Απο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», Φεβρουαριου 1965
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης Αὺγουστίνου
Εἰς τὴν ἀδιαφορία τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ διὰ τὴν ἀνόρθωσι τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν πολλοὶ παράγοντες, ἐκ τῶν ὁποίων μνημονεύομε εδω ενα, που θεωρουμε σπουδαιότερον. Ὅτι δηλαδὴ ὑπὸ εὐλαβῶν κηρύκων καὶ πνευματικῶν πατέρων, μὴ θελόντων διὰ τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἱερᾶς διακονίας των νὰ ἔλθουν εἰς σύγκρουσι μὲ παρανομοῦντας ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἐμπλακοῦν εἰς περιπέτειες καὶ ἀγῶνες, κατʼ αὐτοὺς ἀκάρπους, ἐκαλλιεργήθη μία περιδεὴς συνείδησις. Διʼ ὄνομα Θεοῦ! Μὴ τὰ βάζετε μὲ τοὺς ἁγίους ἀρχιερεῖς. Δὲν εἴμεθα ἡμεῖς εἰς θέσιν νὰ τοὺς έλέγχωμεν. Θὰ τοὺς ἐλέγξη ὁ Θεός.
Ἡμεῖς νὰ κοιτάξωμεν τὴν ψυχοῦλά μας. Εἶνε ἁμαρτία νὰ κρίνομεν τὸν κλῆρον… Αὐτὰ εἶνε ὅ,τι ἐχρειάζοντο οἱ ἅγιοι ἀρχιερεῖς διὰ νὰ ζοῦν καὶ νὰ δροῦν ἀσυδότως.
Τὸ «εἰσπολλάτιον» (=Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!), κατʼ ἀείμνηστον διδάσκαλον τοῦ Γένους Δούκαν, κυριαρχῆσαν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Τουρκοκρατίας, ἐξακολουθεῖ καὶ εἰς τὸν μετὰ ταῦτα ἐλεύθερον βίον τῆς Ἑλλάδος νὰ ψάλλεται, μέχρις ἀηδίας, καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἄφθονος λιβανωτὸς κολακείας καὶ διʼ ἐκείνους ἀκόμη τοὺς ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι διὰ βοῶντα σκάνδαλα θὰ ἔπρεπε νʼ ἀκούουν κραυγὰς ἀποδοκιμασίας καὶ ἀναθέματα.
Διὰ τοῦτον ἔκπληξιν προὐκάλεσεν ἡ συγκέντρωσις πιστοῦ λαοῦ εἰς τὸ κινηματοθέατρον «Ἀκροπὸλ» τὴν 7ην Φεβρουαρίου. Εἶνε ἡ πρώτη φορὰ εἰς τὴν νεωτέραν ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς ἔκαμε τόσον ζωηρῶς τὴν ἐμφάνισίν του καὶ ὕψωσε φωνὴν διαμαρτυρίας διὰ τὴν ἀθλίαν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῶν ἡμερῶν μας.
Πρώτην φορὰν πιστοὶ ἀπέβαλον τὴν φοβίαν, μήπως λέγοντές τι κατὰ τῶν σκανδαλοποιῶν ἐκπροσώπων τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζωραίου ἁμαρτήσουν θανασίμως καὶ κολάσουν τὴν ψυχήν των, ὡς ἐτρομοκράτουν αὐτοὺς οἱ ἀσυνείδητοι ἐκεῖνοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι, μὴ πιστεύοντες εἰς κόλασιν αἰώνιον, ἐν τούτοις χρησιμοποιοῦν τὴν ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιχειροῦν νʼ ἀφοπλίσουν τοὺς θέλοντας νʼ ἀγωνισθοῦν διὰ τὴν κάθαρσιν καὶ ἀνόρθωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἴπομεν ὅτι δὲν πιστεύουν. Διότι, ἐὰν ἐπίστευον, οὐδέποτε θὰ ἐτόλμων νὰ διαπράξουν τοιαύτην ἀσχημίαν ὁποία εἶνε, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἡ διʼ εὐτελεῖς λόγους ἀπὸ μιᾶς Μητροπόλεως εἰς ἄλλην μεταπήδησις. Τί εἰρωνεία, τί ὑποκρισία, τὶ θεομπαιξία!
Ὁ ἀδίστακτος εἰς τὸ νὰ τολμᾶ τὰς πλέον ἀντικανονικὰς καὶ παρανόμους πράξεις, νὰ ζητῆ νὰ ἐμβάλη φόβον καὶ τρόμον εἰς τὰς ψυχὰς τῶν εὐλαβῶν διὰ νὰ μῆ ὑπερασπίσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια ποὺ αὐτὸς ἀσυστόλως καταπατεῖ!
Νὰ τρέμη ὁ πιστὸς νὰ φωνάξη τὸ «ἀνάξιος» διʼ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς βδελύγματα ἐρημώσεως νὰ σταθοῦν ἐν τοῖς ἱεροῖς θυσιαστηρίοις, καὶ οἱ ἀνάξιοι νὰ μὴ φοβοῦνται καὶ νὰ μὴ τρέμουν ἐγγίζοντες τὰ ἅγια!
Ὄχι, χριστιανέ! Δὲν κολάζεσαι, ἀλλʼ ἁγιάζεσαι. Ἁγιάζεις τὸ στόμα σου, ὅταν φωνάζης δικαίως τὸ «ἀνάξιος», καὶ μὲ τὴν ἁγίαν σου αὐτὴν φωνὴν ζητῆς νʼ ἀπομακρύνης ἐκ τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας τοὺς μισθωτοὺς ποιμένας, τοὺς κλέπτας καὶ ληστάς, τοὺς χριστεμπόρους καὶ θεοκαπήλους, τοὺς βαρεῖς λύκους, οἱ ὁποῖοι ἐνσκήπτουν εἰς τὸ ποίμνιον διὰ νὰ κλέψουν, νὰ θύσουν καὶ νʼ ἀπολέσουν (ἰδὲ Ἰωάν. 10, 10).