.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οι Χριστιανοί σήμερα



Όταν ο σύγχρονος χριστιανός μιλάει για τον Θεό, εννοεί, λίγο-πολύ, κάτι που βρίσκεται πέρα μακριά στον ουρανό, άγνωστο, ακατανόητο, φοβερό, απλησίαστο, που απλά το αποδέχεται, χρήσιμο για ώρα ανάγκης, μερικές φορές του αποδίδει μαγικές ιδιότητες και συχνά επαναλαμβάνει το ανορθόδοξο «πίστευε και μη ερεύνα». 

Κατά τ΄ άλλα αυτή η πίστη στο Θεό δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στη ζωή του χριστιανού. Μπορεί να εκκλησιάζεται μερικές Κυριακές, να έχει στη βιβλιοθήκη του σύγχρονα πνευματικά βιβλία, παλιές εικόνες στο σαλόνι, κάποιο κομποσκοίνι στο χέρι, να δίνει και λίγη ελεημοσύνη. Όμως παραμένει ανυπόμονος στ΄ ότι οι άλλοι δεν είναι όπως τους θέλει, μίζερος για τα χρήματα, βυθισμένος στον ατομισμό, στην καλοπέραση, στο άγχος, στον ανταγωνισμό. Αυτό όμως δεν είναι ζωή εν Χριστώ. Μυρίζει θάνατο. 

Σε τι διαφέρει ο χριστιανός σήμερα από τον υπόλοιπο κόσμο; Όταν δεν έχει μακροθυμία, πραότητα, χαρά, απλότητα και κυρίως ταπείνωση, σημαίνει ότι δεν έχει νοιώσει τίποτε από την εν Χριστώ ζωή. Ζωή που ανακαινίζει, μεταμορφώνει και ωραιοποιεί τον άνθρωπο και μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες. 

Η ζωή των χριστιανών μη διαφέροντας καταντά επιβίωση δίχως νόημα, ανόητη, αφού δεν μπορείς να ζεις μόνο για μια σύνταξη ή για ένα δεύτερο διαμέρισμα ή για ένα καινούριο αυτοκίνητο. Δεν καρτεράμε μια ουσιαστική αλλαγή, κινούμεθα δίχως ελπίδα. Έτσι, τρέχουμε συνέχεια, υφαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το σάβανο μας. Η ζωή, λέμε και εμείς, είναι μαύρη, άχαρη, τα ίδια και τα ίδια, μουντή, θολή, ρουτίνα. 

Ο χριστιανός πρώτα-πρώτα καλείται να σκύψει και να ακούσει τη φωνή του Ευαγγελίου, που τον καλεί σε μία συνεχή διακινδύνευση της αυτάρκειας που τον διακατέχει, που πονηρού λογισμού εκείνου, που τον κινεί να λέει: ε εμείς, δόξα τω Θεώ, δεν κάνουμε τα φοβερά και αισχρά, που βλέπουμε καθημερινά στην τηλεόραση. 

Η σκέψη αυτή είναι μάλλον δαιμονοκίνητη και ο εφησυχασμός που δίνει δεν είναι ασφαλώς καθόλου αγαθός. Δεν θα δώσουμε λόγο στο Θεό μόνο γιατί δεν πράξαμε το κακό, αλλά και γιατί δεν πράξαμε το καλό, δεν αγαπήσαμε τρυφερά την αρετή. 

Οι χριστιανοί σήμερα έχουν διπλή ζωή, δεν είναι ακέραιοι, ενοειδείς, οι αυτοί πάντα. Ο διχασμός αυτός είναι μια μεγάλη ταλαιπωρία. Ο χριστιανός δεν μπορεί άλλος να είναι και άλλος να φαίνεται, άλλα να λέει και άλλα να ενεργεί. 

Αυτή η ηθοποιΐα, καλή ή κακή, δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν χριστιανό. Η αληθινή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, χαρακτηρίζει και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Δεν είναι άλλος ο κυριακάτικος χριστιανός και άλλος ο καθημερινός. 

Παρατηρείται, όπως και άλλοτε έχω πει, μια ευσεβής μασκοφορία. Μια ερμηνεία της μανιώδους σπουδής του ανθρώπου για την τέλεια εξωτερική του εμφάνιση, είναι τα φύλλα της συκής, για να καλύψει την εσωτερική του κενότητα και γυμνότητα. Στ΄ ακριβότερα και ωραιότερα ενδύματα δεν αντιστοιχεί το κάλλος και η τελειότητα του εσωτερικού κόσμου. 

Ο χριστιανός παρασύρεται στις πολλές βιοτικές μέριμνες, τυρβάζει περί πολλά, αποσπάται στη μερικότητα, απολυτοποιεί το λίγο, το μικρό, αρέσκεται και προτιμά τους απαγορευμένους καρπούς, οι οποίοι του παρουσιάζονται ωραίοι, γλυκείς και ευχάριστοι, δεν θέλει να διαφέρει, δεν θέλει να αγωνίζεται, δεν θέλει να μειώνεται η ελευθερία του, λέει, να περιορίζεται. 

Έτσι, σίγουρα οδηγείται στη αξιοποίηση πραγμάτων δευτερευόντων, που τα θεωρεί πρώτα. Επανέρχεται ο δαίμονας της Εδέμ και προτείνει το γυαλιστερό που θαμπώνει και όχι το πολύτιμο, το εύκολα βλεπόμενο, το φθηνό, το διαφημιζόμενο, το των πολλών, το παραποιημένο, το μεταχειρισμένο, το αποδεκτό, το καταναλώσιμο. 

Η απόκτηση αυτή δεν είναι κατάκτηση, δεν περιέχει γνησιότητα, αγωνιστικότητα, μόχθο υπομονής και αγάπης. Εδώ έγκειται η παραπληροφόρηση, ο αποπροσανατολισμός, η παραπλάνηση στην υιοθεσία δαιμονικού ήθους, ύποπτου, ύπουλου, δόλιου τρόπου προσεγγίσεως του κόσμου. 

Με τον τρόπο αυτό δίνονται σφαλερές προτεραιότητες, πλανερές, πλασματικές, αποσπασματικές αλήθειες, ωραιοποίηση της ακοσμίας, απομονωτισμός επικίνδυνος, ναρκισσισμός νοσηρός, μετάθεση του προβλήματος, πολυχρωματισμός του κελύφους. Υπερβάλλω; 

Έχουμε μια μαγική αντίληψη περί Εκκλησίας εμείς οι χριστιανοί σήμερα. Λέμε: «Αν έρθεις στην Εκκλησία οι δουλειές σου θα πάνε καλά». Μα υπάρχουν χριστιανοί πιστοί που είναι άνεργοι, νέοι επιστήμονες αδιόριστοι, έμποροι πτωχεύσαντες. Λέμε: «Αν δεν έλθεις στην Εκκλησία θα καταστραφείς». 

Μα ο Χριστός δεν πίεσε ερχόμενος καμία συνείδηση. Δεν έχουμε το δικαίωμα να απειλούμε, να φοβερίζουμε τον κόσμο, παιανίζοντας μάλιστα ένα σκοπό που μιλά για ένα Θεό ανύπαρκτο, ένα Θεό δηλαδή τιμωρό, εκδικητή, τρομοκράτη, φθονερό, αντίδικο. Ένα Θεό που μοιράζει καλές θέσεις εργασίας, παχυλούς μισθούς, υψηλές συντάξεις, επιδόματα, ευζωΐα, μακροζωΐα και λοιπά. 

Μοιάζουμε με διαφημιστές νέων προϊόντων ομορφιάς η συνήγορους του αδικημένου Θεού. Δεν έχουμε νοιώσει ακόμη εμείς οι χριστιανοί του δύστροπου εικοστού αιώνος ότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός που σώζει και δεν σώζεται από κανέναν μας. Ο Χριστός είπε" αν θέλουμε από την καρδιά μας την τελειότητα ας τον ακολουθήσουμε. Οι σημερινοί χριστιανοί γίνονται εισαγγελείς, βασιλικότεροι του βασιλέως, με ζήλο ανεπίγνωστο, με σπουδή αδιάκριτη, με νόθο ιεραποστολισμό. 

Μα, αγαπητοί μου, όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας ήταν άρρωστοι, φτωχοί οι πιο πολλοί, συχνά κυνηγημένοι, ανήμποροι, καταφρονεμένοι, δεν τους έπιανε το μάτι σου. Ο Χριστός δοξάσθηκε στον Γολγοθά. Ο πόνος είναι συνοδοιπόρος μας στη ζωή. Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο σταυρός. Δεν επιτρέπεται η παραπληροφόρηση. 

Στην Εκκλησία μέσα συνεχίζεται, ενυπάρχει ο πόνος, αλλά έχει νόημα, έχει διέξοδο, οδηγεί σε ανάσταση. Δεν έχουμε το δικαίωμα ως ορισμένοι υποψήφιοι πολιτικοί να ξεγελάμε το λαό, υποσχόμενοι επίγειους παραδείσους. Ο Χριστός είπε ότι θα έχουμε στον κόσμο αυτό θλίψη. Δεν μακαρίζει όσους χασομερούν στα γέλια. 

Επιθυμούμε και δημιουργούμε ένα νεοχριστιανισμό στα μέτρα μας, στις ανάγκες μας, άκοπο, άμοχθο, πρόχειρο, εύκολο, δίχως κανέναν κόστος, αντιασκητικό, τελικά αντιευαγγελικό. 

Σε αυτή την προοπτική η Θ. Λειτουργία στο ναό είναι μια απλή ακρόαση των λεγομένων, μία θέαση των τελουμένων, που θα μπορείς να την παρακολουθείς πιο ήσυχα και από την πολυθρόνα σου στο σπίτι από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο. Δεν είναι θυσία, συμμετοχή, εγρήγορση, επί τω αυτώ πάντων των αδελφών συγκοινωνούντων και θερμά δεομένων. 

Εντός των χριστιανικών κοινοτήτων ο ανέστιος, ο ανέραστος, ο αφιλόξενος, ο απομονωμένος και ταλαίπωρος άνθρωπος ζητά να θερμανθεί από την αγάπη και την αλήθεια. Αν ερχόμενος συναντήσει τη δική μας απροθυμία, αφιλοξενία κι αδιαφορία, την κόπωση, την αναβολή, την αδιαθεσία και αναποφασιστικότητα, τότε θα είναι τραγικό και για εμάς και για εκείνον. Αν δεν έχουμε φως και χαρά, βίωμα και ζωή, τι να προσφέρουμε; Τ΄ άλλα τα βρήκε αλλού κι ίσως καλύτερα. 

Αν εμείς οι χριστιανοί δεν έχουμε τη χαρά της προσωπικής συναντήσεώς μας με τον Χριστό τότε τι νόημα έχει η αναγραφή της χριστιανικής μας ιδιότητας στην ταυτότητα κι ένας τυπικός εκκλησιασμός; Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης πως αν δεν γνωρίσουμε τι μας έπλασε ο Θεός, δεν θα κατανοήσουμε τι μας έκανε η αμαρτία. Αν δεν γνωρίσουμε το φως της χάριτος, λέμε ότι είμαστε καλά και στο ημίφως. Στο φως αποκαλύπτεται η πραγματικότητά μας. Μέσα στο φως θ' αποκαλυφθεί η Αλήθεια της Εκκλησίας. 

Η Εκκλησία δεν είναι αυτό που φανταζόμαστε, που νομίζουμε, που θα θέλαμε να είναι. Η Εκκλησία είναι μία μητρική αγκάλη, που όλους θέλει να σώσει, αν θελήσουν να σωθούν. Δεν είναι θεσμός, δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι παράταξη, δεν είναι σύστημα, δεν είναι μέρος. Η Εκκλησία δεν δικάζει, δεν τιμωρεί, δεν ψάχνει για οπαδούς, δεν μετασχηματίζεται, δεν διαιρεί, δεν κουράζεται, δεν ξεκουράζεται, δεν ανησυχεί να πείσει αποστομωτικά, να υποδουλώσει και να κατατροπώσει κανένα και ποτέ. Προσέξτε το παρακαλώ. 

Οι χριστιανοί σήμερα πρέπει να γίνουμε οι άνθρωποι των καθαρών βιωμάτων, να μιλά πιο βροντερά η ζωή μας η ίδια από τα πολλά λόγια μας, να μη απαιτούμε με προπέτεια το θαύμα, να μη βιαζόμαστε στην προσευχή, ν΄ ακούμε και τον άλλο, όποιος κι αν είναι, να υπομένουμε την αντίδραση, την αντίσταση του άλλου, να συνεργασθούμε με το Θεό. 

Εμείς θα του δώσουμε τον εκούσιο κόπο μας, την άσκηση, κι Εκείνος τη χάρη Του και το έλεός του, αφού πάντοτε η σωτηρία του ανθρώπου είναι συνεργία Θείας Χάριτος κι ανθρώπινης ενέργειας. Ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ΄ εικόνα Θεού κι ο σκοπός της δημιουργίας του είναι η θέωση. 

Η αποστολή της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του κόσμου, τα μυστήρια της Εκκλησίας αγιάζουν τον αγωνιζόμενο άνθρωπο, ο οποίος καθαριζόμενος φωτίζεται και θεώνεται. Αυτή είναι η οθρόδοξη θεολογία, η ανθρωπολογία, η εκκλησιολογία και η ασκητική της Εκκλησίας μας. Μη ψάχνουμε γι΄ άλλες ατραπούς, όταν μία είναι η οδός της σωτηρίας, της θεώσεως, της τελειότητος. 

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
http://agapienxristou.blogspot.ca

«Πὸλις φλεγμαὶνουσα»

Προσωπική ἂποψη ἐκφράζω καὶ δὲν ἔχω τὴν ἐμμονή νὰ τὴν ἐπιβὰλω. Φρονῶ δηλαδὴ ὃτι ἡ μεταδικτατορικὴ μας δημοκρατὶα εἶναι μιὰ χωλαὶνουσα, ἀνάπηρη δημοκρατία καὶ γι’ αὐτό δημιούργησε, ὃπως θὰ ἔλεγε ὁ Πλὰτων, μιὰ «φλεγμαὶνουσα» κοινωνὶα. Δὲν ἔχουμε μὸνο κρὶση - κὰτι πού ἦταν ἀναπόφευκτο - ἔχουμε σήψη.

Οἱ ἐπιλογές ὅλων τῶν μεταπολιτευτικῶν κυβερνὴσεων σπανὶως ἦσαν σωστὲς. Στηριχθὴκαμε κυρὶως σὲ ξὲνες πλὰτες καὶ ζήσαμε ἐπί μὶα 20ετὶα καὶ πλὲον σὲ μὶα ψευδὴ κατὰσταση, σὲ μιὰ πλαναὶσθηση εὐημερίας καὶ ξεχάσαμε τὴ σοφὶα τῆς βυζαντινῆς παροιμὶας: «Οὐαὶ τῷ μή τοῑς ἰδὶοις ὄνυξι ξυομὲνῳ». Ξεχὰσαμε ἀκόμη, μὲσα στὴν ἔπαρση τῆς ματαιοδοξίας μας, καὶ αὐτό ποὺ εἶχε πεῑ ὁ Ναπολὲων: «Ἡ ἀπὸσταση ἀνάμεσα στὸ μεγαλεῑο καὶ στὸ γελοῖο εἶναι μὸλις ἓνα βῆμα»! 

Σὴμερα ἀκόμη καὶ στὴν Ἀλβανία εἴμαστε καταγέλαστοι. Ζὴσαμε ἓνα «Σὺνδρομο Ἐλπήνορος» καὶ τὸ πληρὼσαμε βαριὰ.
Θυμὶζω ὃτι ὁ Ἐλπήνωρ ἦταν στὸ «τσοῦρμο» τοῡ Ὀδυσσὲα ποὺ ἡ Κὶρκη μεταμὸρφωσε σὲ χοὶρους. Ὃταν ἐδέησε ἡ μὰγισσα νὰ δὼσει στοὺς ναῦτες ἀνθρώπινη μορφή, καὶ ἄρχισε ἡ προετοιμασὶα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ, ὁ Ἐλπήνωρ τὸ ’ριξε στὸ κρασὶ. Ἀλλ’ «οἰνοβαρέων», ὃπως λὲει ὁ Ὃμηρος (κ 552) ἔπεσε ἀπό τὴ στὲγη ποὺ κοιμὸταν, ἔσπασε τὸν αὐχὲνα του καὶ ἐξὲπνευσε. 

Μὲ τὸν ὅρο «Σὺνδρομο Ἐλπήνορος» δηλὼνουμε τὴ μετάβαση ἀπό μιὰ κατὰσταση σέ ἄλλη, ἄκρως δυσάρεστη, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανόμαστε. Ἡ πορεὶα μας μὲσα στὴν εὐφημιστικὰ ὀνομαζόμενη Ἑνωμὲνη - μὲ UHU - Εὐρὼπη ἔμοιαζε καὶ μοιὰζει μὲ τὴν πορεὶα στὸ ἐχθρικά ἄγνωστο ἔδαφος τῆς Ἀνατολὶας τοῡ φοβεροῡ πολεμιστῆ Δημὴτριου Πολιορκητῆ. 
Μὲχρι ποὺ ἕνα πρωί οἱ ἐξαντλημὲνοι στρατιῶτες τους τοῦ κολλὴσανε στὴ σκηνὴ μιὰ ἐπιγραφή ποὺ εἶναι παραλλαγὴ ἑνός γνωστοῡ στίχου τοῡ Σοφοκλῆ: «Τέκνον τυφλοῡ γὲροντος Ἀντιγὸνου, τὶνας χὠρας ἀφίγμεθα;» (Γυιὲ τοῡ τυφλοῡ γὲροντα Ἀντιγὸνου, σὲ ποιὲς χῶρες ἔχουμε φθάσει;). Ὡς γνωστὸν, ὁ Ἀντίγονος ἦταν μονόφθαλμος καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομαζόταν καὶ... Κὺκλωψ!

Αὐτὴ τὴ στιγμή δὲν ξὲρουμε ποῦ βρισμόμαστε καὶ πρὸς τὰ ποῡ νὰ πορευθοῦμε. Δὲν ἔχουμε σταθερή πορεία πλεὺσεως. Θαλασσοδερνὸμαστε σὰν τὰ πλοῑα τοῡ Ὀδυσσέα. Σὲ αὐτὴ τὴ χαὠδη κατάσταση ὅπου βρεθὴκαμε, τοῦτο τολμῶ νὰ προτείνω: ἀφοῡ φὰγαμε τὸ λωτὸ καὶ ξεχὰσαμε ποιοὶ εἴμαστε καὶ ποιᾶς χὼρας τὲκνα εἴμαστε, εἶναι καιρὸς νὰ πορευθοῡμε πρὸς τὸν ἑαυτὸ μας. Νὰ ξαναβροῡμε τὴν πρὼτη μας σὺσταση. Νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε ἀπολειφὰδια τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς.
Μπορεῑ ἡ οἰκονομὶα μας νὰ κατὲρρευσε ἀλλ’ ἀλὶμονο ἄν μὲσα στὴν ψυχὴ μας καταρρεὺσει ἡ ἐλπὶδα ἐπιστροφῆς στὴν Ἰθάκη. 
Ἡ Ἰθάκη δὲν εἶναι ἓνας γεωγραφικὸς χῶρος, εἶναι ἓνα σὺστημα ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν ποὺ συνθέτουν τὸν ὃρο Ἑλλὰς. Τὴν Ἑλλάδα δὲν τὴν εἶδα ποτὲ σὰν γεωγραφικό ἔδαφος, οὔτε σὰν ἄθροισμα ἀνθρώπων. Τὴν εἶδα καὶ τὴν βλὲπω σὰν ἰδέα, ὂχι ὅμως ἰδέα μεταφυσική. Τὴ βλὲπω σὰν ἰδέα τοῡ σωστοῡ ἀνθρώπου, τοῡ ἀνθρώπου ποὺ ξὲρει τὸ «μετὰ φιλοσοφίας ζῆν». 

Μέχρι πρὸσφατα εἴμαστε ἕνας φιλοσοφημένος λαὸς. Οἱ πατέρες καὶ οἱ παπποῡδες μας μπορεῑ νὰ μὴν ἤξεραν γρὰμματα, ἀλλ’ εἶχαν φιλοσοφία ζωῆς, ποὺ ἦταν πλοῡτος μυαλοῡ και ψυχῆς. Τὸ νὰ πλουτὶσεις κατὰ τσὲπη, δὲν ἀποκλείει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ξεπὲσεις.

Του Σαράντη Καργάκου

Παραπλανητικὴ τακτική



ΠΟΛΛΟΙ κρυπτοοικουµενιστές δέν µιλοῦν εὐθέως γιά τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, γιά «τό κοινό εὐχαριστηριακό ποτήριο», ἀλλά ἀναφέρονται στή «συσπείρωση τῶν δυνάµεων τῶν πιστῶν γιά τή µάχη ἐνάντια στό κακό, τήν ἀδικία, τό ψέµα, τό µῖσος, τήν ὑποδούλωση, τήν πνευµατική καί τήν ὑλική ἐξαθλίωση, τήν κατάλυση τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀξιῶν τοῦ πολιτισµοῦ, τήν καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων καί τῶν µορφωτικῶν ἀγαθῶν» (Ἀθανάσιου Ἰ ∆εληκωστοπούλου, Ὀρθοδοξία. Ἡ σύγχρονη πρόκληση, Ἀθήνα 1986, σελ.18). ∆ηλαδή γιά ἐξωτερικά, κοινωνικά καί πολιτικά θέµατα, ἀφήνοντας στήν ἄκρη τίς µεγάλες δογµατικές διαφορές, οἱ ὁποῖες, ὅπως µᾶς διαβεβαιώνει ὁ θεολογικός διάλογος πού ἀπό δεκαετίες διεξάγεται, δέν γεφυρώνονται, γιατί ἁπλά οἱ ἑτερόδοξοι ἐπιµένουν στίς αἱρετικές τους διδασκαλίες.

Ἡ συσπείρωση τῶν χριστιανῶν γιά τά θέµατα αὐτά φαίνεται καί ἀναγκαία καί ἄµεµπτη. Ὅµως ὁ σκοπός δέν ἁγιάζει τά µέσα. Πρῶτα πρέπει νά διαπιστωθεῖ ἡ ἁγνότητα τῶν προθέσεων, ἡ εἰλικρίνεια τῶν ἀνθρώπων πού θά συνεργαστοῦν καί ἡ ἀληθινή εὐαισθησία γιά ὅ,τι ἀρνητικό συµβαίνει στόν κόσµο. Ἡ συνεργασία µέ τούς παπικούς καί τούς προτεστάντες δέν προϋποθέτει συµπροσευχές, ἀπαράδεκτες κοινωνικές σχέσεις καί ἀλλαγή τῶν ὀρθόδοξων κριτηρίων. Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἀδιανόητο νά συµπροσεύχονται µέ τούς αἱρετικούς καί νά µή ὁµολογοῦν τήν πίστη τους, γιά νά εἶναι εὐχάριστοι καί εὐγενικοί. Ἡ συνεργασία, ὅταν δέν εἶναι ἀποτελεσµατική, δέν πρέπει νά συνεχίζεται. Ὅταν ὑποκριτικά µιλᾶµε γιά συνεργασία, προκειµένου νά ἀντιµετωπιστοῦν µεγάλα παγκόσµια προβλήµατα, ἡ λύση τῶν ὁποίων ὑπερβαίνει τίς δυνάµεις µας, δέν κάνουµε τίποτα ἄλλο παρά νά ὑποτασσόµαστε στά σχέδια τῶν οἰκουµενιστῶν, χωρίς νά τό καταλαβαίνουµε.
Ἀλήθεια, πόση ἐπίδραση ἔχουν τά µηνύµατα τῶν ἑτεροδόξων ἀρχόντων γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀντιµετώπιση τῆς δυστυχίας στόν κόσµο; Ἁπλῶς λέγονται γιά ἐφήµερες ἐντυπώσεις καί τίποτα περισσότερο. Θέλουν καί αὐτοί νά ἔχουν κοσµική ἐξουσία καί νά ἐπηρεάζουν τόν ἁπλό λαό, ὄχι γιά νά τόν σώσουν, ἀλλά γιά νά τόν ὑποδουλώσουν!
Τό θέµα εἶναι πολύ σοβαρό καί δέν πρέπει νά ἀντιµετωπίζεται µέ ἐπιπολαιότητα. Καί νά µή ξεχνᾶµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία κυρίως ἔχει πνευµατική ἀποστολή καί δευτερευόντως κοινωνική. Ὅσοι νοµίζουν ὅτι εἶναι ἕνας ὀργανισµός κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, κάνουν λάθος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κιβωτός σωτηρίας καί τά µέσα πού χρησιµοποεῖ εἶναι πνευµατικά. Ἐκεῖνοι πού δέν πιστεύουν στό Θεό δέν µποροῦν νά ἐκτιµήσουν τήν ἱερή ἀποστολή της. Αὐτό πρέπει νά τονίζουν οἱ κληρικοί, γιά νά µή δηµιουργεῖται σύγχυση στό λαό σχετικά µέ τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας καί βέβαια, γιά νά ἀποκαλύπτεται ἡ δολιότητα τῶν οἰκουµενιστῶν.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, 
Ορθόδοξος Τύπος, 23/10/2015

Η ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΕ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ !! (ΒΕΛΓΙΟ 2016)


Μας καταστρέφουν αυτά που... αγαπάμε

«Μα θα ‘ρθουνε άλλα χρόνια
μ’ όνειρα κι οράματα
δίχως λόγους στα μπαλκόνια
κι άχρηστα προγράμματα»
Ν. Γκάτσος

Τα βασανιστήρια ως σωματική κάκωση και άσκηση βίας απαγορεύονται στα δημοκρατικά καθεστώτα, όπως τουλάχιστον «γράφουν τα χαρτιά» και οι διακηρύξεις, όμως δεν έχουν εκλείψει. Απλώς αναπροσαρμόστηκαν, εκσυγχρονίστηκαν οι μέθοδοι βασανισμού. Την παραδοσιακή τεχνική των σωματικών πόνων διαδέχτηκε η τεχνολογία που λιανίζει το μυαλό, συντρίβει τη σκέψη και, κυρίως, ελέγχει τη συνείδηση. Οι σημερινοί βασανιστές δεν είναι τα παγερά καθάρματα του παρελθόντος, επαγγελματίες σαδιστές, κτηνάνθρωποι που ποδοπατούσαν και κατακρεουργούσαν κορμά, αλλά γνωμηγήτορες, «υπερειδικοί» που εξουθενώνουν και υποτάσσουν ψυχές. Τα σατανικά εργαλεία και μέσα των βασανιστηρίων δεν είναι πια τα μαστίγια, τα κνούτα και τα ηλεκτρόδια, αλλά η τηλεοπτική εικόνα, το καθημερινό βασανιστήριο κατατρομοκράτησης των πολιτών για αλλαγή ή προσαρμογή της συμπεριφοράς τους, για την πειθήνια υπακοή σε μνημόνια, για την αποκοίμηση έως αναισθησίας των αντανακλαστικών τους, για την δολοφονία των ιδεών, για το αλυσόδεμα, εντέλει, της σκέψης και την κατάλυση της διαφωνίας και του αντιλόγου. Μια συναφής παραπομπή. Στο εξαιρετικό ο «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» του Άλντους Χάξλεϋ, στον πρόλογο, διαβάζουμε μια προφητική σύγκριση μεταξύ του έργου του Χάξλεϋ και του περίφημου «1984» του Όργουελ.

«...Ο Όργουελ προειδοποιούσε ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ένας έξωθεν αυταρχισμός. Αντιθέτως για τον Χάξλεϋ, δεν χρειάζεται Μεγάλος Αδερφός για να στερηθεί ο άνθρωπος την αυτονομία, την ωριμότητα και την ιστορική του μνήμη. Εκείνος πίστευε ότι σιγά σιγά οι άνθρωποι θα καταλήξουν να αγαπούν την καταπίεσή τους, να λατρεύουν την τεχνολογία και να αποδομήσουν την ικανότητά τους για σκέψη. Τον Όργουελ τον φόβιζαν οι άνθρωποι που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Τον Χάξλεϋ τον φόβιζε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευτεί ένα βιβλίο, γιατί δεν θα βρισκόταν άνθρωπος πρόθυμος να διαβάσει. (Το βλέπουμε στα σχολεία αυτό). Ο Όργουελ φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση. Ο Χάξλεϋ φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά. Ο Όργουελ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό σύγχυσης...
Με λίγα λόγια, ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε. Ο Χάξλεϋ ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε».
(...ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω», έχουν ειπωθεί προ αιώνων αυτά, στην προς Ρωμαίους, ζ, 19). Την τηλεόραση την αγαπάμε, είμαστε εθισμένοι, εισπνέουμε χαιρέκακα τις αναθυμιάσεις της, νομίζοντας πως μένουμε απρόσβλητοι. Από μικρές δόσεις όμως αρχίζει ο καταστροφικός εθισμός και η ψυχοκτόνος εξάρτηση.
Αυτή, λοιπόν, η αγαπημένη συσκευή είναι το ακατανίκητο όπλο των βασανιστών μας. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, νυχθημερόν ενσταλάσσονται οι δηλητηριώδεις δόσεις, ώστε να παραιτηθούν να αφοπλιστούν, να αποδεχτούν μοιρολατρικά τα θύματά της – οι πάλαι ποτέ σκεπτόμενοι πολίτες – τα υποδουλωτικά μηνύματα. Όλα τα λεγόμενα δελτία ειδήσεων – εκπομπές ιδεολογικής αποστράγγισης, εξαπάτησης και χειραγώγησης του λαού – αφιερώνουν το ήμισυ και πλέον του χρόνου τους, περιγράφοντας τα δεινά μας, παρόντα και επερχόμενα. Μαυρίζει η ψυχή σου. Βασανιστές που τρομοκρατούν τον κόσμο. Το μήνυμα σαφές. Τα «μέτρα» θα περάσουν, το κακό θα σας βρει, σκύψτε, υπακούστε, βουλώστε το, κλειστείτε στα σπίτια σας, όλα για το καλό σας γίνονται, «μαζί τα φάγαμε», είστε ανεπρόκοποι, υποταχθείτε στα κελεύσματα της Τρόϊκας και των γελωτοποιών που την εκπροσωπούν εν Ελλάδι. Στα «παραδοσιακά» βασανιστήρια, οι βασανιζόμενοι, τα θύματα, εξαναγκάζονταν για να αποφύγουν τα μαρτύρια, να ομολογήσουν και να αποδεχθούν ό,τι τους ζητούσε ο δήμιος. «Νομίζω το ξέρετε και εσείς πως οι βασανιζόμενοι επηρεάζονται και λένε ό,τι ευχαριστεί τους βασανιστές τους – ό,το αν εκείνοις μέλλωσι χαριείσθαι», γράφει ο ρήτορας Αντιφών στο «περί του Ηρώδου φόνου» (ν.32).
Ίδια τακτική χρησιμοποιούν οι τηλεβασανιστές μας. Με την καθημερινή, δόλια «διδασκαλία» ξεθωριάζουν την μνήμη μας, αποστεώνουν την ζωογόνο συλλογικότητα, ενσπείρουν τον φόβο και εγκολπώνονται οι πολίτες την «διδαχή» της πορωμένης και ξεπουλημένης εξουσίας, που συμπυκνώνεται στη φράση: καθένας για τον εαυτό του, ας τους άλλους να πνιγούν. Γι’ αυτό τα μέτρα περνούν αντουφέκιστα. Υποκύπτουμε για να γλιτώσουμε το καθημερινό βάσανο.
Παρένθεση. Ακόμη και αυτή η ιταμή και χυδαία επίθεση κατά της εθνικής μας ιστορίας και μνήμης-μέσω εκπομπών, βιβλίων, περιοδικών και λοιπών αηδιών-στην παρούσα συγκυρία υποστυλώνει το βρόμικο σχέδιο για την πνευματική υποδούλωση και την υποταγή του λαού μας. Το ’21, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το Έπος του ΄40, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, παραπέμπουν στο ηρωϊκό, αντιστασιακό ήθος, στο αδούλωτο φρόνημα, στο αίσθημα του χρέους και της θυσίας, στην παλικαριά, πράγματα επικίνδυνα για Μνημόνια και ξεπουλήματα της εμπερίστατης πατρίδας. Γι’ αυτό λύσσαξαν οι εθνομάχοι. Τον «Μπραΐμη» τον προσκύνησαν οι δειλοί, οι κιοτήδες, οι σαπιοκοιλιές. Οι απροσκύνητοι πολέμαρχοι, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Μακρυγιάννηδες, πολεμούσαν γιατί είχαν ενώπιόν τους «πίστιν και πατρίδα», τα τιμιότερα του ανθρώπου, του Έλληνα.
Τα ύπουλα, διαβρωτικά όμως βασανιστήρια δεν περιορίζονται μόνο στην κατατρομοκράτηση του λαού. Τον ίδιο στόχο έχει και η αποβλακωτική «ψυχαγωγία» που παρέχουν τα ίδια μέσα. Τα απανωτά κοπροθεάματα, όπου επώνυμοι «γυμνοσάλιαγκες και λοιπά παρδαλοειδή, αιχμαλωτίζουν την σκέψη με τα αήθη και σιχαμερά «σκάνδαλα», διαφθείρουν, αγελοποιούν. Είναι κι αυτά ένα είδος βασανιστηρίου, το κέλυφός τους είναι ελκυστικό, αλλά και «πανέρι με οχιές». Πολλοί αναρωτιούνται τι κάνουμε; Γιατί δεν αντιδρά ο λαός, η πατρίδα καταστρέφεται, «τι πάθηκαν, τι γίνηκαν, του κόσμου οι αντρειωμένοι»; Απάντηση. Βλέπουν τηλεόραση, διασκεδάζουν, ηρεμούν, αποτραβιούνται εις τα ίδια, ιδιωτεύουν. Αυτοί είναι οι ιδανικοί πολίτες για τους καταστροφείς του τόπου. Για να γλυτώσουν από τους βασανιστές, απαθείς και αδρανείς, απελπισμένοι, συναινούν. Ό,τι πει η τηλεόραση, το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, οι γνωμηγήτορες – τύπου Πρετεντέρη – που το δορυφορούν.

Αυτή την ύπουλη, διαβρωτική διεργασία είχε επισημάνει ο Πλάτων. Η μουσική έγραφε – μουσική με την αρχαία έννοια: όλες οι τέχνες που προστατεύονται από τις Μούσες – πρέπει να αποτελεί το κύριο μέλημα της πολιτείας. Γιατί μέσα από την «μουσική», την παιδεία δηλαδή (σ’ αυτήν εντάσσονται και η ψυχαγωγία και η αισθητική καλλιέργεια), διεισδύει εύκολα αθέατη η διαφθορά στην κοινωνία - «ραδίως αύτη λανθάνει παραδυομένη» (Πολιτεία 424d-e). Και μάλιστα, με μορφή παιδιάς, παιχνιδιού, με άκακο φαινομενικά τρόπο διαμέσου της διασκέδασης. Αφού διεισδύει η διαφθορά στην κοινωνία - στην εποχή μας, όπως προείπαμε, διαμέσου των τηλεοπτικών δικτύων με τα σιχαμερά προγράμματα βίας, αίματος, εκτραχηλισμού και κυρίως παραποίησης της αλήθεια- «αφού», γράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία», «εγκατασταθεί για καλά, αρχίζει να εισχωρεί από κάτω σαν το νερό και διαποτίζει τα ήθη και τις ενασχολήσεις των πολιτών. Και όταν δυναμώσει εισβάλλει στις ανθρώπινες σχέσεις και ύστερα ρίχνεται, Σωκράτη, πάνω στους νόμους και τους δημοκρατικούς θεσμούς με ακολασία, ώσπου να αναποδογυρίσει τα πάντα και το δημόσιο και το ιδιωτικό». Αυτό δεν συμβαίνει στην πατρίδα μας; Δεν αναποδογύρισαν τα πάντα και έγιναν τα σκουπίδια αξίες και οι αξίες, σκουπίδια;

Δημήτριος Νατσιός

Ἀφιερωμένο σέ ὅσους παραπληροφοροῦντες διαδίδουν πώς ἀρχικά ἡ Κάρτα τοῦ Πολίτη μπορεῖ νά μήν ἔχει τσιπάκι!



Κάποιοι, ἀπό τήν μία ὀνομάζουν καί οἱ ἴδιοι 
τήν Κάρτα τοῦ Πολίτη "ἠλεκτρονική",
καί διαρρηγνύουν τά ἱμάτιά τους
γιά τήν περιφρούρηση τῶν προσωπικῶν δεδομένων
(ἄρα παραδέχονται ὅτι ἔχει διαδικτυακή λειτουργία)
καί ἀπό τήν ἄλλη στρουθοκαμηλίζουν γιά τό τσίπ καί τό 666,
μέ τά ὁποῖα λειτουργεῖ τό παγκόσμιο ἠλεκτρονικό σύστημα!
Ἄς ἀκούσουμε, λοιπόν, τόν ὑπουργό Κουρουμπλῆ
πού ἀνακοινώνει δημόσια ὅτι 
ὀργανώνεται ἡ ἠλεκτρονική διασύνδεση τῆς Κάρτας
μέ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, ἐδῶ καί 10 χρόνια!
Παραδέχεται τό σχέδιο τῶν πολιτικῶν 
γιά τήν ἀπόλυτη διαλειτουργικότητα
ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ μέσῳ τῆς Κάρτας,
πού χωρίς αὐτήν, ἑπομένως, 
οὐδείς θά δύναται νά κάνει ὁ,τιδήποτε κατά τήν Ἀποκάλυψη!!!
Τί ἄλλη ἀπόδειξη θέλουν κάποιοι
στίς τόσες πού δείχνουμε στά δύο χρόνια ὕπαρξής μας
ὡς Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ;
Γιατί συνεχίζουν νά μιλᾶνε χωρίς στοιχεῖα
εἴτε ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου τους, εἴτε ἐξ ἄλλων κινήτρων... 
καί παρασύρουν τόν κόσμο στόν ἐφησυχασμό
ἤ στήν ἐλλιπή ἀνησυχία;
Ὅταν μάλιστα πρόκειται γιά ρασοφόρους, 
ἄς σταματήσουν οἱ ἀγαπητοί πατέρες, ὅσοι κι ὅποιοι εἶναι, 
νά φασκιώνουν τά πνευματικά τους παιδιά
κατά τό ρηθέν τοῦ Ἁγίου Παΐσίου τοῦ Ἁγιορείτου,
τόν ὁποῖον εὐκαίρως ἀκαίρως ἐπικαλοῦνται
μερικῶς καί ὄχι σέ ὅλα αὐτά πού ἔλεγε, δηλαδή:
περί πτώσεως καί ἄρνησης Βαπτίσματος
στήν περίπτωση παραλαβῆς τῆς Κάρτας!!! 

Ἀκολουθεῖ βίντεο:


Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.
Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.
Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει. 
ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. 
Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.
Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.
Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι». 
Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ἦρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.
Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.
Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.
Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.
Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα. 
-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι; 
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες: 
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου! 
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα: 
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά; 
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν: 
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης; 
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου: 
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο. 
Ἐγὼ ρώτησα τότε: 
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο. 
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ἦρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἦλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος: 
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς, Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω; 
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα: 
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις, «οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά». 
Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. 
Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.
ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.
Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

“Σου το έλεγα, φίλε μου, ότι στους Ορθοδόξους Χριστιανούς υπάρχει μια ακατανίκητη δύναμη η οποία καταστρέφει τα έργα μας..”

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

Εὐρισκόμεθα γιά τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο τοῦ κράτους Μπουρούντι τῆς Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς. Σέ μία ἀπό τίς ποιμαντικές του περιοδεῖες ὁ Μητροπολίτης μας Σεβ. Κεντρώᾳς Ἀφρικῆς κ. κ. Ἰγνάτιος, ἀνάμεσα στά ἄλλα ψυχωφελῆ διδακτικά του λόγια, μᾶς ἀνέφερε τό Πάσχα τοῦ 2005 καί τό παρακάτω σημαντικό περιστατικό μαγείας.

Στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο τῆς Κεντρικῆς Ἀφρικῆς μέ ἕδρα τήν πόλι Κανάγκα, στό ὁποῖο προΐσταται ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης μας, ἕνας μαθητής γυμνασίου, πέρασε ἕνα πρωϊνό ἔξω ἀπό μία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀπό περιέργεια μπῆκε μέσα. Ἄκουσε τίς ὡραῖες ψαλμωδίες, εἶδε τήν κατανυκτικότητα τοῦ ἱεροῦ χώρου, τήν εὐλάβεια τῶν ὁμογενῶν του καί παρεξενεύθηκε γιά τήν προέλευσι καί τήν ἀποστολή αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐρώτησε κι ἔμαθε περισσότερα γιά τήν Ἐκκλησία μας καί δέν ἄργησε νά γραφτῆ στούς καταλόγους τῶν Κατηχουμένων. Μετά ἀπό ἕξι περίπου μῆνες βαπτίσθηκε ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων του, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον ἦσαν φανατικοί εἰδωλολάτρες.

Πράγματι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τόν στερέωσε στήν Ὀρθόδοξη Πίστι καί τόν ἔπεισε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά βρῆ τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Μέ χαρά λοιπόν ἀνήγγειλε τό γεγονός αὐτό στούς γονεῖς του καί προσπάθησε νά τούς πείση ὅτι πρέπει κι αὐτοί ν᾿ ἀκολουθήσουν αὐτή τήν Ἐκκλησία, ἄν πράγματι θέλουν νά ζήσουν καί στήν ἄλλη ζωή αἰωνίως.

Οἱ γονεῖς του καί ἰδιαίτερα ὁ πατέρας του τόσο πολύ ἐξωργίσθηκε, ὥστε ὄχι μόνο ἐκτύπησε τόν γυιό του, ἀλλά ἔτρεξε καί στόν μάγο (πρόεδρο) τοῦ χωριοῦ του νά ζητήση τήν βοήθειά του γιά τήν ἐπιστροφή τό ταχύτερον τοῦ παιδιοῦ του στήν πατροπαράδοτη πίστι τους. Ὁ μάγος τόν πληροφόρησε ὅτι δέν ἔχει τήν δύναμι νά τό κάνει αὐτό, διότι μία ἀνώτερη δύναμι σκεπάζει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν στιγμή πού βαπτίζονται καί κατόπιν. Ὅμως θά προσπαθήση. Τότε ὁ πατέρας βαθειά ταραγμένος καί ἀπελπισμένος δέν ἐδίστασε νά ζητήση ἀπό τόν μάγο τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ του…..διότι ἡ πρᾶξις του αὐτή εἶναι προσβολή στούς θεούς τῶν προγόνων τους. Ὑποσχέθηκε βέβαια στόν μάγο ὅτι, ἐάν ἐκτελέση τήν ἐπιθυμία του, θά τόν πληρώση ὅ, τι καί νά τοῦ ζητήσει. Ὁ μάγος τοῦ ἔδωσε έλπίδες καί ὑποσχέσεις καί ἄρχισε τό ἔργο του ἐπικαλούμενος τήν βοήθεια τοῦ σατανᾶ….

Τήν ἑπομένη τό πρωΐ ὁ νεοβάπτιστος νέος ἐπήγαινε στό σχολεῖο του. Καθ᾿ ὁδόν ξαφνιάσθηκε καί σταμάτησε ἀπότομα. Εἶδε νά ἔρχωνται μέ ταχύτητα κατεπάνω του δύο βόες. Μέσα στήν ταραχή καί στήν ἀμηχανία του, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἐπικαλούμενος τήν δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶχε διδαχθῆ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία μας.

Τό ἀποτέλεσμα ἦταν θεαματικώτατο καί ἀποτελεσματικώτατο. Οἱ βόες ἐστράφησαν πρός τά ὀπίσω, ὡσάν νά τούς ἔδιωχνε μία ἀόρατη δύναμις. Ὁ νέος μέ τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ εἶχε νικήσει τούς δαίμονες, πού εἶχαν σταλῆ ἀπό τόν μάγο νά τόν κατασπαράξουν. Μετά τά μαθήματά του στό σχολεῖο ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Μέ πολλή χαρά ἀνεκοίνωσε στούς γονεῖς του τό πῶς διασώθηκε ἀπό βέβαιο θάνατο ἐξ αἰτίας δύο μεγάλων φιδιῶν…Ὁ πατέρας του φάνηκε ὅτι χάρηκε ἀπ᾿ αὐτή τήν διάσωσι τοῦ γυιοῦ του, χωρίς νά φανερώση κάτι ἀπό τό μυστικό του σχέδιο πού εἶχε ἑτοιμάσει ἐναντίον τοῦ παιδιοῦ του.

Μετά τό μεσημβρινό φαγητό ἔτρεξε στόν μάγο καί τόν ἐρώτησε μέ ἀπορία:

-Χθές κ. πρόεδρε, εἴχαμε καταστρώσει τό πρόγραμμα μαζί καί τήν ὑπόθεσι τῆς πληρωμῆς σου γιά τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ μου πού ἐπανεστάτησε καί ἐγκατέλειψε τήν πίστι τῶν προγόνων μας. Τί ἔκανες, λοιπόν;

-Σήμερα, φίλε μου, ἔστειλα στόν γυιό σου, τήν ὥρα πού ἐπήγαινε στό σχολεῖο δύο δαίμονες μέ τήν μορφή δύο βοῶν γιά νά τόν πνίξουν. Καί περιμένω νά μάθω τί ἀπόγινε.

-Εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Τά φίδια ἐμφανίσθηκαν, ἀλλά πρίν ὁρμήσουν καί κουλουριασθοῦν στό σῶμα τοῦ παιδιοῦ μου, αὐτό ἔκανε ἕνα σημεῖο, πού τό λένε οἱ Χριστιανοί Σταυρό, κι ἀμέσως τά φίδια ἐγύρισαν πίσω καί ἐξαφανίσθηκαν.

-Σοῦ τό ἔλεγα, φίλε μου, ὅτι στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ὑπάρχει μία ἀκατανίκητη δύναμις, ἡ ὁποία μᾶς καταστρέφει τά ἔργα μας. Ὅπου ἐμφανισθοῦν αὐτοί καί ἡ Ἐκκλησία τους, ἐμεῖς δέν ἔχουμε πλέον τήν δύναμι νά κάνουμε τίποτε, διότι μᾶς νικᾶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ τους…

Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔφυγε σοβαρά προβληματισμένος μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν συνάντησι μέ τόν μάγο. Γιά πρώτη φορά ἄρχισε νά ἀμφιβάλη γιά τήν δύναμι τῆς προγονικῆς θρησκείας του. Ἐπῆρε τόν γυιό του κι ἄρχισε νά τόν ἐρωτᾶ ποιό εἶναι αὐτό τό δυνατό σημεῖο καί πῶς ἔφυγαν οἱ βόες ἀπό κοντά του….

Ὁ Θεός ἐδῶ ἔκαμε ἕνα πολύ μεγαλύτερο θαῦμα. Σήμερα οἱ γονεῖς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ εἶναι ὀρθόδοξοι καί πιστοί Χριστιανοί.

Εὐχαριστοῦν τόν Χριστό καί τόν γυιό τους πού μέ τό πάθημά του αὐτό διδάχθηκαν γιά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, διδάχθηκαν καί βαπτίσθηκαν γιά τήν αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Δόξα στόν Φιλάνθρωπο Θεό μας χιλιάδες φορές.

από το βιβλίο: “Η δράση της Μαγείας στην Αφρική” – Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη


“Θα περάσουμε δύσκολες μέρες, γιατί ο κόσμος δεν εξομολογείτε, και αυτοί που εξομολογούνται δεν κάνουν καθαρά εξομολόγηση”


Ο Ταπεινός και χαριτωμένος Γέροντας της Κοζάνης 
Αρχιμ. Νεόφυτος Σκαρκαλάς 
(1917-2005).

Ὁ μακαριστός γέροντας Νεόφυτος (κατά κόσμον Ναούμ Σκαρκαλᾶς), πού ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τόν Μάιο τοῦ 2005, ἄφησε μνήμη πολύ ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνδρός. Ἐφλέγετο ἀπό διάπυρο ἔρωτα πρός τόν Θεό καί τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, τήν ὁποία διηκόνησε μέ πολύ ζῆλο, μέ ὅλη τήν ζωή του..

Ὁ γέροντας δέν εἶχε ἰδιαίτερο χάρισμα λόγου. Ὅμως τά ἁπλᾶ ἀλλά χαριτωμένα λόγια του ὠφελοῦσαν πολύ τούς ἀκροατάς του. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς κάποια ἀπό αὐτά:

~ Νά μή σταματήσετε τόν ἐκκλησιασμό καί τήν ἐξομολόγησι. Ἀπό τήν Ἐκκλησία βγαίνει ἡ ἁγιότης. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήριά της δυναμώνει ἡ πίστις μας. Ἐγώ,παιδί μου, ἀπό τό σπίτι στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ἐκκλησία στό σπίτι. Ἔτσι νά κάνῃς καί σύ.

Νά πηγαίνουμε ἀπό τήν νύχτα στήν Ἐκκλησία. Ὅταν τελειώνῃ ὁ ἑξάψαλμος, νά κάνουμε τρεῖς μετάνοιες καί νά ζητοῦμε (νοερῶς) τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…» νά λέμε (νοερῶς): «Μέγα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Νά μή φεύγουμε ἀπό τήν Θ. Λειτουργία πρίν τό «Δι᾿εὐχῶν…» ἐκτός σοβαροῦ λόγου, γιατί μοιάζουμε τόν Ἰούδα. Νά λέμε συχνά: «Ζῆ Κύριος Παντοκράτωρ» καί «Τό ἔλεός σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Ἡ προσευχή εἶναι τό Ὀξυγόνο τοῦ Χριστιανοῦ. Ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό. Ὅπως πᾶς, ἄς ποῦμε, στόν Νομάρχη καί λές ἔτσι ἐκεῖνο, ἀλλιῶς τό ἄλλο, ἔτσι νά τά λές καί μέ τόν Θεό. Νά συζητᾷς μαζί Του. Ἀπό τίς 12 τά μεσάνυχτα μέχρι τίς 5 τό πρωί ὁ οὐρανός εἶναι ἀνοιχτός. Τότε ὁ φύλακας Ἄγγελος ἀνεβαίνει στόν Θεό καί ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε στό σπίτι καί ὄχι ἔξω, γιατί εἶναι ἡ ὥρα πού πολεμᾶ ὁ πονηρός. Τίς ὧρες αὐτές νά κάνουμε προσευχή, παρακλήσεις καί ὅ ,τι ἄλλο μποροῦμε, ὅταν μάλιστα ἔχουμε σοβαρό πρόβλημα καί θέλουμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό. Νά Τοῦ μιλᾶμε, ὅπως μιλᾶμε στόν πατέρα μας.

Οἱ προσευχές μας δέν ἀκούγονται πάντοτε, γιατί ὁ Θεός ἔχει γιά κάθε ἄνθρωπο τόν σκοπό του. Ξέρετε γιατί τό πολύ τό Κύριε ἐλέησον τό βαριέται καί ὁ Θεός; Γιατί εἶναι ἄδειο. Τό λέμε χωρίς νόημα. Νά σηκώνεστε νωρίς τό πρωί, γιά νά τακτοποιῆτε τά πνευματικά σας καθήκοντα. Στό νοικοκυριό νά εἶστε παράδειγμα. Νά εἶστε καθαροί ἀλλά ὄχι ἐπίμονοι στά ὑλικά καί στά ἐξωτερικά. Τό βάρος νά τό ρίχνετε στήν μελέτη καί στήν
προσευχή.

Νά διαβάζετε τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας καί τήν Παράκλησί της. Τήν Κυριακή, τόν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τήν Δευτέρα, τοῦ Ἁγίου Ἀγγέλου. Τήν Τετάρτη καί Παρασκευή, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Τό Σάββατο, τῶν Ἁγίων Πάντων. Πέντε ἀρετές σώζουν τόν ἄνθρωπο: Προσευχή, ἐγκράτεια, ἐλεημοσύνη, πτωχεία, μακροθυμία. Προσευχή, συντριβή, ταπείνωσι, ἐξομολόγησι. Θά περάσουμε δύσκολες μέρες, γιατί ὁ κόσμος δέν ἐξομολογεῖται, καί αὐτοί πού ἐξομολογοῦνται δέν κάνουν καθαρά ἐξομολόγησι. Θά χαθῇ ἡ πίστις ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι καί λένε: Διάβασέ μου μία συγχωρητική εὐχή. Βρέ τί λές; Χωρίς ἐξομολόγησι εὐχή; Τί εἶναι αὐτά; Λένε· αὐτά τά λέει ὁ Νεόφυτος.
Ὄχι, δέν τά λέει ὁ Νεόφυτος. Ὁ Χριστός τά λέει.

Νά τηρῆτε τήν νηστεία, νά ἔχετε προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νά μή παραμελῆτε τόν κανόνα σας. Ἡ νηστεία εἶναι ἁγιότης. Εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς πίστεώς μας. Νά ζητᾶτε ἀπό ὅλους συγγνώμη καί νά τήν νιώθετε. Νά ταπεινωνόσαστε.

Ἕνα εἶναι τό μέλημά μας, πῶς θά σωθοῦμε. Μέσον τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωσι νά μή μιλᾶμε, νά μή θυμώνουμε, νά μήν ἀντιμιλοῦμε, νά μήν ἐκδικούμαστε.

από το βιβλίο: “Όσιος Γρηγόριος” – Περίοδος Β’, έτος 2006 (Έκδοση Ι.Μ.Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος)

Ο πόθος της Ηπειρώτισσας δασκάλας και η παρουσία της Παναγίας στη ζωή της

Η Αλεξάνδρα Ανδρίκου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό του νομού Πρεβέζης, Παναγιά, και έμεινε ορφανή από πολύ μικρή. Μεγάλωσε στο ορφανοτροφείο Ιωαννίνων, αγαπούσε τα γράμματα και την αξίωσε ο Θεός να σπούδασε δασκάλα.
Στο διπλανό χωριό, για πολλά χρόνια, έρχονταν κάθε καλοκαίρι ένας Ολλανδός φιλέλληνας και τον φιλοξενούσε ένας συγγενής τους.
Ο Ματθαίος ήταν μορφωμένος, μιλούσε πολλές γλώσσες και είχε την θέση του διευθυντού σε μια μεγάλη εταιρεία στην πατρίδα του, βοηθούσε σε όλες τις αγροτικές εργασίες του χωριού με πολύ προθυμία και ήταν αγαπητός σε όλους.

Κάποια στιγμή εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφθεί την Ακρόπολη.
Τον έβαλαν στο λεωφορείο για Αθήνα και ειδοποίησαν την Αλεξάνδρα να τον πάει στην Ακρόπολη.
Εκεί είδαν πως μπορούν να ζήσουν μαζί και έτσι μόλις τέλειωσε τις σπουδές της πήγε στην Ολλανδία με τα αδέλφια της και έκαναν τον γάμο κατά το Ορθόδοξο δόγμα.
Εδώ το μεγάλο σφάλμα της εκεί Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν πήγαν στον Ορθόδοξο ιερέα για να τους κάνει το μυστήριο του βαπτίσματος του Ματθαίου με Ορθόδοξο δόγμα τους είπε ότι δεν χρειάζεται!

Μέσα της όμως την βασάνιζε αυτό έως την ημέρα που την αξίωσε ο Θεός να δει όλη την οικογένεια της μέσα Ορθοδοξία.
Ας δούμε πως η ίδια μας διηγείται με τον δικό της τρόπο την όλη αλλαγή.
«Πέρασαν 15 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά φτάσαμε εδώ στον ιερό τόπο του Μοναστηριού της Παναγίας της Θεοσκεπάστου.
Ήλθαμε με τον αδελφό μου και την γυναίκα του να ευχαριστήσουμε την Παναγία που έκανε καλά τον άνδρα μου.
Ένα χρόνο πριν, είχε πάθει μεγάλη ζημιά στην καρδιά του με έμφραγμα, ανεύρυσμα και ανακοπή.
Τρεις εβδομάδες ήταν στην εντατική και οι ιατροί δεν μιλούσαν για καλυτέρευση η δεν μιλούσαν καθόλου.
Ζούμε στην Ολλανδία σε μια μικρή πόλη στα δυτικά της χώρας και δεν έχομε άμεσο πνευματικό στήριγμα.
Η νύμφη μου η Ευδοξία μου μίλησε για την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου που είναι στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος και μου έδωσε το τηλέφωνο να μιλήσω με τον Καθηγούμενο Γέροντα Γρηγόριο.
Κάλεσα το τηλέφωνο και δεν βρήκα τον Γέροντα αλλά ένα άλλο αδελφό που μου έφερε το κατάλληλο μήνυμα.
Να βαφτίσεις τον άνδρα σου και τα παιδιά σου, μου είπε με δυνατή φωνή, να γίνουν Ορθόδοξοι και εσύ να προσεύχεσαι για τον άνδρα σου.
Μαζεύτηκα, στεναχωρήθηκα αλλά δεν απελπίστηκα.
Η Παναγία δεν θα με αφήσει, είπα, θα με βοηθήσει.


Οι Άγιοι πατέρες είναι αυστηροί αλλά θα προσευχηθούν για μας.
Πράγματι σε την άλλη μέρα άρχισε να καλυτερεύει και σε λίγες μέρες βγήκαμε από το Νοσοκομείο, η Παναγία έκανε το θαύμα της.
Οι πατέρες προσευχήθηκαν και εκείνη άκουσε και γιάτρεψε γρήγορα τον Ματθαίο.
Ενάμιση χρόνο μετά μπόρεσε να ταξιδέψει και πήγε στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και ευχαριστήσει την Παναγία που τον έκανε καλά.
Γνωρίστηκε με τον Γέροντα Γρηγόριο, μίλησε μαζί του και εκείνος τον κάλεσε να έλθει τον επόμενο χρόνο να βαπτιστεί στο Μετόχι της Μονής Δοχειαρίου στο Σοχό Θεσσαλονίκης.
Είχε γνώσεις του Χριστιανισμού ο Ματθαίος, γνώριζε καλά την Βίβλο από μικρός και τους ψαλμούς απέξω.
Εκείνο που τον τράβηξε στην Ορθοδοξία ήταν τα μυστήρια, η μυσταγωγία, οι εικόνες με τα κανδήλια τους, τα αναμμένα κεριά που ζεσταίνουν την ψυχή του ανθρώπου και όχι τα άγρια λόγια του προτεστάντη Πάστορα που σε κάνουν να κατσουφιάζεις και να κρυώνεις.
Ερχόταν μαζί μου στην Εκκλησία, δεν του ήταν άγνωστη και έτσι κανονίσαμε στις 30 Ιουνίου το 2002 έγινε το μυστήριο της βαπτίσεως στην Ιερά Μονή Παναγίας Θεοσκεπάστου, μετόχι της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, από τα Άγια χέρια του Γέροντα Γρηγορίου, ο οποίος του είπε πως θα ακολουθήσουν και άλλοι.


Πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 22 Ιουλίου 2006 βαπτίστηκαν τα παιδιά μας Άννα και Πατρικία και στις 23 Ιουλίου 2006 η εγγονή μας η Ευαγγελία.
Πως να μη χαίρεται η ψυχή μου έπειτα από 40 χρόνια να πηγαίνω με όλη την οικογένεια μου στην Εκκλησία για να κοινωνήσω;
Δοξασμένος ο κύριος που μας αξίωσε και ζήσαμε αυτές τις μεγάλες στιγμές στη ζωή μας.


Μεγάλη η χάρη σου Γοργοϋπήκοε που μας βοήθησες και μας προστατεύεις σε κάθε δύσκολη στιγμή και μας ανακουφίζεις.
Ο Θεός να σας χαρίζει χρόνια πολλά Άγιε Γέροντα Γρηγόριε που βοήθησες και έγιναν οκτώ μυστήρια στο σπίτι μας.
Ευχαριστούμε Γερόντισσα Ευσεβία που μαζί με τις αδελφές της Μονής Παναγίας Θεοσκεπάστου, μας φιλοξενείτε με τόση αγάπη, και μας δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε κοντά στην αγαπημένη μας Εικόνα της Παναγίας Γοργοϋπηκόου που για μια εβδομάδα , κάθε χρόνο , φιλοξενείτε στην Μονή.
Με τις ευχές του Γέροντα, των πατέρων και των αδελφών της Παναγίας Θεοσκεπάστου, φεύγομε για την ξενιτειά και ελπίζομε, όσο ζούμε, να ανταμώνομε με υγεία.

Ματθαίος και Αλεξάνδρα Laven.

Η εμπιστοσύνη στον Θεό προϋποθέτει βαθιά πίστη



Η εμπιστοσύνη στον Θεό προϋποθέτει βαθιά πίστη και μεγάλη αγάπη προς Εκείνον που θυσίασε τη ζωή Του για χάρη της δικής μας σωτηρίας. 
Ο άνθρωπος όταν αφήσει τον εαυτό του στα χέρια του στοργικού πατέρα του, του Θεού, τότε αναπαύεται γιατί γνωρίζει ότι ο Θεός θα διαχειριστεί την ψυχή του με τον καταλληλότερο τρόπο για την πνευματική πρόοδο και προκοπή του.
Ακόμα και αν περνά δυσκολίες, χαίρεται γιατί γνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι ικανό να τον βλάψει και να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού.
Για να επιτρέψει ο Θεός να συμβεί κάτι, σημαίνει ότι έχει το σχέδιό Του για τον κάθε ένα, γι' αυτό και ελπίζει σ' Αυτόν και νιώθει ασφαλισμένος στο λιμάνι της ελπίδας Του.
Όταν ο άνθρωπος έχει σύμμαχο τον Θεό και αφήνεται στη θεία πρόνοια, ξεπερνάει τους κινδύνους και οποιαδήποτε μορφή απελπισίας και δεν τα βάζει με τον Θεό. Τα προβλήματα γίνονται αφορμή ο άνθρωπος να απιστεί περισσότερο προς τον εαυτό του και με περισσότερη ταπείνωση να ελπίζει στον Θεό.

Πηγή: Περιοδικό «Καθ' οδόν», τεύχ. 41, έτος 2013
Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού

“Η συνείδησή σου είναι η φωνή και ο έλεγχος του φύλακος αγγέλου, πού σου έστειλε ο Θεός στο άγιο Βάπτισμα”

Για να δεις τα υλικά πράγματα, πρέπει να είναι υγιείς οι σωματικοί οφθαλμοί σου. Για να γνωρίσεις τα νοερά πράγματα, πρέπει να είναι υγιείς οι οφθαλμοί της ψυχής σου, να έχεις δηλαδή φωτισμένη συνείδηση και διάκριση.

Μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση θα εφαρμόζεις σωστά τις εντολές τού Θεού «και ουκ εκκλίνεις απ’ αυτών εις δεξιά ουδέ εις αριστερά, ίνα συνής εν πάσιν οις εάν πράσσης» (Ίησ. Ναυή 1. 7).

Διάκρισις είναι η ικανότητα της ψυχής να διακρίνει αλάθητα σε κάθε περίπτωση το καλό από το κακό, το θείο θέλημα από τη δαιμονική απάτη. Με τη διάκριση θα γνωρίσης πότε και πώς πρέπει να πολεμάς τα πάθη, πότε να υποχωρείς, πώς να αντιμετώπισης νικηφόρα τις πανουργίες των δαιμόνων, πότε οι λογισμοί σου προέρχονται από τον Θεό και πότε από τους δαίμονες. Αυτή τη νοερή αίσθηση την αποκτούν μόνο όσοι έχουν καθαρή καρδιά και καθαρό σώμα. αμόλυντη συνείδηση και αμόλυντες αισθήσεις.

Η συνείδησις σου είναι η φωνή και ο έλεγχος του φύλακος αγγέλου, πού σου έστειλε ο Θεός στο άγιο Βάπτισμα. Και λέω η φωνή του φύλακος αγγέλου, γιατί δεν τολμώ να πω ότι συνείδησις είναι η ίδια η φωνή του Αγίου Πνεύματος μέσα σου.

Η συνείδησίς σου θα φωτισθεί και η διάκρισίς σου θα καλλιεργηθεί και θ’ αναπτυχθεί μόνο με τον αγώνα για την απαλλαγή από τα πάθη. Όσο καθαρίζεσαι από τον ρύπο των παθών, τόσο η συνείδησίς σου θα φωτιζεται1 και όσο φωτίζεται η συνείδησίς, τόσο θα τελειοποιείται η διάκρισίς και όσο τελειοποιείται η διάκρισίς, τόσο πιο αποτελεσματικός και καρποφόρος θα γίνεται ο αγώνας σου κατά των παθών.

Για να τα κατορθώσεις όμως αυτά, γύμνωσε τον νου σου από το δικό σου θέλημα και τη δική σου γνώμη και κατάφευγε στον Κύριο για να σου δίνει τις λύσεις σε κάθε περίσταση, όπως κατέφευγε ο προφήτης ικετεύοντας: «Γνώρισον μοι, Κύριε, οδον εν ή πορεύσομαι… Δίδαξον με του ποιείν το θέλημα σου, ότι συ ει ο Θεός μου» (Ψαλμ. 142. 8. 10). Η φωνή της συνειδήσεως είναι η φωνή του Θεού. Και φωνή του Θεού δεν είναι άλλη από τη φωνή των θείων Γραφών, η φωνή των αγίων, τη φωνή της Εκκλησίας και τη φωνή του πνευματικού σου.

Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο τον νου και τον όρισε βασιλιά και επίσκοπο των παθών και των επιθυμιών, για να επιβάλλεται σ΄ αυτά με σύνεση και διάκριση. Γι’ αυτό υπάκουε πάντα στον έλλογο νου και όχι στα άλογα σαρκικά πάθη. Αν δεν υπακούς στον νου είσαι τυφλός. Τυφλή είναι και η σάρκα. «Τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή. αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ. 15. 14).

Αν θέλεις εσωτερική γαλήνη και ψυχική υγεία στη γη αν θέλεις και την αιώνια μακαριότητα στον ουρανό, τότε κυβέρνησε τα πάθη σου, κάνοντας υπακοή στη φωνή της συνειδήσεως σου. Αν σε κυβερνούν τα πάθη, δεν θ΄ απολαύσεις παρά βάρος, πικρία, έλεγχο της συνειδήσεως ατή ζωή αυτή, και αιώνια κόλαση στην άλλη.

Ασχολήσου με τα έργα του Θεού, με την καλλιέργεια της ψυχής σου, με την απόκτηση των αρετών, πού θα σου χαρίσουν τα άφθαρτα αγαθά. Η σάρκα γρήγορα θα φθαρεί, η επιθυμία θα μαραθεί, μόνο η ψυχή θα ζήση αιώνια. «Ο γαρ εάν σπείρει άνθρωπος, τούτο και θερίσει• ότι ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν, ο δε σπείρων εις το Πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον». (Γαλ. 6. 7-8).

από το βιβλίο: “Πνευματικό Αλφάβητο” – Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ (ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ – 1996)

Ο χριστιανός μπορεί να λυπάται μόνο για δύο λόγους!

Τη λύπη την έβαλε μέσα μας ο Θεός. Όχι, όμως, για να τη μεταχειριζόμαστε άσκοπα ή και βλαπτικά, σε ακατάλληλο χρόνο και σε αντίθετες συνθήκες στη φύση μας περιστάσεις, κλονίζοντας έτσι την υγεία της ψυχής και του σώματος, αλλά για ν’ αποκομίζουμε απ’ αυτήν όσο γίνεται μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος.

Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λυπόμαστε όταν παθαίνουμε κάτι κακό, μα όταν κάνουμε κάτι κακό. Εμείς, ωστόσο, έχουμε αντιστρέψει τα πράγματα. Έτσι, και αμέτρητα κακά να διαπράξουμε, ούτε λυπόμαστε ούτε ντρεπόμαστε. Αν, όμως, πάθουμε και το παραμικρό κακό από κάποιον, τότε τα χάνουμε, βαριοθυμούμε, γινόμαστε συντρίμμια και δεν συλλογιζόμαστε πως οι θλίψεις και οι πειρασμοί φανερώνουν τη φροντίδα του Θεού για μας περισσότερο από τα ευχάριστα περιστατικά.

Αλλά γιατί αναφέρω τις θλίψεις αυτής της ζωής; Μήπως και η απειλή του αιωνίου κολασμού δεν αποτελεί τη φιλανθρωπία του Θεού καλύτερα από την υπόσχεσή Του για την ουράνια βασιλεία; Γιατί ,αν δεν υπήρχε η απειλή του αιωνίου κολασμού, λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα κέρδιζαν τη σωτηρία. Δεν είναι, βλέπεις, αρκετή για μας, τους ράθυμους, η υπόσχεση των ουράνιων αγαθών. Ο φόβος της κολάσεως πιο πολύ μας παρακινεί στην αρετή.

Γι’ αυτό, λοιπόν, υπάρχουν η λύπη και η αθυμία, όχι για να μας κυριεύουν όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο μας πρόσωπο ή όταν χάνουμε χρήματα ή όταν δοκιμάζουμε κάποια αποτυχία, αλλά για να μας βοηθούν στον πνευματικό μας αγώνα. Ας λυπόμαστε όχι για τη θλίψη ή τη βλάβη που μας προξενεί κάποιος, αλλά για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπούμε το Θεό. Γιατί οι αμαρτίες διώχνουν μακριά μας το Θεό, ενώ οι θλίψεις, που δοκιμάζουμε από άλλους ανθρώπους, Τον κάνουν να μένει κοντά μας ως προστάτης.

Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς. Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι. Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.

Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν. Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.

Αξιολύπητοι, βλέπεις, είναι οι αμαρτωλοί, έστω κι αν κανένας δεν τους κατηγορεί. Αξιοζήλευτοι, απεναντίας, είναι οι ενάρετοι, έστω κι αν ο κόσμος όλος τους κατατρέχει. Γιατί, όταν η συνείδηση ενός ανθρώπου είναι ήσυχη, όσες τρικυμίες κι αν ξεσηκώνονται εναντίον του, αυτός θα βρίσκεται πάντα σε λιμάνι γαλήνιο. Όταν, όμως, η συνείδησή του είναι ταραγμένη, ακόμη κι αν όλα του έρχονται ευνοϊκά, θα βασανίζεται, σαν τον ναυαγό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Θέματα ζωής Β΄ – Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου.

Λίγα λόγια για την Ορθοδοξία

Τι είναι η Ορθοδοξία ;

Δεν θ’ αντιγράψω ορισμούς από βιβλία. Θα μιλήσω μέσα από την καρδιά μου. Ορθοδοξία είναι η μόνη αλήθεια. Είναι πρόσκληση σε μια συγκινητική και καταπληκτική περιπέτεια. Θέλει τόλμη, έχει ρίσκο, δεν είναι μια επανάπαυση σε δάφνες του παρελθόντος. Θα συμφωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι που λέει: “Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο δελεαστικό, πιο δημοφιλές, πιο γενναίο και πιο τέλειο από τον Χριστό…”...

Η Ορθοδοξία αυστηρά μας θέλει καθαρούς και αθώους. Έχει μεγάλες απαιτήσεις από εμάς. Δίχως Θεό θα ήμασταν σίγουρα πιο παλιάνθρωποι. Είναι αλήθεια πως δεν είμαστε άγιοι. Το χειρότερο είναι να κάνουμε τους αγίους. Αυτό δεν αρέσει διόλου στον Θεό. Η Ορθοδοξία μας θέλει ανυπόκριτους, ατόφιους, γνήσια ταπεινούς κι επιεικείς με τους άλλους. Επίσης ακαχύποπτους, αζηλόφθονους και καρτερικούς. Ο Χριστός της Ορθοδοξίας είναι προσιτός, φιλικός, ευγενικός, συγχωρητικός και συμπαθητικός. Ποτέ δεν μίλησε σκληρά στουςαμαρτωλούς ούτε ποτέ τους περιφρόνησε. Κατανοεί την αδυναμία μας, τον παρασυρμό μας, την αδυναμία μας. Δεν κακιώνει, δεν επιτιμά, δεν τιμωρεί κι εκδικείται. Συγχωρεί, αγαπά, θυσιάζεται για μας.
Ένας Εβραίος-Ρουμάνος, που έγινε στη φυλακή ορθόδοξος, γράφει στο “Ημερολόγιο της ευτυχίας” του, ο Νικολάε Στάινχαρτ: Ο Θεός “σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η αφηρημένη έννοια, ο ψυχρός δημιουργός, δεν είναι ο αχώρητος και αμετάβλητος Βράχμα, δεν είναι η θεότητα της γνώσης που εκδιπλώνει τους αιώνες”. Η Ορθοδοξία δεν είναι μια ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες καλές. Είναι τρόπος, στάση, ύφος και ήθος ζωής. Είναι η θυσιαστική αγάπη δίχως ανταλλάγματα. Η αγάπη των εχθρών και η συγχώρεση των πάντων. Είναι ένα σκάνδαλο και μια μωρία για τους πολύ λογικούς η Ορθοδοξία.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι η ασαφής, μπερδεμένη, δύσκολη, ακατόρθωτη. Δεν είναιγια τους ευκολόπιστους και τους φανατικούς θρησκόληπτους. Είναι για απαιτητικά πνεύματα, για αισιόδοξους και μαχητικούς. Δίνει την πραγματική ελευθερία και μακαριότητα. Η ειρήνη, η ηρεμία, η γλυκύτητα των αγίων το φανερώνει. Η Ορθοδοξία δεν είναι αναλγητικό και ναρκωτικό. Είναι συνεχής διακινδύνευση, εγρήγορση, ορθοστασία, αγρύπνια, ανάταση.
Η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, είναι οικουμενική. Δεν κρύβεται στο Άγιον Όρος ή τα Ιεροσόλυμα αλλά στην καρδιά του κάθε αληθινού ταπεινού.
Όσοι θεωρούν ότι η Ορθοδοξία είναι για τους απλοϊκούς και αφελείς πλανάται πλάνη οικτρή. Αν νομίζει κανείς ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μαθητεύουν κάποιοι χασομέρηδες, κλαψιάρηδες, λαθεύει. Οι Ορθόδοξοι αγωνίζονται για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια και τη γνησιότητα. Δεν είναι ακατάδεκτοι, ψυχροί. Η ματαιότητα του κόσμου δεν τους μελαγχολεί, αλλά τους συνετίζει καίρια. Ο Θεός μας δεν είναι μάγος, φακίρης, ταχυδακτυλουργός και παράξενος θαυματοποιός. Δεν του αρέσουν τα μεσοβέζικα πράγματα, τα μελαγχολικά, τα βιαστικά, ανυπόμονα και χλιαρά.
Αγαπά κυρίως τ’ αληθινά, τ’ ατόφια, τα ταπεινά.
Στην Ορθοδοξία πάντοτε ελπίζουμε, μυστικά χαιρόμαστε, δεν μπορούμε να μην αισιοδοξούμε.
Ζούμε για ν’ αγαπάμε. Όποιος νομίζει ότι η Ορθοδοξία θέλει εχθρούς, μόνο πολεμά, είναι για να εξουσιάζει και να καταδικάζει, αστοχεί σοβαρά. Για ν’ αναστηθούμε θα πρέπει πρώτα να σταυρωθούμε. Η σταύρωση θέλει προετοιμασία. Η σταύρωση θέλει την ώρα της. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, τεταπεινωμένη και αναστημένη.
Ορθοδοξία σημαίνει ορθοπραξία. Ορθή και αληθινή γνώση και καθαρή ζωή. Η Ορθοδοξία είναι παρεξηγημένη. Ίσως φταίμε κι εμείς που την παρουσιάσαμε λαθεμένα. Η Ορθοδοξία περισσότερο βιώνεται και λιγότερο διδάσκεται. Η Ορθοδοξία είναι μια στοργική μητρική αγκαλιά, που γνωρίζει ν’ αναπαύει τα τέκνα της εξαίσια.

Μωυσής Μοναχός Αγιορείτης