Ο άνθρωπος βρίσκει τον Θεό, όταν βρίσκει τον εαυτό του. Όπως ο άσωτος. Ο οποίος «εις εαυτόν ελθών», βρήκε τον δρόμο πρός τον Πατέρα. «Εις εαυτόν ελθών». Ήρθε στον εαυτό του, διότι μέχρι τότε ήταν εκτός εαυτού. Σε κατάσταση τρέλας. Γι᾿ αυτό και επανεστάτησε και έτρεξε «εις χώραν μακράν. Και διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως».
Αυτή είναι η πορεία του ανθρώπου. Του αμαρτωλού ανθρώπου. Επαναστατεί, εγκαταλείπει τον Πατέρα και ασωτεύει «εις χώραν μακράν». Έκφρων. Εκτός εαυτού. Δυστυχισμένος.
Ο πόνος άπειρος.Τό έπαθε ο άσωτος. Το έπαθαν τόσοι και τόσοι άσωτοι διά μέσου των αιώνων. Το παθαίνουμε κι εμείς. Χάνουμε τον δρόμο μας. Χάνουμε το λογικό μας. Χάνουμε τον εαυτό μας. Που βρισκόμαστε; Χαμένοι σε δρόμους αδιέξοδους. Ξεχασμένοι στις φανταχτερές βιτρίνες του αποστατημένου κόσμου.
Ξεχασμένοι… Μας παρασύρουν οι μέριμνες. Μας πνίγουν οι γαργαλιστικές ηδονές. Οι ανέσεις της ζωής μας αποκοιμίζουν. Κι εκεί χάνουμε τον εαυτό μας. Χανόμαστε. Και παρασύρουμε και την Ελλάδα μας στους δρόμους του χαμού.Κι είναι να τη λυπάσαι σήμερα σαν τη θωρείς ξελογιασμένη με την άφυλη Ευρώπη και την έκφυλη Αμερική. Ποιά;
Την Ελλάδα! Τον ήλιο του κόσμου, το υπέρλαμπρο άστρο της Ορθοδοξίας!Αλλά ποιά είναι η Ελλάδα; Τι είναι η Ελλάδα; Μιά αφηρημένη έννοια; Ένας γεωγραφικός μόνο χώρος; Όχι ασφαλώς. Ελλάδα είναι οι Έλληνες. Εμείς είμαστε η Ελλάδα.
Συνεπώς εμείς χάνουμε τον δρόμο μας και τον χάνει κι Εκείνη. Εμείς χανόμαστε, και χάνεται. Εμείς ασωτεύουμε, και τρώει Εκείνη τα ξυλοκέρατα της ασωτίας μας. Εμείς πορευόμαστε «εις χώραν μακράν», και καταντάει Εκείνη να βόσκει χοίρους στους αγρούς των έκφυλων νόμων, της εκμαυλισμένης Παιδείας, της κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας και της προδοτικής πολιτικής ζωής.
Καρπός της δικής μας αποστασίας είναι όλες αυτές και οι παρόμοιες εκδηλώσεις.
Κατά συνέπεια, εμείς οφείλουμε να αναλάβουμε και το βάρος της ευθύνης για τη διόρθωση. Μην εξαντλούμαστε στο να επικρίνουμε τους ηγέτες του τόπου. Μην περιοριζόμαστε στο να αποδίδουμε ευθύνες μόνο στους άλλους. Αντίθετα όλοι, ο καθένας μας, να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Να μετανοήσουμε. Να πενθήσουμε για την Ελλάδα μας, δηλαδή για τον εαυτό μας. Να βρούμε τον χαμένο εαυτό μας, για να βρεί κι Εκείνη τον δρόμο της. Να θρηνήσουμε για το κατάντημά μας.
Εικοσιεπτά αιώνες πρίν ο προφήτης Ιερεμίας, την ώρα που οι συμπατριώτες του έπαιρναν τον δρόμο της αιχμαλωσίας πρός τη Βαβυλώνα, ανέλαβε θρήνο πονετικό για την Ιερουσαλήμ. Θρήνησε το κατάντημά της, θρήνησε την ερήμωσή της, θρήνησε την αποστασία της, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η καταστροφή της. Έκλαψε πικρά.«Πώς εκάθισε μόνη η πόλις η πεπληθυμμένη λαών;…». «Εγεννήθη ως χήρα…». Ποιά; Αυτή που πρίν ήταν πολυάνθρωπη. Πενθούν οι δρόμοι της, που πλέον δεν τους περπατούν προσκυνητές των εορτών της. «Αμαρτίαν ήμαρτεν Ιερουσαλήμ, διά τούτο εις σάλον εγένετο» (Θρήνοι α΄ 1, 4, 8). Αμάρτησε, ξεπέρασε και τα Σόδομα η αμαρτία της (γ΄ 6). «Εξέλιπον εν δάκρυσιν οι οφθαλμοί μου»· έσβησαν πνιγμένα στα δάκρυα τα μάτια μου, «εταράχθη η καρδία μου» (β΄ 11). Πόσο κλάμα ο συμπονετικός Προφήτης! Κι όχι μόνο τότε.
Καιρό πρίν συμβεί η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, βλέποντας με το προφητικό του βλέμμα την επερχόμενη συντριβή της, ζητούσε κάποιον να γεμίσει με νερό το κεφάλι του και να κάνει πηγές δακρύων τα μάτια του, για να κλάψει μέρα και νύχτα τον λαό του: «Τίς δώσει ύδωρ κεφαλή μου και οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων, και κλαύσομαι τον λαόν μου τούτον ημέρας και νυκτός;» (Ιερ. θ΄ 1). Να κλάψει ήθελε… Δάκρυα ζητούσε να του δοθούν…
Έτσι θρηνούσαν οι άνθρωποι του Θεού και είλκυαν το έλεός Του, για να μην είναι ολοκληρωτική η επαπειλούμενη καταστροφή, και να αποβεί τελικώς σε ωφέλεια του λαού.
Άς πονέσει λοιπόν τούτη τη Μεγάλη Σαρακοστή η καρδιά μας. Να μετανοήσουμε για τις πτώσεις μας, να λυπηθούμε για την πατρίδα μας, να ζητήσουμε το έλεος του Θεού για τον παραπλανημένο λαό μας.Νά πενθήσουμε για την Ελλάδα μας.Γιά να δούμε σύντομα την Ανάσταση!