.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ


Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.

Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.

Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.

Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως[1], ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι’ αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.

Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».[2]

Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς[3].

Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν»[4].

Ἡ σύνδεση διαφόρων παλαιοδιαθηκικῶν θεμάτων μὲ τὴν Θεοτόκο ἐκφράζεται μὲ σαφήνεια καὶ στὴ λατρεία μὲ τὴ χρήση ἀποσπασμάτων τῶν σχετικῶν διηγήσεων ὡς ἀναγνωσμάτων στοὺς Ἑσπερινοὺς τῶν μεγάλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Γενεσίου, τῶν Εἰσοδίων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἀπόσπασμα π.χ. τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ προαναφέραμε, διαβάζεται σὲ ὅλες τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, πλὴν αὐτῆς τῶν Εἰσοδίων.[5]

Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ ἀντίστοιχες ἀναφορὲς σὲ θεομητορικὲς προτυπώσεις τόσο στὰ τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑορτῶν ὅσο καὶ στὰ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Προκύπτει ἔτσι ἕνα σύνολο μὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ ἑνιαῖο τρόπο διαχειρήσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, τῶν σχετικῶν μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς θεολογικῆς καὶ ἑρμηνευτικῆς τους προσέγγισης.

Τὸ περιγραφὲν σύνολο ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἡ εἰκονογραφία. Τὸ ἤδη διαμορφωμένο πλούσιο θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῶν θεμάτων αὐτῶν στὴν τέχνη, καὶ ταυτοχρόνως πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὰ προσεγγίζονται, ὥστε νὰ ἑρμηνεύονται σωστὰ καὶ μὲ πληρότητα.

Ἡ παρουσία καὶ χρήση τῶν θεμάτων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν θεομητορικῶν προτυπώσεων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων θεμάτων. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνάγονται ἀπὸ αὐτή, πέραν τῆς δεδομένης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀναδεικνύουν κυρίως τὴ στενὴ σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ τὴν ὑμνογραφία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μόνο μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ γίνη κατανοητή, ὡς πνευματικὸ μέγεθος καὶ ὄχι ὡς αὐθύπαρκτο ἀνθρώπινο, ἄρα πεπερασμένο, δημιούργημα.

Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ποὺ ζωγραφίζει ἀπὸ ὑλικὸν σὲ πνευματικὸν καί, μὲ τὰ ἔργα της, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ συγκινήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ κάνει πνευματικὸ κάθε αἴσθημά του»[6]. 

Εὐθυμίου Ἀναστασίας
Ἀρχαιολόγου-Θεολόγου
Ὑποψ. Δρ. Ἀρχαιολογίας
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΑ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012


[1] Ἡ εἰκονομαχία διήρκεσε ἀπὸ τὸ 726 ἕως τὸ 843 μὲ μιὰ διακοπὴ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 780 ἕως 813. Γιὰ τὸν σαφῆ αἱρετικὸ χαρακτήρα της βλ. μεταξὺ ἄλλων Ν.Ι. Νικολαΐδη, Ἡ εἰκονομαχία καὶ ἡ εἰκονολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Χριστιανικὴ Ἀδελφότης «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2007, σ. 514.
[2] B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. V, Opera homiletica et hagiographica, Berlin-New York 1988, σ. 492.
[3] Ὅπως ἀξιωματικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου: «Σφόδρα γὰρ τὰ παλαιὰ συμφωνεῖ τῇ νέᾳ. Ἐπειδὴ εἷς καὶ ὁ αὐτὸς θεὸς ὁ κἀκεῖ νομοθετήσας καὶ ὧδε βραβεύσας». Λόγος ΙΙ Εἰς τὴν θεοτόκον καὶ εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ Ἄνναν, παρ. 8. C. Datema, Amphilochii Iconiensis Opera, Turnhout Brepols 1978, σ. 71.
[4] Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, ἔκδοσις δεκάτη τετάρτη, ἐν Ἀθήναις ἄ.χ., σ. 104. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀναλύονται μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο ὅλες οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς ποὺ ἀπαντοῦν στὴ συγκεκριμένη ἀκολουθία.
[5] Βλ. Μηναῖον Σεπτεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20022, σ. 136. Μηναῖον Μαρτίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20113, σ. 250-251. Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20093, σ. 191.
[6] «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ ἡ ἀληθινή της ἀξία» στὸ Ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη, Ἀθῆναι 19764, σ. 102.


Λόγος εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου



Αν «ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια», πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ’ αυτή θαυμασίων.
Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.
Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.
Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.
Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ιματισμό, που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών.
Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν, όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι’ αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.
Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη το θάνατο, αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα . Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.
Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.
Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. «Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει: «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφίμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.
Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19) Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό. Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως.
Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο.
Όπως λοιπόν, αφού μόνο δι’ αυτής επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πρίν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος.
Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.
Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα; Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας; Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί.
Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, Δέσποινα, δώσε τη λύση των δεινών μας, μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για μας μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες. Γένοιτο.

Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ” Τ.10


http://vatopaidi.wordpress.com

Λόγοι ἀφιερωμένοι εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον



Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας: 
«Ἂν καθ᾽ ὑπόθεσιν ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ γίνουν δαίμονες, ἂν ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος ἄνθρωποι ἤθελαν γίνει κακοὶ καὶ ὅλοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν χωρὶς νὰ γλυτώση τίς, ἂν ὅλα τὰ κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα ἤθελαν ἀποστατήσει κατὰ Θεοῦ, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν τάξιν των καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ μὴ ὄν, μὲ ὅλον τοῦτο, ὅλες αὐτὲς οἱ κακίες τῶν κτισμάτων, συγκρινόμεναι μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δὲν ἐδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν· διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήση κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήση νὰ λυπηθῆ διὰ τὸν χαμὸν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν τόσων καὶ τόσων κτισμάτων του· διότι αὐτὴ μόνη ἀσυγκρίτως τὸν ἠγάπησεν ὑπὲρ πάντα· διότι αὐτὴ μόνη ὑπὲρ πάντα ὑπήκουσεν εἰς τὸ θέλημά του».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του «Στὴν πάνσεπτη κοίμηση τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας» λέγει: 
«Τόσο πολὺ εἶναι πλησιέστερα ἀπὸ τοὺς πλησιάζοντας τὸν Θεόν· τόσο μεγαλύτερα πρεσβεῖα ἀπὸ ὅλους ἀξιώθηκε ἡ Θεοτόκος· δὲν ἐννοῶ δὲ μόνο τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κι᾽ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρχίες ὅλες. 
Πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀνώτατη ταξιαρχία τούτων γράφει ὁ Ἠσαΐας “καὶ τὰ Σεραφεὶμ εἰστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ”. Βλέπετε τὴν διαφορὰ τῆς στάσεως; Ἀπὸ αὐτὴν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε καὶ τὴν διαφορὰ τῆς κατὰ τὴν ἀξία τάξεως· διότι τὰ Σεραφεὶμ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, πλησίον δὲ στὸν ἴδιο μόνο ἡ βασίλισσα, ἡ ὁποία θαυμάζεται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι δὲ ὄχι μόνο πλησίον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά· ὄχι μόνο διότι ποθεῖ καὶ ἀντιποθεῖται περισσότερο ἀπὸ ὅλους, καὶ λόγῳ τῶν φυσικῶν θεσμῶν, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἀληθινὰ θρόνος του· ὅπου δὲ κάθεται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ στέκεται καὶ ὁ θρόνος».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὴν ἀντίστοιχη ὁμιλία του θὰ πεῖ: 
« Ὢ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται στὴ ζωὴ περνώντας ἀπὸ τὸν θάνατο! Πῶς αὐτὴ ποὺ ξεπέρασε στὴ γέννα της τὰ ὅρια τῆς φύσης, σκύβει τώρα στοὺς νόμους της καὶ ὑποτάσσεται στὸ θάνατο τὸ ἀθάνατο σῶμα. Γιατί αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποθέσει τὴν θνητότητα καὶ νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία, ἀφοῦ καὶ ὁ κυρίαρχος τῆς φύσης δὲν ἀρνήθηκε νὰ ὑποβληθεῖ στὸ θάνατο. 
Πεθαίνει κατὰ τὴν σάρκα καὶ μὲ τὸν θάνατο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν φθορὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ κάνει τὴν νέκρωσή του πηγὴ τῆς ἀνάστασης. Ὢ πῶς ὁ δημιουργός τοῦ παντὸς δέχεται στὰ χέρια του τὴν ἱερὴ ψυχὴ τώρα ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ θεοδόχο σκήνωμα, τιμώντας νόμιμα αὐτὴν ποὺ ἔχει φύση δουλική, καὶ μὲ ποιὰ ἀνεξιχνίαστα πελάγη φιλανθρωπίας οἰκονομώντας σὲ ἔκανε μητέρα Του, αὐτὸς ποὺ ἔλαβε ἀληθινὸ σῶμα καὶ δὲν παρουσίασε ἀπατηλὴ τὴν ἐνανθρώπησή του».

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γράφει στὸν λόγο του γιὰ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου: «Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρει γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνει, πόσο μεγάλες ἦσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! 
Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τότε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς προσδοκίες τους. 
Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴν Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνει καθαρὰ τὴν ἀδικία». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σημειώνει: 
«Νὰ προστρέχετε, ἀδελφοί μου, στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸ σπίτι σας χάνει τὴν εἰρήνη του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς δυνάμεως. Μπορεῖ εὔκολα νὰ εἰρηνεύσει τὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ τῆς Εἰρήνης, μεσιτεύει σὲ Αὐτὸν γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν χριστιανικῶν σπιτιῶν. 
Ἔχει τὴν ἐλεητικὴ δύναμη νὰ διώξει μὲ ἕνα νεῦμα της τὰ πονηρὰ πνεύματα, αὐτὰ ποὺ μὲ ἀκοίμητο ἀγώνα προσπαθοῦν νὰ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλληλομισοῦνται. Εἶναι ἡ Γοργοεπήκοος, ποὺ ἀπαντᾶ γρήγορα στὶς παρακλήσεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἂς τὴν τιμᾶμε μὲ βαθὺ σεβασμὸ ὡς Μητέρα τοῦ Ὑψίστου, ὡς τὸ ἀνώτερο τῶν ποιημάτων του. Καὶ ἂς διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, ἀφοῦ καὶ Ἐκείνη ἦταν τόσο ταπεινὴ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ τίποτε δὲν τῆς ἀρέσει ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη».

1.Ὁ Ἀόρατος πόλεμος Ἐκδ. Φῶς σελ. 174 
2. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. τόμ. 10 σελ. 455 
3. Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 261 
4. Νικολάου Καβάσιλα Ἡ Θεομήτωρ Ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία σελ. 211 
5. Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου σελ.76
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1985 9 Αὐγούστου 2013

http://anavaseis.blogspot.gr

Λόγος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.


Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό. Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.

Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.

Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).

Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.

Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28). Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ' αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).

Ή Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.

Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.

Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.

Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24). Να μάς αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, φ η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ 
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ 
ΤΟΜΟΣ Γ'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Καί ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν;


Σύ μου ἰσχύς Κύριε, Σύ μου καί δύναμις, Σύ Θεός μου,
Σύ μου ἀγαλλίαμα, ὁ πατρικούς, κόλπους μή λιπών, καί 
τήν ἡμετέραν, πτωχείαν ἐπισκεψάμενος· διό σύν τῷ 
προφήτῃ, Ἀββακούμ Σοί κραυγάζω· τῇ δυνάμει 
Σου δόξα φιλάνθρωπε.

Καί ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; 
ποῦ προσφύγω; ποῦ δέ καί σωθήσομαι;
τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου 
και ζάλαις οἴμοι! κλονούμενος;
εἰς Σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί 
καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ Σου·

Ὁ βίος τῆς Παναγίας



Στὸ χῶρο τοῦ σύμπαντος τὸ φαινόμενο τῆς ἔκλειψης τοῦ ἡλίου εἶναι κάτι ποὺ συχνὰ συμβαίνει.
Στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ἥλιος ποὺ δὲν γνωρίζει ἔκλειψη εἰς τὸν αἰώνα.
Εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός!
Μαζί του λάμπει στοὺς αἰῶνες καὶ ὁ ἥλιος τῆς Παναγίας μητέρας Του. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἥλιος, ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε μέσα της, ἐκύησε, ἐγέννησε, γαλακτοτρόφησε καὶ ἀνέθρεψε τὸ νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἥλιος ἁγνείας, παρθενίας, ὑπακοῆς, ὑπομονῆς, σιωπῆς, ἀγάπης, πίστης, σεμνότητας, καθαρότητας, διακριτικότητας, σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὡραιότητας. Ἥλιος καλοκαιρινός, δεκαπενταυγουστιάτικος, ποὺ λαμπρύνει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ κόσμημα τῶν χριστιανῶν.
Ἂς δοῦμε σύντομα τὴ μοναδικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γυναίκας. Κατὰ τὸ λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ὁ ἱερέας Ματθᾶν (23ος ἀπόγονός του Δαβίδ, κατὰ τὸν γενεαλογικὸ πίνακα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου), παντρεύτηκε τὴ Μαρία καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Παναγίας, καὶ τρεῖς κόρες: τὴ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Σαλώμη τὴ μαία, τὴ Σοβῆ, ἡ ὁποία γέννησε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἄννα (ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 25 Ἰουλίου), παντρεύτηκε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν τριαντάχρονο τότε Ἰωακείμ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Σεπτεμβρίου μαζί με τὴν σύζυγό του Ἄννα), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ, ὅπως κι ἐκείνη.
Ὅμως πέρασαν 40 χρόνια ἔγγαμου βίου καὶ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Ἡ ἀτεκνία στὴν ἐποχὴ τοὺς ἦταν μεγάλη ντροπή. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ ντροπὴ τὴν ἔφερναν πάνω τους καὶ οἱ δυό τους ἀγόγγυστα κι ἀδιαμαρτύρητα ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὑπέμεναν τὸ θέλημά Του, Τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν, πίστευαν μὲ ἁπλοϊκὴ καὶ πηγαία πίστη στὴν παντοδυναμία Του καὶ περίμεναν…
Ἀπέναντι στὴ τόση πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ πολλαπλὰ μεγάλα θαύματα. Στέλνει τὸν ἄγγελό Του καὶ λύει τὴν ἀτεκνία τῆς Ἄννας (9 Δεκεμβρίου). Καὶ ἡ γριὰ καὶ στείρα Ἄννα, ὡς ἄλλη Σάρα, θὰ μείνει ἔγκυος καὶ στὰ 60 της χρόνια θὰ γεννήσει καὶ θ᾿ ἀποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ ἔτους 15 π.Χ.) κόρη. Καὶ τί κόρη(!) τὴ Μαρία, τὴ μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.
Τῆς ἔδωσαν τ᾿ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, ὅμως τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πέντε γράμματα τοῦ ὀνόματός της παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ὁποῖο διακρίθηκε γιὰ μία τουλάχιστον ἀρετή:
ἡ Μαριάμ, γιὰ τὴν ἁγνότητά της,
ἡ Ἀβιγαία (=πηγὴ χαρᾶς), γιὰ τὴν ταπείνωση & τὴ σωφροσύνη της,
ἡ Ραχήλ (=ἀμνάδα), γιὰ τὴν ὀμορφιά της,
ἡ Ἱουδήθ, γιὰ τὴν ἀνδρειοφροσύνη & τὴν πίστη της,
ἡ Ἄννα (=Θεία Χάρη), γιὰ τὴν ὑπομονή της.
Ἔτσι τὸ ὄνομα Μαρία περιγράφει καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Παναγίας.
Στὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τῆς Μαρίας, ἀπαντοῦν μὲ ἀντίδωρο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πρόσφερε. Φέρνουν στὸ ναὸ καὶ ἀφιερώνουν στὸ Θεὸ τὴν τρίχρονη(!) κορούλα τους. Μεγάλη ἡ καρδιὰ τους – Μεγάλη ἡ ἀπόφασή τους – Μεγάλη ἡ πίστη τους. Ἂς τοὺς θαυμάσουμε καὶ ἂς τοὺς μοιάσουμε.
Τὸ τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος προφανῶς, γνωρίζοντας ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, γεμάτος χαρά, ἀφοῦ πρῶτα πείθει τὸν λαὸ γιὰ τὸ σωστό της παράδοξης ἀπόφασής του, ὁδηγεῖ (21 Νοεμβρίου) τὴ μικρὴ κόρη στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» του ναοῦ (!!!), ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε κι αὐτὸς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.
Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἀπὸ τοὺς ἱσραηλίτες τὰ ἱερότερα τῶν κειμηλίων τους, ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ποὺ περιεῖχε τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ μάννα.
Ἐκεῖ θὰ παραμείνει ἐπὶ 12 συναπτὰ ἔτη ἡ πιὸ ἁγνὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ μικρὴ Μαρία, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοὴ καὶ τρεφόμενη ἀπὸ ἀγγελικὰ χέρια, καθὼς ἐκείνη ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ νὰ γίνει ἡ νέα κιβωτὸς ποὺ μέσα της θὰ στέγαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Στὰ ἐννέα της χρόνια θὰ γνωρίσει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, καθὼς θὰ στερηθεῖ καὶ τοὺς δυὸ ἀγαπημένους γονεῖς της. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ συγγενεῖς της, ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα (σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν) νὰ ἀφήσει τὸ ναὸ καὶ νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο, ἀποφασίζουν νὰ μὴν τὴν ἀφήσουν μόνη ἐκτεθειμένη στοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ τὴν προστατεύσουν.
Τὴν θέτουν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ, ἑνὸς μακρινοῦ συγγενῆ της (ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω), τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει καὶ τοῦ εἶχε ἤδη ἀφήσει 7 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια (τὰ ὁποῖα ἀργότερα θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐποχῆς, ὡς ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἐπικυρώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, καθὼς κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὡς μνηστήρα τῆς Μαρίας, ἕνα περιστέρι βγῆκε ἀπὸ τὴ ράβδο του καὶ πέταξε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
Ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τὴ 16χρονη Μαρία, παρὰ τοὺς δισταγμοὺς ποὺ εἶχε, ἐπειδὴ ἦταν χῆρος με παιδιὰ καὶ μεγάλος σε ἡλικία (75 ἐτῶν).
Ἡ Μαρία δὲν πρόλαβε νὰ κλείσει χρόνο στὴ νέα της ζωὴ κι ἕνα ἀνοιξιάτικο κυριακάτικο ἀπόγευμα στὶς 25 τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἦταν προσηλωμένη στὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὰ χείλη σιγόψελνε ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὰ χέρια χρυσοκένταγε τὸ νέο «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ, ἄκουσε ἀπὸ τ᾿ Ἀρχαγγελικὰ τοῦ Γαβριὴλ τὰ χείλη, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ «πρωτευαγγελίου».
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ συμβεῖ τὸ ποθούμενο, καθὼς ἁγιωτέρα καὶ καθαροτέρα ψυχὴ δὲν ὑπῆρξε μέχρι τότε, οὔτε θὰ ὑπάρξει σὰν αὐτὴ τῆς Παναγίας.
«Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, θὰ γεννήσεις τὸ Γιὸ τοῦ Ὑψίστου. Πνεῦμα Ἅγιο θὰ σὲ ἐπισκιάσει».
Καὶ ἡ ἀπάντησή της ποὺ ἀκολούθησε τοὺς πρώτους ἀνθρώπινους δισταγμούς της:
«Ἰδού, ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Ἡ σωτήρια ἀπάντηση ποὺ περίμενε ὅλος ὁ κόσμος, δόθηκε. Ἡ Μαρία ἔγγυος (καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξει ἄνδρας!!!).
Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ δίκαιου Ἰωσήφ.
Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὰ συμβάντα καὶ ἔτσι ἐκεῖνος, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου θὰ πάρει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ καλύψει τὴν Παρθένο.
Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ θὰ γίνει μάνα ὄντας παρθένος. Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τοκετό.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς εἰκόνες της ἁγιογραφεῖται μὲ τρία ἀστέρια (δυὸ στοὺς ὤμους καὶ ἕνα στὸ μέτωπο) πάνω στὴν ἐσθήτα της καὶ ὑμνολογεῖται ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς ὄχι μόνο του Ἰωσήφ, μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου.
Κι ὅμως ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρίας ἡ Ἐλισάβετ, φωτιζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ πεῖ: «ἦρθε σὲ μένα ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της θὰ σκιρτήσει μὲ τὴν παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας.
Ἀκολουθεῖ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Βηθλεὲμ τὴ γενέτειρα τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικτε πάσιν ἡ Ἐδέμ».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄσημο χωριὸ ποὺ βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος σ᾿ ἕναν στάβλο καὶ θὰ ἐναποθέσει σ᾿ ἕνα παχνὶ τὸν κτίσαντα τὸν κόσμο ὅλον.
Ὁ Ἐμμανουήλ (=ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας) εἶναι ἐδῶ κι ἡ μάνα του κρυφὰ Τὸν καμαρώνει, καθὼς ἁπλοϊκὰ τσομπανόπουλα Τὸν προσκυνοῦνε, ἄγγελοι Τὸν ὑμνοῦνε, ἄδολα ζῶα Τὸν ζεσταίνουν μὲ τὰ χνῶτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες τοῦ καιροῦ τους) Τὸν χρυσώνουν.
Στὶς 8 μέρες ἀκολουθεῖ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Ἰησοῦς θἆναι τ᾿ ὄνομά Του.
Στὶς 40 μέρες οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, θὰ φέρουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, γιὰ νὰ πάρουν ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνεχίσουν ἔτσι οἱ γονεῖς μὲ δύναμη καὶ φρόνηση, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Θὰ ἀκολουθήσει ἡ φυγὴ τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο, κατόπιν ἀγγελικῆς προτροπῆς, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φονικὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη. Ἀγόγγυστα καὶ μὲ χαρὰ ἡ Μαρία θὰ ὑποφέρει τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν ξενιτεμὸ πρὸς χάριν τοῦ παιδιοῦ της.
Δὲν θὰ ἀργήσει ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ἡ ποθητὴ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἱερῆς οἰκογένειας στὴ Γαλιλαία.
Τὴν Παναγία θὰ τὴν ξανασυναντήσουμε στὰ εὐαγγέλια. Θὰ ψάχνει ἐναγωνίως τὸ δωδεκάχρονο πιὰ ἀγόρι της, ποὺ Τὸ εἶχε χάσει, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν πάει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Ἄραγε μέσα σὲ τί ἀγωνία θὰ ζοῦσε ἡ ἁγία της ψυχὴ ἐκεῖνες τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, προτοῦ βρεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ διδάσκει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα Του, τοὺς σοφοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ναοῦ;
Τὴ λαχτάρα ποὺ τῆς ἔδωσε τότε ὁ Γιός της, θὰ τῆς τὴν ξεπληρώσει Ὅταν πιὰ τριαντάχρονος θ᾿ ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του. Γιὰ χάρη τῆς μητέρας Του τότε θὰ κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα Του, ἂν καὶ ἦταν παράκαιρο ὅπως τῆς εἶπε. Ἐντούτοις, θὰ κάνει τὸ νερὸ κρασὶ στὸν ἐν Κανᾷ γάμο γιὰ νὰ συνεχισθεῖ τὸ γλέντι καὶ ἡ χαρὰ τῶν παρευρισκομένων σ᾿ αὐτὸ τὸ γιορτάσι, διότι… Ἐκείνη Τοῦ τὸ ζήτησε!
Σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ ὅμως, ὅταν Τὸν ἀναζητοῦσαν ἡ μητέρα του καὶ τ᾿ ἀδέρφια Του, θὰ πεῖ πὼς μητέρα μου κι ἀδέρφια μου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ καλοθελητὲς θὰ σχολιάσουν πὼς πλήγωσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴ μητέρα Του. Λέτε, ἀλήθεια, νὰ ἀδιαφοροῦσε τόσο πολὺ γιὰ Ἐκείνη ὁ Κύριος; Ποιός; Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρό, καὶ φρικτὰ ὑπέφερε, ἐντούτοις νοιάστηκε γιὰ ΄κείνη, γιὰ νὰ μὴν μείνει μόνη καὶ ἀπροστάτευτη μετὰ τὸ θάνατό Του καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, τοῦ Ἰωάννη. Κι Ἐκείνη λέτε νὰ μὴ γνώριζε τὴ σημασία τῶν παραπάνω λόγων τοῦ παιδιοῦ της, ὅταν ἦταν:
Ἐκείνη ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Τὸν ἀνέθρεψε;
Ἐκείνη ποὺ Τὸν παράστεκε σ᾿ ὅλες τὶς περιοδεῖες Του;
Ἐκείνη ποὺ στὸ Γολγοθὰ ἐπάνω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της ἀνήμπορη καὶ μόνη παρακολουθεῖ τὰ φρικτὰ γενόμενα ποὺ σὰν κοφτερὸ λεπίδι σχίζουν τὰ σωθικὰ της;
«Σφαγήν Σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα..»
(ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅταν κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου στὸ ναὸ εἶχε πεῖ:
«Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35).
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυά της, μύρωσε καὶ νεκροπρεπῶς ἐνταφίασε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Γιοῦ της;
Ἐκείνη ποὺ πρωτοτίμησε ὁ Γιός της μὲ τὴν ἀναστημένη παρουσία Του;
Ἐκείνη ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια της Γιός της καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς;
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαζί με τοὺς Ἀποστόλους;
Ἐκείνη ποὺ ξεκίνησε μετὰ ἀπὸ τὸν κλῆρο ποὺ τῆς ἔλαχε, νὰ πάει νὰ κηρύξει τὸ Γιό της στὴν Ἰβηρία; Ἀλλὰ τελικά, τὸ θέλημα τοῦ Γιοῦ της ἦταν νὰ βρεθεῖ στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθωνα καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τόπος νὰ τῆς παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὰ τέλη τῶν αἰώνων ὡς περιβόλι δικό της.
Ἡ Παναγία γνώριζε ἀπὸ τὸν τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὅλα τὰ μελλούμενα, ἀλλὰ «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. δ´ 51).
Μιὰ συνεχὴς σιωπή, προσευχή, διακριτικὴ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἦταν ἡ ζωή της.
Κι ἔτσι συνέχισε νὰ πολιτεύεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Γιοῦ της στοὺς οὐρανούς.
«Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχή. Καὶ δὲν προσευχόταν ὄρθια ἢ γονατιστή. Χρωμάτιζε τὴν προσευχή της μὲ τὶς ἐπίμονες γονυκλισίες (=μετάνοιες). Ἔκανε τόσες πολλὲς μετάνοιες, ὥστε στὰ ἁγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» (ὅπως τῆς γίδας). Τὸ δὲ μάρμαρο ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ γόνατά της ...βαθούλωσε!!!
Μετὰ τὴν ὁλονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε γιὰ λίγο, ἔχοντας σὰ στρῶμα μία πέτρα. Ἡ δὲ προσευχή της (καὶ τί προσευχή!) ἔκανε θαύματα! (Ἡ Παναγία προσευχόταν!)
Θεράπευε ἄρρωστους, ἔβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.
Ὅμως ἡ φιλεύσπλαχνος Παρθένος δὲν εἶχε περιορισθεῖ μόνο στὴν προσευχή, ἀλλ᾿ εἶχε ἀνοιχθεῖ καὶ πρὸς τὸν κόσμο.
Δὲν ἐπικοινωνοῦσε μονὸ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμο.
Τὴ νύχτα δηλαδὴ τὴν εἶχε ἀφιερώσει στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἡμέρα στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ συνάνθρωπο.
Ὑποδεχόταν τοὺς ξένους με πλατειὰ καρδιά. Καὶ τοὺς περιποιόταν.
Ἔκανε ἐλεημοσύνες.
Ἔτρεχε στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, στοὺς καταπονημένους, στοὺς θλιβομένους.
Ἡ μεγάλη της εὐσπλαχνία ράγιζε καὶ τὶς πέτρινες ψυχές.
Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα σὲ ἡλικία ἄγνωστη σὲ μᾶς (ἄλλοι λένε 59 ἐτῶν καὶ ἄλλοι 74 καὶ κάτι, ποὺ εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιθανότερο), νὰ πάει νὰ συμβασιλεύσει στοὺς οὐρανοὺς μαζί με τὸν Γιό της «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ δόξῃ».
Ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς φέρνει τὴν εἴδηση τῆς ἀναχώρησής της μετὰ τρεῖς ἡμέρες στοὺς οὐρανούς, προσφέροντάς της ἕνα κλαδὶ φοίνικα ποὺ εἶναι σύμβολο ἀθανασίας.
Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἑτοιμασίες ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν γι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Προσευχήθηκε στὸ ἀγαπημένο της ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐκεῖ τὰ δέντρα ἔκλιναν τὶς κορφές τους γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν, νὰ τὴν τιμήσουν καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσουν.
Μὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τελειωμό.
Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπιστεῖ στὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον».
Τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὅμως, σύννεφα τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς μετέφεραν «Γεσθημανῇ τῷ χωρίῳ», στὸ σπίτι τῆς Παναγίας.
Παρόντες ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀφήσουν μόνη της τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές της. Κι Ἐκείνη τοὺς μιλάει, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς καθοδηγεῖ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα ποὺ τὴν διακρίνει πάντα.
Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα (9 τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου), παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Γιοῦ της, ὁ Ὁποῖος τότε ἐκπλήρωσε καὶ τὴν ἐπιθυμία της, νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τοὺς τόπους ὅπου πῆγε Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Προπάτορες, ἀλλὰ νὰ δεῖ καὶ τοὺς βασάνους τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κόλαση.
Ὅταν λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πῆγε τὴν ψυχή της στὸν χῶρο ἐκεῖνο, τόσο συγκλονίσθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ φοβερὸ θέαμα τῶν βασανισμένων στὴν κόλαση ποὺ παρακάλεσε τὸν Γιό της γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὸ δικό της χατήρι κάθε χρόνο καὶ γιὰ πενήντα ἡμέρες (ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή), ἀπελευθερώνει τοὺς κολασμένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κόλασης.
Ὅταν ἡ Παναγία ἄφησε τὴν τελευταία γήινη πνοή της, ὁ Πέτρος πρῶτος τῆς ψάλλει ἐπιτάφια ἐγκώμια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι σηκώνουν τὸ νεκροκρέββατό της καὶ προχωροῦνε πρὸς τὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ πανάγιο σκῆνος της.
Ὅμως οἱ πάγκακοι Ἰουδαῖοι δὲν σέβονται οὔτε αὐτὴ τὴν ἱερὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο στιγμή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μάλιστα, ὁ Ἰεφονίας ἔπιασε τὸ νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Παρευθὺς τοῦ κόβονται, ἀπὸ ἀόρατο σπαθί, τὰ βέβηλα χέρια του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου συγχώρα με» φωνάζει. Καὶ ἀμέσως ἐπανασυγκολοῦνται τὰ κομμένα μέλη τοῦ σώματός του. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὄχλο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὀργισμένος καὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ νεκρικὴ πομπή, τυφλώνονται. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τὴν μητέρα Του, θὰ βροῦν τὸ φῶς τους, Ὅταν ὁ θεραπευμένος πλέον Ἰεφονίας, παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πέτρου τὸ φοίνικα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Γαβριὴλ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀκουμπάει στὰ μάτια.
Ὅμως καὶ πάλι κατὰ θεία εὐδοκία, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα», ὁ Θωμᾶς, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ γενόμενα. Ἁρπάζεται ἀπὸ σύννεφο, μόλις τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή της καὶ μεταφέρεται στὴ Γεσθημανή. Ἐκεῖ βλέπει τὴν Παναγία νὰ ἀνεβαίνει σύσσωμη στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοῦ δίνει, ὡς ἱερὸ ἐνθύμιό της, τὴν ἁγία ζώνη της, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται ὡς θησαυρὸς πολυτιμότατος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Συναντᾶ, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἔφυγαν πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Παναγίας, καὶ τοὺς θερμοπαρακαλεῖ νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο της, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσει κι αὐτός.
Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, Ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Στὸν τάφο μέσα εἶχε μείνει μόνο τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο τύλιξαν κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τὸ νεκρὸ σῶμα της.
Ἡ Παναγία μετέστη σωματικῶς στοὺς οὐρανούς. Δὲν ἀνέστη ἁπλῶς ἐκ τοῦ τάφου, ὅπως ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ μετέβη ταυτόχρονα ὁλόσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Θωμᾶς.
Ἔτσι θὰ τὴ δοῦνε, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅλοι οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς χαιρετᾶ καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας», κι ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν».
Δὲν ἔχουμε λοιπόν, μόνο ἀνάσταση, τὴν πρώτη ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ αὐτὴ πρὸς χάρη τῆς μητέρας Του, ἀλλὰ καὶ ἀνάληψη συνάμα, τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὄχι τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
«Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια».
Ἔτσι τίμησε ὁ Χριστὸς τὴ μητέρα Του.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ὑπερδεδοξασμένη Θεομήτορα, ἔχτισε ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐπάνω στὸν τάφο της (ποὺ βρίσκεται στὴ Γεσθημανὴ καὶ ὄχι ὅπως λένε οἱ δυτικοὶ στὴ θέση «Καπουλὴ Παναγιά», λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Πάναγνη μορφή της, «ἱστόρησε» πάνω ἀπὸ 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας. Τὴν πρώτη εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔφτιαξε, τὴν ἔφερε στὴν Κυρία Θεοτόκο κι ἐκείνη τὴν εὐλόγησε. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει φτιάξει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ἡ Μεγαλοσπηλιώτισσα στὰ Καλάβρυτα,
ἡ Παναγία Σουμελᾶ στὴ Βέροια,
ἡ Κυκκώτισσα στὴν Κύπρο,
ἡ Ἐλεοῦσα στὴ Βίλνα τῆς Ρωσίας καὶ
ἡ Προυσιώτισσα στὴν Εὐρυτανία.
Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πάλι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, Ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν, ἔχτισαν, στὴν περιοχὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης, τὴν πρώτη ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά της, τὴν ὁποία μάλιστα ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐγκαινίασε μὲ τὴν παρουσία της.
Οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Κεχαριτωμένη, τὴν ἔχουν κοσμήσει μὲ πάμπολλα ἐπίθετα καὶ χαρακτηρισμοὺς καὶ τῆς ἔχουν δώσει πλῆθος ὀνομάτων.
Οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ τιμήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς 8.000 περίπου ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἔχουν ἀφιερώσει στὴν μνήμη της τοὺς 2.000. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα μοναστήρια μας.
Ἐπίσης, τ᾿ ἁγιασμένο ὄνομά της τὄχουν δώσει σὲ ἀγαπημένα πρόσωπά τους, σὲ νησιά, ὄρη, χωριὰ κλπ.
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο, θὰ τιμήσουμε τὴ μάνα μας, γιατί εἶναι καὶ δική μας μάνα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἀδελφός μας;
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τιμήσουμε αὐτὸν τὸν Ἀτίμητο Θησαυρὸ τῆς πίστης μας, ποὺ ἂν καὶ μετέστη ἐκ τῆς γῆς, «τὸν κόσμο οὐ κατέλιπε» καὶ σκέπει καὶ φρουρεῖ πάντας ὅσους εὐλαβῶς προστρέχουν στὴν χάρη της;
Ἡ Παναγία δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα.
Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, οὔτε ν᾿ ἀποδείξει τίποτε.
Ἡ παρουσία της ὅμως καὶ μόνο, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν χαρά της, ἀπομακρύνει τὸ ἄγχος τῶν φανταστικῶν μας προβλημάτων. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων μπῆκε νικητὴς στὸ Λουξεμβοῦργο, οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως ποὺ τὰ εἶχαν φυλάξει στὰ χέρια ἑνὸς ἀγάλματος τῆς Παναγίας.
Ἀφήσατέ τα στὰ χέρια τῆς Παναγίας, εἶπε ἐκεῖνος, γιατί ὅ,τι φυλάει ἡ Παναγία εἶναι καλὰ φυλαγμένο.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶπε κάποτε.
Ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας μου ἀθώωσε πολλούς.
Ἀλήθεια πόσους ἔχουν ἀθωώσει τὰ δάκρυα καὶ ἡ μεσιτεία τῆς Μεγάλης Μάνας μας τῆς Παναγίας!
Ἡ ἁγιότητα σὲ μιὰ ψυχὴ αὐξάνει ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνει ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὴν Παναγία.
Ἀδύνατον νὰ χάσει τὴν ψυχή του ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν Παναγία.


Οσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία



Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ’ Αυτόν» ( Παροιμ. 13:13).

Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ’ αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;

Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται… Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Το κενό της ζωής μας δεν κρύβεται πίσω από την χαμογελαστή βιτρίνα του κόσμου.


Την φτώχια της ψυχής δεν την αναπληρώνουν τα πολυτελή ενδύματα, τα ψεύτικα χαμόγελα και το ...μακιγιάρισμα.
Από την άλλη μεριά την αρχοντιά της ψυχής δεν μπορεί να την καλύψει η ενδυματολογική ένδεια, ούτε τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα από τον κόπο και τον μόχθο της ζωής.
Η αληθινή ζωή κρύβεται μέσα στην απλότητα των πράξεων, μέσα στην σιωπή των λόγων, μέσα στα βουρκωμένα πρόσωπα των μετανοούντων.
Η κοσμική ζωή ερωτοτροπεί με τα ψέμα, την οίηση, την αποξένωση, την φαυλότητα, την ψυχοπάθεια, την καταστροφή.
Άνθρωποι χαμογελαστοί, μακιγιαρισμένοι, ευπρεπισμένοι, καθωσπρέπει, βαδίζουν αργά αλλά σταθερά προς μια βουτιά θανάτου. Βαδίζουν παρασύροντας ο ένας τον άλλο προς την απώλεια τους Φωτός, της Αλήθειας, της Ζωής.
Άνθρωποι που τονίζουν το χαμόγελό τους με κραγιόν και λευκασμένες οδοντοστοιχίες, ζουν μέσα στην απελπισία της μοναξιάς, μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης. Διότι επέλεξαν μία ζωή χωρίς γνησιότητα, επέλεξαν να πορεύονται με πονηρία και εμπάθεια, επέλεξαν την δόξα, την εξουσία, το χρήμα, την σάρκα, τα εύκολα και όχι τις δυσπρόσιτες κορυφές των αρετών.
Η ζωή του κόσμου (κοσμικό φρόνημα), προσφέρει μία καλή βιτρίνα, είναι μία "εξαιρετική" κάλυψη της ανεπάρκειας των ανθρώπων να ευτυχίσουν προσφέροντας το εγώ τους θυσία προς τους άλλους.
Το θέμα δεν είναι να ζήσουμε μέσα σε μία βιτρίνα ζωής, αλλά να ζήσουμε την όντως Ζωή.
Το θέμα δεν είναι να έχουμε πάντοτε ένα λαμπρό χαμόγελο, αλλά να είμαστε ευτυχισμένοι και ειρηνικοί διαμέσου του βιώματος της αγάπης του Θεού.
Το θέμα δεν είναι να πορευόμαστε κρατώντας το λάβαρο του καθωσπρεπισμού ψηλά, αλλά να βαδίζουμε μέσα στα μονοπάτια της ταπείνωσης και της σιωπής, στα ηλιοβασιλέματα της αναζήτησης Εκείνου.
Διότι μόνο Εκείνος μπορεί να μας δώσει νόημα στην ζωή μας, μόνο Εκείνος μπορεί να μας φωτίσει ώστε οι προτεραιότητες και οι επιλογές της ζωής μας να αποκτήσουν και μία εσχατολογική προοπτική.
Η ζωή του χριστιανού είναι μία ζωή «ξένη». Ξένη προς τις απαιτήσεις και τα "πρέπει" του κόσμου. Ξένη προς τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα της θλίψης και των αδιεξόδων.
Η ζωή του χριστιανού είναι η απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζει χωρίς να είναι υπόδουλος στην μόδα, στις ηθικιστικές συμπεριφορές, στα προσωπεία της αυτοτελείωσης.
Ο Χριστός στέκει αναλλοίωτος μπροστά στην ανθρωπότητα. Ο χριστιανός στέκει αναστημένος μπροστά στην πτώση της αμαρτίας. 
Ζούμε και Επιλέγουμε. 
Ζούμε είτε με την αγωνία να βρούμε τον Θεάνθρωπο τείνοντας προς την Ατέλεστη Τελειότητά Του ή θα κυλιόμαστε μέσα στα σπασμένα αυτοείδωλα της εγωπάθειας του κόσμου, χαμένοι μέσα στις κοσμικές αγορές των ψεύτικων χαμόγελων.

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η μυρωδιά του λιβανιού...


Ἦταν πολὺ κουραστικὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Εἶχε, ἐξάλλου, πολὺ καιρὸ νὰ τὸ κάνει. Θυμόταν τὸν ἑαυτό του στὸ Λύκειο, ὅταν πῆγε νὰ ἐπισκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ γιαγιά του, τὴν κυρὰ-Θοδόσαινα στὰ Τρόπαια τῆς Γορτυνίας. Καὶ τώρα, τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς, νὰ ποὺ ξαναπαίρνει τὸν ἴδιο δρόμο. Τί τὸν ἔκανε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ «Βαβυλώνα τὴ μεγάλη»; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε.

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο, πὼς πνιγόταν. Πνιγόταν ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα, τοὺς γονεῖς, ἀπ’ ὅλους. Ἔνιωθε πὼς κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει κοινωνὸς στὴν ἀναζήτησή του γιὰ πλέρια ἀλήθεια καὶ γνησιότητα. Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ χριστιανική του παρέα τὸν ἔπνιγε. Ὅλοι τους ἦταν τακτοποιημένοι, ὅλοι τους εἶχαν ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπὸ κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ ‘κεῖ. Μὰ αὐτός... Αὐτὸς ἦταν διαφορετικός.

Δὲν βολευόταν σὲ σχήματα καὶ σὲ κουτάκια. Ἤθελε νὰ βιώσει τὸν Χριστιανισμὸ ἀληθινά, ὄχι κίβδηλα. Νὰ μπεῖ στὸ νόημα παρευθὺς καὶ ὄχι νὰ καμαρώνεται τὸν εὐσεβῆ. Ἐξάλλου, τοῦ φαινόταν τόσο ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνόητο νὰ υἱοθετήσει μιὰ τυποκρατικὴ καὶ εὐσεβιστικὴ χριστιανικὴ βιωτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια του ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμφυτη τάση του γι’ ἀναζήτηση, γιὰ ψάξιμο καὶ ψηλάφηση τοῦ ἀληθινοῦ τὸν ὠθοῦσε πρὸς μιὰ ἄλλη ζωή.

Μά, πόσο δύσκολο ἦταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε πὼς εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Τὸ κεφάλι του πήγαινε νὰ σπάσει...

Πάω στὴ γιαγιά μου στὰ Τρόπαια, φώναξε μιὰ μέρα στὸ σπίτι καὶ ἀφήνοντας πίσω του φωνὲς γιὰ μαθήματα καὶ ἐξετάσεις, μήτε ὁ ἴδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στὸ λεωφορεῖο.

Καὶ νὰ ποὺ ζύγωνε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Ντάλα ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἀπὸ παντοῦ νὰ ‘ρχονται χίλιες εὐωδιὲς ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη, ἀρκαδικὴ φύση. Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἄμοιρος νὰ ρουφήξει λίγο βουνίσιο ἀέρα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ γνώριμη τσιριχτὴ φωνὴ τῆς γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ἦρθε ὁ Ἀλέκος!
Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶδε νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ πλινθόκτιστο σπιτάκι ἡ γιαγιὰ του σκουπίζοντας τὰ παχουλά της χέρια στὴν ποδιά της καὶ λέγοντας:
- Καλῶς τὸν πασά μου, καλῶς τὸν γιόκα μου, καλῶς ἦρθες, Ἀλέκο μου! Κι ἀμέσως βρέθηκε στὴν ἀγκαλιά της.

Τί ἦταν αὐτό; Σὰ νὰ μπῆκε σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, σὰ νὰ τοῦ ‘φύγε ὅλη ἡ ἀντάρα τοῦ μυαλοῦ του. Ξαφνικὰ ἀδείασε καὶ τὴν ἀγκαλίασε κι αὐτός.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, γιαγιά.
- Κοπίασε, γιέ μου, νὰ ξαποστάσεις.

Μόλις μπῆκε στὸ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τὸν συνεπῆρε ἡ μυρωδιὰ τῆς σπανακόπιτας καὶ τοῦ λιβανιοῦ. Σίγουρα ἡ γιαγιὰ εἶχε φουρνίσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀκόμη καὶ εἶχε λιβανίσει τὸ σπίτι τρεῖς- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Ἄ! Ὅλα κι ὅλα, ἅμα δὲν κάνω τὰ θεοτικά μου τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
- Καὶ σὰν τί λές;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ὅ,τι λέει ἡ Σύνοψη.
- Καὶ τὰ ἐννοεῖς;
- Γιέ μου, αὐτὰ εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς νὰ τὰ ἐννοήσει; Ἀλλὰ μὴ γνοιάζεσαι, σὰ δὲν καταλαβαίνω ἐγώ, νογᾶ ὁ Θεὸς καὶ βλέπει τὸν κόπο μου, νογᾶ κι ὁ Διάολος καὶ καίγεται.
- Χμ, καλὰ τὰ λές, εἶπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, νὰ σοῦ φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὴν κουζίνα, τὸ βασίλειό της.

Ὁ Ἀλέκος ἔμεινε μόνος του στὸ καθιστικό. Αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ζεστὰ ἐκεῖ, μολονότι ἤξερε πώς, ἐὰν ἔκανε τὴ ζωὴ τῆς γιαγιᾶς του σὲ τοῦτο τὸ χωριό, σίγουρα θὰ τρελαινόταν. Ἡ καημένη! Δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια της. Μέρα – νύχτα τὸ διάβαζε. Ὅταν λέει «γιαγιὰ Μαριγῶ» τοῦ ‘ρχεται πάντα ἡ ἴδια εἰκόνα στὸ μυαλό: Μιὰ γριούλα παχουλή, μὲ σφιχτοδεμένο κότσο νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα καὶ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχῶς, ἡ γιαγιὰ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ Φιλοσοφία. Θυμᾶται μιὰ φορὰ ποὺ τῆς ἀνέφερε τὸν Heidegger. Τὸν κοίταξε μὲ τρόμο στὰ μάτια καὶ εἶπε:
- Παναγιά μου, οἱ Γερμανοί, ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν Ἑλλάδα μας!

Ἡ καημένη ἦταν ἀδαής. Δὲν ἀναζητοῦσε καμιὰ ἀλήθεια. Δὲν σκοτιζόταν γιὰ καμιὰ ψυχολογικὴ σχολή.

Ὁ Ἀλέκος ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοῖχο, ἀμέτρητες εἰκόνες. Ἡ γιαγιὰ εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς οἰκογένειας.

- Γιαγιά, τί τὶς θὲς τόσες εἰκόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Καὶ πῶς θὰ παρακαλέσω τὸν Ἁγιαλέξανδρο, σὰν δὲν ἔχω τὴν εἰκόνα του; Ἄσε τὸ ἄλλο, κάθε φορὰ ποὺ γιορτάζει Ἅγιος μὲ εἰκόνα, τὸ σπίτι ἔχει πανηγύρι. Ἄσε ὅμως αὐτά, πές μου τὰ δικά σου, παλικάρι μου.

Καὶ τότε, ἄγνωστο γιατί, ὁ Ἀλέκος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ του ὅπως δὲν τὴν εἶχε ἀνοίξει ποτέ, οὔτε στὸν πνευματικό του, οὔτε καὶ στοὺς γέροντες στὸ Ἅγιο Ὅρος ὅπου βρισκόταν συχνὰ – πυκνά. Τῆς εἶπε γιὰ τὶς ἀγωνίες του, τὴ βασανιστική του πορεία γιὰ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, τὴν προσπάθεια ἐλευθερώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς συμβατικότητας καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ, ὥστε νὰ ‘ρθεῖ σὲ κοινωνία ἀληθινὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον. Τῆς εἶπε ἀκόμη γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβῆ ποὺ τὸν στοιχειώνει ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Τῆς εἶπε, τῆς εἶπε, τῆς εἶπε ... καὶ τί δὲν τῆς εἶπε. Ἀκολούθησε μία μεγάλη παύση. Ἡ κυρὰ-Θοδόδαινα ἔκανε τὸν σταυρὸ της ἀργὰ – ἀργὰ καὶ εἶπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δὲν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μοῦ τὰ λές, ματάκια μου. Καὶ θαρρῶ πὼς τὰ ‘χεις καὶ στὸ μυαλό σου μπερδεμένα. Εὐαγγέλιο διαβάζεις;
- Ὁρίστε;
- Ἐκκλησία πᾶς;
- Δὲν καταλαβαίνω ...
- Τὴν προσευχή σου τὴν κάμεις;
- Τί ἐννοεῖς, γιαγιά;
- Τὸν πλησίον σου τὸν συντρέχεις;
- Θαρρῶ πὼς δὲ μὲ κατάλαβες.
- Ἂχ παιδάκι μου, ἐσὺ ἐννοεῖς νὰ καταλάβεις πὼς τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά. Δὲ χρειάζονται πολλὲς θεωρίες μήτε ἀξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τοῦτο χρειάζεται, νὰ ξαστερώσεις ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες καὶ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ σὰν ἐκείνη τὴ γυναίκα στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ δεῖς πῶς τή λένε ... τὴν ξέχασα, δὲν πειράζει. Τὰ ἄλλα ὅλα θὰ τὰ κανονίσει ὁ Χριστός. Εἶναι δικές του δουλειές. Ἄσε Τον. Ξέρει τί κάνει.
Δὲν κάθισε πολὺ στὰ Τρόπαια, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Μιὰ – δυὸ μέρες. Ἦταν ἀρκετές. Εἶδε πράγματα ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν γιὰ πολὺ καιρό. Εἶδε τὴ γιαγιά του νὰ κάνει ἀτελείωτες μετάνοιες. Τὴν εἶδε νὰ συντρέχει τὴ χήρα μὲ τὰ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τὴν εἶδε νὰ μαζεύει στὸ σπίτι τῆς κάθε λογῆς κουρασμένο στρατοκόπο καὶ νὰ ἀποθέτει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ὁλάκερη τὴ σύνταξη τοῦ μακαρίτη. Τὴν εἶδε νὰ κοινωνᾶ τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο ὅλη τὴ μέρα. Μυστήρια τοῦ Θεοῦ! 

Σὰν ἔφυγε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Ἀθήνα στριμωγμένος σ’ ἕνα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τῆς γιαγιᾶς) σκεφτόταν ὅσα ἔζησε τοῦτες τὶς λίγες μέρες. Μία μυρωδιὰ λιβανιοῦ τοῦ 'ρθε στὴ μύτη καὶ μία φωνὴ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει: «Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά».

- Λὲς νὰ 'ναι ἔτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Όραμα της Μελλούσης Κρίσεως του οσίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής



Μια βραδιά, αφού τελείωσε την καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιμηθεί πάνω στις πέτρες του, όπως πάντα. Ήταν μεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόμη κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό.
Μόνος καθώς ήταν, αναλογίσθηκε τις αμαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του τη φοβερά ώρα της Κρίσεως. Έξαφνα βλέπει να αποτραβιέται το στερέωμα του ουρανού σαν σεντόνι. Και να παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στους αιθέρες περικυκλωμένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές: άγγελοι, αρχάγγελοι, τάγματα φοβερά και εξαίσια, παραταγμένα με κάθε συστολή.
Ο Κύριος ένευσε στον στρατηγό του ενός τάγματος και εκείνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μα και συνεσταλμένος:
«Μιχαήλ, Μιχαήλ, άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξης μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσεις σαν πρώτο σημάδι της παρουσίας μου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβει καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγμή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εμένα τον δημιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι τους θα συντριβούν ως σκεύη κεραμέως. Καθώς και οι εχθροί μου οι αιρετικοί που τόλμησαν να με χωρίσουν από τον Πατέρα μου. Που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητον Πνεύμα. Αλλοίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!.
Τώρα θα εμφανισθώ και στους Ιουδαίους που με σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στην θεότητά μου. Mου δόθηκε κάθε εξουσία, τιμή και δύναμη. Είμαι δικαιοκριτής. Τότε που ήμουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: Ουά! Ο καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν. Τώρα, εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιμωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραμμένο γένος, γιατί δεν μετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση.
Το ίδιο θα κάνω και στους Σοδομίτες, που βρώμισαν τη γη και τον αέρα με την δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί μίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
Θα τιμωρήσω και τους μοναχούς, τους άφρονες και σκοτισμένους, που μοιάζουν σαν θηλυμανή άλογα. Δεν αρκέσθηκαν στη νόμιμη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην μοιχεία και ο σατανάς τους έριξε δεμένους στην άβυσσο του πυρός. Δεν άκουσαν ότι φοβερό το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος; Δεν φοβούνται το εγώ το εμβρίμημά μου αποτελέσω εις αυτούς; Τους κάλεσα να μετανοιώσουν κι όμως δεν μετάνοιωσαν.
Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόμη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αμαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν αλλά δεν έδωσαν καμιά σημασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον άσωτο σαν τύπο και υπογραμμό – και πολλούς άλλους – για να μην αποθαρρύνονται στις αμαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές μου και με αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εμένα και υποδουλώθηκαν στην αμαρτία. Ας πορευθούν λοιπόν στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν.
Αλλά κι όσους πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη μου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυμώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι.
Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεχύσω πάνω τους όλη μου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εμένα με αγνόησαν σαν να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.
Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση, θα τους λειώσω στη γεέννα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την ανάσταση των νεκρών.
Οι δηλητηριαστές, οι μάγοι κι όλοι οι όμοιοί τους θα βασανιστούν ανελέητα.
Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που μεθάνε, γλεντοκοπάνε με κιθάρες και τύμπανα, που τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν με άκουσαν, αλλά με καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και μετάνοια, μα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή.
Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Αγίες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύμα μου δια μέσου των αγίων.
Θα κρίνω ακόμη κι αυτούς που ασχολούνται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόμοια. Τότε θα μάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στον Θεό κι όχι στα δημιουργήματά Του. Θα ταράζονται και θ’ αντιλέγουν τότε, μα δεν θα έχουν πια καμιά δύναμη, γιατί εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω.

Θα τιμωρήσω και τους βασιλείς και τους άρχοντες που με πίκραιναν αδιάκοπα με τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Και αυτοί μεν πληρώνονταν. Η δική μου όμως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Για την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είμαι φοβερότερος απ’ όλους τους βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κόλαση τους περιμένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίμα, το αίμα των παιδιών τους και των θυγατέρων τους.

Αλλά σε ποιαν οργή θα παραδώσω τους μισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιμένες; Που ρήμαξαν τον αμπελώνα μου και σκόρπισαν τα πρόβατά μου; Που ποίμαιναν χρυσάφι κι ασήμι – όχι ψυχές – και ζήτησαν την ιεροσύνη από συμφέρον; Πόση θα είναι η τιμωρία τους; Πόσος ο οδυρμός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο το θυμό και την οργή μου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιμωρήσω με ράβδο τις ανομίες τους και με μαστίγιο τις αδικίες τους.

Αλλά και τους ιερείς που γελούν η φιλονικούν μέσα στις αγίες εκκλησίες μου, τι θα τους κάνω; Θα τους συμμορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο.

Ήρθα κι έρχομαι. Όποιος έχει τη δύναμη ας με αντιμετωπίσει. Αλλά ουαί κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που όντας αμαρτωλός θα πέσει στα χέρια μου! Γιατί καθένας θα εμφανισθεί ενώπιόν μου γυμνός και τετραχηλισμένος. Πού θα τολμήσει να φανερωθεί τότε η αναίδεια των αμαρτωλών; Πώς θ’ αντικρίσουν το πρόσωπό μου; Πού θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν μπροστά στις άχραντες Δυνάμεις μου.

Θα κατακρίνω όμως κι όσους μοναχούς αμέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων. Αλλά υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεμίσω στην άβυσσο. Δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην απαρνηθούν τον κόσμο παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεμένοι με την ασωτία. Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω σ’ όσους δεν θέλησαν να μετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!…»

Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τις αναρίθμητες Δυνάμεις των αγγέλων.

Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στο οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.

Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:

«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα τα εν αυτοίς.»

Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:

«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του».

Πάλι προχώρησε λίγο:

«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχθηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!».

Πιο κάτω διάβασε:

«Ο Κάιν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γεέννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».

Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος το έβδομο και διάβασε:

«Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτικήν αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομίτικες αμαρτίες».

Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:

«Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούμενους».

Διάβασε παρακάτω:

«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου».

Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.

«Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!…».

κι έπειτα από λίγο:

«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!…».

Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:

«Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εμένα το Νυμφίο σου!… Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθεί στη μετάνοια.

Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!… Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας.

Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού.

Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:

«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας.

Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν:

«Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δεδοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων.»

Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας:

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»!

Και απ’ αυτούς τους φοβερούς όρκους συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη. Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο:

«Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.»

Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλει δυνατά:

«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια τη ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα.»

Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμό. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν:

«Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.»

Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ονομαζόταν Ουριήλ.

Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνόδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλαν αρμονικά.

Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος:

«Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω ο όνομά σου εις τον αιώνα».

Άλλοι έλεγαν:

«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος εστί. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!».

Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθει πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρουσιαστεί δίπλα στον θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάσθηκε ένας άγγελος που κρατούσε μία βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ:

«Σε προστάζω να πάρεις το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσεις όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα».

Ύστερα απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς. Φοβερή η τυραννία του σατανά! Μανίαζε και φρίαττε ο δράκοντας, κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι, γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ.

Μόλις τα είδε ολ’ αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση – ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως – και του είπε:

«Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρείτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο μου ώσπου να παραδώσει το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσεις όλους γερά με την ισχύ της ράβδου, κατά τη διαταγή μου, θα του ρίξεις στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!…

Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίσει ηχηρά. Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα.

Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών.

Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα.

Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα.

Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν.

Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερότερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα εν ριπή οφθαλμού. Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό και την άμμο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας:

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου».

Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνονται σεισμοί, βροντές και αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπει σαν το ήλιο και να σκορπίζει θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι άγγελοι μπροστά από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που ερχόταν.

Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Θεός Κύριος, κριτής εξουσιαστής, άρχων ειρήνης».

Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και την γη.

Έξαφνα, μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν ήλιοι! Αμέσως αρπάζοταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!… θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχθούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.

Είχε πια καθήσει στον θρόνο «θρόνος της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύτηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. Όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απώλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντριμμένοι.

Σ’ όλους είχε απλωθεί νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.

Όσοι όμως στέκοταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι, λες, από μία θεόφωτη αστραπή. Έμοιαζαν – αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.

Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και χαμογέλασε. Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά του, ταράχθηκε, οργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του.

Τότε με δυνατή και επίσημη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» του:

«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με.»

Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν!

«Κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;

Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.»

Στρέφεται τότε προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα:

«Πορεύεσθαι απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατε με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.»

«Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν και εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;

«Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Χαθείτε απ’ τα μάτια μου, καταραμένοι της γης! Στον τάρταρο, στον βρυγμό των οδόντων! Εκεί θα ‘ναι ο θρήνος και ο οδυρμός, ο ατελείωτος.

Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς την δύση. Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα. Οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι – δίκαιοι και άδικοι – μέσ’ απ’ τον φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάσει το πυρ.

Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. Γι’ αυτό γέμισαν αγαλλίαση.

Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσ’ απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίει και τους κράτησε μέσα στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματά τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατέλειωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατόρθωσε να βγει από κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας.

Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο μ’ όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:

«Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης, ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί μ’ όλους τους αγίους του, που θ’ απολαύσουν αιώνια κληρονομιά».

Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε:

«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου μ’ όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, Θεός Κύριος, μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, και επέφανεν ημίν».
και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κύριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά:

«Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ».

Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά:

«Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν!»

Αυτά και άλλα πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνονται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατίου με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα.

Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων.

Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλό τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι. Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κριστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι.

Έπειτα οδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι εβδομήκοντα απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των δώδεκα ήταν πιο θαυμαστά.

Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.

Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν κι αυτοί μ’ αιώνια κι αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με τον ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς.

Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τέλεια, ευάρεστη στο Θεό.

Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβίμ και Σεραφίμ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν.

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού. Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με του αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές.

Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρησε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άυλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος.

Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη.

Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη.

Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε απ’ ανάμεσά τους τους ελεήμονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν.

Μετά ήρθαν όσοι έγιναν δια την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.

Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, που έλαβαν τη μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος.

Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού. Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακάρια γη. Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.

Ακολούθησαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους.

Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζωή.

Στήθηκε μάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη βασιλεία των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άυλο χρυσάφι που τόσο έλαμπε, ώστε απ’ την δόξα τους να χαίρονται οι χοροί των αγγέλων.

Μετά μπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον μεγάλο Θεό και σωτήρα των ψυχών μας.

Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάμβαναν τον έπαινο του Θεού.

Μετά απ’ αυτούς μπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόμο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί σαν ήλιοι απ’ την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όμως είχαν στερηθεί το άγιο βάπτισμα, ήταν τυφλοί. Δεν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το άγιο βάπτισμα είναι φως και μάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβει κι αν άπειρα καλά εργασθεί, κληρονομεί βέβαια την παραδείσιαν άνεση και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα της αλλά δεν βλέπει τίποτε.

Έπειτα και από αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε:

«Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός σαν άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;»

Τότε με θάρρος του απάντησαν κι αυτοί:

«Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας στερήσεις τα επουράνια».

Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άυλες στρατιές τους θαύμαζαν.

Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγίους αγγέλους που, κατευχαριστημένοι καθώς έβλεπαν τα τάγματα όλων των αγίων, τραγουδούσαν άσματα γλυκά.

Ύστερα απ’ όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα. Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε. Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα.

Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού.

Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο η μεγάλη βασίλισσα, προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις αγίες παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του. Εκείνη πλησίασε με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και σπλαχνικά του χέρια.

Μετά το θείο φίλημα ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα φορέματα και πάμφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.

Τότε σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν τον Θεό. Ακολουθούσαν και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τ’ αγαθά, πλημμύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπαγλο θάλαμο.

Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου περιγράψει, αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό.

«Δεν μπορώ παιδί μου», έλεγε αναστενάζοντας, «ν’ απεικονίσω με την γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα απ’ όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα.

Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στους αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβίμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφίμ να κυκλώσουν τα Χερουβίμ, οι Θρόνοι τα Σεραφίμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μία πόλη έτσι τα ουράνια τάγματα κυκλώνουν το ένα το άλλο.

Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά.

Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα.

Ολ’ αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων.

Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: «Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας «συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι» πάνω από κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φώτιζε του καθαρότατο θάλαμο, όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι κι’ οι άγιοι πλημμύριζαν απ’ το άρρητο τρισήλιο φως της θεότητας και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί της στους αιώνες.

Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μόνο υπήρχε ο Θεός Πατέρας, Υιός και Πνεύμα – φως και τρυφή, ζωή και φέγγος, τέρψη και ηδονή.

Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Σε λίγο το πρώτο τάγμα, το θείο και φοβερό που κύκλωνε τον θάλαμο, δόθηκε σαν συνεχής και ατέλειωτη κληρονομιά. Ευφρόσυνο άσμα κι ανέκφραστη δοξολογία, ασύγκριτα και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή τους. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.

Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφίμ. Άρχισαν τότε εκείνο να ψάλλει ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων που ευφραίνονταν απέραντα μ’ όλες τους τις αισθήσεις: «Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραινόταν την ευωδία της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καινούριο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν μ’ όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.

Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο και απ’ το τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του, τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψαλλόνταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.

Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ολοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φοβερός και βροντερός.

Παρακινούμενοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλουν τα μεγαλεία του Θεού.

Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα. Που φλόγιζαν τις αγίες καρδιές με μακάρια ηδονή στους ατελεύτητους αιώνες.

Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και ενώ βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:

«Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν ο προφητική σου οπτασία. Όλ’ αυτά λοιπόν που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα, γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν, τώρα που σε αξίωσα να γίνεις αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων, για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους.»

Αφού του είπε αυτά ο Κύριος, τον απέλυσε από τη φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει.

Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και οδυρόταν. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:

«Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την άθλια ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποια κατάσταση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Και που θα κρύψω το πλήθος των ανομιών μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!… Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετάνοια δεν μου βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που ν’ αρπαχθώ για να σωθεί η ψυχή μου τη βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, τη ζωή μου την επιβάρυνα με κραιπάλη και μέθη. Αχ! Ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπο μου είναι καταντροπιασμένο. Τ’ αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονο μου του ταλαίπωρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθεί στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία…

Ωχ, ο παράνομος και σκοτεινιασμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποιος θα μ’ απαλλάξει από τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, μου του σιχαμερού, του παράνομου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!… Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξή σου; Που είναι οι αγώνες σου; Που είναι οι αρετές σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θέση σου την ημέρα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέσει στον Θεό; Θα μπεις στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξεις το ουαί και τον οδυρμό; Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!…

Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσεις στο βλέμμα του Ιησού! Με ποια μάτια θ’ ατενίσεις το γλυκύτατό του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια, που ο Κύριος θα πραγματοποιήσει κάποτε. Πες μου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα εισέλθεις εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα; Αλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσεις το αιώνιο πυρ, και που θα είναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;

Κύριέ μου, Κύριε,

σώσε με από τη φωτιά,

από τον βρυγμό των οδόντων,

κι από τον τάρταρο…»

Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάει σέρνοντας τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυμάσια που είδε, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τα κατακτήσει. Συχνά – όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμά του – γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε:

«Ω τι χαρά, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως στερηθώ!»

Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:

«Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου.