Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2628
Ομιλια του Μητροπολιτου Φλωρίνης, Πρεσπων & Εορδαιας Αυγουστινου Καντιωτη
Ὁ ἅγιος και οι γυναικες
Ἂς εἶνε, ἀγαπητοί μου, εὐλογημένο καὶ δεδοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἑορτάσουμε καὶ πανηγυρίσουμε πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, τὸν ἰσαπόστολο καὶ ἐθναπόστολο. Πέρυσι μιλήσαμε μὲ θέμα «Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὡς ἱεροκήρυκας». Ἐφέτος θὰ πάρω μία μόνο πλευρὰ τῆς διδασκαλίας του· τὸ θέμα μου εἶνε «Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ οἱ γυναῖκες».
–«Ὁ Κοσμᾶς καὶ οἱ γυναῖκες»; Περίεργο, θὰ πῆτε. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἦταν ἔγγαμος· ἦταν ἀσκητής, αὐστηρὸς μάλιστα. Ἀπὸ νέος στὸ Ἅγιο Ὄρος ἔζησε σκληρά· νήστευε, προσευχόταν, τὸ κομποσχοίνι δὲν ἔφευγε ἀπ᾽ τὸ χέρι του ὅπως τὸν δείχνει ἡ εἰκόνα. Μακριὰ ἀπὸ κόσμο, γυναῖκες, θέλγητρα τῆς ζωῆς.
Ναί. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἔμενε στὸ Ἅγιο Ὄρος ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε· Βγὲς ἔξω, πήγαινε νὰ κηρύξῃς… Ἔτσι βρέθηκε στὸν κόσμο, ὅπου οἱ μισοὶ εἶνε ἄντρες καὶ οἱ μισὲς γυναῖκες· ἦταν λοιπὸν ὑποχρεωμένος νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ ὅλους.
Ποιές τώρα ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ γιὰ τὶς γυναῖκες; Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς ἦταν μισογύνης, ὅτι ἀποστρεφόταν τὶς γυναῖκες. Ὄχι. Μολονότι ἔζησε ἀμόλυντη παρθενικὴ ζωή, ἐν τούτοις εἶχε μεγάλη καρδιά, πλατειὰ σὰν τὸν οὐρανό· χωροῦσε ὅλο τὸν κόσμο, ἄντρες γυναῖκες παιδιά. Ὡς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου, δὲν ἦταν δυνατὸν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες νὰ ἔχῃ ἄλλη γνώμη ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τὶς πιστὲς γυναῖκες καὶ γύρω του ὑπῆρχε ὁ κύκλος τῶν μυροφόρων ποὺ ἔμειναν μέχρι τέλους ἀφωσιωμένες σ᾽ αὐτόν, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀγαποῦσε τὶς εὐσεβεῖς γυναῖκες καὶ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὲς στὶς διδαχές του.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα ἡ γυναίκα ἦταν σκλάβα τοῦ ἀντρὸς ἰδίως στὰ ὀρεινά. Ξυπνοῦσε νωρίτερα ἀπ᾽ ὅλους, φρόντιζε τὰ μικρά, θήλαζε τὸ βρέφος, περιποιόταν τὸ σύζυγο· ἔβγαινε στὸ χωράφι, ἔσκαβε, θέριζε, ἔκανε ὅποια ἄλλη ἀγροτικὴ ἐργασία· γύριζε μετὰ στὸ σπίτι, μαγείρευε, καθάριζε, ἔπλενε. Ὁ ἄντρας, συχνὰ σκληρός, τὴν τυραννοῦσε. (Μήπως καὶ μέχρι σήμερα σὲ μερικὰ βλαχοχώρια δὲν γίνεται τὸ ἴδιο; Στὰ χρόνια ποὺ ἤμουν ἱεροκήρυκας τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου· τὴ γυναῖκα στὸ βουνὸ νὰ κόβῃ κλαδιὰ νὰ κάνῃ καλύβα κι ὁ ἄντρας, ξαπλωμένος κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο μὲ τὸ τσιμπούκι του, νὰ μὴ τὴν βοηθάῃ καθόλου· τὸν εἴδαμε καὶ σὰν ἀφέντη καβάλλα στὸ ζῷο, κι αὐτὴ μὲ τὸ μωρὸ στὸν ὦμο ν᾽ ἀκολουθῇ πεζὴ λὲς κ᾽ εἶνε σκλάβα). Τὰ εἶδε αὐτὰ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, πόνεσε ἡ ψυχή του καὶ στὰ κηρύγματά του ἔλεγε· «Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναῖκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; –Διὰ κατωτέρας» (ἡμ. ἔργ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» ἐκδ. «Σταυρός», Ἀθήνα 201331, Α΄121). –Ὄχι, παιδιά μου, λέει, εἶνε ἁμαρτία· ἡ γυναίκα δὲν εἶνε κατώτερη, εἶνε ἴση μὲ τὸν ἄντρα, ἔχει ἴσα δικαιώματα. «Πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ, τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾽ ἐσὲ ὅσον καὶ δι᾽ ἐκείνην, πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεὸν πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη, ἔχετε μίαν πίστιν ἕνα βάπτισμα· δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν» (ἔ.ἀ. Α΄123).
Πῶς τὴν ἔπλασε ὁ Δημιουργός; Πῆρε μία πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφτειαξε τὴ γυναῖκα. Καὶ ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὸ καὶ ὡς πραγματικὸ γεγονὸς ἀλλὰ καὶ ὡς ἀλληγορία καὶ συμβολισμός· τὴν ἔπλασε ἀπὸ τὴν πλευρά, κοντὰ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνδρός, γιὰ νὰ εἶνε ἡ σύντροφός του σὲ ὅλα, σὲ λύπες καὶ σὲ χαρές (ἔ.ἀ.).
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι ἡ γυναίκα, μολονότι εἶνε ἀδύνατη ὡς ὀστράκινο σκεῦος, ἐν τούτοις στὶς ἀρετὲς μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸν ἄντρα. «Πολλὲς γυναῖκες εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον ὁποὺ εἶνε καλύτερες ἀπὸ τοὺς ἄνδρας· τί σὲ ὠφελεῖ νὰ καυχᾶσαι πὼς εἶσαι ἄνδρας καὶ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τὴν γυναῖκα καὶ πηγαίνεις εἰς τὴν κόλασιν καὶ καίεσαι πάντοτε, καὶ ἡ γυναίκα σου πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε;» (ἔ.ἀ. Ε΄195).
Ἐδῶ, λέει ὁ ἅγιος, στὰ μέρη ποὺ γυρίζω, λέω στοὺς ἄντρες, Ὅσοι εἶστε γέροι, περάσατε τὰ 60, μὴν ξυρίζεστε πιά, ν᾽ ἀφήσετε τὰ γένεια· καὶ κανένας ἀπὸ σᾶς δὲν ἀκούει. Οἱ γυναῖκες ὅμως! νά ἡ διαφορά. «Εἶπα ἕνα λόγον διὰ τὰς γυναῖκας καὶ σκέπτονται νὰ ῥίψουν τὰ περιττὰ σκουλαρίκια δακτυλίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς· βλέπω ὁποὺ τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε» (ἔ.ἀ. Α΄121). Κάποιος δὲ νεώτερος συγγραφεὺς λέει· Ἂς εἶνε «αἰωνία ἡ μνήμη τῶν γυναικῶν τῆς Ἠπείρου, αἱ ὁποῖαι ἔκτισαν 210 Ἑλληνικὰ σχολεῖα μὲ τὴν ἀξίαν τῶν κοσμημάτων καὶ ἐπροίκισαν αὐτὰ μὲ τὸ περίσσευμα αὐτῶν, σῳζόμενα ἕως τὴν σήμερον. Αἰωνία ἡ μνήμη χιλιάκις» (ἔ.ἀ. σ. 44.· Ζώτου – Μολοττοῦ, Λεξικὸν ἁγίων Πάντων, σ. 620).
Τέτοια ἔλεγε καὶ ἐπαινοῦσε τὴν ἀρετὴ τῶν γυναικῶν. Προέβαλλε στὸ ἀκροατήριό του ὑπέροχα παραδείγματα γυναικείας ἀρετῆς. Ἰδιαιτέρως τιμοῦσε τὴν μεγαλομάρτυρα ἁγία Παρασκευή (βλ. ἔ.ἀ. Β΄138-40), ποὺ ἐνσαρκώνει τόσο τὸ μοναχικὸ ὅσο καὶ τὸ ἱεραποστολικὸ ἰδεῶδες.
Κι ὅταν ἔφτανε νὰ μιλήσῃ γιὰ τὴν Παναγία (βλ. ἔ.ἀ. Ε΄200· Ζ΄221) δάκρυζε. Ἐξηγοῦσε τὸ ὄνομά της· «Μαρία (ἡ Θεοτόκος) θέλει νὰ εἰπῇ κυρία, ὡσὰν ὁποὺ ἔμελλεν ἡ Θεοτόκος νὰ γίνῃ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως, νὰ παρακαλῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας μας» (βλ. ἔ.ἀ. Ζ΄222). Αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἀγάπη στὴν Παναγία. Καὶ πρὶν νὰ τὸν ἀπαγχονίσουν προσευχόταν· Παναγία Δέσποινα, παρακάλει ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ… Ὅπως ἀμέτρητα εἶνε τ᾽ ἀστέρια στὸν οὐρανό, ἔτσι εἶνε καὶ οἱ γυναῖκες. Χιλιάδες ἀστέρια ἔχει ὁ γυναικεῖος κόσμος. Ἀλλ᾽ ἀνάμεσα σ᾽ αὐτὰ ἀστέρι πρώτου μεγέθους εἶνε ἡ Παναγία μας.
Τ᾽ ἀκοῦτε αὐτὰ εὐχαρίστως, οἱ γυναῖκες· οἱ ἔπαινοι εἶνε δεκτοί. Ἀκοῦστε ὅμως τώρα καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Διότι, ὅπως ὑπάρχουν γυναῖκες καλές, ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες κακὲς καὶ διεστραμμένες. Γι᾽ αὐτὲς μιλοῦσε αὐστηρά. Τί ἔλεγε;
Ἤλεγχε πρῶτα – πρῶτα τὴν ὑπερηφάνεια τῶν γυναικῶν καὶ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς παράδειγμα. «Ἕνας ἀσκητὴς βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κελλί του νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν σμίγει εἰς τὸν δρόμον μὲ ἕνα ἄγγελον, μὰ δὲν τὸν ἐγνώρισεν· ἀπαντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο, παρέκει ἕνα βόδι ψόφιο, παρέκει ἕνα σκύλον ψόφιον, καὶ πιάνει ὁ ἀσκητὴς τὴν μύτην του, ὁ ἄγγελος τίποτε· κοντὰ ὁποὺ ἤθελαν νὰ φθάσουν εἰς τὴν χώραν εὑρίσκουν μίαν κόρην πολὺ ὡραίαν μὲ στολίδια καὶ φορέματα πολύτιμα, (καὶ) τότε ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴν μύτην του· ὁ ἀσκητὴς τοῦ λέγει· Τί εἶσαι σύ, ἄγγελος ἄνθρωπος ἢ διάβολος; ἀπαντήσαμεν τὸ ψόφιο ἄλογο, ὁμοίως τὸ βόδι καὶ τὸν σκύλον, καὶ δὲν εἶδα νὰ πιάσῃς τὴν μύτη σου, καὶ τώρα ὁποὺ ἀπαντήσαμεν τέτοιαν ὡραίαν κόρην ἔπιασες τὴν μύτη σου; τότε φανερώνεται ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει, πὼς κανένα πρᾶγμα δὲν βρωμᾷ τοῦ Θεοῦ περισσότερον ὡσὰν τὴν ὑπερηφάνειαν, καὶ ἔγινεν ἄφαντος· εὐθὺς ἐγύρισεν ὁ ἀσκητὴς εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔκλαιε παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τὸν φυλάγῃ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴ τὸν ῥίψῃ εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ κολασθῇ» (βλ. ἔ.ἀ. πδ2,275-6). Ἡ ὑπερηφάνεια βρωμάει περισσότερο ἀπὸ τὸν ψόφιο σκύλο, ἄλογο ἢ βόδι. Γυναῖκες, ἔλεγε, φυλαχτῆτε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· δὲν ὑπάρχει χειρότερο πάθος. «Ὅταν ἰδοῦμέν τινα ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾽ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμέν τινα ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν. Ἂς φύγωμεν λοιπὸν τὴν ὑπερηφάνειαν» (ἔ.ἀ. Α΄117). Καὶ πράγματι ἅμα δῇς καμμιὰ γυναῖκα ταπεινή, κάτι ἁπλοϊκὲς γιαγιάδες, γεμίζει ἡ καρδιὰ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι· ἐνῷ κάτι ἄλλες, ποὺ τεντώνονται καὶ καυχῶνται γιὰ διάφορα μάταια πράγματα, εἶνε σὰν μιὰ ἐνσάρκωσι τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς χτυποῦσε ἀκόμη τὴν πολυτέλεια τῶν γυναικῶν. Ἤθελε ἡ γυναίκα νὰ εἶνε ἁπλᾶ ντυμένη· στὴν ἐκκλησία μάλιστα ἐπέμενε νὰ ἔχουν τὸ κεφάλι τους πάντα σκεπασμένο. «Ἀφήσατε τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ κάμετε ταπεινοσύνην· μὴ βάνετε εἰς τὴν κεφαλήν σας ἀσήμια καὶ μαλάματα καὶ κόκκινα καὶ κίτρινα μανδήλια, ἀμὴ ἄσπρα μανδήλια καὶ νέες καὶ γερόντισσες, καὶ ἀρχόντισσες καὶ πτωχές» (ἔ.ἀ. Η΄265).
Ἡ καλὴ γυναίκα, ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, εἶνε εὐλογία, ἡ κακιὰ γυναίκα εἶνε κατάρα. Καὶ ἀνέφερε ἕνα φοβερὸ παράδειγμα. «Ἂν τύχῃ καὶ περάσῃς ἀπὸ ἕνα σοκάκι καὶ εἰς τὸ ἕνα μέρος εἶνε ἡ γυναίκα καὶ εἰς τὸ ἄλλο εἶνε ὁ διάβολος, νὰ μὴν ἀπεράσῃς ἐκεῖθεν ὁποὺ εἶνε ἡ γυναίκα, μόνον ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ εἶνε ὁ διάβολος, διατὶ κάνεις τὸν σταυρόν σου καὶ φεύγει, μὰ ἡ γυναίκα δὲν φεύγει» (ἔ.ἀ. Ζ΄238).Ἡ κακιά, γυναίκα, χίλιους σταυροὺς νὰ κάνετε, δὲν θὰ φύγῃ, θὰ μείνῃ ἐκεῖ νὰ σᾶς σκανδαλίσῃ καὶ θὰ σᾶς ῥίξῃ στὴν ἁμαρτία.
Αὐτὰ λοιπόν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Πέρασαν ἀπὸ τότε κάπου διακόσα χρόνια. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸς σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο καὶ ἄρχιζε πάλι νὰ περιοδεύῃ, πῶς θὰ εὕρισκε τὶς γυναῖκες;
Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς δόξα τῷ Θεῷ γυναῖκες ἀφωσιωμένες στὸ Θεό, ποὺ ὑπηρετοῦν στὰ νοσοκομεῖα τοὺς ἀρρώστους ἢ στὴν ἱεραποστολή· ὑπάρχει γυναικεία ἀρετὴ καὶ πίστι στὸ Θεό. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ὁ γυναικεῖος κόσμος, ποὺ ἐξέκλινε καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Νά, ἐδῶ στὴν ἐκκλησία λίγες γυναῖκες ἔχουν σκεπάσει τὸ κεφάλι τους μὲ μαντήλι· εἶνε πολὺ καλὴ συνήθεια, τὴν ὁποία συνιστοῦν ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κορ. 11,3-6 κ.ἀ.). Μέσα στὴν ἐκκλησία, λένε, ἡ γυναίκα νά ᾽νε καλὰ σκεπασμένη. Δυστυχῶς ὅμως ὄχι μόνο ἔξω ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία ἐπικρατεῖ γυμνισμός. Ὁ διάβολος πῆρε ψαλίδι καὶ ἔκοψε μανίκια, ῥοῦχα, μαλλιά· κ᾽ ἔχουν τὸ θράσος ἔτσι νὰ μπαίνουν καὶ στὸ ναό, ξεγυμνωμένες. Φαντάζεστε τί θὰ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅταν θὰ τὶς ἔβλεπε;
Ἅγιε Κοσμᾶ, ποὺ περπάτησες ἀνάμεσά μας κι ἀπὸ ἀγάπη καυτηρίασες τὶς ἐκτροπὲς τῶν γυναικῶν, βοήθησέ μας νὰ ζήσῃ πάλι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν, νὰ καθαριστῇ ἡ πατρίδα μας ἀπὸ τὰ μιάσματα τῆς διαφθορᾶς· νὰ ζήσουν τ᾽ ἀντρόγυνα ἀγαπημένα καὶ τίμια, νὰ ζήσουν τὰ παιδιά μας ἁγνὰ καὶ οἱ κοπέλλες μας σὰν τὰ λουλούδια τῆς ἀνοίξεως. Στεῖλε μας, ἅγιε Κοσμᾶ, τὴ χάρι σου νὰ νικήσουμε τὸ κακό.
Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω· Ἂν δὲν πίστευα στὸ Θεό, θὰ ἄφηνα τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια γιὰ νὰ γίνω λοῦστρος, νὰ γιαλίζω παπούτσια. Πιστεύω ὅμως στὸ Θεό, στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὲ ὅσα εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζομαι καὶ προσπαθῶ νὰ γίνῃ ἡ πατρίδα μας ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ, καθαρὴ ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀτιμίες ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπ᾽ ἔξω, μὲ τὶς ἱερὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ὀρθοδοξία της. Προτιμότερο νὰ πεθάνουμε, νὰ μαρτυρήσουμε, παρὰ νὰ ζοῦμε μὲ ἀτιμία, πορνεία καὶ μοιχεία.
Ὁ Θεὸς ἂς εἶνε βοηθὸς σὲ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ ὁμωνύμου χωρίου Γρεβενῶν τὸ Σάββατο 24-8-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-7-2024.