστικῶς εἰς τήν καθημερινότητα καί εἰς θυσιαστήριον πνευματικόν πρέπει νά λειτουργῇ αὕτη ἡ ὕπαρξίς μας. Τελεσιουργοῦμε, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, καί εἰς τόν βωμόν τῆς καρδίας μας, μέ ὅλην τήν θέλησίν μας, ἀλλά καί μέ ἱερόν ἐνθουσιασμόν καλούμεθα νά σφαγιάσωμε ὁ,τιδήποτε εἶναι δυνατόν νά προσβάλλῃ τήν ἀγάπην Τοῦ «ὡς ἐσφαγμένου ἀρνίου», καί νά ἀποξενώσῃ ἐμᾶς τούς ἰδίους τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί τοῦ θείου Φωτός πού ἐλάβαμε διά τῆς Θείας Κοινωνίας.

Ἡ λειτουργική προτροπή «στῶμεν καλῶς...» θά πρέπῃ νά ἀντηχῇ κάθε φορά μέσα εἰς τήν συνείδησίν μας. Κάθε φορά, ὅταν ὁ ἐχθρός σκύβῃ μέσα εἰς τά ὦτα τῆς καρδίας καί ἐπαναλαμβάνῃ ἐκεῖνα τά ἀπαίσια λόγια διά τῶν ὁποίων ἐξεγέλασε τούς προπάτορές μας. Ἡ ἱερά αὐτή ἐντολή, δίκην ἀσπίδος καί θώρακος νοητοῦ, θά πρέπῃ νά μᾶς προφυλάσσῃ, ὅταν βλέπωμε ὅτι τό περιβάλλον μας παίζει ρόλον πειραστοῦ, ἤ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας προσπαθῇ νά βρῇ κάποιαν ἀφορμήν ὥστε νά μᾶς προδώσῃ. Ἀλλά ἡ εὐλογημένη αὐτή προτροπή θά πρέπῃ νά ἀκούεται καί ἀπό τόν κάθε ὑπεύθυνον, εἰς οἱανδήποτε θέσιν καί ἄν εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν κοινωνίαν, καί ἰδίως εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν, δηλαδή τό πνεῦμα τῆς πλάνης θά προσπαθῇ, ὑπούλῳ τῷ τρόπῳ καί μέ ἐκ δεξιῶν κτυπήματα, νά μᾶς κάνῃ νά πιστεύσωμε πώς ἡ Ἐκκλησία, πού κατευθύνεται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σφάλλει καί ἐκτρέπεται.

Εἰς ὅλας αὐτάς τάς περιπτώσεις, μέ ἅγιον θυμόν, ἄς ἀπαντοῦμε τό «ὕπαγε ὀπίσω μου», προσθέτοντας καί τήν λειτουργικήν φράσιν «στῶμεν καλῶς...». Τότε, πράγματι, ἡ Θεία Λειτουργία μας θά συντελῆται ἀκαταπαύστως, εἰς τόν νοῦν, εἰς τήν καρδίαν, εἰς ὅλην τήν ὕπαρξίν μας καί ἐμεῖς, διά τῆς σταθερότητος τῆς πίστεως, θά ἀπολαμβάνωμε τήν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ «τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».


Γιατί δεν επαληθεύονται οι ημερομηνίες στις προφητείες;

Ακούστε την εξαιρετική και κατατοπιστική ομιλία του ιεροκήρυκα Δημ.Παναγόπουλου (διάρκειας 26 λεπτών). 

Μιλάει για μια προφητεία σχετική με την κατοχή των Τούρκων στην Κύπρο και για το ρόλο που παίζει η μετάνοια και η προσευχή μας στην εκπλήρωση προφητειών και στις ημερομηνίες τους.




Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...



...Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.

Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ' όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν' απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ' αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα....

Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ' όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιόν καστρότοιχο....
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: 
«Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

 

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πας άνθρωπος ψεύστης». 

Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο.
Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ' έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυτόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». 
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: 
«Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».


Άλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ' αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε. 
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία. Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.

Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ' Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα" μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.

Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο. 

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε; «Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950

Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Ο Θεός μόνο μπορεί να θεραπεύσει τους φόβους σου



Παιδί μου, φοβάσαι;

Να σκέφτεσαι τον Θεό πολύ. Να πηγαίνεις στην εκκλησία, όχι για μένα, για τον Θεό. Να κάνεις ο,τι ικανοποιεί την ψυχή σου. 

Ο Θεός μόνο μπορεί να θεραπεύσει τους φόβους σου. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν σήμερα να σε ξεδιψάσουν. Η σχέση μας με τον Θεό είναι μια συνεχής πάλη. 

Να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου όταν προσεύχεσαι. Να ευχαριστείς τον Θεό που τώρα σου έτυχε αυτό και όχι νωρίτερα, που όπως καταλαβαίνεις, δεν θα μπορούσες να το σηκώσεις. 

Η αδυναμία σου, παιδί μου, δεν έχει τόση σημασία πια, αφού ομολογείς αληθινά ότι είσαι αδύναμος. Είναι η αρχή της νίκης η παραδοχή.


+ μοναχός Μωυσής

Η αγάπη του Θεού προς τους αμαρτωλούς



Η αγάπη του Θεού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, είναι το πιο μεγάλο θαύμα της ελεημοσύνης Του, επειδή μόνο τούτη η αγάπη μπορούσε να στείλει τον Υιό του Θεού στον θεομαχόμενο ανθρώπινο κόσμο, για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία με τον απέραντο φιλάνθρωπο άθλο της.
Με ολόκληρη την προσωπικότητά του, ο Κύριος Χριστός εκπροσωπεί την μόνη αληθινή φιλανθρωπία, γι’ αυτό και ονομάζεται Μόνος Φιλάνθρωπος και Θεός της φιλανθρωπίας. Επειδή η αγάπη συνίσταται σε τούτο: ευσπλαχνία για τον αμαρτωλό, καταδίκη για την αμαρτία. Επιδιώκει την σωτηρία του αμαρτωλού και την καταστροφή της αμαρτίας, τον αποχωρισμό της αμαρτίας από τον άνθρωπο, καθώς και την συγχώρηση του ανθρώπου. Σ’ αυτά συνίσταται η μόνη πραγματική φιλανθρωπία.
Ο Θεάνθρωπος εκ της φιλανθρωπίας Του είναι όλος ιλασμός περί των αμαρτιών ημών: όλος έλεος, όλος συμπάθεια, όλος ευσπλαχνία. Και βάσει αυτού και λόγω αυτού υπάρχει η σωτηρία. Εκείνος ελέησε το ανθρώπινο γένος, όπως κανείς ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί. Μόνο ο Θεός της φιλανθρωπίας μπορούσε να φανταστεί και να πραγματοποιήσει τόσο τέλειο τρόπο σωτηρίας των ανθρώπων από την αμαρτία: με τον Θεάνθρωπο, με την ζωή του από της γεννήσεώς του και έως το σταυρικό του θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη. Αυτή είναι πράγματι αγάπη που δεν υπάρχει αντίστοιχή της. Πραγματική φιλανθρωπία που δικαίως φέρει τούτο το όνομα. Αυτό είναι όντως το μόνο πραγματικό έλεος προς τους ανθρώπους. 
Ως εκ τούτου είναι ο μόνος ιλασμός μπροστά στον Θεό για το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος. Με τον απεριόριστα φιλάνθρωπο άθλο της σωτηρίας των ανθρώπων από την αμαρτία, ο Θεάνθρωπος έγινε και για πάντα έμεινε «ιλασμός περί των αμαρτιών ημών».

π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ

ΕΛΘΩΝ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ!



Ο Θεός είναι πολύ κοντά μας, άλλα και πολύ ψηλά. Για να κάμψη κανείς τον Θεό, ώστε νά κατεβή να μείνη μαζί του, πρέπει νά ταπεινωθή και νά μετανοήση. Τότε ό πολυεύσπλαχνος Θεός, βλέποντας την ταπείνωση του, τον υψώνει ώς τούς Ουρανούς και τόν αγαπάει πολύ. ­Χαρά εσται εν τω ούρανω επί ένί άμαρτωλω μετανοουντι, λέει τό Ευαγγέλιο.

Ό Θεός έδωσε στον άνθρωπο τόν νου, γιά νά αναλογίζεται τό σφάλμα του, νά μετανοη και νά ζητάη συγχώρηση. Ό αμετανόητος άνθρωπος είναι σκληρό πράγμα. Είναι πολύ ανόητος, επειδή δεν θέλει νά μετανοήση, γιά νά απαλλαγή από τήν μικρή κόλαση πού ζή, ή οποία τόν οδηγεί στήν χειρότερη, τήν αιώνια. Έτσι στερείται και τις επίγειες παραδεισένιες χαρές, οί όποιες συνεχίζουν στόν Παράδεισο, κοντά στον Θεό, μέ τίς πολύ μεγαλύτερες χαρές, τίς αιώνιες.
Όσο ό άνθρωπος βρίσκεται μακριά άπό τόν Θεό, είναι εκτός εαυτού. Βλέπεις, στο Ευαγγέλιο γράφει ότι ό άσωτος υιός ­εις εαυτόν έλθών είπε-πορεύσομαι προς τον πατέρα μου. Δηλαδή, όταν συνήλθε, όταν μετάνοιωσε, τότε είπε: Θα επιστρέψω στον πατέρα μου. Όσο ζούσε στήν αμαρτία, ήταν εκτός εαυτού, δέν ήταν στα λογικά του, γιατί ή αμαρτία είναι έξω από τήν λογική.

- Γέροντα, ό Άββάς Άλώνιος λέει: ­Έάν θέλη ό άνθρωπος, από πρωί εως εσπέρας γίνεται εις μέτρον θείον. Τί εννοεί;
- Ή πνευματική ζωή δέν θέλει χρόνια. Σέ ένα δευτερόλεπτο μπορεί νά βρεθή κανείς από τήν κόλαση στον Παράδεισο, άν μετανοήση. Ό άνθρωπος είναι τρεπτός. Μπορεί νά γίνη άγγελος, μπορεί νά γίνη διάβολος. 
Πά πά πά, τί δύναμη έχει ή μετάνοια! Απορροφά τήν θεία Χάρη. Έναν λογισμό ταπεινό νά φέρη στον νου του ό άνθρωπος, σώθηκε. Έναν λογισμό υπερήφανο νά φέρη, άν δέν μετανοήση και τον βρή ό θάνατος, πάει, χάθηκε. Βέβαια, ό ταπεινός λογισμός πρέπει νά συνοδεύεται και από τον εσωτερικό αναστεναγμό, τήν εσωτερική συντριβή. Γιατί ό λογισμός είναι λογισμός, άλλά υπάρχει και ή καρδιά. ­Όλη ψυχή και διάνοια και καρδία, λέει ό υμνωδός. Νομίζω όμως ότι ό Άββάς εδώ εννοεί μιά πιο μόνιμη κατάσταση. Χρειάζεται ένα διάστημα, γιά νά φθάση κανείς σέ καλή κατάσταση.
Σφάλλω, μετανοώ, συγχωρούμαι αυτήν τήν στιγμή. Άν έχω αγωνιστικό πνεύμα, μπορώ σιγά-σιγά νά σταθεροποιήσω μιά κατάσταση, άλλά μέχρι τότε ταλαντεύομαι.

- Γέροντα, ένας άνθρωπος ηλικιωμένος μπορεί νά βοηθήση πνευματικά τον εαυτό του;
- Ναί, ίσα-ίσα, όταν κανείς γεράση, τού δίνεται ή δυνατότητα νά μετανοήση, γιατί φεύγουν οί ψευδαισθήσεις. Πρώτα, επειδή είχε σωματικές δυνάμεις και δέν δυσκολευόταν, δέν καταλάβαινε τις αδυναμίες του και νόμιζε ότι βρισκόταν σέ καλή κατάσταση. Τώρα πού έχει δυσκολίες και γκρινιάζει, βοηθιέται νά καταλάβη ότι δεν είναι εντάξει, ότι χωλαίνει, και νά μετανοήση. Αν αξιοποίηση πνευματικά τά λιγώτερα χρόνια της ζωής του πού του έμειναν και χρησιμοποίηση και τήν πείρα πού του άφησαν τά περισσότερα χρόνια της ζωής του πού πέρασαν, δεν θά τόν άφήση ό Χριστός, θά τόν έλεήση.

Αγ. Παϊσίου του Αγιορείτου

«Η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»



Ο π. Σεραφείμ Ρόουζ μην ξεχνώντας ποτέ την ανάγκη να «βιάζει τον εαυτό τον στη χριστιανική πνευματική ζωή, έζησε σύμφωνα με τα ακόλουθα λόγια του αγίου Μακαρίου του Μεγάλου, τα όποια είχε ως οδηγό στην καθημερινή πνευματική του πράξη:
« Ένας άνθρωπος, ερχόμενος προς τον Κύριο, πρέπει να βιάσει τον εαυτό του σε ότι είναι καλό, ακόμη και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κλίση της καρδιάς του, προσμένοντας συνεχώς τον έλεός Του με βέβαιη πίστη. 
Να πιέζει τον εαυτό του στην αγάπη όταν δεν έχει αγάπη, να είναι πράος όταν δεν έχει πραότητα, να είναι οικτίρμων και φιλεύσπλαχνος, να επιζητά την ταπείνωση και όταν καταφρονείται να τον υπομένει καρτερικά ... 


Να βιάζει τον εαυτό του στην προσευχή όταν δεν έχει πνευματική προσευχή.Έτσι, ό Θεός, σε εκείνον πού προσπαθεί και βιάζει τον εαυτό του, σε αντίθεση με αυτόν πού έχει απρόθυμη καρδιά, παρέχει την αληθινή προσευχή τού Πνεύματος, αληθινή αγάπη, πραότητα, φιλευσπλαχνία (Κολ.3,12), αληθινή ευγένεια και, με ένα λόγο, τον γεμίζει με πνευματικούς καρπούς ».

Από το βιβλίο ''π.Σεραφείμ Ρόουζ,Η ζωή και τα έργα του

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος: Να έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου το θάνατο



Αγαπητοί, ποια ωφέλεια βρήκαμε σ' αυτή τη μάταια ζωή; Αλίμονο! Είναι μακάριος αυτός που βρήκε παρρησία κατά την ώρα του χωρισμού, όταν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα της˙ διότι έρ­χονται οι Άγγελοι να πάρουν την ψυχή και να την χωρίσουν από το σώμα, για να την παρουσιάσουν στο φοβερό βήμα και στο φρικτό δι­καστήριο.
Μεγάλος φόβος, αδελφοί, θα μας κυριεύσει την ώρα του θανά­του, όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με φόβο και οδύνες. Διότι την ώρα του χωρισμού στέκονται μπροστά στην ψυχή τα έργα της, όσα έκανε τη νύχτα και τη μέρα, καλά και κακά, και οι Άγγελοι σπεύδουν βιαστικά να την βγάλουν έξω από το σώμα˙ αλλά η ψυχή παρατηρώντας τα έργα της δειλιάζει να βγει. Η ψυχή μάλιστα του αμαρτωλού με φόβο χωρίζεται από το σώμα και με τρόμο αναχωρεί για να παρουσιασθεί στον αθάνατο Βασιλιά˙ και καθώς αναγκάζεται να βγει από το σώμα, βλέποντας τα έργα της, λέει σ' αυτά με φόβο˙ «Δώστε μου προθεσμία μια ώρα, να βγω». Απαντούν σ' αυτή τα έργα της· «Εσύ μας έκανες· γι’ αυτό ας πάμε εμείς στον Θεό μαζί μ' εσένα».
Ας μισήσουμε, αδελφοί, αυτή τη μάταια ζωή, και ας ποθήσου­με μόνο τον Χριστό, τον άγιο. Δεν ξέρουμε, αδελφοί, σε ποια ώρα θα συμβεί ο θάνατός μας. Κανείς από μας δε γνωρίζει την ώρα η τη μέρα του χωρισμού. Ξαφνικά μάλιστα, καθώς εμείς βαδίζουμε και χαιρόμαστε αμέριμνα τις απολαύσεις στη γη, έρχεται το πρόσταγμα να πάρουν την ψυχή από το σώμα˙ και αναχωρεί ο αμαρτωλός άπ’ αυτό τον κόσμο τη μέρα που δεν το περιμένει, ενώ η ψυχή του είναι γεμάτη αμαρτίες και δεν έχει παρρησία. Γι’αυτό παρακαλώ, αδελ­φοί, ας γίνουμε ελεύθεροι και ας μη διατηρούμε τη δουλεία αυτής της ματαίας ζωής. Ας δώσουμε φτερά στην ψυχή μας, για να πετά­ει καθημερινά προς τον Θεό, μακριά από τις παγίδες και τα σκάνδα­λα. Ο Πονηρός κρύβει συνεχώς τις παγίδες του μπροστά στην ψυχή μας, ώστε, αφού πρώτα την σκανδαλίσει, να την παρασύρει με τις παγίδες του στην αιώνια κόλαση.
Βαδίζουμε ανάμεσα στα σκάνδαλα και στις παγίδες, αγαπητοί˙ ας προσευχόμαστε να μην πέσουμε σ' αυτές. Είναι γεμάτες γλυκύτη­τα οι παγίδες του θανάτου. Ας μη δεθεί η ψυχή μας στη γλυκύτητά τους. Η γλυκύτητα των παγίδων τού θανάτου είναι η μέριμνα για τα γήινα πράγματα και για τα χρήματα και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη γλυκαθείς εσύ, αδελφέ, με τη γλυκύτητα της παγίδας του θανάτου. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου, ούτε να παρα­δοθείς στη μελέτη των πονηρών λογισμών. Αν ο ρυπαρός λογισμός βρει είσοδο να μπει μέσα στην ψυχή σου, την κάνει να νιώσει γλυκύ­τητα με την πονηρή μελέτη, για να την θανατώσει, και γίνεται ο πονηρός λογισμός σαν μια παγίδα μέσα στην ψυχή, αν συμβεί να μη διωχθεί με την προσευχή και τα δάκρυα, με την εγκράτεια και την αγρυπνία. Γίνε συνεχώς ελεύθερος από όλα τα γήινα πράγματα, για να γλυτώσεις από τις παγίδες και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου ούτε στιγμή στη μελέτη τού πονηρού λογισμού. Ας μην παρατείνει ο πονηρός λογισμός την πα­ραμονή του στην ψυχή σου, αδελφέ. Να καταφεύγεις πάντοτε στον Θεό με προσευχή και νηστεία και δάκρυα, για να γλυτώσεις από όλες τις παγίδες και τα σκάνδαλα και τα πάθη. 
Μη νομίσεις, αδελφέ, ότι πρόκειται να ζήσεις πολύ χρόνο επά­νω στη γη, και χαλαρώσεις τον εαυτό σου στη μελέτη των πονηρών λογισμών και πράξεων, και έρθει ξαφνικά η προσταγή του Κυρίου και σε βρει να αμαρτάνεις χωρίς να έχεις πια καιρό μετάνοιας, ούτε επίσης συγχώρηση. Και τι θα πεις κατά την ώρα του χωρισμού, αδελφέ; Διότι συμβαίνει να μη σου επιτρέπει η προσταγή τού Κυρίου να παραμείνεις ούτε στιγμή επάνω στη γη. Πολλοί είναι που νομί­ζουν ότι πρόκειται να ζήσουν πολύ χρόνο στη γη, αλλά ήρθε ξαφνι­κά ο θάνατος, έθαψε τη μάταια προσδοκία. Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και βρήκε τον άνθρωπο, τον αμαρτωλό και πλούσιο, που λογάριαζε να ζήσει πολλά χρόνια με άνεση στη γη, να μετρά με τα δάχτυλα τα κεφάλαια και τους τόκους, και να διαιρεί με τη σκέψη τα άφθονα πλούτη του και να τα αναλογεί σε πολλά χρόνια. Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και σε μια στιγμή εξαφάνισε συγχρόνως όλο τον υπολογι­σμό και τον πλούτο και τη μέριμνα τού μάταιου λογισμού. Ήρθε επίσης ο θάνατος και βρήκε τον δίκαιο και όσιο άνθρωπο να μαζεύει τον πλούτο των ουρανών με την προσευχή και τη νηστεία.
Να έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου το θάνατο, αδελφέ μου, και να μη φοβάσαι το χωρισμό από το σώμα σου. Έτσι να προσμένεις και συ πάντοτε, σαν συνετός και πνευματικός άνθρωπος, καθημερινά το θάνατο και την παρουσία σου στο βήμα τού Κυρίου. 
Ετοίμασε κάθε μέρα το λυχνάρι σου, σαν φρόνιμος και πρόθυμος άνθρωπος˙ πρόσεξέ το κάθε ώρα, με δάκρυα και προσευχές. Όσο χρονικό διάστημα, αδελφέ, είσαι ελεύθερος, βιάσου. Διότι έρχεται ο καιρός, γεμάτος δειλία και φόβο και θόρυβο, ο οποίος εξαιτίας της σύγχυσής του δεν επιτρέπει να συλλογίζεσαι αυτά που είναι ανώτερα. 
Προσέχετε, αγαπητοί μου, πως αναπτύσσονται όλα τα πονηρά και πως προοδεύουν κάθε μέρα τα κακά και πως προχωρεί η πονη­ρία. Αυτά περιμένουν τη σύγχυση που έρχεται, και τη μεγάλη θλί­ψη που πρόκειται να έρθει σε όλα τα πέρατα της γης. Από τις αμαρτίες μας και από τη χαυνότητά μας προχωρούν τα πονηρά. Ας γίνουμε άγρυπνοι κάθε μέρα, φιλόθεοι πολεμιστές˙ ας νικήσουμε στον πόλεμο τού Εχθρού, φιλόχριστοι˙ ας διδαχθούμε τις συνήθειες τού πολέμου˙ διότι είναι αόρατος. Συνήθειες αυτού τού πολέμου είναι πάντοτε η απαλλαγή από τα γήινα πράγματα. Αν έχεις μπρο­στά στα μάτια σου κάθε μέρα το θάνατο, δε θα αμαρτάνεις. Αν απαλλαγείς από τα γήινα πράγματα, δε θα νικηθείς στον πόλεμο. Αν μισήσεις τα γήινα, καταφρονώντας τα προσωρινά, θα μπορέσεις να πάρεις, σαν γενναίος πολεμιστής, το βραβείο της νίκης. Επειδή δηλαδή τα γήινα έλκουν τον άνθρωπο κάτω, προς τον εαυτό τους, γι' αυτό και τα πάθη σκοτίζουν στον πόλεμο τα μάτια της καρδίας.
Γι’ αυτό το λόγο μας πολεμά και μας νικά ο Πονηρός, επειδή είμα­στε γεμάτοι από γήινα και υπηρετούμε σαν δούλοι τα πάθη των γήι­νων μερίμνων διότι όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, αγαπούμε τα γήινα, αδελφοί, και ο νους μας είναι καρφωμένος στη γη εξαιτίας της χα­λαρότητάς μας. Η μέρα τελειώνει πια και ο χρόνος μας πλησίασε προς το βράδυ, αλλά εμείς, αγαπητοί, εξαιτίας της απιστίας μας νο­μίζουμε ότι είναι πρωί.
Ας φοβηθούμε, αγαπητοί. Είναι ενδέκατη ώρα της μέρας, και το μάκρος του δρόμου είναι μεγάλο. Ας φροντίσουμε να βρεθούμε στο σταθμό μας. Ας γίνουμε άγρυπνοι και ας φυλάξουμε τους εαυ­τούς μας από τον ύπνο, όπως οι άυπνοι. Δε γνωρίζουμε ποια ώρα θα έρθει ο Δεσπότης. Ας ελαφρύνουμε τους εαυτούς μας από το βά­ρος των γήινων πραγμάτων. «Μη μεριμνάτε εντελώς», είπε ο Κύ­ριος. Το να αγαπάμε όλους παραγγέλλει σ' εμάς ο Θεός, εμείς όμως μάλλον διώξαμε την αγάπη, και αυτή έφυγε από τη γη. Δε βρίσκεις επάνω στη γη την αγάπη τέλεια, σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού. Από όλους διώχθηκε˙ από όλους μισήθηκε η αγάπη˙ πε­ρισσότερο βασιλεύει ο φθόνος˙ οι φιλονεικίες και οι συγχύσεις επάνω στη γη πληθύνουν οι αδικίες κάλυψαν όλους, χωρίς εξαίρεση˙ ο κα­θένας ζητά με πόθο τα γήινα και καταφρονεί τα ουράνια˙ ποθεί τα προσωρινά, και κανείς δεν αγαπά τα μέλλοντα.
Ποθείς να είσαι ουράνιος; Μη ζητάς αυτά που είναι επάνω στη γη, αλλά μίσησέ τα και δείξε αποστροφή και αγωνίσου, ως τέλειος, και πόθησε, ως τέλειος, τη βασιλεία των ουρανών. Μη συλλογίζεσαι λέγοντας˙ «Είναι πολύς ο χρόνος της ασκήσεως και βαρύς, και εγώ, είμαι αμελής και αδύνατος και δεν μπορώ να αγωνισθώ». Άκουσε με προσοχή τα λόγια της ωραίας και καλής συμβουλής˙ μάθε καλά τι σου λέω, φιλόχριστε αδελφέ. Αν θελήσεις να αναχωρήσεις σε άλλη μακρινή χώρα, δεν μπορείς να διανύσεις την απόσταση όλου του δρόμου σε μια ώρα, αλλά υπολογίζοντας το περπάτημα σου καθη­μερινά κάνεις στάση και αναχωρείς, και μετά από καιρό και κόπο φθάνεις στη χώρα που ζητάς.
Έτσι είναι η ουράνια βασιλεία και η τρυφή του παραδείσου. Ο καθένας φθάνει εκεί με νηστείες και εγ­κράτεια και αγρυπνίες και αγάπη. Αυτοί είναι οι δρόμοι που οδη­γούν στον ουρανό, προς τον Θεό. Μη φοβηθείς να βάλεις αρχή του κάλου δρόμου, που φέρνει στη ζωή. Να θέλεις μόνο να βαδίσεις στο δρόμο, και αν βρεθείς ολοπρόθυμος, αμέσως ο δρόμος γίνεται ίσιος μπροστά σου. Και βαδίζοντας με χαρά κάνεις στάσεις, τερπόμενος σ' αυτές· διότι δυναμώνουν τα βήματα της ψυχής σου στην κάθε στάση. Και για να μη βρεις δυσκολία στο δρόμο που οδηγεί στη ζωή, ο Κύ­ριος ο ίδιος έγινε δια μέσου του εαυτού του δρόμος της ζωής, για όσους θέλουν να αναχωρήσουν και να έρθουν με χαρά στον Πατέρα των φώτων.