.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἅγιος Νεκτάριος: «Νὰ τὸ δώσετε ἀμέσως ... κι ἔχει ὁ Θεός!»



...Ὅταν γύρισα τὸ 1920 ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ ὀπισθοχώρηση, ἔμαθα πὼς λίγες ἡμέρες πρίν, μιὰ φτωχιὰ γυναίκα πῆγε ξυπόλητη στὸ μοναστήρι. Μόλις τὴν εἶδε ὁ Αγιος, ἔβγαλε τὶς παντόφλες του καὶ τὶς ἔδωσε.

Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο, πῆγε μὰ ἄλλη φτωχιὰ ποὺ πείναγε. Λέει τότε ὁ Ἅγιος στὶς Γερόντισσες:

-Δῶστε της νὰ φάει.

-Δὲν ἔχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, ἐκτὸς ἀπὸ λιγοστὸ ψωμάκι.

- Νὰ τὸ δώσετε ἀμέσως τοὺς εἶπε... κι ἔχει ὁ Θεός!...

Τὸ πρωί, νά ῾σου ἕνας πλούσιος μὲ δυὸ γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, ἀλεύρι. Δωρεὰ στὴ μονή. Τὸ ξέρω, γιατί βοήθησα στὸ ξεφόρτωμα. Θυμᾶμαι, γύρισε ὁ Ἅγιος ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ λέει μὲ σημασία στὴν ἡγουμένη:

- Γερόντισσα, ἔχει ὁ Θεός...

Κι ἔκανε τὸ σταυρό του.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μανώλη Μελινοῦ «Μίλησα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο», Β´ Τόμος.