Του Παναγιώτη Λιάκου
«Η μια αδικία, η παλιά, γεννά άλλη, καινούργια μες στο σπίτι, όταν έλθη η ωρισμένη ημέρα να γεννήση∙ γεννά τον δαίμονα τον άμαχο, τον απολέμητο, το θράσος το ανίερο της μαύρης Άτης, που μοιάζει με τους γονείς της».
Αισχύλου «Αγαμέμνων», Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, στ. 763-771, Αθήνα: 1975, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 65.
Στον Αγαμέμνονα ο Αισχύλος, με το στόμα του Χορού, εκφράζει αντίθετη άποψη από εκείνη που είχαν οι σύγχρονοί του για τη «γρουσουζιά» που, τάχα, φέρνει η ευτυχία.
Ο ποιητής θεωρεί ότι η αδικία και μάλιστα οι αδικίες οι πολλές, που σωρεύονται πάνω στις ατιμώρητες παλιές, φέρουν την καταστροφή.
Το ένα κακό, επειδή δεν μπορεί να στηριχτεί πάνω σε καλό, θέλει όμοιά του για να υπάρχει και να διαιωνίζεται.
Και όλα μαζί τα κακά κάποια στιγμή λαμβάνουν συντριπτική θεία ανταπόδοση.
Η Τουρκία είναι ένα κράτος- συμμορία, που στήθηκε πάνω στα οστά των γενοκτονημένων λαών, φυλών και εθνοτήτων, οι οποίες κατοικούσαν στις περιοχές που τελικά κυριάρχησε.
Κάθε 19η Μαΐου ο νους ταξιδεύει στα αδέλφια μας από τον Πόντο, που κατεσφάγησαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν, ληστεύτηκαν και ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους για να λατρευτεί με αίμα ο Μολώχ του τουρκισμού.
Ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε τους Έλληνες του Πόντου είναι να μην αλλάξουμε.
Να μη μοιάσουμε με το θηρίο.
Να μην καταντήσουμε όπως μας θέλει το βρόμικο χέρι που τους φόνευσε.
Να διατηρήσουμε τα ζώπυρα της πίστης στον Χριστό και στο έθνος μας.
Να θυμόμαστε πάντα τι υπέστησαν και να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε, με οδηγό τον Θεό, την πρέπουσα λύση στο ελληνικό δράμα.
Ακολουθούν μαρτυρίες Ελλήνων του Πόντου, που βίωσαν την απόλυτη φρίκη στα νύχια των Τούρκων την περίοδο που διεπράχθη η Γενοκτονία σε βάρος τους από τις συμμορίες του δυσώνυμου Κεμάλ
(Οι μαρτυρίες είναι αποσπάσματα από το βιβλίο του Αναστάσιου Λ. Σταμπουλίδη, που τιτλοφορείται «Βατόλακκος: Οι ρίζες μας», εκδόσεις Ινφογνώμων, σ. 102-104).
Μαρτυρία των Παρασκευά και Αβραάμ Νερκίζογλου (πατέρας και γιος):
Οι Τούρκοι έμασαν τον κόσμο στη μέση του χωριού.
Τους άντρες τους τουφέκισαν, ενώ τους μεγαλύτερους σε ηλικία, άνδρες και γυναίκες, τους έκλεισαν στην εκκλησία, στα σπίτια και στους αχυρώνες και τους έκαψαν.
Πελώριες φλόγες υψώθηκαν και έκαψαν τους χωριανούς μου.
Μέσα σ’ αυτούς ήταν και οι δικοί μου, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η γυναίκα μου και οι συγγενείς μου.
Ούτε ένα δάκρυ δεν μπόρεσα να βγάλω.
Αισθάνθηκα τον εαυτό μου ανήμπορο να κάνω κάτι.
Έμασαν μετά τα παιδιά, ανάμεσά τους και δύο δικά μου, και τα έρριξαν ζωντανά στα πηγάδια.
Σαν γέμισαν τα πηγάδια, έρριξαν πάνω πέτρες. Τις κοπέλλες και τις νεαρές γυναίκες, αφού τις βίασαν, τις οδήγησαν στο ποτάμι.
Ήταν ένας γκρεμός και το ποτάμι κάτω σχημάτιζε λίμνη.
«Μας έβαλαν στη σειρά σαν αρνιά» μας διηγείται η Ευμορφία.
«Μία μία περνούσαμε μπροστά από έναν Τούρκο, γονατίζαμε, και εκείνος χτυπούσε με το σπαθί του κάθετα τον λαιμό.
Ένας άλλος δίπλα του με μια κλωτσιά έσπρωχνε το κουφάρι στο ποτάμι, που έπεφτε με πάταγο στο νερό.
Κλαίγαμε, σπαρταρούσαμε και πολλές λιποθυμούσαν.
Οι Τούρκοι χαχάνιζαν.
Δεν έδειξαν τον παραμικρό οίκτο.
Κλείναμε τα μάτια μας και θρηνούσαμε.
Οι άλλοι Τούρκοι είχαν στηθεί στο χείλος του γκρεμού και πυροβολούσαν όποια έβλεπαν ζωντανή να κολυμπάει.
Όταν ήρθε η σειρά μου, τους παρακάλεσα, τους ικέτεψα!
Δεν γονάτισα, όπως οι άλλες.
Πετάχτηκα όρθια και έκανα προσπάθεια να σωθώ.
Αισθάνθηκα τότε κάτι στην κοιλιά μου, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν πόνεσα.
Με κλότσησε ο διπλανός Τούρκος και βρέθηκα στο νερό.
Όταν συνήλθα από το πέσιμο, είδα τα έντερά μου έξω. Τα περιμάζεψα και ακολούθησα το ρεύμα του ποταμού κάνοντας την πεθαμένη.
Έπεφταν δίπλα μου τα κορμιά των γυναικών.
Οι Τούρκοι συνέχισαν να πυροβολούν.
Πέφτανε γύρω μου οι σφαίρες.
Δεν με πέτυχε καμμία.
Ευτυχώς, κοντά στην ατυχία μου στάθηκα τυχερή.
Πλησίασα στην όχθη και με το άλλο χέρι πιάστηκα από έναν θάμνο.
Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, βγήκα και πήρα τον δρόμο για το χωριό Ταζλού.
Εκεί με περιποιήθηκαν οι γυναίκες από το Χερίζ Νταγ.
Πρόσεξαν το τραύμα μου και από την άλλη μέρα με τάϊζαν με χλιαρό χυλό από αλεύρι».
Η γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Σάββα Τσακουρίδη από το Χατζήμπεη.
Με την Ανταλλαγή ήρθε στην Ελλάδα.