.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Χαίρεις Κωνσταντίνε τῆς Βόρειας Ἠπείρου



Χαίρεις Κωνσταντίνε τῆς Βόρειας Ἠπείρου

Ἦταν καὶ φέτος ἡ ἀγαπημένη του ἑορτή. Εἶχε τὴν φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ ὑψώσει καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν γαλανόλευκη μὲ τὸν σταυρό. Ὅμως τώρα κάποιοι εἶχαν ἄλλα σχέδια γι΄ αὐτόν. Τόν γνώριζαν καλὰ καὶ δὲν ἄντεχαν ἄλλο αὐτὴ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε στὴν καρδιά του καὶ ἄφοβα τὴν ἔκφραζε χωρὶς ὁλωσδιόλου νὰ τοὺς ὑπολογίζει.
Πῶς εἶναι δυνατόν σὲ ἀλλότριο ἔδαφος νὰ μιλᾶς τόσο ἐλεύθερα γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἐκεῖ μισεῖται; «Πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;», Ψ. 136,4. Αὐτὴ τὴν φορὰ θὰ τοῦ στεροῦσαν τὴν χαρά, αὐτὴν τὴν χαρὰ ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὰ γαλανὰ χρώματα τῆς ἀγάπης του. Καὶ ἄς σήμαινε αὐτὸ ὅτι θὰ τοῦ στεροῦσαν καὶ τὴ ζωὴ μαζί. Γιατὶ ἤταν ἀδείλιαστος καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ γνωρίζοντας, τοῦ ἑτοίμασαν τὸ δόλωμα, τὸ ἀπόλυτα κατάλληλο καὶ βέβαια ἀποτελεσματικό. Δὲν ἔπεσαν ἔξω, ἔπεσε στὴν παγίδα. Ἕνα μόνο δὲν λογάριασαν. Ἤθελε καὶ αὐτὸς νὰ πέσει!
Καὶ αὐτὸ ἤταν τὸ συγκλονιστικό καὶ φοβερό. Ἤξερε ὁ Κωνσταντίνος καὶ μὲ ποιοὺς λογαριάζεται καὶ τὶ μπορεῖ νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν. Ὅμως ὁ δρόμος ποὺ εἴχε ἐπιλέξει νὰ βαδίσει εἶναι μέγας, ἐνῶ ἡ παγίδα τους ποὺ τὸν περίμενε ἤταν μηδαμινὴ καὶ ἀσήμαντη γιὰ νὰ τὸν ἀνακόψει. Πόσοι ἔδωσαν τὴν ζωή τους γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ σταυρός νὰ ὑψώνεται καὶ ἡ γαλανόλευκη νὰ κυματίζει; Πόσο πολύτιμο εἶναι αὐτό, πόσο βαθὺ καὶ οὐσιαστικό; 
Νόμισαν ὅτι θὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὴν μέση καὶ θὰ ἀπαλλαχθοῦν ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὅτι πρεσβεύει, ἀλλὰ ἔπεσαν στὸ ἴδιο λάθος μὲ τόσους ἄλλους πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔπραξαν τὰ ἴδια. Ἀντὶ νὰ θάψουν τὴν μορφή του τὴν ἔκαναν αἰώνια, καὶ ἀντὶ νὰ σβήσουν τὸ πιστεύω του τὸ ἀνέδειξαν λαμπροφόρο καὶ φωτεινό.
Στὴν ὕψωση τῆς σημαίας τοῦ ἀπήντησαν μὲ ὕβρεις καὶ παρανόμως κατὰ τὸ διεθνές δίκαιο καὶ τὸν ἠθικὸ νόμο τὸν ἐμπόδισαν σὲ αὐτή, στὰ ἔντιμα ἄσφαιρά του του ἀνταπόδωσαν πυρὰ μίσους καὶ θανάτου. Τὶ ποιὸ ἄνανδρο ὅμως ἀπὸ τὸ νὰ καλύπτεις μὲ ψευδὴ στοιχεῖα καὶ νὰ παρουσιάζεις διαφορετικὰ ποιὰ ἤταν τὰ πραγματικὰ γεγονότα; Ἤ νὰ διασύρεις τὴν τιμὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα ψάχνοντας γιὰ πλασματικὲς κατηγορίες του βάση στοιχείων προ δέκα ἐτῶν, τὰ ὁποία τελικὰ πανηγυρικῶς ἀποδεικνύονται παντελῶς ἀνεπαρκὴ καὶ κίβδηλα. 
Ὅταν ἐρχόταν τὸ τέλος τὸ παλικάρι ἤταν ἕτοιμο, δὲν φοβήθηκε, δὲν δείλιασε. Καὶ ἐνῶ τὸ ἡρωικὸ σώμα καταχτυπημένο ἄσπλαχνα καὶ βάναυσα σωριαζόταν χωρὶς πνοὴ στὸ χώμα, ταπεινὸ καὶ ἄδοξο, κάπου ἀλλοῦ ὁ ἥρωας ἄρχιζε νὰ προβάλλει διαφορετικὸς καὶ ἀλλοιωμένος, καὶ πάλι ζωντανός, καὶ τώρα μὲ παρουσία φωτεινὴ καὶ τιμημένη. 
Καὶ ὅπως τιμήθηκε ὁ Λορέντζος Μαβίλης, ὁ γνωστὸς ποιητής, ποὺ ὅταν ἄφηνε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ πεδίο τῆς μάχης ἔλεγε «Ἐπερίμενα πολλὲς τιμὲς ἀπὸ τοῦτον τὸν πόλεμο, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴν τιμὴ νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου γιὰ τὴν Ἑλλάδα», τὴν ἴδια τιμὴ εἶχε καὶ ὁ ἄγνωστος Κωνσταντίνος, τὴν τιμὴ νὰ δώσει τὴν ζωὴ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν πατρίδα.
Καὶ ὅσοι προσπαθοῦν νὰ ἀποτρέψουν νὰ τιμηθεῖ ὁ ἐθνομάρτυρας εἰς μάτην κοπιάζουν, καθῶς ὁ Θεὸς ἀγαπάει καὶ τιμάει ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν καὶ τιμοῦν τὴν πατρίδα τους, καὶ μάλιστα μιὰ πατρίδα ποὺ εἶναι ὀρθόδοξη στὴν πίστη της, ποτισμένη βαθιὰ μὲ τὰ αἵματα πιστῶν ἐθνικῶν ἡρώων καὶ ἁγίων μαρτύρων, τὴν ὁποία ὅπου καὶ νὰ βρίσκονται δὲν μποροῦν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν καρδιά τους, καὶ παντοῦ τὴν μαρτυρεῖ ἡ συνείδησή τους. 
Καὶ ἄν κάποιον ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπάει καὶ τιμάει, τότε ὅτι καὶ νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀλλάξουν. Καὶ αὐτὸν ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ δίνει ἀθανασία ποιὸς μπορεῖ νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει; Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει τὸ χαμόγελο τοῦ Κωνσταντίνου ποὺ δὲν τοῦ τὸ ἀφαίρεσε οὔτε ὁ μαρτυρικὸς θάνατος καὶ μὲ αὐτὸ μπήκε στὸ χώμα; 
Φρόντισε ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μαρτύριό του, αὐτὸ τὸ πρόσωπο νὰ διατηρηθεῖ ἀκέραιο, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ τὴν πατριωτική ἀγάπη του ὡς τέλος. Καὶ ἔτσι ἡ μαρτυρία του ἔμεινε ἀθάνατη, χωρὶς τέλος. Κωνσταντίνε, ἔγινες κεφάλαιο στὴν ἱστορία ἀνεξίτηλο καὶ ἀκατάλυτο, ἡ μνήμη σου ἔμεινε αἰώνια καὶ ἱερή. Χαίρεις Κωνσταντίνε μακάριε.

Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου,Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)