(Κι άν έπεσε τό μαύρο πέπλο τής σκλαβιάς στή δοξασμένη Χώρα, πάλι άσκλάβωτη έμεινε ή καρδιά της. Περήφανη κι όρθή! Νά τήν ξεσχίσει τής σκλαβιάς τή χλαίνα! Κι άκου:)
Δέν ήτανε παιχνίδι αύτό, ωσάν καί κείνα, όπου παίζουν τά παιδιά! Παιδιών δέν ήτανε έκείνη συντροφιά! Κι άς έβλεπες τ' άμούστακα μουτράκια, τ' άγουρα, λεπτοκαμωμένα τους κορμιά!
Όχι! Τούτα τά λεβεντόπαιδα δέν ήταν πιά παιδιά!...
-Ξένε φιλέλληνα, πού μέ τό λεπτό, μακρύ σου μπαστουνάκι σεργιανάς άνάμεσα σέ τούτα τά κοτρώνια, τί κοιτάς; Τής Σπάρτης τά βουνά είν' αύτά! Τά δοξασμένα! Χώματα μ' αίματα προγονικά, βαμμένα! Κι' έμεΐς, μικρούς πού μάς θωρεΐς, τού Λεωνίδα είμαστε καί τού μαρμαρωμένου Βασιλιά τά έγγόνια!
Νά ό Μυστράς! Εκεί, απ' τά παλιά τά χρόνια, στέκει! Νεκρός άθάνατος· μυριόστομος! Στάσου! Άφουγκράσου τον! Καί θά σ' τήν πει τήν ιστορία!...
Ξένε, γειά σου. Δέν έχουμε άλλο καιρό νά μείνουμε κοντά σου!...
Είπαν καί τρέξαν πέρα τά σκλαβόπουλα.
Κοιτάζει ό ξένος τά παιδιά τά λεβεντόμορφα μέ τή λευκή, λερή τους φουστανέλλα!
-Τί ψωμί νά τρώνε τάχα αύτά; Τάχα τί πίνουν καί μεθά ή καρδιά τους, συλλογιέται1 κι’ έχουν, τήν άστραπή, θαρρείς, ματιά, στά πόδια τους άετοϋ φτερά καί δύναμη άτσαλένια στά κορμιά τους; Ή δική τους ή καρδιά, σάν άπό τί νά ναι φτιαγμένη; Μήν είναι άπό μπαρούτι; από φωτιά; άπό ποιά φλόγα τάχα ξαναμμένη;...
-Μά ξένε, δέν τήν ξέρεις τήν ιστορία τούτης έδώ τής γής όπου πατάς; Εδώ είναι αίματοπότιστοι οί καρποί, πού τρέφουν τά κορμιά μας! Κι' αύτό τ' αγέρι, πού θεριεύει τήν καρδιά μας, άπ' τής θυσίας τό θυμιατό παίρνει τά μύρα!...
Νά μάθεις θέλεις; Ναί... πυρσοί Αγγέλων είν’ αύτοί, π' άνάβουνε τή φλόγα έδώ βαθιά μας! "Ελα τό βράδυ μέ τό φεγγαράκι νά τούς δείς!
Μάς καρτερούνε στά κρυφά Σχολειά μας! Ράσα φτωχά, τριμμένα- τού Γένους καί τής Ορθοδοξίας μας φρουροί! Παπακαλόγεροι. Λειτουργοί τού Ύψίστου- τής φλόγας φυλαχτές!... Μπροστά στοϋ καντηλιού τό φώς κρυφά - γύρω, τού Τούρκου ή φοβέρα - τί είχε τούτη ή γή μας, τί έχασε... καί τί τής πρέπει μνημονεύουν. Τό σπόρο γιά τή Λευτεριά φυτεύουν στήν καρδιά μας!...
Άπόμεινεν ό ξένος νά κοιτά! Καί κάθησε σ’ άπόμερο λιθάρι!... Αυτή, λοιπόν, είναι τού Έλληνα ή ψυχή, ή γή!... Άχ, γιατί ραγιάς νά ζεΐ;...
Μά! Βλέπει καλά;!... Τό μπουλούκι των παιδιών πήρε τά μονοπάτια! Σκαρφαλώνει! Απλώνει! Χύνεται στά καταρράχια!...
Τί τρέχει;...
Σάν τί πάθανε;...
Τί άκούεται άπό πέρα; Νά! Νά, μιά τούρκικη παντιέρα! Τούρκοι φτάνουν άπό δώ... κι' άλλοι άπό κεί... κί άλλοι άπό πέρα!... Τάχα πού πάνε; Άρματωλίκια άναζητάνε ή πήραν είδηση τ' άρματα πού κρατούσαν οΐ μικροί, γιά νά τά πάν στά κλέφτικα λημέρια καί χύμηξαν στήν έρημιά -φαντάσου λεβεντιά! - γιά νά τά πάρουνε άπ' τών παιδιών τά χέρια;
Τρομάζει ό ξένος! Χώνεται σουρτός μέσ' στά λιθάρια!...
Οί Τούρκοι, δέν θά βρούν έδώ άδύναμα παιδιά γιά νά τά ξαρματώσουν. Θά βρούνε παλικάρια!
Κοίτα! Ταμπουρωθήκανε πίσω άπ' τά βράχια! - Πότε κιόλας! - Καί χτυπούν άλύπητα άπ' όλες τις μεριές!... Τά χάνουνε οί γεροτουρκαλάδες, σάν ποντικοί στήν φάκα! Παίρνουνε τις κατηφοριές! Κατρακυλούν! Γκρεμίζονται καί πίσω δέν κοιτάνε!...
Πάνε!...
Ορθώθηκε ό ξένος! Φτερωτή, τή νιώθει τήν καρδιά του! Στή ράχη άνεβαίνει κι΄ άγροικά ολόγυρά του τής λεβεντιάς τή γή!...
-Ποιος τό πε πώς «ραγιάδες» εϊσαστε, Γραικοί;
Νά, τά παιδιά! Ζαρκάδια φτερωτά, πηδούν έκεί μπροστά του πάλι! Θαρρείς, άπ' τού Σταυρού τή λάμψη πού νικά φορούν χρυσάχτινο στεφάνι!
Καί δές!...
Στόν ουρανό υψώνονται οί ματιές τους! Γιατί, τό μυστικό τής νίκης τό τρανό, άκοϋστε το λαοί! «Έν τούτω νίκα», σ' αύτόν τόν ούρανό άπ' τού Θεού τό χέρι άπό παλιά, έχει γραφτεί!...
-Ξένε, σάν στείλεις μήνυμα στή μακρινή σου χώρα, διαλάλησε, πώς ή Ελλάδα ζεί! Ποτέ της δέν πεθαίνει! Γιατί, άπ' τή λάμψη τού Σταυρού, τή φλόγα τού «Κρυφού Σχολειού», τή δύναμή της παίρνει!...