.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὁ ἅγιος Κοσμας ο Αιτωλος και οι γυναικες (Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρίνης, Πρεσπων & Εορδαιας Αυγουστινου Καντιωτη)


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2628

Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρίνης, Πρεσπων & Εορδαιας Αυγουστινου Καντιωτη

Ὁ ἅγιος και οι γυναικες

Ἂς εἶνε, ἀγαπητοί μου, εὐλογημένο καὶ δε­δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἑορτάσουμε καὶ πα­νηγυρίσουμε πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸν ἰσαπόστολο καὶ ἐθναπόστολο. Πέρυσι μιλήσαμε μὲ θέμα «Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὡς ἱεροκήρυκας». Ἐφέτος θὰ πάρω μία μόνο πλευρὰ τῆς διδασκαλίας του· τὸ θέμα μου εἶνε «Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ οἱ γυναῖκες».
–«Ὁ Κοσμᾶς καὶ οἱ γυναῖκες»; Περίεργο, θὰ πῆ­τε. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἦταν ἔγγαμος· ἦταν ἀ­σκητής, αὐστηρὸς μάλιστα. Ἀ­πὸ νέος στὸ Ἅγιο Ὄρος ἔζησε σκληρά· νήστευε, προσ­ευχόταν, τὸ κομ­πο­σχοίνι δὲν ἔ­φευγε ἀπ᾽ τὸ χέρι του ὅπως τὸν δείχνει ἡ εἰκόνα. Μακριὰ ἀπὸ κόσμο, γυναῖ­κες, θέλγητρα τῆς ζωῆς.
Ναί. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἔμενε στὸ Ἅγιο Ὄρος ἄκουσε φω­νὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε· Βγὲς ἔξω, πήγαινε νὰ κηρύ­ξῃς… Ἔτσι βρέθηκε στὸν κόσμο, ὅπου οἱ μισοὶ εἶνε ἄντρες καὶ οἱ μισὲς γυναῖ­κες· ἦταν λοι­πὸν ὑ­ποχρεωμένος νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους.
Ποιές τώρα ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Κο­σμᾶ γιὰ τὶς γυναῖκες; Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἀ­σκη­τὴς αὐτὸς ἦταν μισογύνης, ὅτι ἀποστρε­φόταν τὶς γυναῖκες. Ὄχι. Μολονότι ἔζησε ἀ­μόλυντη παρ­θενικὴ ζωή, ἐν τούτοις εἶχε μεγά­λη καρδιά, πλατειὰ σὰν τὸν οὐρανό· χωροῦ­σε ὅλο τὸν κόσμο, ἄντρες γυναῖκες παιδιά. Ὡς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Ἐσταυρωμέ­νου, δὲν ἦταν δυνατὸν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες νὰ ἔχῃ ἄλλη γνώμη ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὶς πιστὲς γυναῖκες καὶ γύρω του ὑπῆρχε ὁ κύκλος τῶν μυροφόρων ποὺ ἔ­μειναν μέχρι τέλους ἀφωσιωμένες σ᾽ αὐτόν, ἔ­τσι κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀγαποῦσε τὶς εὐσεβεῖς γυναῖ­κες καὶ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὲς στὶς διδαχές του.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα ἡ γυναίκα ἦταν σκλάβα τοῦ ἀντρὸς ἰδίως στὰ ὀρεινά. Ξυπνοῦσε νωρίτερα ἀπ᾽ ὅλους, φρόν­­τι­ζε τὰ μικρά, θήλαζε τὸ βρέφος, πε­ριποιόταν τὸ σύζυγο· ἔβγαινε στὸ χωράφι, ἔ­σκαβε, θέριζε, ἔκανε ὅποια ἄλ­λη ἀγροτικὴ ἐργασία· γύριζε μετὰ στὸ σπίτι, μαγείρευε, καθάριζε, ἔ­πλενε. Ὁ ἄντρας, συχνὰ σκλη­ρός, τὴν τυραννοῦ­­σε. (Μήπως καὶ μέχρι σήμερα σὲ μερικὰ βλαχοχώρια δὲν γίνεται τὸ ἴδιο; Στὰ χρόνια ποὺ ἤμουν ἱεροκήρυκας τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου· τὴ γυναῖ­κα στὸ βουνὸ νὰ κόβῃ κλαδιὰ νὰ κάνῃ καλύβα κι ὁ ἄντρας, ξαπλωμένος κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο μὲ τὸ τσιμ­πούκι του, νὰ μὴ τὴν βοηθάῃ καθόλου· τὸν εἴ­­δαμε καὶ σὰν ἀφέντη καβάλλα στὸ ζῷο, κι αὐ­τὴ μὲ τὸ μωρὸ στὸν ὦμο ν᾽ ἀκολουθῇ πεζὴ ­λὲς κ᾽ εἶνε σκλάβα). Τὰ εἶδε αὐτὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, πόνεσε ἡ ψυχή του καὶ στὰ κηρύγματά του ἔλεγε· «Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναῖκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; –Διὰ κατωτέρας» (ἡμ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» ἐκδ. «Σταυρός», Ἀθήνα 201331, Α΄121). –Ὄχι, παιδιά μου, λέει, εἶνε ἁ­μαρτία· ἡ γυναίκα δὲν εἶνε κατώτερη, εἶνε ἴση μὲ τὸν ἄντρα, ἔχει ἴσα δι­καιώματα. «Πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη κα­θὼς καὶ σύ, τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾽ ἐσὲ ὅσον καὶ δι᾽ ἐκείνην, πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεὸν πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη, ἔχετε μίαν πίστιν ἕνα βάπτισμα· δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν» (ἔ.ἀ. Α΄123).
Πῶς τὴν ἔπλασε ὁ Δημιουργός; Πῆρε μία πλευ­ρὰ τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφτειαξε τὴ γυναῖκα. Καὶ ἔ­χει μεγάλη σημασία αὐτὸ καὶ ὡς πραγματικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ὡς ἀλληγορία καὶ συμβολισμός· τὴν ἔπλασε ἀπὸ τὴν πλευρά, κοντὰ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνδρός, γιὰ νὰ εἶνε ἡ σύν­τροφός του σὲ ὅλα, σὲ λύπες καὶ σὲ χαρές (ἔ.ἀ.).
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι ἡ γυναίκα, μολονότι εἶνε ἀδύνατη ὡς ὀστράκινο σκεῦος, ἐν τούτοις στὶς ἀρετὲς μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸν ἄντρα. «Πολλὲς γυναῖκες εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ εἶνε καλύτερες ἀπὸ τοὺς ἄν­δρας· τί σὲ ὠφελεῖ νὰ καυ­χᾶσαι πὼς εἶσαι ἄνδρας καὶ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὴν γυναῖκα καὶ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίεσαι πάντοτε, καὶ ἡ γυ­ναίκα σου πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε;» (ἔ.ἀ. Ε΄195).
Ἐδῶ, λέει ὁ ἅγιος, στὰ μέρη ποὺ γυρίζω, λέ­ω στοὺς ἄντρες, Ὅσοι εἶστε γέροι, περάσα­­τε τὰ 60, μὴν ξυρίζεστε πιά, ν᾽ ἀφήσετε τὰ γένεια· καὶ κανένας ἀπὸ σᾶς δὲν ἀκούει. Οἱ γυναῖκες ὅμως! νά ἡ διαφορά. «Εἶπα ἕνα λόγον διὰ τὰς γυναῖκας καὶ σκέπτονται νὰ ῥίψουν τὰ περιττὰ σκουλαρίκια δα­κτυ­λίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς· βλέπω ὁποὺ τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε» (ἔ.ἀ. Α΄121). Κάποιος δὲ νεώτερος συγγρα­φεὺς λέει· Ἂς εἶνε «αἰωνία ἡ μνήμη τῶν γυναικῶν τῆς Ἠπείρου, αἱ ὁποῖαι ἔκτισαν 210 Ἑλληνικὰ σχολεῖα μὲ τὴν ἀξίαν τῶν κοσμημάτων καὶ ἐπροίκισαν αὐτὰ μὲ τὸ περίσσευμα αὐτῶν, σῳζόμενα ἕως τὴν σήμερον. Αἰ­ω­νία ἡ μνήμη χιλιάκις» (ἔ.ἀ. σ. 44.· Ζώτου – Μολοττοῦ, Λεξικὸν ἁγίων Πάντων, σ. 620).
Τέτοια ἔλεγε καὶ ἐπαινοῦσε τὴν ἀρετὴ τῶν γυναικῶν. Προέβαλλε στὸ ἀκροατήριό του ὑ­πέροχα παραδείγματα γυναικείας ἀρετῆς. Ἰ­δι­αιτέρως τιμοῦσε τὴν μεγαλομάρτυρα ἁγία Παρασκευή (βλ. ἔ.ἀ. Β΄138-40), ποὺ ἐνσαρκώνει τόσο τὸ μοναχικὸ ὅσο καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἰδε­ῶ­δες.
Κι ὅταν ἔφτανε νὰ μιλήσῃ γιὰ τὴν Παναγία (βλ. ἔ.ἀ. Ε΄200· Ζ΄221) δάκρυζε. Ἐ­ξηγοῦσε τὸ ὄνομά της· «Μαρία (ἡ Θεοτόκος) θέλει νὰ εἰπῇ κυρία, ὡσ­ὰν ὁποὺ ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πά­σης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρα­κα­λῇ διὰ τὰς ἁ­μαρτίας μας» (βλ. ἔ.ἀ. Ζ΄222). Αἰσθανόταν ἰ­διαίτερη ἀ­γάπη στὴν Παναγία. Καὶ πρὶν νὰ τὸν ἀ­παγχονίσουν προσευχόταν· Παναγία Δέσποι­να, παρακάλει ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ… Ὅπως ἀ­μέτρητα εἶνε τ᾽ ἀστέρια στὸν οὐρανό, ἔτσι εἶ­νε καὶ οἱ γυναῖκες. Χιλιάδες ἀστέρια ἔχει ὁ γυ­ναικεῖ­ος κόσμος. Ἀλλ᾽ ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ ἀ­στέρι πρώτου μεγέθους εἶνε ἡ Παναγία μας.
Τ᾽ ἀκοῦτε αὐτὰ εὐχαρίστως, οἱ γυναῖ­κες· οἱ ἔπαι­νοι εἶνε δεκτοί. Ἀκοῦστε ὅμως τώρα καὶ τὸν ἔλεγ­χο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Διότι, ὅπως ὑπάρχουν γυναῖ­κες καλές, ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες κακὲς καὶ διεστραμμένες. Γι᾽ αὐτὲς μιλοῦσε αὐστηρά. Τί ἔλεγε;
Ἤλεγχε πρῶτα – πρῶτα τὴν ὑπερηφάνεια τῶν γυναικῶν καὶ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς παράδει­γμα. «Ἕνας ἀ­σκητὴς βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλί του νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν σμίγει εἰς τὸν δρόμον μὲ ἕνα ἄγγελον, μὰ δὲν τὸν ἐγνώρισεν· ἀπαν­τοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο, παρέκει ἕνα βόδι ψόφιο, παρέκει ἕνα σκύλον ψόφιον, καὶ πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε· κον­τὰ ὁποὺ ἤ­θελαν νὰ φθάσουν εἰς τὴν χώραν εὑρίσκουν μίαν κόρην πολὺ ὡραίαν μὲ στολίδια καὶ φορέματα πο­λύτιμα, (καὶ) τότε ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴν μύτην του· ὁ ἀσκητὴς τοῦ λέγει· Τί εἶσαι σύ, ἄγγελος ἄνθρωπος ἢ διάβολος; ἀπαντήσαμεν τὸ ψόφιο ἄ­λογο, ὁμοίως τὸ βόδι καὶ τὸν σκύλον, καὶ δὲν εἶδα νὰ πιάσῃς τὴν μύτη σου, καὶ τώρα ὁποὺ ἀπαν­τήσαμεν τέτοιαν ὡραίαν κόρην ἔπιασες τὴν μύτη σου; τότε φανερώνεται ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει, πὼς κανένα πρᾶγμα δὲν βρωμᾷ τοῦ Θεοῦ περισσότερον ὡσὰν τὴν ὑπερηφάνειαν, καὶ ἔγινεν ἄφαν­τος· εὐθὺς ἐγύρισεν ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔκλαιε παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τὸν φυλάγῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴ τὸν ῥί­ψῃ εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ κολασθῇ» (βλ. ἔ.ἀ. πδ2,275-6). Ἡ ὑπερηφάνεια βρωμάει περισσότερο ἀπὸ τὸν ψόφιο σκύλο, ἄλογο ἢ βόδι. Γυναῖκες, ἔλεγε, φυλαχτῆτε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· δὲν ὑπάρχει χειρότερο πάθος. «Ὅταν ἰδοῦμέν τινα ταπει­νόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾽ ἀ­νοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμέν τινα ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν. Ἂς φύγωμεν λοι­­πὸν τὴν ὑπερηφάνειαν» (ἔ.ἀ. Α΄117). Καὶ πράγματι ἅ­μα δῇς καμμιὰ γυναῖκα ταπεινή, κάτι ἁπλο­ϊ­κὲς γιαγιάδες, γεμίζει ἡ καρδιὰ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀ­γαλλίασι· ἐνῷ κάτι ἄλλες, ποὺ τεντώνονται καὶ καυχῶνται γιὰ διάφορα μάταια πράγματα, εἶνε σὰν μιὰ ἐν­σάρκωσι τοῦ δαιμονικοῦ πνεύμα­τος.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς χτυποῦσε ἀκόμη τὴν πολυτέλεια τῶν γυναικῶν. Ἤθελε ἡ γυναίκα νὰ εἶνε ἁ­πλᾶ ντυμένη· στὴν ἐκκλησία μάλιστα ἐ­πέμενε νὰ ἔχουν τὸ κεφάλι τους πάντα σκεπα­σμένο. «Ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην· μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισσες καὶ πτωχές» (ἔ.ἀ. Η΄265).
Ἡ καλὴ γυναίκα, ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶ­νε εὐ­λογία, ἡ κακιὰ γυναίκα εἶνε κατάρα. Καὶ ἀ­νέφερε ἕνα φοβερὸ παράδειγμα. «Ἂν τύχῃ καὶ περάσῃς ἀπὸ ἕνα σοκάκι καὶ εἰς τὸ ἕνα μέρος εἶνε ἡ γυναίκα καὶ εἰς τὸ ἄλλο εἶνε ὁ διάβολος, νὰ μὴν ἀπεράσῃς ἐκεῖθεν ὁποὺ εἶ­νε ἡ γυναίκα, μόνον ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἶνε ὁ διάβολος, διατὶ κάνεις τὸν σταυ­ρόν σου καὶ φεύγει, μὰ ἡ γυναίκα δὲν φεύγει» (ἔ.ἀ. Ζ΄238).Ἡ κακιά, γυναίκα, χίλιους σταυροὺς νὰ κάνετε, δὲν θὰ φύγῃ, θὰ μείνῃ ἐκεῖ νὰ σᾶς σκανδαλίσῃ καὶ θὰ σᾶς ῥίξῃ στὴν ἁ­μαρτία.

Αὐτὰ λοιπόν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Πέρασαν ἀπὸ τότε κάπου διακόσα χρόνια. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸς σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο καὶ ἄρχιζε πάλι νὰ περιοδεύῃ, πῶς θὰ εὕρισκε τὶς γυναῖκες;
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς δόξα τῷ Θεῷ γυναῖ­κες ἀ­φωσιωμένες στὸ Θεό, ποὺ ὑπηρετοῦν στὰ νοσοκομεῖα τοὺς ἀρρώστους ἢ στὴν ἱεραποστολή· ὑ­πάρχει γυναικεία ἀρετὴ καὶ πίστι στὸ Θεό. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ὁ γυναικεῖος κόσμος, ποὺ ἐξέκλινε καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Νά, ἐδῶ στὴν ἐκ­κλησία λίγες γυναῖκες ἔχουν σκεπάσει τὸ κεφάλι τους μὲ μαντήλι· εἶνε πολὺ καλὴ συνήθεια, τὴν ὁποία συνιστοῦν ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὄχι μό­νο ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος (βλ. Α΄ Κορ. 11,3-6 κ.ἀ.). Μέσα στὴν ἐκκλησία, λένε, ἡ γυναίκα νά ᾽νε καλὰ σκεπασμένη. Δυστυχῶς ὅμως ὄχι μόνο ἔξω ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπικρατεῖ γυμνισμός. Ὁ διάβολος πῆρε ψαλίδι καὶ ἔκοψε μανίκια, ῥοῦχα, μαλλιά· κ᾽ ἔχουν τὸ θράσος ἔτσι νὰ μπαίνουν καὶ στὸ ναό, ξεγυμνωμένες. Φαντάζεστε τί θὰ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅ­ταν θὰ τὶς ἔβλεπε;
Ἅγιε Κοσμᾶ, ποὺ περπάτησες ἀ­νά­μεσά μας κι ἀπὸ ἀγάπη καυτηρί­ασες τὶς ἐκτροπὲς τῶν γυναι­κῶν, βοήθησέ μας νὰ ζήσῃ πάλι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν, νὰ καθαριστῇ ἡ πατρίδα μας ἀπὸ τὰ μιάσματα τῆς διαφθορᾶς· νὰ ζήσουν τ᾽ ἀντρόγυνα ἀγαπημένα καὶ τίμια, νὰ ζήσουν τὰ παιδιά μας ἁγνὰ καὶ οἱ κοπέλ­λες μας σὰν τὰ λουλούδια τῆς ἀνοίξεως. Στεῖ­λε μας, ἅγιε Κοσμᾶ, τὴ χάρι σου νὰ νικήσουμε τὸ κακό.
Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· Ἂν δὲν πίστευα στὸ Θεό, θὰ ἄφηνα τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια γιὰ νὰ γίνω λοῦστρος, νὰ γιαλίζω παπούτσια. Πιστεύω ὅ­μως στὸ Θεό, στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὲ ὅσα εἶπε ὁ ἅ­γι­ος Κοσμᾶς, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζομαι καὶ προσπα­θῶ νὰ γίνῃ ἡ πατρίδα μας ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ, καθαρὴ ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀτιμίες ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπ᾽ ἔξω, μὲ τὶς ἱερὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ὀρθοδοξία της. Προτιμότερο νὰ πεθάνουμε, νὰ μαρτυρήσου­με, παρὰ νὰ ζοῦμε μὲ ἀτιμία, πορνεία καὶ μοιχεία.
Ὁ Θεὸς ἂς εἶνε βοηθὸς σὲ ὅλους μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ ὁμωνύμου χωρίου Γρεβενῶν τὸ Σάββατο 24-8-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-7-2024.