.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο Άγιος Σύζυγός της Πόρνης της Πλατείας Βάθης.


Ζούσε στην Αθήνα πρό ετών κάποιος άνθρωπος πού τον έλεγαν Νικόλαο.
Ταπεινός, ευσεβής, με τη νηστεία του, την αγρυπνία του και με «Θεϊκές καταστάσεις» όπως γράφει στις άγιες προσευχές του.

Είχε μάλιστα και την αρετή της ελεημοσύνης, όπως εδώ σε μιά παρόμοια σκηνή βλέπουμε…

Στα 35 χρόνια του, εφόσον τακτοποίησε τις άγαμες αδελφές του, απεφάσισε κι΄ αυτός να παντρευτεί. Όπως ήταν φυσικό, εφόσον ήταν και ευσεβής, θα έπρεπε να ψάξει να βρεί μία κοπέλα μέσα από την Εκκλησία, και πιθανόν να πείτε και μέσα από τις αδελφότητες, και οπουδήποτε αλλού υπήρχε ευλάβεια και ευσέβεια σε χώρους χριστιανικούς.

Αλλά όμως εκείνος διάλεξε κάτι άλλο…

Πήγε λοιπόν στην πλατεία Βάθης και πήγε σε ένα σπίτι της αμαρτίας. Και την πρώτη κοπέλα που τον υποδέχτηκε, της είπε :
—«Σήκω και έλα μαζί μου. Έταξα στο Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε βγάλω από δω μέσα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Βέβαια κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι εκείνης τής κοπέλας, δεν θα ξαφνιάζονταν τόσο πολύ, όπως ξαφνιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Την ευκαιρία βέβαια δεν την έχασε και έτσι δέχτηκε. Την δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι θα εξομολογείτο και θα άρχιζαν μία καινούργια ζωή, όπως και πράγματι έγινε.

Η πρώην άσωτη γυναίκα ήταν πλέον στο πλευρό του Νικόλα σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και σιωπηλή με τα νεανικά της χρόνια φωτεινά πλέον, απ’ τη μετάνοια και την εξομολόγηση στο καθαρό της πρόσωπο.
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός. Αλλά η αμαρτία όμως είναι δυνατή, και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε γι’ αυτήν, και για το μεγάλο αφεντικό της αμαρτίας που λέγεται διάβολος.
Έτσι λοιπόν η γυναίκα του Νικόλα, κύλισε ξαφνικά στην παλιά αμαρτία, και έγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σαν να την έπιασε βέβαια ένα είδος τρέλας.

Της μίλησε ο Νικόλας, ο καλός εκείνος σύζυγος,
–«Κοίταξε», της είπε, «δεν σου κρατάω καμιά κακία. Θα σ’ αφήσω όσα λεφτά έχω και το σπίτι ακόμα, και εγώ θα πάω στο Άγιο Όρος. Και αν με κρατήσουν εκεί θα γίνω μοναχός, αν όχι, θα γυρίσω πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε.»
Και έφυγε…
Φτάνοντας ο Νικόλας στο Άγιο Όρος, έψαξε και έμαθε για έναν περίφημο και άγιο πνευματικό, ας τον πούμε παπα-Σάββα, και πήγε να τον συμβουλευτεί. Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του είπε:
—«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μόνον που το σκέπτεσαι. Έταξες να σώσεις την γυναίκα σου. Να πας πίσω να την ξαναπάρεις κοντά σου. Και προσπάθησε με τη ζωή σου, με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή και ελεημοσύνη να την σώσεις…»

Αποσβολώθηκε ο Νικόλας, κοντοστάθηκε, του φάνηκε πολύ βαριά αυτή η εντολή του πνευματικού, κατάλαβε όμως ύστερα από προσευχή που έκαμε κατά την διάρκεια της αγρυπνίας εκεί στο κελάκι εκείνου του αγιασμένου γέροντος και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω.
Άνοιξε την αγκαλιά του, άνοιξε το σπιτικό του και την ξαναπήρε μέσα. Εκείνη ύστερα από την όλη αυτή διαδικασία, συγκινήθηκε, εξομολογήθηκε και έβαλε καινούργια αρχή.
Μα η αμαρτία είναι και γλυκιά και δυνατή και ισχυρή. Και η γυναίκα ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε…
Ο Νικόλας υπέμενε, καρτερούσε, αγρυπνούσε ώρες, γονατιστός προσευχόταν γι’ αυτήν, σιωπούσε και νήστευε, νήστευε εξαντλητικά.

Ερεθισμένη από αυτήν την ανοχή πρόσθεσε στην ντροπή και κάτι άλλο πλέον, την άσχημη συμπεριφορά της. Άρχισε να τον φωνάξει, να τον ξεφτιλίζει, να τον βρίζει, να τον ματώνει καθημερινά με την θηριώδη εκείνη συμπεριφορά της, την διαβολική.

Πόσο θα μπορούσε αλήθεια να βαστάξει ο ανεξίκακος εκείνος άγιος άνθρωπος του αιώνος μας;
Περνούσαν τα χρόνια και ο Σταυρός γινόταν όλο και πιο αβάσταχτος. Έδειχνε σιγά σιγά να λυγίζει.

Και ξημέρωνε ημέρα της Καθαράς Δευτέρας.

Την πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστά στην σιωπή του Θεού που έδειχνε πως δεν νοιαζόταν πλέον για το πλάσμα του. Έπεσε μπροστά στο εικονοστάσι και με λυγμούς φώναξε:
—«Θεέ μου, ή φώτισέ την και δώσε της μετάνοια αληθινή, ή πάρε με. Δεν αντέχω άλλο τούτο το βάσανο 15 ολόκληρα χρόνια».
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!
Η γυναίκα του που ήλθε απέξω από την αμαρτία, γιατί είπαμε ήτανε νύχτα και ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, ήταν μια τέτοια ημέρα, που τον βρήκε γονατιστό και άκουσε και τα λόγια που έλεγε κλαίγοντας τούτος ο άνθρωπος, τη συγκλόνισε κυριολεκτικά, την πήραν τα κλάματα, … κατάλαβε την άβυσσο των κριμάτων της, … ήταν «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αλλά η μετανοημένη πλέον.
Κεραυνοχτυπημένη λοιπόν από την θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και φώναξε:

«Συγχώρεσέ με, δεν είμαι μόνο τιποτένια, αλλά για τελευταία φορά. Για τελευταία και μοναδική φορά συγχώρεσέ με».
Και κείνος πάλι την συγχώρεσε.
Και ακολούθησαν μετά από κείνην την βραδιά που ξημέρωνε η Μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρά Δευτέρα, ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας, και με παιδιά μέσα στην οικογένεια, δύο αγγελούδια που τους χάρισε ο Πανάγιος Θεός, και ευλογία ήλθε μια για πάντα σε αυτό το σπιτικό, χάρις στην αγία υπομονή, τη μεγάλη καρδιά και την συγχωρητικότητα αυτού του ανθρώπου του Νικολάου, χάρις στην προσευχή του, χάρις στην υπομονή του, την ματωμένη υπομονή του, την πολλή του προσευχή και τα πολλά του τα δάκρυα.

Τελικά έσωσε έναν άνθρωπο !

Τώρα εγώ και σεις, αν ήμασταν στη θέση του, τι θα κάναμε; Γιατί αυτός ο άνθρωπος, όταν αύριο μεθαύριο κοιμηθεί, θα μας κρίνει επάνω στην Βασιλεία των Ουρανών για το πόσο υπήρξαμε ανεκτικοί στα σφάλματα του πλησίον μας. Δεν λέω του συντρόφου μας, λέω του πλησίον μας, του οποιουδήποτε πλησίον μας.

Και πόση προσευχή κάναμε γι’ αυτόν, και πόση νηστεία, και πόσα δάκρυα χύσαμε για να αλλάξει ζωή, για να αλλάξει διαγωγή.
Αυτή είναι η αληθινή ζωή του Ευαγγελίου. Αυτή είναι η πράξις των Πράξεων των Αποστόλων, των συμβουλών των Αποστόλων, των εντολών του Αγίου Θεού, αυτή είναι η πράξις, την οποία πρέπει να την δείχνουμε με την ζωή μας κάθε μέρα.
Πάντως εκείνο που θέλω να παρακαλέσω όλους σας, είναι να ενθυμούμεθα ότι την αρετήν θα την διαπράττουμε όσο το δυνατόν δύναται στα κρυφά, μέσα στο ταμείον της καρδιάς μας, όπου θα θησαυρίζουμε τις αρετές του Αγίου Θεού, για να ωφεληθούμε…

Να ωφεληθούμε όχι μόνον εμείς προσωπικά, αλλά για να ωφεληθεί και ο σύντροφος της ζωής μας, να ωφεληθούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, και να δημιουργήσουμε με την δική μας αγιασμένη ζωή, με τη δική μας ανεξικακία, με την δική μας συγχωρητικότητα, με τη δική μας ολόθερμη αγάπη, όχι την ψεύτικη, όχι την φαινομενική, όχι των χειλέων, την καρδιακή αγάπη, να δημιουργήσουμε μία ασπίδα, ένα προπέτασμα πως θα το πώ, μια ασφάλεια, γύρω από την οικογένειά μας…

Έτσι ώστε χάριν ημών και χάριν των προσωπικών μας αγώνων, και της αγάπης που θα έχομε προς τον Θεόν και τον πλησίον, όταν θα έρθουν οι δύσκολες ώρες, -και έρχονται, δεν καθορίζουμε είπαμε ημερομηνίες, αλλά έρχονται,- να μας ασφαλίσει ο Θεός.

Να πιάνουμε το σάπιο δένδρο και να ζωντανεύει, το ξερό και να βγάζει καρπούς, να σταυρώνουμε το άδειο μπουκάλι και να γεμίζει από λάδι. Θα το κάνει το θαύμα αυτό ο Θεός στούς δικούς Του ανθρώπους, αφού το έκανε και στον άπιστο τον αχάριστο εκείνον Ισραηλιτικό λαό, για σαράντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο.

Θα το κάνει και σε μας ο Χριστός όταν έρθουν οι δύσκολες αυτές ώρες, αρκεί να είμεθα από σήμερα και από τούτη τη στιγμή κοντά εις τον Πανάγιο Θεόν.
Η αγάπη του Αγίου Θεού, εύχομαι νάναι πάντοτε μαζί σας,
καλή και ευλογημένη Σαρακοστή,
και να υποδεχτούμε με την χάριν, και την αγάπη και τη δύναμη του Αγίου Θεού
και το Άγιον Πάσχα,
Αμήν.

Ευχή εις τόν πανοικτίρμονα Θεόν και Πατέρα κατανυκτική, εξομολογητική τε καί ίκετήριος


Οίδα, Κύριε, ότι ει καί τό πλήθος τών αμαρτιών μου εστίν άπειρον, καί ουδέ δύναμαι τη ση προσβλέψαι χρηστότητι, άλλα τό σόν έλεος υπεράπειρόν έστι καί πέλαγος έχεις μακροθυμίας καί άβυσσον αγαθότητος. 

Και ει πάντας ανθρώπους τη πονηρία νενίκηκα, άλλ' ουχί και τους σους οικτιρμούς υπερέβαλον, ουδέ τά σπλάγχνα της σης απέκλεισα συμπαθείας, ουδέ τους αεννάως ρέοντας της σης φιλανθρωπίας οχετούς απεξήρανα• καν γάρ αί ανομίαι ημών πληθυνθώσιν υπέρ τά άστρα του ουρανού και την ψάμμον τήν παρά το χείλος της θαλάσσης, όμως παρά τοσούτον της σης ηττώνται χρηστότητος και επιεικείας, παρ' όσον και τά κατορθώματα ημών απολείπεται της δικαιοσύνης σου. Διά τούτο θαρρών τω έλέει σου, προσέρχομαι σοι μετά φόβου και τρόμου, δεόμενος ώς ό άσωτος, εί τι σοι ήμαρτον εκουσίως καί ακουσίως, έν έργοις και λόγοις, ενθυμήμασι καί διαλογισμοίς, γνώσει τού χείρονος καί αγνοία, όσα έν νώ καί όσα έν διανοία, εί τι έν νυκτί καί ει τι έν ημέρα, συγχωρήσαι, πάντα μοι έν πάση ηλικία καί έν όλη μου τη ζωή, πάντα μοι απαλείψαι καί χιτώνα μοι ενθείναι αναμαρτησίας καί καθαρότητος. 

Ήμαρτον, ομολογώ• έπλημμέλησα, ούκ αρνούμαι• τάς σάς ηθέτησα εντολάς• τά σά κρίματα καί δικαιώματα υπερείδον εξηκολούθησα τώ πλάνω καί αποστάτη εχθρώ• υπετάγην τη σαρκί καί τοις πάθεσιν εδουλώθην ταίς του βίου ηδοναίς• εργαστήριον υπήρξα πάσης ακαθαρσίας, σκεύος εγενόμην πάσης ανομίας• ούκ έχω τόν χαρακτήρα τής σης εικόνος καθαρόν καί απαραποίητον ούκ έχω τήν σφραγίδα ασάλευτον του θείου βαπτίσματος• διέφθειρα τήν πρώτην πλάσιν καί τήν δεύτερον πάντα συνέχεα, πάντα εμόλυνα τοις καθ' ημέραν καί ώραν παραπτώμασιν ομολογώ εμαυτόν υπεύθυνον τω αιωνίω πυρί, καί τω ακοιμήτω σκώληκι, ανακηρύττω εμαυτόν ένοχον πάσης φρικτής τε καί χαλεπής κολάσεως• ού περιμένω τήν κατάγνωσιν τής κρίσεως τού μονογενούς σου Υιού, ήτις τους κατ' εμέ αμαρτωλούς εις γέενναν παραπέμψει• παρ' εμαυτού τήν ψήφον τής καταδίκης λαμβάνω• άπ' εμαυτού κατακρίνομαι• κάθηται ή μνήμη των αμαρτημάτων, σφοδροί και απαραλόγιστοι έλεγχοι, οι δεινοί κατήγοροι προσκομίζουσι τά γραμματεία των έργων μου, απαιτούσι τάς δίκας, έλκουσιν ώς από βήματος επί τάς βασάνους• ό βοηθών ουδείς, ό συνηγόρων ουδαμού. Τί ποιήσω λοιπόν πρό τής ώρας εκείνης καταδικαζόμενος, επειδάν κατά τήν τής κρίσεως ημέραν ετάζωμαι; 
παρά τίνος δικαιωθήσομαι; 
ει παρ' εμαυτού εξουθενούμαι, τίς μοι συναντιλήψεται; τίς επικαλύψει μοι τά άνακεκαλυμμένα και τά εις φώς κείμενα; 
και βλεπόμενα ύπό μυριάδων αγγέλων καί ανθρώπων, άπερ έν σκότει διεπραξάμην ό άθλιος; ουδέν έστι τό δικαιούν με, ει μή τό σόν έλεος καί τό σόν φιλάνθρωπον, καί τό πρό τής κρίσεως εμαυτόν κατακρίνειν καί στηλιτεύειν τάς εμάς πράξεις καί θριαμβεύειν τάς εμάς αμαρτίας. 
Σύ γάρ ει ό ειπών διά του προφήτου• λέγε σύ πρώτος τάς αμαρτίας σου, ίνα δικαιωθής. 
Άρα καί εμοί έξαγορεύοντι τάς ανομίας μου σοι τώ Κυρίω, αφήσεις τήν ασέβειαν τής καρδίας καί αθωώσεις με. 
Έχω πρέσβυν αξιόχρεων εις δυσωπίαν τήν παναγίαν καί παναμώμητον καί πανυπέραγνον Μητέρα του μονογενούς σου Υιού, του αληθινού Θεου καί Σωτήρος τής ημετέρας φύσεως. 

Έχω συμπρεσβευούσας τάς αγίας και καθαράς καί αύλους Δυνάμεις καί Εξουσίας, τους Θρόνους, τάς Κυριότητας, τά πολυόμματα Χερουβείμ καί τά έξαπτέρυγα Σεραφείμ καί πάσαν λειτουργικήν χοροστασίαν ρητήν τε καί άρρητον. Προτείνω μεσίτας ομού καί συλλήπτορας τής σωτηρίας μου τά πλήθη τών θείων Πατέρων καί Προπατόρων τών έκ του παντός αιώνος τά αρεστά σοι πεποιηκότων. Προβάλλομαι εις ικεσίαν τους μακάριους καί θεωρούς τών σών μυστηρίων Προφήτας• καί προς τούτοις τό τών Προφητών επισφράγισμα, τόν μέγαν τής αληθείας επόπτην καί κήρυκα καί βαπτιστήν Ίωάννην. 
Προσάγω εις μεσιτείαν τους αγίους καί ιερούς Αποστόλους, ών αί της διδασκαλίας σάλπιγγες εις τήν της Εκκλησίας οικοδομήν, τήν οικουμένην ανέστησαν. Προσφέρω σοι και τά των Μαρτύρων αίματα και τρόπαια, άπερ τον ούρανον και τήν γήν εσάλευσαν, ίνα τήν επί γης ανατείλασαν της ευσέβειας αλήθειαν βεβαιώσωσι και τό της ασεβείας απελάσωσι ψεύδος. 
Προσκομίζω σοι και τήν στερράν και ακατάπληκτον κατά των δυσσεβών ένστασιν τών της ορθοδοξίας και της υγιούς πίστεως Ομολογητών. Προτίθημι και τά διά βίου σκάμματα και παλαίσματα τών ως Αγγέλων επί γης πολιτευσαμένων Οσίων ανδρών, τών και πάθη σαρκός και ήδονάς κόσμου και μηχανάς του κοσμοκράτορος τη ασκήσει νενικηκότων. 

Και ουδέ τάς σεπτάς και αγίας φάλαγγας τών Ποιμένων και Διδασκάλων της οικουμένης εις μεσιτείαν παρίημι• άλλα προσκαλούμαι καί τούτους συνεξιλάσασθαι και συνεκδυσωπήσαί σε τόν Πατέρα και Ποιητήν του παντός, τάς αναίμακτους εαυτών θυσίας έν χερσίν έχοντας, και τους υπέρ της ευσέβειας και αρετής ιδρώτας καί τά παλαίσματα. Γυναίκες δέ καί μάλιστα Παρθένοι σεμναί καί οσίαι τήν τών ανδρών αλλαξάμεναι φύσιν, καί τόν χρηστόν του Ευαγγελίου υποδύσαι ζυγόν, υπέρ εμού ικετηρίαν προσάγουσι, προδεικνύσαι τήν εναγώνιον εαυτών ζωήν καί τόν ασκητικόν βίον καί αθλητικόν καί έλεον προκαλούμενοι. 

Τοσούτους ούν έχων καί τηλικούτους προστάτας, πρέσβεις καί μεσίτας, δέομαι ό αμαρτωλός καί ανάξιος, μή αποπέμψης με, Κύριε, κατησχυμμένον, μηδέ αποδοκιμάσης με ώς ανάξιον, μηδέ απόρριψης με από του προσώπου σου ώς απαρρησίαστον, άλλα συναρίθμησόν με τοις εκλεκτοίς σου προβάτοις καί της τών σωζομένων αξίωσον στάσεως τε καί τάξεως, ώς ελεήμων και συμπαθής καί φιλάνθρωπος, καί τη τών αμαρτωλών ενηδόμενος σωτηρία. Ότι σύ ει ό Θεός καί Πατήρ ημών, καί προς σέ αμαρτάνοντες επιστρέφομεν, καί σου έσμεν τέκνα, ει και μωμητά δι' απροσεξίαν υπήρξαμεν. Και σοι τήν δόξαν και εύχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν, συν τώ μονογενεί σου Υίώ και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ὅμως, εὐτυχῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ κατάλληλο φάρμακο!



Χριστιανὸς χωρὶς ἐκκλησιασμό, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ἐξομολόγησιν, χωρὶς Θ. Κοινωνία, εἶναι ἕνα ξέφραγο ἀμπέλι, ὅπου ἀνὰ πάσαν στιγμὴν ἡ πόρτα εἶναι ἀνοιχτὴ νὰ μποῦν μέσα οἱ κλέφτες, δηλαδὴ οἱ δαίμονες, νὰ τὸ ἁλωνίσουν. 

Λοιπόν, ἀγαπητέ, λέγομεν, ὅτι ὁ Χριστιανὸς ὅταν βαπτιστεῖ βάζει μέσα του τὴν θείαν χάριν βάζει μέσα του τὸν Χριστόν. 

Ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτίαν, τὸν διώχνει πάλιν ἔξω. Χριστὸς καὶ ἁμαρτία, πράματα ἀντίθετα. 

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ βροῦμε μέσα μας τὸν Θεόν, ὅσον στέκει μπροστὰ σὰν τοῖχος ἡ ἁμαρτία. Ὅμως, εὐτυχῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ κατάλληλο φάρμακο, γιὰ νὰ πέση αὐτὸς ὁ τοῖχος. Αὐτὸ εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Ἔρχονται πολλοὶ καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ νοερᾶν προσευχήν. 

Ἐμεῖς πρῶτα λέγομεν: «Ἐξομολογήθηκες καμιὰ φορᾶν; κοινωνᾶς; ζεῖς χριστιανικά;» κλπ. Ἂν πῆ ναί, τότε προχωροῦμε. Ἂν ὄχι, μὴ χάνουμε λόγια ἄδικα. 

Πρῶτα λοιπόν, τέκνον, βάζουμεν ἀρχὴν μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν. Κατόπιν ἀκολουθοῦμε τὴν συμβουλὴν ἑνὸς κατάλληλου πνευματικοῦ. 

Ὅπως ὅταν ἕνας ἰσχυρὸς μαγνήτης κολλήση μὲ τὸ ... σίδερο, τὸ τραβᾶς μὲ ὅλη σου τὴν δύναμιν ἀλλὰ δὲν ξεκολλᾶ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ὅπου συναντᾶ τὴν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά, ἕλκεται, γλυκαίνει, κολλᾶ τόσον πολύ, ὥστε ἂν τύχη καὶ κάποιος σὲ φωνάξει, σοὺ κτυπᾶ τὴν πόρταν, ἀκούεις μὲν ἀλλὰ καὶ θέλοντας δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ ξεκολλήσης. 

Αὐτὸ παραμένει ὅσον ὁ Θεὸς θέλει. Ἄλλοτε ὅμως συστέλλεται, ἄλλοτε διαστέλλεται. Ὅταν συσταλεῖ ὁ νοῦς, ἐπιστρέφει ξανὰ στὴν φυσιολογικήν του κατάστασιν. 

Ὅμως ὅπως ὅταν βουτήξης ἕνα σφουγγάρι σ’ ἕνα μυροδοχεῖο καὶ μετὰ τὸ στίψης, ἐκεῖνο τὸ ἄρωμα κολλάει γερὰ καὶ δὲν βγαίνει, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς γεμίζει μέσα του ἀπὸ τὸ θεῖο μύρο. 

Μπορεῖ τὴν ἡμέρα νὰ δουλεύης ἐργόχειρο, στὸν κῆπο, στὰ ντουβάρια, ὁ νοῦς ὅμως, ὅπως εἶναι ποτισμένος βαθειὰ μὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ θείου μύρου καὶ χωρὶς νὰ θέλει, εὔχεται ἀδιάλειπτα καὶ συχνὰ-πυκνὰ ξεχειλοῦν γλυκύτατα δάκρυα, ἀπὸ μόνην τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας μας. 

Λέγομεν ὅτι ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι γιὰ ὅλους τούς χριστιανούς. Ἡ νοερὰ προσευχή, λέγεται καὶ καρδιακή. Ρωτᾶς ἂν καὶ ἡ προφορικὴ μπορεῖ νὰ λέγεται καρδιακή. Ἡ προσευχή, ἂν δὲν εἶναι καθαρή, οὔτε ἡ νοερὰ οὔτε ἡ προφορική, μπορεῖ νὰ λέγεται καρδιακή. 

Καρδιακὴ εἶναι ἡ προσευχή, ὅταν τὸν νοῦν τὸν καταπίνει κυριολεκτικὰ ἡ καρδία. Ἐκεῖ βόμβες νὰ πέφτουν, τὸ σπίτι νὰ καίεται, ὁ νοῦς, δὲν ἐννοεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδιά, ἔστω κι ἂν κινδυνεύει νὰ καῆ. 

Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καλλιεργοῦμε καὶ τὶς ἀρετές, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδιάλειπτον εὐχήν. Ὅσο μποροῦμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ» ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ λείπη. Ὅταν συνηθίσης νὰ λὲς συνέχεια τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ», τόσο γλυκαίνεσαι, τόσο σὲ τραβᾶ νὰ λὲς συνέχεια αὐτὴν τὴ μικρὴν εὐχούλα, ὥστε οὔτε πεινᾶς, οὔτε νὰ μιλήσης θέλεις, οὔτε νὰ λὲς ὀ,τιδήποτε ἄλλο. 

Λοιπόν, θέλεις νὰ σοὺ πῶ κι ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, πῶς διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή; Ἀφοῦ προσευχηθῶ πέντε-ἔξι ὧρες, κατόπιν διαβάζω Ἁγία Γραφὴ καὶ κατὰ προτίμησιν τετραυάγγελο. Σὲ διαβεβαιῶ ἀδελφικά, ὅτι τόσον ἀνοίγει ὁ νοῦς μου, τὰ καταλαβαίνω τόσον καθαρά, ποῦ ἀπὸ τὴν πολλὴ συναίσθησι δὲν ἀντέχω. Ἀφήνω τὸ βιβλίο καὶ κλαίω μὲ πολλὴ συγκίνησιν ὥραν πολλήν. 

Ὁποῖος δὲν βλέπει στὴν προσευχή, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, τὸν Χριστό, αὐτὸς δὲν ἔμαθε νὰ προσεύχεται. 

Ἄχ! νὰ ’ξερες τί εἶναι νὰ δὴς τὸν Χριστὸ μὲ τὰ μάτια! Μόλις τὸν βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μία ἀπερίγραπτη χαρά. Ὅμως σὲ καταλαμβάνει κι ἕνα ἀσυγκράτητο δέος, ὥστε αὐθόρμητα λυγίζουν τὰ πόδια, πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα καὶ μὲ ἀσταμάτητους λυγμούς, μένεις ἐκστατικός. 

Ἐκεῖ τί νὰ πῆς παρουσία Θεοῦ. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι καὶ κλαῖς ἀσταμάτητα. Μωρὲ ὄχι μία μέρα καὶ δύο, τρεῖς μῆνες δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ὁ γλυκύτατος πόθος σὲ κατακαίει. Ὅσο καὶ νὰ θέλεις δὲν μπορεῖς νὰ βαστάξης τὸν ἑαυτό σου. Μετὰ τοὺς τρεῖς μῆνες, λιγόστευσαν τὰ δάκρυα, ἀλλὰ ἡ μνήμη δὲν ἐξαλείφεται».

Διδαχὲς πάπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτη

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Ἀθανασίου

Προσευχή Μανασσή βασιλέως της Ιουδαίας.


Κύριε Παντοκράτορ, ό Θεός των πατέρων ημών, τού Αβραάμ και Ισαάκ καί Ιακώβ, και τού σπέρματος αυτών του δικαίου• ό ποιήσας τόν ούρανόν καί τήν γήν σύν παντί τώ κόσμω αυτών ό πεδήσας τήν θάλασσαν τώ λόγω του προστάγματος σου• ό κλείσας τήν άβυσσον, καί σφραγισάμενος αυτήν τώ φοβερώ και ένδόξω ονόματί σου• όν πάντα φρίσσει καί τρέμει από προσώπου τής δυνάμεως σου• ότι άστεκτος ή μεγαλοπρέπεια της δόξης σου, καί ανυπόστατος ή οργή τής επί αμαρτωλοίς απειλής σου, αμέτρητόν τε καί ανεξιχνίαστον τό έλεος τής επαγγελίας σου. 
Σύ γάρ ει Κύριος ύψιστος, εύσπλαγχνος, μακρόθυμος, καί πολυέλεος, καί μετανοών επί κακίαις ανθρώπων. Σύ, Κύριε, κατά τό πλήθος τής χρηστότητός σου επηγγείλω μετάνοιαν καί άφεσιν τοις ημαρτηκόσι σοι, καί τώ πλήθει τών οικτιρμών σου ώρισας μετάνοιαν αμαρτωλοίς εις σωτηρίαν. 
Σύ ούν, Κύριε, ό Θεός των δυνάμεων, ούκ έθου μετάνοιαν δικαίοις, τω Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, τοις ούχ ημαρτηκόσι σοι, άλλ' έθου μετάνοιαν έπ' εμοί τω αμαρτωλώ, διότι ήμαρτον υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης. Επλήθυναν αι ανομίαι μου, Κύριε, επλήθυναν αί ανομίαι μου, και ούκ ειμί άξιος ατενίσαι και ιδείν τό ύψος του ουρανού, από του πλήθους των αδικιών μου, κατακαμπτόμενος πολλώ δεσμώ σιδηρώ, εις τό μή ανανεύσαι τήν κεφαλήν μου, και ούκ έστι μοι άνεσις• διότι παρώργισα τόν θυμόν σου, καί τό πονηρόν ενώπιον σου εποίησα, μή ποιήσας τό θέλημα σου, και μή φυλάξας τά προστάγματα σου. Καί νυν κλίνω γόνυ καρδίας, δεόμενος της παρά σου χρηστότητας. 
Ημάρτηκα, Κύριε, ημάρτηκα, καί τάς ανομίας μου εγώ γινώσκω άλλ' αιτούμαι δεόμενος. Άνες μοι, Κύριε, άνες μοι, καί μή συναπολέσης με ταις άνομίαις μου, μηδέ εις τόν αιώνα μηνίσας τήρησης τά κακά μοι, μηδέ καταδικάσης με έν τοις κατωτάτοις της γης• διότι σύ ει Θεός, Θεός τών μετανοούντων, καί έν εμοί δείξεις πάσαν τήν αγαθωσύνην σου• ότι ανάξιον όντα, σώσεις με κατά τό πολύ έλεος σου, καί αινέσω σε διά παντός έν ταις ημέραις τής ζωής μου. Ότι σέ υμνεί πάσα ή δύναμις τών ουρανών καί σού έστιν ή δόξα εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Πίστη καί...

ΜΕΤΑΝΟΙΑ


Στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως. 
Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό. 
Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε. 
Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42). 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Η ομορφιά της μετανοίας!



Η μετάνοια, το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου, είναι μια πνευματική άνοιξη που διώχνει τον σκληρό χειμώνα των παθών, γλυκαίνει την ψυχή και την ξανανιώνει. Αύρες του Παναγίου Πνεύματος ζωοποιούν την ναρκωμένη ψυχή και την ανασταίνουν.
Θαυμάζουμε -και δίκαια- τις θαυμάσιες επεμβάσεις του Θεού σε περιπτώσεις ανιάτων ασθενειών. Όμως ακόμη πιο θαυμαστές είναι οι περιπτώσεις που ανασταίνεται η ψυχή μέσα από τα πάθη της ή μέσα από την νέκρα της απιστίας. Στην προκειμένη περίπτωση, τον Σεπτέμβριο του 2007 αναστήθηκε η ψυχή μιας αρκετά νέας γυναίκας από την αιχμαλωσία του μίσους. Ενός μίσους βαθύτατου και πολυχρόνιου!
Όταν μπήκε στην Εκκλησία της Θεομήτορος, όπως διηγήθηκε, Την προσεκύνησε κι ένοιωσε την Θεϊκή Χάρι που κατέχει ως Μητέρα του Θεού να την χαϊδεύει και μυστικά να την νουθετεί λέγοντάς της: «Ως πότε, παιδί μου, θα ζεις μέσα στο μίσος;».
Τότε έγινε το θαύμα! Ο πάγος του μίσους έλειωσε, μαλάκωσε, ανέπνευσε το ζωογόνο οξυγόνο τ’ Ουρανού και τα δάκρυα έτρεξαν άφθονα από τα μάτια, που προηγουμένως δεν ήθελαν ούτε ν’ αντικρύσουν το μισούμενο πρόσωπο.
Όταν ένοιωσε αυτή την καλή αλλοίωση, έκπληκτη και συγκινημένη θέλησε να εκφράσει τη χαρά της για την απελευθέρωσή της από τον ασφυκτικό κλοιό του μίσους. Με δάκρυα στα μάτια είπε: «Μεγάλο θαύμα μου έκανε η Παναγιά σήμερα, μέσα στα λίγα λεπτά που προσευχήθηκα μπροστά στην χαριτωμένη εικόνα Της!
Εγώ με τα τέσσερα αδέλφια μου μεγαλώσαμε στο Ίδρυμα (ορφανοτροφείο). Αυτό, γιατί ο πατέρας μου σκότωσε την μάννα μου και εκείνος κλείστηκε στην φυλακή κι εμείς στο Ίδρυμα. Τον μίσησα θανάσιμα, αφάνταστα! Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, μεγαλώσαμε, κάναμε οικογένειες, αλλά το μίσος έκαιγε πάντα στην ψυχή μου.
Τον πατέρα μου εν τω μεταξύ, επειδή γέρασε αλλά και αρρώστησε, τον έβγαλαν από την φυλακή και τον μάζεψαν τ’ αδέλφια μου. Εγώ όμως, με τα ίδια αισθήματα πάντα εναντίον του, μάλωσα και με τα αδέλφια μου, γιατί τον συγχώρησαν και έτσι η ψυχή μου βάρυνε ακόμη πιο πολύ.
Υπέφερα όμως! 
Είναι αλήθεια ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι φτιαγμένη για την αγάπη και την συγχωρητικότητα, όχι για το μίσος. Παρ’ ότι το καταλάβαινα, δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ’αυτήν την κατάσταση. Σήμερα όμως… η Παναγιά με το θείο βλέμμα Της και την Χάρι Της με απελευθέρωσε. Θέλω να ξαναγυρίσω στην περιοχή της αγάπης, στην περιοχή του Θεού!»
Συγκίνηση και ιερή χαρά νοιώσαμε όσοι την ακούσαμε. Ενδόμυχα δοξάσαμε τον Οικτίρμονα Θεό και την Παναγία Μητέρα Του που επενέβη για τη σωτηρία αυτής της ψυχής.
Της υπεδείχθη να προσέλθει πρώτα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως για να πάρει την άφεση και την δύναμη ώστε να ταπεινωθεί και να αποκαταστήσει την αγάπη μέσα της, αφήνοντας την κρίση στον Θεό, που είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει την κάθε ψυχή. Απάντησε:
- Αφού σήμερα έγινε το πρώτο βήμα, σίγουρα με την Χάρι της Παναγιάς θα ακολουθήσει και το άλλο!
Το πρόσωπο της ταλαιπωρημένης αυτής ψυχής εκείνη την ώρα ήταν ιδιαίτερα φωτεινό. Την είχε επισκιάσει η Χάρι της φιλανθρωποτάτης Θεομήτορος.

Δόξα στον Θεό της αγάπης, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμάσια».

Πηγή: Από το βιβλίο «Εκφράσεις του Πνευματικού κόσμου»

Ευχή τού Αγίου Εφραίμ.

ΛΙΑΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ


Νύν έτι και σήμερον κατησχυμένω προσώπω και εις γήν νεύοντι, τολμώ λαλήσαι προς σέ τον Δεσπότην και Δημιουργόν τών απάντων. Εγώ δέ είμι γη και σποδός, όνειδος ανθρώπων, σκώληξ τω όντι και ούκ άνθρωπος, όλως κατεγνωσμένος και κατώδυνος. 
Πώς ατενίσω σοι, Δέσποτα; 
έν ποία καρδία; 
έν ποίω συνειδότι; 
έν ποία γλώσση λαλήσω σοι; 
πώς δέ τήν αρχήν ποιήσω της εμής εξομολογήσεως; 
ποίων αμαρτιών άφεσιν ο τάλας αιτήσω πρότερον; 
τών έν γνώσει ασυγγνώστως και τών έν παραβάσει αγίων σου εντολών, ή τών έν καταθέσει πονηρών λογισμών; 

Οίδα, Κύριε, ότι διά τάς πολλάς και χαλεπάς μου αμαρτίας, ουκ είμι άξιος της επικλήσεως του φοβερού και αγίου σου ονόματος, ουδέ εις προσευχήν στήναι, ουδέ ατενίσαι και ιδείν το ύψος τού ουρανού, 
ότι πλείω παντός άνθρωπου επλημμέλησα, 
ότι υπέρ τόν Μανασσήν παρηνόμησα, 
ότι υπέρ τον άσωτον υιόν ασώτως εβίωσα, 
ότι υπέρ τόν τελώνην ο εχθρός κακώς με ετελώνησεν, 
ότι υπέρ τήν πόρνην εγώ ο φιλόπορνος εξεπόρνευσα, 
ότι υπέρ τήν Νινευΐ αμετανόητα επλημμέλησα, 
ότι αι ανομίαι μου υπερήραν τήν κεφαλήν μου και ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν, διό και ταλαιπωρήσας κατεκάμφθην έως τέλους. 
Τό όνομά σου τό άγιον παρώργισα. Τό πνεύμα σου τό άγιον ελύπησα, τών εντολών σου κατεφρόνησα, τό κατ' εικόνα σου τήν ψυχήν μου διαφόρως κατέχρανα, τον χρόνον, όν μοι προς μετάνοιαν εδωρήσω έν αμαρτίαις κακώς εδαπάνησα, τό πρόσωπον μου κατήσχυνα, τους οφθαλμούς μου κακώς ετύφλωσα, τά χείλη μου τοις ψεύδεσι κατερρύπωσα πάντα δέ μου τά μέλη και μέρη της ψυχής και του σώματος της αμαρτίας όργανα εχρημάτισαν. 
Ό νους μου τοις δαιμονικοίς λογισμοίς εφυράθη διά πάντων τών έργων και λογισμών παραπικραίνω τήν σήν αγαθότητα, τόν δέ εχθρόν μου και πολεμούντά με θεραπεύω. Όθεν αυτοκατάκριτός είμι και πρό της αποκειμένης μοι κρίσεως, έχω στηλίτευουσάν με τήν φαύλην πολιτείαν μου, έχω καταισχύνουσάν με τήν τών παθών μου δυσωδίαν. Αεί ρυπαροίς λογισμοίς καταχραίνομαι παιδιόθεν εχρημάτισα σκεύος της φθοροποιού αμαρτίας και νυν καθ' εκάστην περί κρίσεως και ανταποδόσεως ακούων, ού δύναμαι αντιστήναι τη αμαρτία, άλλα πάντοτε ό δείλαιος αιχμαλωτίζομαι ύπ' αυτής. 

Οίμοι! Κύριε, ότι τήν μακροθυμίαν σου κακώς εδαπάνησα. 
Οίμοι! ότι ό χρόνος της ζωής μου έν ματαιότητι παρέδραμεν. 
Οίμοι! Πώς θρηνήσω τής ψυχής μου τήν τύφλωσιν! 
Πώς πενθήσω τήν εμπαθή και ανόητόν μου προαίρεσιν! 
Άλλ' ώ Δέσποτα, επίβλεψον έν ελέει έξ ύψους Αγίου σου, ίδε τό αδιόρθωτον τής ψυχής μου, και οίς επίστασαι κρίμασι και τρόποις ελεήσας με διόρθωσον. Ώς ενώπιον σου, Χριστέ Βασιλεύ, παριστάμενος, ως τών άχραντων σου ποδών εφαπτόμενος, ούτω δέομαι σου μετά συντετριμμένης καρδίας. Ελέησόν με, Ελεήμον. Μή αναμένης τήν εμήν διεφθαρμένην προαίρεσιν, ότι ούκ έχω προθυμίαν εις τό διορθώσαι εμαυτόν. Εγώ γάρ πολλάκις, Δέσποτα, συνεταξάμην μετανοήσαι, και ψευδής εγενόμην τής προς σέ μου συνταγής ό Πανάθλίος. 
Σύ, Δέσποτα, πολλάκις με ηλέησας, έγώ δέ σέ ηθέτησα σύ με πολλάκις ανέστησας, εγώ δέ πάλιν πέπτωκα σύ με υπέμεινας, εγώ δέ σε πάλιν παρώργισα. 
Ποσάκις ενεπλήσθη ή ταπεινή μου ψυχή της σης χάριτος, Κύριε! 
Ποσάκις εφώτισε τήν σκοτεινήν μου διάνοιαν! 
Ποσάκις παρεκάλεσε τήν πενίαν μου, και εδίωξε τήν άπελπισίαν μου! 
Ποσάκις επισυνήξε τον νουν μου της πλάνης των ρεμβασμών! 
Εγώ δέ ό δείλαιος αεί αθετώ τήν σήν χάριν, Μακρόθυμε! Νύν δέ ταύτα εννοών και διενθυμούμενος, εξίσταμαι όλος και τρέμω και εις βάθος απορίας καταδύομαι ότι ουδέν ικανόν έχω προς απολογίαν ό δείλαιος. Πώς εξείπω τάς προς εμέ σου ευεργεσίας, φιλάνθρωπε, ώσπερ ό ασεβής εγώ αθετώ; διό και μυρίων κολάσεων είμι υπεύθυνος, ότι και μυρίων δωρεών εμέ τόν αχάριστον επλήρωσας. 

Άλλ' ώ Δέσποτα, ώς έχων της μακροθυμίας τό πέλαγος έμφυτον, και της ευσπλαγχνίας τήν άβυσσον, μή παραχώρησης κοπήναί με τον αχάριστον ώς τήν συκήν τήν άκαρπον, μηδέ αρπάσης με ανέτοιμον, μηδέ παραστήσης τήν ψυχήν μου στηλίτευμα ελεεινών τω φοβερώ και αδεκάστω σου βήματι. Άλλ' ώς αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, ελέησόν με τόν αχάριστον, τόν πεπωρωμένον, τόν αναπολόγητον, τόν καταδεδικασμένον, τόν άξιον πάσης κολάσεως και τιμωρίας. Πώς επικαλέσομαί σε, Δέσποτα τών απάντων, τάς εντολάς σου μή φυλάξας; Μετά γάρ τό λαβείν με τήν επίγνωσιν της σης αληθείας, γέγονα θυμώδης, ανελεήμων, μάλιστα δέ έν ρυπαροίς λογισμοίς, και έτι έν γαστριμαργία, έν αδηφαγία, έν υπερηφανία, έν καταλαλιά, έν υποκρίσει ψευδόμενος γάρ εγώ επί τους ψεύστας άχθομαι• κρίνω τους πταίοντας ό πλήρης πταισμάτων εάν υβρισθώ, αμύνομαι εάν μή τιμηθώ, βδελύττομαι, και τους τάληθή μοι λέγοντας ώς εχθρούς λογίζομαι• μή κολακευόμενος αηδιάζω• ανάξιος ών τιμάς απαιτώ. Εάν μή τις λειτουργή μοι, κακολογώ αυτόν ώς υπερήφανον ασθενούντα αδελφόν αγνοώ, εγώ δέ ασθενών, φιλείσθαι και υπηρετείσθαι θέλω. Μειζόνων περιφρονώ και ελάττονας υπερορώ• εάν κρατήσω βραχύ τι εμαυτόν από της άλογου επιθυμίας, κενοδοξώ• έάν κατορθώσω αγρυπνίαν, τη αντιλογία παγιδεύομαι. Εάν εγκρατεύσω εμαυτόν από βρωμάτων, τω τύφω καταποντίζομαι• εάν εις αρετήν προκόψω τι, κατά των αδελφών μου επαίρομαι. Έξωθεν ταπεινοφρονώ και τη ψυχή υψηλοφρονώ. Εώ λέγειν τάς έν εκκλησία ματαίας μνήμας και τους έν προσευχή ρεμβασμούς. Εώ τάς έν υποκρίσει συντυχίας, τάς απληστίας τών δοσολήψεων τάς κοινωνίας τών αλλότριων σφαλμάτων και ολέθριας κατακρίσεις. 
Ούτος έστιν ό επάρατος μου βίος• έν τοσούτοις και τοιούτοις κακοίς τη εμή σωτηρία ανταγωνίζομαι• ή δέ αλαζονεία και υπερηφάνεια μου ού συγχωρεί με κατανοήσαι αυτά. Ποίαν άρα απολογίαν έχω σοι τω θεώ μου έν τούτοις! ότι ό διάβολος μοι υπέθετο ταύτα; άλλ' ουδέ τω Αδάμ ωφέλησε τούτο απολογουμένω. Τίς ού μή πενθήσει τήν εμήν απώλειαν; τίς ού μή στενάξει τήν εμήν τύφλωσιν; τίς μή κλαύση τήν εμήν αναισθησίαν; Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν. Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε τήν δέησιν υμών προς τόν οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη τήν ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό τών ατίμων παθών. Πρεσβεύσατε, Άγιοι, υπέρ εμού, ίνα διά τών αγίων υμών ευχών άξιος μετανοίας γένωμαι. Έργον γάρ έστιν υμών, Άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών, Θεού δέ τό τους απεγνωσμένους ελεείν. Όσιοι και Δίκαιοι, οί καλώς τόν αγώνα τελέσαντες, συνέλθετε επί εμοί τω δυστήνω, και ή ώς νεκρόν με θρηνήσατε, ή ώς ημιθανή οικτειρήσατε• επεί εγώ ούκ έχω προς Θεόν παρρησίαν διά τάς πολλάς μου αμαρτίας. Εκχέατε έλεος έπ' εμοί, Άγιοι, ώς είς αιχμάλωτον καί τραυματίαν. Οίδα γάρ ότι, εάν υμείς του Θεού δεηθήτε, πάντα μου τά πλημμελήματα συγχωρηθήσονται τη αφάτω αυτού ευσπλαγχνία ώσπερ γάρ αυτός φιλάνθρωπος έστιν, ούτω και υμείς. 
Μόνον μή υπερίδητέ με. Πρόσδεξαι, Κύριε, τήν ταπεινήν μου δέησιν ταύτην και ελέησόν με διά πρεσβειών τής πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, ίνα κάγώ μετά πάντων τών σωθέντων τω άφάτω σου ελέει προσκυνώ σε τόν έν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.

Περί Μετανοίας.

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ



Ὅλα τά φυσικά σώματα τείνουν στό κέντρο τῆς γῆς καί ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ψυχές φυσικά στρέφονται στό πνευματικό τους Κέντρο ἤ τό Ἀρχέτυπό τους, τό Θεό. Ἡ ἁμαρτία ἦταν πού διέστρεψε αὐτή τή φυσική κατεύθυνση τῆς ψυχῆς. 

Στήν καρδιά τοῦ ἄνθρώπου συμβαίνει ἄλλοτε νά προσεγγίζει πρός τό Θεό καί ἄλλοτε νά ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό, πότε ἡσυχία καί χαρά, πότε σύγχυση, φόβος καί στεναχώρια ΄ πότε ζωή καί πότε θάνατος πνευματικός. 

Ἡ ἐγγύτης στό Θεό συμβαίνει μέσα στίς θλίψεις. Τό κυριώτερο ζητούμενο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἕνωση μέ τό Θεό, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐμποδίζει ἀπόλυτα τό σκοπό αὐτό. Γι’ αὐτό ἀπόφευγε τήν ἁμαρτία καί πρόσφερε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μεταμέλεια γιά τά κακά πού πράττεις μέ καθαρή μετάνοια. 

Ἡ μετάνοια, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξης Ἐκκλησίας, εἶναι ἀνάκληση τοῦ Βαπτίσματος, Δευτέρα Χάρις, κάθαρση τῆς συνειδήσεως, ὑπόσχεση στό Θεό νέας ζωῆς, συμφιλίωση μέ τό Θεό μέ τό μέσο τῶν καλῶν ἔργων πού εἶναι ἀντίθετα ἀπό τή πτώση τῆς ἁμαρτίας. 

Ἀλλά ποιός δέ γνωρίζει πόσο δύσκολο εἶναι γιά τόν ἁμαρτωλό, χωρίς τήν ἰδιαίτερη Χάρη τοῦ Θεοῦ νά στραφεῖ ἀπό τήν προσφιλῆ σ’ αὐτόν ὁδό τῆς ἁμαρτίας στήν ὁδό τῆς ἀρετῆς; Πόσο βαθειές ρίζες πιάνει ἡ ἁμαρτία στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί σ’ὅλη τήν ὕπαρξή του, πῶς δίνει στόν ἁμαρτωλό τή δική της ὅραση, ἡ ὁποία βλέπει τά πράγματα τελείως ἀλλοιώτικα! Γι’ αὐτό βλέπουμε ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί δέ βάζουν στόν νοῦ τους τή μεταστροφή τους καί δέ θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους μεγάλους ἁμαρτωλούς ἐπειδή ἡ φιλαυτία καί ἡ ὑπερηφάνεια τυφλώνουν τά μάτια τους κι ἄν θεωρήσουν τούς ἑαυτούς τους ὡς μεγάλους ἁμαρτωλούς τότε παραδίδονται στήν ἀπελεπισία. 

Οἱ ἀνομίες ὅπως ἔρχονται στόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἀναχωροῦν διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Σκέψου ὄτι οἱ ἀνομίες εἶναι ὄνειρα, ἀνοησία καί παραφροσύνη. Κράτησε τήν ἀπόφασή σου ἀπό δῶ καί στό ἐξῆς νά ζεῖς μέ ἐπιμέλεια καί ὁ Θεός θά σέ καθαρίσει διά τοῦ λειτουργοῦ τῶν μυστηρίων Του. 

Πλησιέστεροι ὅλων ὅσων ἀκολουθοῦν τό Χριστό εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ παρθένοι καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα πού ἄρχισε νά πλένει τά πόδια Του, καθώς λέγει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Πρίν ἡ γυναίκα ἦταν ἄσωτη, ἀλλά τώρα εἶναι παρθένος, ἀδελφή τοῦ Χριστοῦ, νύμφη τοῦ Λόγου». Στ΄ ἀλήθεια, χαίρονται οἱ Ἅγιοι διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί συναριθμοῦνται μαζί τους. Χαίρονται καί οἱ μετανοημένοι ἁμαρτωλοί, διότι καί γι’ αὐτούς βρίσκεται θέση ἀνάμεσα στούς Ἁγίους. 

Εἶναι πάντοτε δυνατόν νά σωθεῖ ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός μέ τήν ἄρρητη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀνάγκασε τόν ἑαυτό σου στό καλό κι αὐτό θά παρεμείνει μαζί σου. 

Εἶναι κακό, ὅταν ἁμαρτάνεις καί δέ σπεύδεις νά διορθωθεῖς. Ἄς μή δώσει ὁ Θεός νά φύγουμε μέ ἁμαρτίες γιά ἐκεῖ, ὄπου πλέον δέν εἶναι δυνατον νά τις ἀποβάλουμε. Μήν ἀναβάλλεις τή μετάνοια καί τή διόρθωση τῆς ζωῆς σου για αὔριο. Σ’ αὐτό τό αὔριο δέ θά ὑπάρχει τέλος. 

Μιά φοβερή ἀλήθεια: Οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί μετά τό θάνατο χάνουν κάθε δυνατότητα νά ἀλλάξουν πρός τό καλύτερο΄ δηλαδή μόνιμα θά μείνουν παραδομένοι στά αἰώνια βάσανα. 

Ὅποιος δέν προστρέξει στό σωτήριο τῆς μετάνοιας θά ἀκούσει αὐτή τή φοβερή ἀπόφαση τοῦ Κυρίου: «Ἐάν μή μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» ( Λουκ.13,3) Ἀλλά καί ὅσοι προστρέχουν στό μυστήριο τῆς μετάνοιας δέν καθαρίζονται ὅλοι, ἐπειδή ὅλοι δέν προσέχουν ἐκείνους τούς ὅρους πού εἶναι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἀληθινή μετάνοια. 

Ἀρχή τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ συντριβή γι’ αὐτές. «Ὅταν ἀποστραφεῖς στενάξης, τότε σωθήσῃ» (Ἠσ. 30,15) 

Μερικοί ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό ἀπροσεξία στό ἔργο τῆς μετάνοιας, ἑναποθέτουν τό μυστήριο τῆς μετάνοιας σέ μιά μόνο ἐξομολόγηση. Νομίζουν ὅτι μέ τήν προφορική ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στόν πνευματικό πατέρα τελείως καθαρίζονται ἀπ’ αὐτές. Ἀλλά εἶναι μάταιη ἡ ἐλπίδα τους. Δέν περιμένει τέτοια εἴδους μετάνοια ἀπό μᾶς ὁ Κύριος. Θέλει ἐμεῖς νά αἰσθανθοῦμε ὅλο τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά πονέσουμε γι’ αὐτές, νά τίς πλύνουμε μέ καρδιακά δάκρυα συντριβῆς καί νά δώσουμε στήν καρδιά μας σταθερή ὑπόσχεση ὅτι θά διορθώσουμε τή ζωή μας. Τότε μόνο ἡ μετάνοιά μας εἶναι πραγματικά εὐάρεστη στό Θεό. 

Παραδείγματα τέτοιας μετάνοιας χρησιμεύουν σέ μᾶς, ὁ ἄσωτος υἱός, ὁ τελώνης, ἠ Μαρίας ἡ Αἰγυπτία, ὀ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱερομάρτυρας Κυπριανός καί ἄλλοι. Μέ βαθειά λύπη πρέπει νά ποῦμε ὅτι μεγάλο μέρος τῶν σημερινῶν χριστιανῶν δέν προσφέρει τήν πρέπουσα μετάνοια καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δέ διορθώνεται ἡ ζωή τους, ἡ ἁμαρτία τούς κυριεύει, τά πάθη τους δέν τιθασεύονται κι αὐτοί, ἀφοῦ δέν καθαρίζονται ἀπό τίς ἐσωτερικές πληγές δέν ἀφήνουν τίς κακές τους συνήθειες καί δέ φέρουν καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας. 

Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν πρέπει νά γίνεται ἐκ βάθους καρδίας, χωρίς τήν παραμικρή ἀπόκρυψη ἤ δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί ὅποιος καλύπτει κάτι στήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖνος ἰδιαίτερη διπλῆ ἁμαρτία παίρνει στήν ψυχή του. 

Ἄν, ἔχοντας ἀνάγκη τό γιατρό γιά τήν ἀνημπόρια σου, κρύβεις τήν ἀσθένειά σου, τότε δέν σώζεσαι ἀπό τήν ἀθεράπευτη σήψη. 

Δέν πρέπει νά ντρέπεσαι νά ἀποκαλύπτεις στόν πνευματικό σου πατέρα τίς ἁμαρτίες σου, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι. 

Συνεχῶς πρέπει νά πονᾶς γιά τίς ἁμαρτίες σου καί πάντοτε νά τίς ἔχεις ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός: «Ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστί διά παντός»(Ψαλμ. 50,5). 

Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀσθένειας, τά ὁποῖα χρησιμεύουν σέ κάποιους σάν αἰτία τῆς ἀμετανοησίας, τῆς μή ἐγκαταλείψεως τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ἡ πρώτη ἀρρώστια εἶναι ἡ πλήρης ἀπελπισία γιά την σωτηρία τους καί ἡ δεύτερη ἡ ὑπερβολική ἐλπίδα στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. 

Ἡ ἀπελπισία συνίσταται στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, συναισθανόμενος τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του, δέν ἐλπίζει πλέον νά λάβει γι’ αὐτές συγχώρηση ἀπό τό Θεό, βυθιζόμενος ἀκόμη περισσότερο στήν ἄβυσσο τῆς ἀνομίας. Τά κακά πνεύματα χρησιμοποιοῦν τήν ἀπελπισία καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν τέλειο ὄλεθρο. 

Μέχρι νά πέσουμε, οἱ δαίμονες μᾶς παρουσιάζουν τό Θεό ὡς φιλάνθρωπο, ἀλλά μετά τήν πτώση μας ὡς ἀδυσώπητο. Μή πεστεύεις τόν ψεύτη διάβολο, μή χάνεις τήν ἐλπίδα σου στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας στό νοῦ σου τόν προφητικό λόγο: «Μή ἐπίχαιρέ μοι, ἡ ἐχθρά μου, ὄτι πέπτωκα΄ καίι ἀναστήσομαι, διότι ἐάν καθίσω ἐν τῷ σκότει, Κύριος φωτιεῖ μοι»(Μιχ. 7,8). 

Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι ἀσυγχώρητη πλήν τῆς ἀμετανόητης. Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης θά συγχωρεῖτο, ἄν μετανοοῦσε. 

Τίποτε δέν συγκρίνεται μέ τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν τήν ξεπερνᾶ. Γι’ αὐτό, ὄποιος ἀπελπίζεται, εἶναι αὐτόχειρας. 

Ὅποιος εἰλικρινά προσέρχεται στό Θεό, ἐκεῖνον δέν τόν ἀφήνει νά πέσει τελείως, ἀλλά βλέποντας τήν ἀδυναμία του, συνεργεῖ καί τόν βοηθεῖ φανερά ἤ μυστικά, δίνοντάς του ἄνωθεν χεῖρα βοηθείας. 

Ὅμως δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε στό κακό, στήν ἐπιείκεια γιά τίς ἁμαρτίες μας, τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεός ὅσο εἶναι φιλάνθρωπος, τόσο εἶναι καί δικαιοκριτής. Γι’ αὐτό σέ ὅλους καί στόν καθένα χωριστά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀληθινή μετάνοια. Τού μή μετανοοῦντας ὁ Θεός δέν τούς συγχωρεῖ. 

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, πρέπει χωρίς καθυστέρηση νά μετανοοῦμε, διότι ὅσο εἶναι ἀκόμα φρέσκο τό τραῦμα, εὔκολα θεραπεύεται. Τά τραύματα πού χρονίζουν μέ μεγάλο κόπο ἰατρεύονται. 

Ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά λάβουμε συγχώρηση, τότε καί ἐμεῖς οἰ ἴδιοι πρέπει νά συγχωροῦμε: «Ἐάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὀ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος»(Ματθ. 6,14). 

Οἱ ἁμαρτίες πού δέ θά καθαρισθοῦν διά τῆς μετανοίας εἶναι μαῦρες κηλῖδες στήν ψυχή πού ἐκπλύνονται μόνο μέ τά δάκρυα τῆς καρδιακῆς μετανοίας. Σημεῖο ἐγκαταλείψεως τῶν προηγούμενων ἁμαρτιῶν εἶναι ὄχι μόνο ἠ πραγματική ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτές, ἀλλά καί ἡ ἀδιάκοπη μάχη ἐνάντια στίς ἐπιθυμίες τους πού πρέπει νά συνοδεύονται ἀπό τό φόβο, ὥστε νά μήν πέσουμε πάλι κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ Σατανᾶ, δηλαδή τό τέλειο μίσος πρός τίς ἀμαρτίες μας. Πρέπει συνεχῶς νά θυμόμαστε τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν ἐπανάληψή τους. Ὅμως δέν πρέπει νά θυμίζουμε στόν ἑαυτό μας τίς λεπτομέρειές τους. Αὐτό δέν εἶναι ὠφέλιμο ΄ ἀλλά πρέπει νά διατηροῦμε στήν μνήμη μας μόνο ὅτι εἴμαστε μεγάλοι ἁμαρτωλοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 

Γιά νά λάβουμε ἄφεση ἁμαρτιῶν, δέ φθάνει νά προσευχόμαστε δυό –τρεῖς μέρες, ἀλλά πρέπει νά πραγματοποιήσουμε ἀλλαγή σ’ ὁλόκληρη τή ζωή μας καί, ἀφήνοντας τά ἐλαττώματά μας, νά παραμείνουμε σταθεροί σέ καλά ἔργα. 

Ἡ μετάνοια εἶναι πόλεμος μέ τήν ἁμαρτία. Γιά νά διαφυλάξεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τήν ἁμαρτία μετά τήν μετάνοια, προσπάθησε, ἰδιαιτέρως τίς πρῶτες στιγμές, ὅταν ἀκόμη δέν εἶσαι ἠθικά ἰσχυρός, νά ἀποφεύγεις τή συνάντηση μέ τήν ἁμαρτία. Νά ἀπομακρύνεσαι ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα καί τούς τόπους, τά ὁποῖα μποροῦν νά δώσουν τήν εὐκαιρία νά ἁμαρτήσεις. 

Πῶς μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι ὁ Θεός θά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας, ὅταν ἐμεῖς δέ διορθώνουμε τό κακό τό ὁποῖο προέκυψε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας; Πῶς ὁ Θεός νά δώσει ἄφεση γιά τίς ἀδικίες μας, ὅταν ἐμεῖς ὥς τώρα ἀκόμα χρησιμοποιοῦμε αὐτό πού ἀποκτήσαμε μέ ἀδικίες; Πῶς ὀ Θεός θά λησμονήσει τίς προσβολές πού ἔγιναν ἀπό μᾶς στόν πλησίον μας, ὅταν οἰ ἀδικημένοι ἀπό μᾶς ὥς τώρα ἀκόμα ὑποφέρουν ἀπό μᾶς; Πῶς ὁ Θεός θά εἶναι σέ μᾶς εὔσπλαχνος, ὅταν ἀπό τήν ἀγριότητητά μας ἀκόμη τώρα ὑποφέρουν οἱ ἄλλοι; 

Εἶναι καλύτερο γιά τίς βαρειές μας ἁμαρτίες νά λάβουμε ἐπιτίμια ἀπό τόν ἱερέα, παρά νά περιμένουμε τή θεία τιμωρία. 

Οἱ σαρκικές ἁμαρτίες περισσότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο καθαρίζονται μέ νηστεία καί τήν ταπείνωση. 

Μή θαυμάζεις πού ἁμαρτάνεις καθημερινά. Τόσο μετανοήσες κι ὄμως ἀμέσως πάλι ἁμάρτησες. Στάσου σέ προσευχή καί πές: «Κύριε! Ἔπεσα, βοήθησέ με. Ἐάν Ἐσύ δέ μέ βοηθήσεις, θά καταστραφῶ τελείως. Κατά τό κρίμα Σου, σῶσε με, γιατί θά χαθῶ». 

Ἐάν κάθε μέρα πέφτεις στήν ἁμαρτία, ἀμέσως νά μετανοεῖς. Ἐάν ὁρμᾶς νά κατανικήσεις τά ἁμαρτωλά πάθη, τότε ὁ Κύριος χάριν τῆς ἐγκάρδιας ἐπιθυμίας σου θά σε βοηθήσει καί θιά ἀναδειχθεῖς νικητής ἐπί τοῦ διαβόλου. 

Μήν ἀποθαρρύνεσθε, ἔστω κι ἄν ἄναρίθμητες φορές ἁμαρτάνετε, ἀλλά ἀμέσως νά μετανοεῖτε μέ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Σπεύσατε σ’ Αὐτόν μέ συντετριμμένη καρδία καί κλάψτε καί θρηνήσατε γιά τίς ἁμαρτίες σας καί ἱκετεύσατε τόν Κύριο γιά νά νικήσετε τά πάθη σας. Καί ὁ Κύριος χάριν τῆς ταπεινώσεώς σας θά νικήσει τά πάθη σας καί θά σᾶς σώσει. 

Ξεπλένοντας μέ δάκρυα μετανοίας τήν ψυχή μας, λευκαίνοντας τό χιτῶνα τοῦ γάμου πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μέ τό φόβο Του, μέ βαθειά ταπείνωση καί ἀγάπη ἄς πλησιάσουμε στήν Πηγή τῆς Ζωῆς, στήν Τράπεζα τῆς Ἀθανασίας γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῆς Αἰωνίου Ζωῆς καί γιά νά μή γίνει ἡ Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα, ἀλλά εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιον. 

Ἡ μετάνοια μέ τήν ὁποία ἐπιτυγχάνεται ἡ ἄφεση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν κατεβάζει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό Πανάγιο Πνεῦμα καί δι’ Αὐτοῦ δίνεται στόν πιστό ἡ ἐγγύηση τῆς αἰωνίου σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Ἀποσπάσματα ἀπό τό ἡμερολόγιό του


ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ – Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ 


Μετάφραση ἀπό τη ρωσική γλῶσσα: 

Πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Φωτόπουλος 

Διδαχές τοῦ στάρετς Σάββα 

Ἀποσπάσματα πού ἐλήφθησαν ἀπό τά κηρύγματά του

Προφητεία Αγίου Νείλου του Μυροβλύτη,

ΓΙΑ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ



Οι άνθρωποι εκείνοι που θα περπατούν εις τα μέσα του ογδόου αιώνος (7.500 από κτίσεως κόσμου) θα συγκαταβαίνουν εις την φθοράν της πορνείας, τότε θέλει γίνη ταραχή μεγάλη να φιλονικούν ακαταπαύστως, και δεν θέλουν εύρη ούτε την αρχήν ούτε το τέλος.

Ύστερον θέλει γίνη η ογδόη Σύνοδος..., και τότε θα ειρηνεύσουν ολίγον καιρόν οι άνθρωποι, και πάλιν θέλουν να μετατρέψουν την γνώμην τους εις το πονηρόν, εις την απώλειαν, και να μη γνωρίζουν τι εστι το στέφανον του γάμου, μόνον θα έχουν μίαν απώλειαν και συγκατάβασιν εις την ασωτείαν χειρότεροι από τα Σόδομα και Γόμορρα...,και άλλα μύρια κακά θα πολιτεύωνται, και όσαι κακίαι θα πολιτεύωνται, τόσαι δυστυχίαι θα έλθουν, ... και τας κακίας οπού έκαμνον οι παλαιοί άνθρωποι πριν του κατακλυσμού, διπλασίως θα εργάζωνται αυτοί χειρότερα... θα αποφασίζουν, ότι εκείνος οπού εργάζεται την κακίαν θα είναι καλός...και όσον θα πλεονεκτούν οι άνθρωποι, τόσον δυστυχία θέλει είναι εις τον κόσμον...Η φιλαργυρία είναι πάθος ακόρεστον... Η πλεονεξία είναι οδηγός της απωλείας και η ακτημοσύνη είναι οδηγός της σωτηρίας. Επλεονέκτησες; απώλεσας την σωτηρίαν σου, διότι η σωτηρία του ανθρώπου κινδυνεύει να χαθή από την πλεονεξίαν.

Αυτή η κατηραμένη θα φέρη εις τον κόσμον την δυστυχίαν και θα απωλεσθή η ευτυχία, αυτή εκατάστησε την διχόνοιαν εις τον κόσμον, και εις την μοναδικήν πολιτείαν...Η πλεονεξία είναι θρόνος του αντίχριστου...
Η πλεονεξία επρόσφερε το ψεύδος εις τον κόσμον, και ελκύζονται με το ψεύδος και ανομούν με την αρπαγήν της αδικίας, και η αλήθεια εχάθη, και εις το ψεύδος πείθονται όλοι. Η αλήθεια είναι η ένσαρκος οικονομία του Χριστού και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και το ψεύδος είναι η έλευσις του αντιχρίστου και η βασιλεία του, όπου θέλει να φέρη την παγκόσμιον δυστυχίαν και απώλειαν εις όλον τον κόσμον, και καθώς οι Προφήται προέλεγον την έλευσιν του Κυρίου, έτσι και η πολυφρόντισις θα σκοτίζη την διάνοιαν των ανθρώπων, θα γίνωνται αναίσθητοι εις την σωτηρίαν τους, από την πολλήν φροντίδα οπού θα έχουν, και η σωτηρία σώζεται μόνον εις όσους δεν πείθονται εις την εργασίαν του αντίχριστου, και η εργασία του αντίχριστου είναι η μέριμνα του κόσμου και ο θησαυρισμός...και την σήμερον οι άνθρωποι εδόθησαν εις την πολυθησαύρισιν και μέριμναν, και παρεδόθησαν εις την απώλειαν με αρπαγάς, προδοσίας, ψεύδη, αρρενομανίας, γαστριμαργίας, υπερηφανείας, με την σκληρότητα της καρδίας, και με την πλεονεκτικήν φιλαργυρίαν...

...Όταν θα δυστυχεύση ο κόσμος από την χάριν του παναγίου Πνεύματος, τότε θα έλθουν εις τον κόσμον όλαι αι δυστυχίαι να τον περικυκλώσουν. Και πρώτον θα δυστυχεύση ο κόσμος από την αγάπην, ομόνοιαν και σωφροσύνην, δεύτερον θα δυστυχεύση κάθε χώρα και να χαθούν τα υποκείμενα κεφάλαια από τας χώρας, και θέλει δυστυχεύση και η Εκκλησία του Χριστού από αρχιερείς και ποιμένες και πνευματικούς

Ύστερον από αυτήν την δυστυχίαν θα γεννηθή ο ακάθαρτος από την κοιλίαν της ακαθαρσίας, και θα ποιή σημεία και τέρατα με δαιμονικάς φαντασίας, υποκρινόμενος εις τον κόσμον πως είναι πράος και ταπεινός τη καρδία, αλλά θα είναι αλώπηξ εις την καρδίαν και λύκος εις την γνώμην. Και τροφή του θα είναι η ταραχή των ανθρώπων, όταν θα ταράσσωνται οι άνθρωποι, τότε θα ζωοτρέφεται ο αντίχριστος.

Και η ταραχή των ανθρώπων θέλει είναι η κατάκρισις, ο φθόνος , η μνησικακία, το μίσος, η έχθρα, η πλεονεξία, η αρρενομανία, η μοιχεία, η πορνεία, η λήθη της πίστεως και η αλαζονεία, αυτά είναι η τροφή του αντιχρίστου, και θα είναι κεφαλή επάνω εις τας χώρας..., και εξουσιαστής εις τον κόσμον. Και θα εξουσιάση την αίσθησιν του ανθρώπου, και όλοι θα πείθονται εις αυτόν, διότι αυτός θα είναι νομοκράτωρ και αυτοκράτωρ, και θέλει ενεργεί όλων την απώλειαν, και όποιος ευρίσκεται εις την απώλειαν εκείνος θα νομίζη πως εργάζεται την σωτηρίαν του.

Τότε θα καταφρονηθή το Ευαγγέλιον της Εκκλησίας, διότι η απώλεια θέλει φέρη τότε μεγάλην δυστυχίαν εις τον κόσμον, και θέλει γίνουν σημεία και φοβερά εν μέσω της δυστυχίας. Πείνα φοβερά θέλει γίνη οπού να μην χορταίνη ο άνθρωπος, διότι τότε θα τρώγη επτά φορές περισσότερον από ότι τρώγει τώρα και πάλιν να μην χορταίνη, και θα είναι πανταχού μεγάλη δυστυχία... Τότε, όσοι σφραγισθούν με την σφραγίδα του αντιχρίστου πολλοί θα πεθάνουν εις τους δρόμους, και η καρδία τους περισσότερον θα λιγώνεται, και μη δυνάμενοι να βαστάσουν την πείναν και την λιγούραν, θα αρπάζουν να τρώγουν τους νεκρούς... και η σφραγίς του θα γράφη, εδικός μου είσαι, ναι εδικός σου είμαι, θεληματικώς μου έρχομαι και όχι δυναστικώς και αλλοίμονον εις όποιον σφραγισθή με αυτήν, τότε θα γίνη μεγάλη ταραχή εις τον κόσμον... και βλέποντας ο Θεός την ταραχήν των ανθρώπων, θέλει προστάξη την θάλασσαν να λάβη την πρώτην της ουσίαν οπού ήτον θερμοτάτη... και όταν καθίση ο αντίχριστος εις τον κατηραμένον του θρόνον, θέλει βράση η θάλασσα ωσάν χάλκωμα, και θέλει στειρεύση η γη τα βότανα και δένδρα από την θερμότητα της θαλάσσης και αι φλέβαι των πηγών θα ξηρανθούν και τα ζώα και πετεινά να αποθάνουν από τον χνώτον της θαλάσσης. Και τότε θα γίνη η ημέρα ωσάν ώρα, η εβδομάδα ωσάν ημέρα, και ο μήνας ωσάν εβδομάδα, διότι από την πονηρίαν του ανθρώπου θα γίνουν τα στοιχεία βιαστικά, δια να τελειώση γρήγορα ο καιρός, οπού ελάλησεν ο Θεός... Τότε θα έλθουν να κηρύττουν ο προφήτης Ηλίας και ο δίκαιος Ενώχ...και να λέγουν. Όποιος κάμη υπομονήν και δεν σφραγισθή με την σφραγίδα του αντίχριστου, θέλει σωθή, και εξάπαντος θα τον δεχθή ο Θεός εις τον Παράδεισον, μόνον να μην σφραγισθή, αλλά να κάμνη τον σταυρόν του, διότι η σφραγίδα του σταυρού ελευθερώνει τον άνθρωπον από τα βάσανα του άδου, και η σφραγίδα του αντιχρίστου τον παραδίδει εις τα βάσανα του άδου. Και αν πεινούν, να μην ζητούν τροφήν, μόνον να έχουν υπομονήν, και βλέποντας ο Θεός την υπομονήν τους, θα στείλη εξ ύψους βοήθειαν... Τα παγκάκιστα δε τέκνα του αντιχρίστου είναι η πορνεία, η μοιχεία, η αρσενοκοιτεία, ο φόνος, η αρπαγή, η κλεψιά, η αδικία, το ψεύδος, η τυραννία, η πώλησις και αγόρασις του ανθρώπου...,τόσον πονηρά θέλει γίνη η ανθρώπινος φύσις τότε...,και θα ενεργήσουν την πονηρίαν τους περισσότερον από τους δαίμονας...και βλέποντας ο αντίχριστος πως θα γίνη η ανθρώπινος φύσις πονηροτέρα από τους δαίμονας, θέλει χαρή κατά πολλά... 

Νείλου του Μυροβλύτου, Αγιορείτου, (1651 †)
Προφητικά και Σωτήρια
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Ἡ ἐλπίδα θὰ νικήσει τὴν ἀπελπισία τῶν ταλαιπωρημένων ψυχῶν



Στὸν καιρὸ ποὺ διανύουμε στοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους ὑπάρχει μεγάλη ἀναστάτωση καὶ ταραχή. Ὑπάρχει φόβος καὶ δειλία γιὰ τὸ μέλλον. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ὀρθὸ νὰ υἱοθετοῦμε τὶς κοσμικὲς τακτικές τῆς ἀπογοητεύσεως; Ὅλοι θὰ συμφωνήσουμε καὶ θὰ κατακρίνουμε τὴν λανθασμένη τακτικὴ ποὺ ἐπιλέγουν πολλοί. Μήπως ὅμως αὐτὴν τὴν τακτικὴ τὴν ἔχω καὶ ἐγὼ στὶς ἐπιλογές μου;
Ἀρχικῶς, καλὸ θὰ εἶναι νὰ «ἔρθουμε» στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ χάλια μας. Νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ δείξουμε ἔμπρακτη μετάνοια.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του, προτρέπει τὸν κόσμο νὰ ἐλπίζει σωτηρία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό μας. Παρακαλεῖ νὰ ἔχουμε ὁμοφροσύνη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Κύριο. Λέει ἀκόμα ὅτι ἐὰν εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Χριστό, θὰ βροῦμε τὴν παντοτινὴ χαρά!
Ἀπὸ τὰ καλύτερα εἶναι ὅταν λέει νὰ μὴν ἔχουμε ἀγωνίες καὶ φροντίδες γιὰ τίποτε. Ἀλλὰ κάθε φορᾶ ποὺ προκύπτει κάποιο πρόβλημα, νὰ ἀναθέτουμε τὶς ὑποθέσεις μας μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ ἱερὸ πόθο στὸν Θεό, τὴν ὁποία προσευχὴ πρέπει νὰ συνοδεύει ἡ εὐχαριστία γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει δωρήσει ὁ Πανάγαθος. Ἐὰν κάνουμε πράξη τὰ παραπάνω, δηλαδὴ ὅταν θὰ διώξουμε κάθε μέριμνα καὶ κάθε ἀγωνιώδη φροντίδα καὶ ἐμπιστευτοῦμε τὴν Θεία Πρόνοια, θὰ μᾶς δοθεῖ... εἰρήνη, ποὺ ὅπως εἶναι γνωστὸ ὅτι μὸν΄ὁ Χριστὸς τὴ δίνει…
Προτρέπει ἀκόμη ὁ Ἀπόστολος, νὰ μένουμε σταθεροὶ σὲ ὅσα μάθαμε, σὲ ὅσα παραλάβαμε, σὲ ὅσα ἀκούσαμε καὶ σὲ ὅσα εἴδαμε. Καὶ πάλι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι «κοντά» μας.
Τέλος, κλείνει μὲ τὸ ἐνθουσιῶδες: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντι με Χριστῷ». Δηλαδή, τὰ πάντα κατορθώνω, μὲ τὴν δύναμη πού μου δίνει ἡ ἐπικοινωνία καὶ ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστό.
Καὶ γιὰ νὰ δώσουμε τὴν πολυπόθητη χαρὰ καὶ ἐλπίδα στὸν κόσμο, ὅπως λέει καὶ ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἂς μὴν τὰ «χάνουμε», παρὰ μόνο νὰ τὰ ἀναθέτουμε ὅλα στὸν Χριστό, διότι «τὰ χάλια μας τὰ παίρνει ὁ Θεὸς καὶ τὰ κάνει χαλιὰ γιὰ τὸν Παράδεισο».

Σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου (Ψαλμ. 16:7).




Κάποιος μοναχός, από δαιμονική επήρεια, έπεφτε συχνά σε σαρκικό αμάρτημα. Ολοένα όμως βίαζε τον εαυτό του να μην πετάξει το σχήμα του. Και κάνοντας την καθημερινή του προσευχή, ικέτευε τον Θεό στενάζοντας και λέγοντας:
- Κύριε, θέλω δε θέλω, σώσε με! Γιατί εγώ, σαν λάσπη που είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας. Εσύ όμως, σαν Θεός παντοδύναμος, μπορείς να μ' εμποδίσεις. Αν ελεήσεις τον δίκαιο, τίποτα το σπουδαίο. Κι αν σώσεις τον καθαρό, τίποτα το θαυμαστό. Αυτοί είναι άξιοι ν' απολαύσουν την αγαθότητά Σου. Σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου (Ψαλμ. 16:7), και σ' αυτό μου το κατάντημα δείξε την ανείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στα χέρια Σου έχω αφεθεί εγώ, ο φτωχός από κάθε αρετή.
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε κλαίγοντας καθημερινά ο αδελφός, είτε συνέβαινε ν' αμαρτήσει είτε όχι.
Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του. Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του, αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος!
- Άθλιε! του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στον Θεό χωρίς να κοκκινίζεις; Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ' όνομα Του; Και πώς τολμάς να προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;
- Τούτο το κελί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός. Μία σφυριά δίνεις, μία παίρνεις. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, να παλεύω μαζί σου μέχρι να πεθάνω, κι όπου με βρει ή τελευταία μου μέρα. Να, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σού λέω: στο όνομα Εκείνου, που ήλθε να καλέσει σε μετάνοια και να σώσει τους αμαρτωλούς, δεν θα πάψω να προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου να πάψεις κι εσύ να με πολεμάς. Και θα δούμε ποιός θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός!
Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει:
- Μα την αλήθεια, ποτέ πια δεν θα σε πολεμήσω, για να μη γίνω αφορμή να στεφανωθείς με την υπομονή που κάνεις.
Και από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός έφυγε μακριά του.
Ο αδελφός τότε ήλθε σε κατάνυξη, και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε για τις αμαρτίες του.
Τώρα όμως ο λογισμός του έλεγε συχνά: "Καλό έργο κάνεις, που κλαις". Αλλ' αυτός εναντιωνόταν στο λογισμό: Ανάθεμα σ' αυτό το καλό! Ο Θεός δεν θέλει να χάσει κανείς την ψυχή του σ' όλα τα έργα της ατιμίας, κι έπειτα να κάθεται και να τη μοιρολογάει, οπότε ή τη σώζει ή δεν τη σώζει.

(από το γεροντικό)

Ευχή είς τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.


Άνοιξον, Δέσποτα, τήν πλουσίαν σου χείρα είς χορηγίαν κατανύξεως της ταλαίπωρου ψυχής μου. Δώρησαι ταπείνωσιν τη καρδία μου, καί άφελε ταύτης τήν ασέβειαν. Ού δύναται γή άφ' εαυτής βλαστήσαι, άνευ επισκοπής της σης αγαθότητος• ουδέ καρδία ανθρώπου κατανυγήναι, άνευ τής θείας σου επισκέψεως καί χάριτος φιλάνθρωπου. 
Όθεν δέομαι τής σής αγαθότητος. Δώρησαί μοι δάκρυα τώ αμαρτωλώ του πενθείν έν οδύνη καί πόνω καρδίας τάς αμαρτίας μου, καί θρηνείν ενώπιον σου αεί, ώς πάσης τιμωρίας υπεύθυνος• τήν γάρ εμαυτού ψυχήν ό άθλιος αθλίως εφόνευσα παραβάς τά σωτήρια προστάγματα σου. Ός έπί του φοβερου σου καί απροσωπολήπτου παρεστηκώς βήματος, Χριστέ Βασιλεύ, καί δίκας υπέχων, και λόγον ποιούμενος των εμοί πεπραγμένων, ούτω σήμερον, προ του φθάσαι την ήμέραν έκείνην της κατακρίσεώς μου, ενώπιον της ιεράς σου εικόνος ιστάμενος, κατακαμπτόμενός τε και ελεγχόμενος υπό του συνειδότος μου, εξαγγέλλω τάς πράξεις μου, υποδεικνύω τά τραύματα μου, και δημοσιεύω αυτά. 
Συ δέ φιλάνθρωπε, ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ, και άφες τάς ανομίας μου. Ιδού, Κύριε, γυμνός και τετραχηλισμένος παρίσταμαί σοι, εξομολογούμενος όσα είς αγανάκτησίν σου διεπραξάμην. Ήμαρτόν σοι, Κύριε μου, έν ασωτείαις, αδικίαις, ασελγείαις, μέθαις, γαστριμαργίαις, αδηφαγίαις, καταλαλιαίς, υπερηφανείαις, και ετέροις αναριθμήτοις παραπτώμασιν. Αδελφόν γάρ εξουθένησα• τω πλησίον μου εφθόνησα• της προσευχής μου ημέλησα• ελάττωμα του αδελφού μου εθεασάμην και κατ' αυτού εθυμώθην, τά δέ εμά παραπτώματα παραβλέπω άπειρα όντα. Πάσαν αμαρτίαν μεθ' υπερβολής και σπουδής διετέλεσα• πάντα δέ μου τά μέλη και μέρη ταίς αμαρτίαις υπηρετείν ηρέθισα. 
Οι οφθαλμοί μου μοιχείαις πεπλήρωνται• ή γλωσσά μου μάχαιρα οξεία κατά του πλησίον μου εγένετο• αι χείρες μου πάσαν αμαρτίαν διέπραξαν οί πόδες μου επί ψυχοφθόροις πάθεσιν οξέως έδραμον τόν νουν μου δι' ενθυμήσεων πονηρών κατεμόλυνα• πάσάν μου αίσθησιν ψυχικήν και πάν μέλος τής ελεεινής μου σαρκός διαφόρως εμίανα• αι γάρ αμαρτίαι μου πέρα του μέτρου τυγχάνουσι• εμίανα τήν γήν σύν τω αέρι• και πλην τής μακροθυμίας σου, Κύριε μου, ή γή ούκ άν ήδύνατο διά τά κακά μου βαστάζειν με τόν πανάθλιον ποίαν γάρ αμαρτίαν ούκ εποίησα; ποίον κακόν ού διετυπωσάμην έν τη ψυχή μου ό ασυνείδητος; ποίαις ακαθαρσίαις και βδελυρίαις ού διεφθάρην ό άθλιος; καίτοι καθ' εκάστην νουθετούμένος, διδασκόμενος και οδηγούμενος ύπό των αγίων Προφητών, Αποστόλων, Διδασκάλων, και υπό του σεπτού σου Ευαγγελίου παραγγελλόμενος, και τής του αγίου Πνεύματος χάριτος φωτιζόμενος• ποίας ούν συγγνώμης ειμί άξιος ήδη ό πανάθλιος; 
'Αλλ' ώ Πολυέλεε, επίβλεψον έπ' έμοί τω αμαρτωλώ• σπλαγχνίθητί μοι τω ασώτω και υπευθύνω πάσης κολάσεως• φώτισον τήν αναίσθητόν μου ψυχήν θεάσασθαι τάς ανομίας μου και κατανοήσαι τήν αμέλειαν και αναλγησίαν μου. Ουαί μοι, ότι έν ακηδία και αδιαφορία και αισχροίς λογισμοίς τόν προς μετάνοιαν δοθέντα μοι καιρόν κατηνάλωσα. Ουαί μοι ότι αμεριμνώ και μετεωρίζομαι αναίσθητων, ώς μή έχων εγκλήματα και ώς μή είναι κρίσιν και ανταπόδοσιν. Ουαί μοι ότι ήμαρτον υπέρ πάντα άνθρωπον και μετάνοιαν ουδόλως έχω. 
Ώ ψυχή μου, ελθέ σεαυτή• μνήσθητι τά βαρέα των αμαρτημάτων σου φορτία άπερ βαστάζεις και ού βλέπεις, αναίσθητε• ιδέ τά πλήθη των αμαρτιών σου, και κλαύσον μετά πικρών δακρύων έως καιρός σοι ενέστηκε, πριν τό φοβερόν σοι ελεύσεται πρόσταγμα• πριν παρέλθη ό καιρός της μετανοίας σου• πρό του ελθείν σε ού ούκ έστι μετάνοια, ουδέ ποσώς ωφελούσι τά δάκρυα. 
Ουαί μοι τω άμαρτωλω πότε άρα τοσούτον εκβλύσω δάκρυον, ίνα αντισωθή τω ύδατι του βαπτίσματος, όπερ από της δίκης απαιτηθήσομαι, επεί τό πρώτον ηχρείωσα; Εγώ δέ ούτως ό 
οφείλων και υπό του συνειδότος μου ελεγχόμενος, ούτε καρδίαν καθαράν, ούτε ταπείνωσιν όλως έχω, άλλ' υπέρ τους αδελφούς μου επαίρομαι. 
Ουαί μοι, όταν παραστώσι κατά πρόσωπον μου αί ανομίαι μου, όσαι και οίαι παρ' εμού διεπράχθησαν, έως αργού λόγου και πονηρών και ρυπαρών ενθυμήσεων τότε γάρ αναβρασσομένης της καρδίας, τό στόμα φραγήσεται• και ελεγχομένης της διανοίας ό νους σκοτισθήσεται και τό πρόσωπον αλλοιωθήσεται. 
Ουαί μοι όταν ίδω εμαυτόν γεγυμνωμένον και μεμελανωμένον και περίλυπον διά πρόσκαιρον απόλαυσιν τής φθειρομένης σαρκός, δυσωδίας οσμήν απόζοντα, και εις φλόγα γεέννης αποπεμπόμενον. Έν δέ τω άδη εκείνω τίς μου τήν φλόγα κατασβέσει; ού γάρ έστιν εκεί θάνατος έτερος. 
Οίδα, Κύριε, ότι κατά τάς αμαρτίας μου δίκαιον έστιν εμέ τόν πανάσωτον ριφήναι είς γέενναν δίκαιον έστι ριφήναί με τόν άσωτον είς τό πύρ τό αιώνιον, ότι όλην μου τήν ζωήν έν αμαρτίαις κατεδαπάνησα• ότι και τήν παραμικράν ώραν της ζωής μου κακώς κατηνάλωσα• ουδείς γάρ έν γνώσει ήμαρτεν ώς έγώ• ουδείς εκουσίως ωλίσθησεν ώς έγώ ό τάλας• ποία λοιπόν κόλασις υποδέξεταί με τόν άθλιον; 
Συντρίβεται ή καρδία μου• τρέμει και φρίττει μου ή ψυχή διά τήν αφοβίαν ην έχω αμαρτάνων ό άθλιος, και μή εννοών τά αποκείμενα εκείνα δεινά τοις κατ' έμέ αμαρτωλοίς• μή εννοών ότι ή λογοποίησις φοβερά, και ό έλεγχων απαραλόγιστος, και ή απόφασις αμετάθετος• και οί Άγγελοι άσπλαγχνοι και ανελεήμονες, και ή γέεννα αιώνιος, και ό εσμός τών σκωλήκων ακοίμητος, και τό σκότος εξώτερον, και ό κλαυθμός απαράκλητος, ό δέ από Θεού χωρισμός, ό πάσης γεέννης δεινότερος, αιώνιος. Ώ καρδία ανάλγητε, επίστρεψον βλέπουσα τήν του Θεού απειλήν, και συντρίφθητι μετανοούσα και κλαίουσα διά τάς πράξεις σου• ότι ουδεμίαν πρόφασιν έξει, έν εκείνη τη φρικτή δίκη περί τών σών αμαρτημάτων. 
Ό Θεός ό αιώνιος, ό έκ μή όντων τά πάντα παραγαγών, ή άβυσσος του ελέους, ελέησόν με τόν αμαρτωλόν και δώρησαί μοι τω αθλίω κλαυθμόν του θρηνείν διά παντός, ίνα εύρω έλεος έν τη φρικτή δίκη εκείνη. Κύριε, ημάρτηκα υπέρ τής θαλάσσης τήν ψάμμον και υπέρ πάντα άνθρωπον τήν αγαθότητα σου παρώργισα. Οίμοι, Κύριε, ότι έλαβον πείραν τών πολλών σου οικτιρμών. Εφώτισας τόν νουν μου τω θείω φωτί σου• έλαμψας έν τη καρδία μου τήν γλυκύτητα τής αγάπης σου. Εγώ δέ ό τάλας άνευ τινός ανάγκης ήμαρτον. Οίμοι, Κύριε, ότι έν γνώσει τάς θείας σου εντολάς κατεφρόνησα, τώ δέ εχθρώ της ψυχής μου επηκολούθησα και την αθλίαν ψυχήν μου πολυτρόπως κατέχρανα. Οίμοι, Κύριε, ότι πολλοίς χαρίσμασί με εκόσμησας και μυρίων αγαθών με ενέπλησας. Εγώ δέ ό αχάριστος, αγνώμων φανείς περί σέ τόν ευεργέτην μου, πάν πονηρόν και φαύλον διεπραξάμην. Ταύτά μοι έσονται πικροί κατήγοροι έπί της φοβέρας δίκης• ταύτα ανίλεών μοι τόν Κριτήν ποιήσουσν ταύτα πικροτέροις βασάνοις με παραπέμψουσιν άξιος γάρ είμι πάσης κολάσεως• μόνος εγώ κρίνω εμαυτόν ού δέομαι δικαστού προς απόφασιν έν τω συνειδότι μου φέρω τους μάρτυρας και έν τη ψυχή μου βαστάζω τό φοβερόν δικαστήριον. 
Ελέησόν με, ό Θεός, κατά τό μέγα έλεος σου• ού τολμώ ατενίσαι είς ουρανούς, ρυπαρούς έχων τους οφθαλμούς• εμολύνθησαν γάρ υπό τών ενηδόνων και αισχρών θεωρημάτων. Ελέησόν με, Κύριε, τόν επί γης ερριμμένον έν καταδίκη πολλών αμαρτημάτων. Ελέησόν με τόν τελωνίσαντά μου τήν ψυχήν και καθ' όλην μου τήν ζωήν λόγοις και έργοις αυτήν μιάναντα. Ελέησόν με τόν διά ραθυμίαν και γνώμην πονηράν δούλον τών ηδονών γενόμενον. Ελέησόν με τόν μυριάκις ελεηθέντα και μυριάκις σε αθετήσαντα. Ελέησόν με τό ποίημα τών θείων χειρών σου τό πολλών δακρύων επάξιον. Κύριε, εμοί τώ αμαρτωλώ έθου μετάνοιαν. Ήμαρτον, Κύριε μου, ήμαρτόν σοι, και παρεπίκρανα σέ τόν ποιητήν και ευεργέτην και ελευθερωτήν μου. Αί ανομίαι μου, Δέσποτα, υπερήραν τήν κεφαλήν μου, οί δέ μώλωπες μου προσώζεσαν και εσάπησαν και ή επάρατος μου ζωή ωσεί καπνός παρήλθεν. Όθεν απόκειται μοι δικαίως αθάνατα βασανίζεσθαι έν τη φλογί της γεέννης. 
Άλλ' επεί πολυεύσπλαγχνος ει, μακρόθυμε και πανοικτίρμων Βασιλεύ, θαυμάστωσον και έπ' εμοί τω δυστήνω τά ελέη σου, και δώρησαί μοι τω αμαρτωλώ πασών μου τών αμαρτιών τήν συγχώρησιν, ών σοι ήμαρτόν, παρ' όλον τόν της ζωής μου χρόνον, λόγω ή έργω, ή διάνοια και αίσθήσει μου πάση. 
Κράτησον δέ το υπόλοιπον της ζωής μου εις τό θέλημα σου το άγιο ν και οίς αυτός μόνος επίστασαι τρόποις και κρίμασι σώσόν με τόν ανάξιον δούλόν σου. Ίνα κάγώ ο ταπεινός μετά πάντων των τω σώ ελέει σωθέντων δοξάζω και προσκυνώ σε τον έν Πατρι και Πνεύματι δοξαζόμενον θεόν Λόγον. Αμήν.

Ευχή είς τό άγιον Πνεύμα.




Παράκλητε αγαθέ, τό Πνεύμα τό άγιον, τό Πνεύμα της αληθείας, τό έκ του Πατρός αφράστως και άπερινοήτως εκπορευόμενον, τό συμπληρωτικόν της αγίας και ζωαρχικής Τριάδος, του ενός Θεού ημών, τό συν Πατρί και Υίώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, ό αληθώς αληθής Θεός και θεοποιός, ό άγιάζων και φωτίζων και ναοποιών σεαυτώ τους άξιους της σης υποδοχής και χάριτος. Ό συνδημιουργός τώ πρώτα Νώ και Λόγω πάσης νοητής τε και αισθητής κτίσεως, ό συνευδοκήσας έν τη προς ημάς επιδημία και σαρκώσει τοϋ συναϊδίου σου Λόγου και συναγιάσας τήν φύσιν ημών, και μετά τήν ένδοξον αυτού είς ουρανούς ανάληψιν, κατελθών ουσιωδώς επί τής γής, ο πανταχού παρών και τά πάντα πληρών, και έν είδει πυρίνων γλωσσών επιφανείς τοις αγίοις Αποστόλοις, και εμπλήσας αυτούς τής αφράστου χάριτος καί δυνάμεως, και δι' αυτών τήν οίκουμένην άπασαν είς έπίγνωσιν της αληθείας οδηγήσας. 

Αυτός, ουράνιε Βασιλεύ, φιλάνθρωπε, φιλόδωρέ τε καί μεγαλόδωρε, ευσυμπάθητε καί πολυέλεε, ό θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, επίβλεψον ευμενώς εξ ίερών υψωμάτων τής αγίας δόξης σου επί τήν εμήν ταλαιπωρίαν καί ταπεινότητα έν τη παρούση ήμερα καί ώρα και έν παντί καιρώ καί τόπω, έν ώ άναξίως επικέκλημαι το σόν πανάγιον και προσκυνητόν όνομα, και μή βδελύξη με, φιλάγαθε, διά τας από βρέφους μέχρι του νυν άτοπους πράξεις και αλογίας και αμαρτίας μου. Άλλ' ώς συνήργησας πάλαι τω Μανασσή και τω Δαβίδ προς μετάνοιαν, ώς τω ευγνώμονι ληστή επί σταυρού, ώς τη πόρνη προς έπιστροφήν αγαθήν, ώς ενέπνευσάς τοις αγίοις Προφήταις και Θεολόγοις, και ελάλησας δι' αυτών, ώς και νυν και έως της συντέλειας του αιώνος, πάσι τοις βουλομένοις, προς αρετήν και θείον φόβον επικουρείς, ούτω καμοί τω αμαρτωλώ βοήθησον, έπί την σήν ιλαρότητα και την χάριν προστρέχοντα. 

Ανάγαγέ με τοΥ βυθού της ματαιότητος καΙ της αβύσσου της αγνοίας και της πωρώσεως, ό ελευθερώσας τόν κόσμον από της πλάνης του εχθρού. Αγίασόν με τη ζωοποιώ δυνάμει σου, ή άγιαστική φύσις, τό προαιώνιον φώς, παρ' ου πάσα επί την κτίσιν ή των αγαθών χορηγία πηγάζεται, φλέξον μου τον άμετρον συρφετόν των παραπτωμάτων, ο συμφλέξας τας μηχανάς του αποστάτου δράκοντος τω πυρί της αύλου σου θεότητος. Σύντριψαν την κεφαλήν αύτου υπό τους πόδας μου έν ειρήνη, όπλοις φωτός περιστοίχισον, θυρεώ πίστεως περιφρούρησον, θώρακι δικαιοσύνης περιχαράκωσον, ρήματι Θεού το στόμα μου καθαγίασον πνεύμα εύθές έγκαίνισον έν τοις εγκάτοις μου, και πνεύματι ηγεμονικώ το της εμής διανοίας ολισθηρόν στήριξον, στέψον με νοητώς αιωνίω στεφάνω δόξης και τιμής της παρά σοί, τω χορώ των ιερών αρετών με καταγλάισον, ο συνεχών πάσαν την δύναμιν των ουρανών δόξασόν με, Παράκλητε αγαθέ, τοις σοις ποικίλοις χαρίσμασι, δώρησέ μοι πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλής, ισχύος, γνώσεως, ευσέβειας, φόβου Θεού• θρέψον με τοις αγίοις σου καρποίς, ο εμπιπλών πάν ζώον ευδοκίας και χάριτος• εγκράτεια και απαθεία την εμήν ζωήν εξασφάλισον, πραότητος ιλαρότητι την καρδίαν αγάθυνον, πίστεως στερεότητι τήν οίκίαν της ψυχής οικοδόμησον, αγαθωσύνης γαλήνη τους λογισμούς συντήρησον, χρηστότητος συμπάθεια την αγνώμονα μου προαίρεσιν μάλαξον, μακροθυμίας ανοχή την ραθυμίαν μου διόρθωσον, ειρήνην γλυκείαν ταις δυνάμεσι της εμής ψυχής δώρησαι, χαρα τελεία, τήν έξ αμαρτίας μοι λύπην αφάνισον, και διά της εις τον πλησίον καθαρας αγάπης προς την σην αγάπην με τελείωσον. 

Σύ, Παράκλητε αγαθέ, τον νουν μου σκοτισθέντα τω ζόφω των παθών, τη αίγλη της σης σωτηριώδους δυνάμεως φώτισον τον λόγον υπαχθέντα αλογία συνέτισον, και κατακρατείν των άλογων ορέξεων παρασκεύασον, και εις οδόν ευθείαν του αγίου σου θελήματος οδήγησον. Το πνεύμα μου εκλείπον τη ψύξει της ραθυμίας, και νεκρωθέν τω κρυμώ της αμαρτίας, τή ζωογονώ σου χάριτι θέρμανον, τον θυμόν τρέψον κατά μόνης της αμαρτίας και του ολοθρευτού όφεως, την έπιθυμίαν προς σέ μόνον των εφετών το ακρότατον, το λογικόν οικονομείν πάντα και διευθετείν κατά τό σόν πανάγιον θέλημα, και έν πνεύματι και αληθεία προσκυνείν σε τόν Παράκλητον Θεόν, και σοι λατρεύειν, σέ δοξολογείν, σέ ύμνείν, σοι ευχαριστείν έν παντί καταξίωσον, ο διά παντός εις αιώνας υπό των αγίων ασωμάτων Δυνάμεων έν τοις υψίστοις δοξολογούμενος. 

Σύ, Παράκλητε αγαθέ, Θεέ υπεράγαθε, ο τελεσιουργός των αγίων μυστηρίων της Εκκλησίας, διά σου ανεγεννήθην και ανεπλάσθην και ανεμορφώθην και φκειώθην Θεώ, διά σου βασιλικώ χρίσματι εσημειώθην και εσφραγίσθην έν μερίδι Θεού καί δωρεά της σης χάριτος, διά σου της αθανάτου τραπέζης τών ζωοποιών μυστηρίων ηξιώθην, καί σύμμορφος γίνομαι Χριστού καί Θεός κατά χάριν. Σύ της ιερωσύνης αυτουργός, τοις υπό ζυγόν εις σωφροσύνην συνεργός, τοις παρθένοις της αγνείας χορηγός, τοις εκδημούσι του βίου προς μετάνοιαν οδηγός• σύ μοι βοήθησον κινδυνεύοντι, συμμάχησον τή άφάτω δυνάμει σου, Παντοδύναμε αντιλαβού της ασθενείας μου και φείσαι της αμελείας και ραθυμίας μου. Μη εάσης με παίγνιον κείσθαι τοις ψυχοφθόροις δαίμοσι, μη εγκαταλίπης με αιχμάλωτον τοις αισχίστοις πάθεσιν άλλα δός, ευσυμπάθητε, μέχρι τελευταίας αναπνοής, έν αγνεία και προσοχή και θείω φόβω τό τέλος του παρόντος βίου διανύσαντι, και τας απαρχάς της μελλούσης αιδίου ζωής και τρυφής εντεύθεν καθαρώς πληροφορηθέντι, των ουρανίων αγαθών επιτυχείν, και σέ τόν δεδοξασμένον Παράκλητον Θεόν δοξάζειν και ευχαριστείν, και προσκυνείν συν τω Πατρί και τώ Υίώ εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.

Νομοφύλακος Ιωάννου του Ευγενικού