.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τὸ ἐξοργιστικὸν ἐφεύρημα



ΕΙΝΑΙ μερικά θέματα στό χῶρο τῶν αἱρετικῶν τόσο παράλογα καί διαστροφικά, πού ἕνας ἄνθρωπος μέ κοινό νοῦ δυσκολεύεται νά τά δεχτεῖ. Καί ὅμως γι᾿ αὐτά ἐπιστρατεύονται φημισμένοι θεολόγοι νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ λύκος εἶναι ἀρνί! Γίνονται συνέδρια, γράφονται βιβλία καί συγκαλοῦνται σύνοδοι, γιά νά μιλήσουν καί νά ἀποφασίσουν σχετικά ἤ καλύτερα νά στηρίξουν μέ «θεολογικά» ἐπιχειρήματα αἱρετικές διδασκαλίες. Καί μέσα σέ αὐτή τήν ἄχαρη ματαιοπονία μπαίνουν καί μερικοί ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας, κατά κόσμον σοφοί καί κατά Θεόν ἄσοφοι, καί συνδιαλέγονται πάνω σέ θέματα πού καταφανῶς στηρίζονται σέ αἱρετικά δόγματα.
Ἕνα τέτοιο θέμα εἶναι καί τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, τό ὁποῖο κατά τόν ἀείμνηστο Φώτη Κόντογλου πρόκειται γιά «μωρό καί ἐξοργιστικό ἐφεύρημα, πού εἶναι ἡ κορωνίδα ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀνοησίες πού εἶχε τήν ἀδιαντροπιά νά διακηρύξει ὁ Παπισμός».
Μάλιστα ὁ Κόντογλου παροξυνόταν, γιατί ὁ Πάπας θεωρεῖ, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, ὡς πάτρωνά του, τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σέ πολλά πάθη! Ὁ ἴδιος ὅμως εἶναι ἀλάθητος! Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Κόντογλου: «Λοιπόν, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Πέτρος, τ᾿ ἀφεντικό, ὁ προϊστάμενος τοῦ Πάπα, νά ποῦμε, ἔκανε ὅλο γκάφες, πῶς εἶναι δυνατό ὁ παραγυιός του, ὁ ὑφιστάμενός του, νά εἶναι ἀλάθευτος; Μή χειρότερα! Αὐτός πιά εἶναι ποὺ θά λέγει καί θά κάνει ὁλοένα ἀσυλλόγιστα πράγματα, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶπε “οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ”. Ὄχι ν᾿ ἀνακηρυχθεῖ μοναχός του κι᾿ ἀλάθευτος! Πῶς ἔβγαλε ἀπό τό στόμα του ἕναν τέτοιον λόγο; 
Ἄν δέν ἤτανε ἀφιονισμένοι ἀπό τό παπικό ἀφιόνι (εἶδος ναρκωτικῆς οὐσίας) οἱ γύρω του πού τόν προσκυνοῦνε σάν τόν Βάαλ, θἄπρεπε, μόλις ξεστόμιζε ἕνα τέτοιον ἠλίθιο λόγο, νά τόν κατεβάσουνε ἀμέσως ἀπό τόν θρόνο.
«Ἔ, βρέ ἀνθρωπότητα! Κάθεσαι καί συζητᾶς γιά τέτοιες βλακεῖες. 
Ἔμ οἱ δικοί μας οἱ προκομένοι, πού πᾶνε στόν Πάπα νά τοῦ προσφέρουν γῆν καί ὕδωρ!».
Ὅλα αὐτά βέβαια οἱ δικοί μας οἰκουμενιστές τά ἀγνοοῦν καί μιλοῦν γιά τόν πεφιλημένο ἀδελφό τους, τοῦ ἀποδίδουν σεβασμό καί τοῦ ὑποβάλλουν αἰτήματα πρός ἱκανοποίηση, ἀφοῦ ὡς ἀρχηγός κράτους καί θρησκευτικός ἡγέτης πολλῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ἔχει τήν ἀνάλογη δύναμη! Καί ἄν σκεφτεῖ κανείς ὅτι οἱ ἀποφάσεις τοῦ Πάπα εἶναι ἀλάθητες, τότε ὅλοι πρέπει νά γίνουμε δοῦλοι του!
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πλῆθος ἐγκληματικῶν πράξεων πού διέπραξε ὁ ἀλάθητος Πάπας καί γιά τίς ὁποῖες μέ τρόπο ὑποκριτικό καί ἀπαράδεκτο ζητάει συγγνώμη. Ἀλλά ἀφοῦ εἶναι ἀλάθητος πῶς ἔπεσε σέ τόσα λάθη, ἀλλά καί πῶς μέχρι σήμερα ἐνεργεῖ ὡς ἐγκόσμιος ἄρχοντας, ἀκολουθώντας ἐσφαλμένες ἀποφάσεις;
Ἀλλά δέν ἀξίζει νά ἀσχολεῖται κανείς μέ τόν αἱρετικό Πάπα, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν θά συναισθανθεῖ τά φοβερά λάθη του καί ποτέ δέν θά ἐπιστρέψει στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Μάταια κοπιάζουν οἱ μεγαλόσχημοι τοῦ Φαναρίου καί οἱ σιωπηλοί Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας, εὐτυχῶς ὄχι ὅλοι!

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ορθόδοξος Τύπος, 8/08/2014

Η αλήθεια για τους Λατίνους (Καθολικούς)




Ο Γέρων Ιλαρίων αναφέρει μια συζήτηση, που είχε με έναν λατίνο (καθολικό) μοναχό και με ποιά επιχειρήματα του έδειξε την αλήθεια της ορθοδοξίας.
Σε αντίθεση με τους διαλόγους και τα συνέδρια, η αλήθεια μπορεί να πληροφορήσει τον άνθρωπο με λίγα λόγια και συγκεκριμένα παραδείγματα.


Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ!!!

Επιστολή στηρίξεως σε ευσυνείδητο φοιτητή της Θεολογίας



Ὁ Γέρων Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Σμυρναῖος (1844-1929), ἱδρυτής τῆς εὐαγοῦς Ἀδελφότητος καί τοῦ Ἡσυχαστηρίου τῶν Δανιηλαίων στά Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, ἀποτελεῖ ἐπιφανέστατη ὁσιακή μορφή τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος· ἄλλωστε γι΄ αὐτόν τόν λόγο συμπεριελήφθη στή σειρά τῶν πλέον σημαντικῶν «συγχρόνων ἁγιορειτικῶν μορφῶν» τῶν ἐγκρίτων ἐκδόσεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου τοῦ Ὠρωποῦ Ἀττικῆς [1]. 
Ὁ σοφός ἀσκητής καί ἡσυχαστής διεκρίθη ὡς ἀπλανής καί διακριτικώτατος Γέρων, ἀλλά καί ὡς θεολογικώτατος συγγραφεύς, τό πλεῖστον τῶν συγγραμμάτων τοῦ ὁποίου ἐξέδωσε ἡ Ἀδελφότης τῶν Δανιηλαίων τήν δεκαετία τοῦ 1980 [2]. Μέσα ἀπό τά συγγράμματά του, μελέτες καί ἐπιστολές (καί ἐπιστολιμαῖες πραγματεῖες), ἀναδύεται ἡ ὅλη ἁγιοπνευματική συγκρότηση καί ἀρετή τοῦ Γέροντος Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὅ,τι σημαντικώτερο εἶχε νά παρουσιάσει ἡ ἔρημος τοῦ Ἁγίου Ὄρους στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μεταξύ τῶν θεοφόρων καί θεολόγων Μοναχῶν. 

Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἱεραποστολική, θεολογική χροιά τοῦ ἔργου τοῦ Γέροντος Δανιήλ ἐπισημαίνοντας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Α΄, τοῦ ἔγραψε ἐπί τῇ ἐκδόσει τῆς «Κατά Χιλιαστῶν» μελέτης του: «Χαίρομεν δέ ὅτι ἡ Ὑμετέρα Ὁσιότης τοῦ ἀληθοῦς καταστοχαζομένη σκοποῦ, καίτοι τά ὄρη καταλαβοῦσα καί μακράν τοῦ κόσμου τόν τῆς κατά Χριστόν ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς διανύων δόλιχον {=τό στάδιον}, ὅμως περί πολλοῦ ποιεῖται τήν εὐσέβειαν, καί τοῦ ὀρθοῦ ὑπεραμύνεται φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας, τό κατά δύναμιν τῇ Χριστιανικῇ κοινωνίᾳ χρήσιμος φαινομένη» [3]. 
Ὁ Γέρων Δανιήλ, συνεδέετο πνευματικῶς μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο [4], μέ τόν ὅσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβᾶκο [5], τή Γερόντισσα Θεοδοσία, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κεχροβουνίου τῆς Τήνου [6], μέ τόν λογοτέχνη Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη (ἀργότερα Μοναχό Ἀνδρόνικο), τόν ὁποῖον ὁ π. Δανιήλ βοήθησε στόν μοναχικό του προσανατολισμό [7] καί μέ πολλές ἄλλες πνευματικές μορφές τῆς ἐποχῆς του. 
Ὁ Γέρων Εὐλόγιος Κουρίλας ὁ Λαυριώτης (1880-1961), μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσᾶς (1937-1939) καί Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (1942-1949), στή συλλυπητήρια ἐπιστολή του (22 Σεπτεμβρίου 1929) πρός τούς Δανιηλαίους γιά τήν ἐκδημία τοῦ Γέροντος Δανιήλ, ἔγραφε μεταξύ ἄλλων: «Ὁ θάνατος αὐτοῦ ἀφίησιν ἀνεκπλήρωτον κενόν εἰς τήν σύστασιν τοῦ συγχρόνου ἀσκητισμοῦ. Δέν βλέπω ἐκεῖ πέριξ ἄλλον Δανιήλ καί τοῦτο μέ τρομάζει! Πάντες διασχίζοντες τά ἀπρόσιτα ἐκεῖνα μέρη εὕρισκον ὄασιν ἐν τοῖς Κατουνακίοις καί ᾐσθάνοντο ἀνακούφισιν τῶν κόπων ἐκ τῆς μετ’ αὐτοῦ συναναστροφῆς, τώρα ἀπωλέσαμεν καί τήν παρηγορίαν ταύτην!»[8]. 
Ἡ φωνή τῆς θεολογίας τοῦ «ποιήσαντος καί διδάξαντος» Γέροντος Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπισε τά νέα ρεύματα σκέψεως καί πνευματικότητος ἤδη ἀπό τήν ἐμφάνισή τους στά τέλη τοῦ 19ου καί ἀρχές 20οῦ αἰῶνος, ἔχει ἰδιαίτερη ἀπήχηση σήμερα καί κατευθύνει πρός τήν πάντοτε ἀσφαλῆ συμπόρευση «σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις». 
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπισήμανση καί προειδοποίηση τοῦ Γέροντος Δανιήλ, αὐτονόητη γιά ὅσους Ὀρθοδόξους γνωρίζουν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀλλά πολύ χρήσιμη στόν εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό χῶρο: «Πρέπει ὁ Χριστιανός νά μή δίδῃ τήν ἐλαχίστην ἀκρόασιν εἰς ἐκείνους τούς λυμεῶνας {=καταστροφεῖς}, κἄν Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς ὦσι, κἄν διδάσκαλοι καί πνευματικοί, οἵτινες παρενείρουσι {=εἰσάγουν πλαγίως} καί διδάσκουσι διά τῶν φαινομένων σοφιστειῶν τά ἐναντία τῶν Ὀρθοδόξων νοημάτων καί ἱερῶν παραδόσεων, ἀλλά νά ἐμμένῃ στερρά εἰς ὅσα παρέλαβε παρά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» [9]. 
Τό αὐθεντικό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς ἕπεται τῆς ἀμέσως ἀκολουθούσης μεταφράσεως, καί προέρχεται ἀπό τό βιβλίο-συλλογή τοῦ Γέροντος Δανιήλ «Πατρικαί Διδαχαί» [10]. Ἀπευθύνεται στόν ἱεροσπουδαστή Γεώργιο Παπαγεωργιάδη (1881-1958), φοιτητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ἀργότερα διακεκριμένο Ἱεροκήρυκα καί συγγραφέα καί Μητροπολίτη Νευροκοπίου (1942-1945) [11]. Ὁ Γέρων Δανιήλ τονίζει στόν νέο θεολόγο φοιτητή τό ὕψος τοῦ λειτουργήματος τῆς Θεολογίας, τήν ἀνάγκη ὑψηλῆς πνευματικῆς βιοτῆς καί ἐμμονῆς στίς ἱερές Παραδόσεις, ἀλλά καί τήν δέουσα περιφρόνηση πρός τίς ἀντιδράσεις τῶν νεωτεριστῶν μέ τήν βοήθεια τῆς εἰς Χριστόν Πίστεως.


Ἐπιστολή πρός τόν φοιτητή Γεώργιο Παπαγεωργιάδη· 
γιά τό πῶς νά εἶναι ὁ ἀληθής θεολόγος

Στόν ἀγαπητό μου κ. Γεώργιο, εὔχομαι ἀπό ψυχῆς 
Ἀφοῦ διεξῆλθα μέ ζωηρό ἐνδιαφέρον καί ἄπλετη πνευματική θυμηδία τό γενικό περιεχόμενο τῆς τελευταίας σου ἐπιστολῆς, πού εὑρίσκεται στά χέρια μου, καί ἀφοῦ διεπίστωσα τίς ἀγαθές σκέψεις καί τούς διαλογισμούς σου, πλήρεις συνέσεως καί εὐλαβείας, ἐπήνεσα πάρα πολύ τήν σύνεσή σου, καταβρέχοντας τήν ἐπιστολή σου μέ πατρικά δάκρυα. 
Ἐπαινῶ, καθώς ἀξίζει, τόν χριστιανικό καί εὐαγγελικό ζῆλό σου καί τήν ἐπαγρύπνηση τήν ὁποίαν ἔχεις γιά τόν μελλοντικό σου βίο, περί τοῦ ὁποίου εὔχομαι καί πάντοτε θά εὔχομαι, ἄν καί ἀνάξιος, νά ἀποβῆ ἀποδοτικός καί σωτήριος. 
Ἔχεις δίκιο, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, νά λυπεῖσαι πολύ, βλέποντας τή γενική ψυχρότητα καί ἀδιαφορία πού ἔχουν οἱ περισσότεροι Ἱεροσπουδαστές, διότι δέν ἀντιλαμβάνονται τό ὕψος τῆς ἀποστολῆς τους, τῆς ὁποίας ὁ σκοπός ὡς ἐπί τό πλεῖστον παραμορφώθηκε. Καί, ἐνῷ κατά κοινή ὁμολογία, ὅλες οἱ προσπάθειες τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας συμφωνοῦν πρός αὐτό καί τό κηρύττουν, ὅτι δηλαδή οἱ ἀπόφοιτοι Ἱεροσπουδαστές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς πρέπει νά ἐργασθοῦν ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀναφανοῦν καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα γνήσιοι ἀκόλουθοι πάνω στά ἴχνη τῶν διασήμων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἀπ’ ἐναντίας βλέπουμε μέ λύπη ὅτι παραβλέπεται ὁ κύριος σκοπός τοῦ προαναφερθέντος προορισμοῦ καί ἀντί γιά τό κέρδος τῶν καρπῶν τό ὁποῖο προσδοκοῦμε, συναντᾶμε ὅλα τά ἀντίθετα. 
Ἐάν μέ πολλή προσοχή καί διεισδυτική ἔρευνα ἐξετάσουμε ποῦ στηρίζεται ὁ κλάδος τῆς Θεολογίας καί πῶς πρέπει νά καταγίνεται μέ αὐτόν ἐκεῖνος πού πρόκειται νά θεολογήσει, θά δοῦμε μέ δέος καί, ταυτόχρονα, μέ ἔκπληξη ὅτι ὁ κλάδος αὐτός δέν στηρίζεται σέ κάποια ἁπλῆ φυσική ἐπιστήμη ἤ τέχνη, ἀλλά σέ κάποιο ἄλλο ἀντικείμενο [ἐρεύνης], τό ὁποῖο δωρίζεται μόνον σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν τήν ἐνάρετη βιοτή καί σήκωσαν μέ μέγιστη αὐταπάρνηση τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, γινόμενοι τύπος καί ὑπογραμμός γιά τούς λοιπούς Χριστιανούς καί τούς νεοφωτίστους. Ὄντας δέ τέτοιοι, ὀφείλουν νά ἐκριζώνουν ἀπό τόν ἑαυτό τους κάθε φιληδονία καί ἰδιοτέλεια καί νά ἐξασκοῦν κάθε εἶδος ἀρετῆς, ὥστε νά γίνουν ὄντως ἐκλεκτά σκεύη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί νά ἀναφανοῦν εὐαγγελικοί φωστῆρες στόν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. 
Χωρίς τά πλεονεκτήματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους, εἶναι ἀδύνατον αὐτός πού θεολογεῖ νά ἐπιτύχει στήν ἀποστολή του καί νά μυηθεῖ στήν κατανόηση ὅσων διδάσκει. 
Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς ἀπέστειλε τούς Μαθητές Του στό θεῖο κήρυγμα καί Τούς ἐμπιστεύθηκε τήν ἀποστολή τους ὡς Θεολόγων, Τούς ἐπεσήμανε ρητῶς τά ἑξῆς: «Ἔτσι νά λάμψει τό φῶς σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δοῦν τά καλά σας ἔργα ...» [12]. Εἶδες, ἀγαπητέ μου, «τά καλά ἔργα», λέγει. Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο διακήρυξε: «Αὐτός πού μέ ἀγαπᾷ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου καί σέ αὐτόν θά ἐμφανίσω τόν Ἑαυτόν μου» [13]. Συνεπῶς, δίχως τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός δέν μᾶς ἐμφανίζεται, καί καθώς δέν μᾶς ἐμφανίζεται, εἶναι ἀδύνατον νά θεολογήσει ἐπαξίως ἐκεῖνος πού θεολογεῖ, ἀκόμη κι ἄν εἶναι μύριες φορές σοφός. 
Μέ ἕνα λόγο, αὐτός πού προτίμησε τήν ἐκμάθηση τῆς Θεολογίας, ὀφείλει ἀπό καθῆκον νά ἐξασκεῖ τήν ὁδό τῆς ἀρετῆς, τήν ὁποίαν μελλοντικῶς θά διδάξει, καί νά ἀσκεῖ χωρίς παρέκκλιση τό ὑψηλό του ἐπάγγελμα, δίχως νά ἀποβλέπει οὔτε στήν ἐπίτευξη τῆς κούφιας ἀσήμαντης δόξας, οὔτε σέ κάποια κερδοσκοπικά μέσα, οὔτε στόν κορεσμό καί τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν· καί τότε θά δεῖ τούς ἀειθαλεῖς καρπούς τού κηρύγματός του νά ὑπερπληθύνονται. Αὐτή τήν ταπεινή μου ἀντίληψη ἐπικυρώνει ἐπιπροσθέτως, ἄν δέν ἀπατῶμαι, ὄχι μόνον ἡ φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία καταδεικνύεται ἀπό τήν ἱστορική βιογραφία τῶν φωστήρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. 
Ὅσον ἀφορᾷ δέ σέ κάποιους, ὀλιγάριθμους, οἱ ὁποῖοι πολιτεύονται εὐσυνειδήτως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέν τήν διάθεση νά ἐργασθοῦν ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λέγετε, ἀλλά, προσέχοντας τήν σημαντική ἀντίδραση ὅσων φρονοῦν ἀντίθετα, φοβοῦνται καί τρόπον τινά ἀπορρίπτουν τήν ἔναρξη τοῦ καλοῦ, φοβούμενοι καί ὑπολογίζοντας τήν πιθανότατη ἀσυμφωνία, δέ πρέπει γι΄ αὐτό νά δυσανασχετεῖτε καί νά λυγίζετε, διότι ὁ Πανάγαθος Θεός μέσῳ ὀλιγαρίθμων δούλων Του ἐκπληρώνει τίς ἀποφάσεις Του. 
Ἐάν, ἀγαπητέ μου, ἡ δομή τῆς Ἐκκλησίας ἦταν, ὅπως ἤδη εἴπαμε, φυσική καί ἐκυβερνᾶτο μέ φυσικές ἐπινοήσεις, τότε θά εἴχατε μέγα δίκιο νά στενοχωρεῖσθε καί νά διακατέχεσθε ἀπό ἀμηχανία καί λύπη. Ἀλλά ἐμεῖς βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ οὔτε στερεώθηκε ἀπό τά πολλά καί ἰσχυρά μέσα, οὔτε πτοήθηκε ἤ νικήθηκε ἀπό τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀντιθέτων. 
Ποιός ἀπό τούς πιστούς καί εὐσεβεῖς ὑπηρέτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ Πίστη Του μέ παράδοξο τρόπο οἰκοδομήθηκε καί στερεώθηκε ἀπό δώδεκα ἀγράμματους, ἄοπλους, ἀπροστάτευτους, ἀδύνατους καί ἄπορους Ἀποστόλους καί Μαθητές; Αὐτοί ὄντας ἔτσι, μέ ποιά ὅπλα καί ἰσχυρά μέσα καί φυσικές δυνάμεις ἤ χρηματικούς πόρους νίκησαν ἰσχυρούς βασιλεῖς καί ἀτίθασους σατράπες καί ἐπέστρεψαν στή θεογνωσία ἀπειράριθμα ἔθνη; 
Ὅταν ὁ Προφήτης Δανιήλ σπούδαζε μαζί μέ τούς λοιπούς ὑποτρόφους τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος, γιατί, ἐνῷ ὑπαγόταν στήν ἴδια μέ τούς συσπουδαστές του φιλοσοφική παιδεία, ἔγινε ὅμως σοφότερος ἀπό αὐτούς καί ἐπέλυσε τά δυσνόητα ὄνειρα τοῦ βασιλέως, τά ὁποῖα ἐκεῖνοι ἀγνοοῦσαν; Γιατί ἐπακολούθησε σέ αὐτόν ἡ τόσο πολλή δόξα; Τό γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι τοῦ προσετέθη, ὡς συνέπεια τῆς θεοσεβείας του καί τῆς ἐνάρετης πολιτείας του. 
Ἐπίσης, καί ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος: μήπως καί αὐτοί φοιτώντας στή Σχολή καί σπουδάζοντας μαζί μέ ἀσεβεῖς δέν ἄκουγαν κάθε μέρα πάρα πολλά ἀσεβῆ καί παράνομα καί, τό χειρότερο, ὅτι καί οἱ διδάσκαλοί τους ἦταν εἰδωλολάτρες καί ἐπικούρειοι φιλόσοφοι; Ὅμως, ἀποβλέποντες στήν ὠφελιμότητα τῆς ἀληθοῦς χριστιανικῆς φιλοσοφίας καί διατηρώντας στενῶς τίς πατρικές παραδόσεις, ἔγιναν οἰκουμενικοί κήρυκες καί ἐγκωμιάζονται τώρα ἤδη ἀπό ὅλους ὑπερβολικῶς. 
Αὐτά ἔχοντας ὑπ΄ ὄψιν, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, καί αὐτούς μιμούμενος σέ ὅλα, τρέχε τόν προκείμενον ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ὅλη ἡ στόχευσή σου νά εἶναι πῶς νά γίνεις εὐάρεστος στόν Θεό, καί νά ἀποκτήσεις μέσῳ τῆς εὐσυνειδησίας τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἐν συνεχείᾳ θά παρουσιασθοῦν τά ἀγαθά πού ἀκολουθοῦν, χωρίς ἐμεῖς νά γνωρίζουμε τό πῶς. 
Καί ἀπό τώρα, ὅσο τό δυνατόν, νά δεικνύεις στερεή πίστη σέ ὅσα θέσπισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε μέσῳ τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων καί παραδόσεων, εἴτε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, μή παραδεχόμενος καθόλου τίς καινοτόμες θεωρίες τῶν νεωτέρων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἀποχαιρέτισαν ἤδη ἀπό πολλοῦ καί τήν συνείδηση καί τήν πρός Θεόν ἀγάπη, διδάσκουν καινούργια δόγματα, σύμφωνα μέ τήν ἀρέσκειά τους, καί ἀντί νά στηρίξουν τούς πιστούς στήν εὐσέβεια, γίνονται ἀνατροπεῖς τοῦ θείου κηρύγματος καί τῆς εὐσεβείας. 
Νά συνεχίζεις μέ προθυμία τίς σπουδές σου, ἀποταμιεύοντας μέσα σου κάθε τι χρήσιμο καί ὠφέλιμο, ἀλλά τά ἔξωθεν εἰσαγόμενα φρονήματα νά τά ἀποφεύγεις ὡς θανατηφόρο δηλητήριο. 
Πρόσεχε βέβαια πάρα πολύ ἀπό τίς διαμάχες καί τίς φιλονεικίες ὅσων ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα, διότι αὐτῶν χαρακτηριστικό εἶναι τό νά στηρίζουν τήν ἐσφαλμένη τους δοξασία πάνω σέ γελοῖα καί σοφιστικά ἐπιχειρήματα. Αὐτούς, σύμφωνα μέ τόν θεοκήρυκα Παῦλον, «μετά ἀπό πρώτη καί δευτέρα νουθεσία» [14]ἀπόφυγέ τους. 
Γιά νά φανερωθεῖς δέ ὡς γνήσιος ἀπόγονος καί ὀπαδός τῶν Μεγάλων Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλεις καθημερινῶς νά διέρχεσαι μόνος σου καί τά ἱερά συγγράμματα καί τίς ἠθικές διδασκαλίες τους, ἀλλά καί τίς ἑρμηνεῖες τους, τά ὁποῖα θά ἀναζωπυρώσουν τήν αἴσθησή σου καί θά σέ ἀναγάγουν σέ ὑψηλότερη σφαῖρα διανοητικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία ἔρχεται καί προστίθεται στόν πιστό καί φιλόθεο ἄνθρωπο, ἀρρήτως καί μέ τρόπο ὑπέρλογο. 
Ὁ πνευματικός σου Πατήρ
Δανιήλ Μοναχός Κατουνακιώτης
Στά Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους τήν 23η Φεβρουαρίου 1902

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[1] Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, Σύγχρονες Ἁγιορείτικες Μορφές 4, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1979 [2α ἔκδοσις]. 
[2] Ἀγγελικός Βίος (1981), Μοναχικά Ἐντρυφήματα (1982), Πατρικαί Διδαχαί (1983), Κατά αἱρετικῶν δοξασιῶν Ἀποστόλου Μακράκη (1984), Ἐξ ἐρήμου Διατυπώσεις(1985), κ.ἄ. 
[3] Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 95. 
[4] Περί τῆς ἀλληλογραφίας τους βλ. ΠΡΩΤΟΠΡ. Θ. ΖΗΣΗ, Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς Διδάσκαλος, Φίλη Ὀρθοδοξία 3, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2000. Τέσσερις ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πρός τόν Γέροντα Δανιήλ (1903, 1908, 1913, 1915) ἔχουν δημοσιευθεί ἐνωρίτερα ἐν ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ,Ἀγγελικός Βίος, ἐκδ. Μοναστικῆς Ἀδελφότητος Δανιηλαίων, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 177-183. Βλ. καί τόν σχολιασμό τους, αὐτόθι, σελ. 83-88. 
[5] Βλ. λ.χ. τήν τοῦ 1913, Ἐπιστολή πρός Γέρ. Φιλόθεον Ζερβᾶκον· περί τοῦ πῶς νά εἶναι ὁ πνευματικός, ἐν ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ, Τόμ. Γ΄- Πατρικαί Διδαχαί, ἐκδ. Μον. Ἀδελφότητος Δανιηλαίων, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1989 [2α ἔκδοσις], σελ. 84-90
[6] Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72-77.
[7] Αὐτόθι, σελ. 77-82.
[8] ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ, Τόμ. Γ΄- Πατρικαί Διδαχαί, ἔνθ’ ἀνωτ, σελ. 18. Περί τοῦ Μητροπολίτου Εὐλογίου, βλέπε ΝΙΚ. Λ. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Εὐλόγιος. Ὁ Κουρίλας», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 5 (1964), στ. 1058ἑ.
[9] Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 115.
[10] Ἐπιστολή πρός τόν φοιτητήν Γεώργιον Γεωργιάδην [sic]· περί τοῦ πῶς νά εἶναι ὁ ἀληθής θεολόγος, ἐν ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ, Τόμ. Γ΄- Πατρικαί Διδαχαί, ἔνθ’ ἀνωτ, σελ. 45-50. 
[11] ΣΤ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Γεώργιος. Ὁ Παπαγεωργιάδης», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 4 (1964), στ. 468ἑ. Συγκεκριμένως γράφεται: «Λίαν πεπαιδευμένος ἱεράρχης, διακριθείς ἐπί συγγραφικῇ καί κατηχητικῇ δραστηριότητι [...] Γενικῶς διεκρίνετο διά τήν ἀγάπην του πρός τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν προσήλωσίν του εἰς τάς αὐστηράς κανονικάς γραμμάς. Ἡ θεολογική ἐπιστήμη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ εἰς Ἀθήνας ἐφησυχάζοντος Γεωργίου εὗρεν ἐπιμελῆ ἐρευνητήν».
[12] Ματθ. 5, 16
[13] Ἰω. 14, 21
[14] Τίτον 3, 10

Ψηφιοποίηση - εισαγωγή - σημειώσεις: impantokratoros.gr

Ο άγιος Πορφύριος μιλάει κατά της Πανθρησκείας

Ο άγιος Πορφύριος (+2 Δεκ 1991) μιλάει κατά της μιάς θρησκείας 
που δήθεν θα φέρει ειρήνη και αγάπη, 
την στιγμή που οι άνθρωποι παραμένουν στα πάθη τους 
μακριά από το Θεό και τον μόνο ειρηνάρχη Ιησού Χριστό.



ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΓΛΑ



Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.

Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :

«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»

Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.

Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την «αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».

Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα. 

Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.

Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πούφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.

Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα. Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά !

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, 
ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 201 κ.ε.

Ο ΘΕΣΠΕΣΙΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ



Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει ιδιαίτερα μεγάλη τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας. Η τιμή αυτή φανερώνει τη στενή σχέση της Υπεραγίας Θεοτόκου με τον άνθρωπο. Η Παναγία αποτελεί τη μεγαλύτερη και καλύτερη προσφορά της ανθρωπότητας στη θεότητα.

Η ύπαρξη της Παναγίας είναι πανάχραντη, πανακήρατη, πανσεβάσμια και πανυπέραγνη. Έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά γι΄ Αυτή, που σίγουρα κανείς θα περιπέσει σ΄ επαναλήψεις. Όμως η εφετινή πανήγυρή της μας κάνει να θυμηθούμε ξανά τις πολλές και πλούσιες ευεργεσίες της. Μία γυναίκα με την περιέργειά της και την παρακοή της μας έβγαλε από την παραδείσια Εδέμ. Μια άλλη γυναίκα, η δεύτερη Εύα, η Παναγία, με την πρόσχαρη υπακοή της, τη γνήσια ταπείνωσή της, την ωραία σεμνότητά της μας επανασύνδεσε με τον Θεό. Το γεγονός αυτό είναι συνταρακτικό.

Ο θάνατος, ο κάθε θάνατος προκαλεί λύπη, ο θάνατος όμως της Θεοτόκου, η κοίμησή της και η μετάστασή της, είναι πηγές μεγάλης χαράς. Η εορτή έχει πανευφρόσυνο χαρακτήρα. Δεν έχει στενοχώρια, δάκρυα και μοιρολόγια, αλλά, κατά την ωραιοτάτη υμνολογία μας «πάσα η γη ευφραίνεται». Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων είναι κοντά στον Θεό και στους ανθρώπους που την επικαλούνται. Άπειρες οι επεμβάσεις της στις πολλές δυσκολίες της ζωής.

Μονές, εκκλησίες, προσκυνήματα, θαυματουργές εικόνες της, χιλιάδες αφιερώματα, δηλώνουν την πλούσια χάρη της. Οι πιο πολλοί κάτι θα είχαν να καταθέσουν για την πρεσβεία της, την προστασία της, την επίσκεψή της και τη δωρεά της. Πράγματι «εν τη Κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε». Μπορεί κανείς να μη την επικαλείται. Δεν επιτρέπεται όμως να τη βρίζει. Να βρίζει κανείς τα Θεία δεν είναι απλά ασέβεια, αλλά ανανδρία, αγένεια και καρδιακή χονδροπετσιά.

Αντίθετα οι πιστοί και οι μοναχοί την αγαπούν και την ευλαβούνται ιδιαίτερα. Η αγάπη τους κάποτε αγγίζει τα όρια της λατρείας. Γι΄ αυτό και της αποδίδει εγκώμια, ύμνους, εικόνες, ναούς και μύριες χαριτωμένες ονομασίες : Παραμυθία, Γλυκοφιλούσα, Ελεημονήτρια, η πάντων χαρά, των θλιβομένων η αντίληψη, φύλακας, ιατρός, μεσίτρια, πρέσβειρα και κυρίως μητέρα.

Μέσα στον θερινό καύσωνα, τη σύγχυση και την ταραχή των καιρών έρχεται το θεομητορικό Πάσχα να δροσίσει, να γαληνέψει, να συνετίσει και χαροποιήσει. Οι πιστοί ψάλλουν όλοι μαζί στις Παρακλήσεις : 
«Ἔμπλησον, Ἁγνή, εὐφροσύνης τὴν καρδίαν μου, τὴν σὴν ἀκήρατον διδοῦσα χαράν, τῆς εὐφροσύνης, ἡ γεννήσασα τὸν αἴτιον». Τα ωραία αυγουστιάτικα δειλινά είναι συνυφασμένα με τους θεομητορικούς παρακλητικούς κανόνες. Ο ελληνικός δεκαπενταύγουστος είναι θεσπέσιος. Χιλιάδες μηνύματα στέλνονται στον ουρανό για λίγη παρηγοριά στη ρηχή, μονότονη και πεζή ζωή του κόσμου. Από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης βγαίνει μία μύχια επίκληση : «Τὰ νέφη, τῶν λυπηρῶν ἐκάλυψαν, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν καὶ καρδίαν, καὶ σκοτασμὸν ἐμποιοῦσι μοι Κόρη, ἀλλ' ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον, ἀπέλασον ταῦτα μακράν, τῇ ἐμπνεύσει τῆς θείας πρεσβείας σου». Η μεγάλη μάνα μας γι΄ αυτό υπάρχει πάντα δεόμενη. Για να διώχνει μακριά τα μαύρα σύννεφα, μακριά. Αρκεί να το θέλουμε και κάτι να κάνουμε γι΄ αυτό.


ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
ΕΟΡΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 
εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, 
ΝΕΑΠΟΛΗ 2012, σ. 277.

Γιὰ τὴν ἀόρατη βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου



Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη. 

Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια. 
Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς! 

Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο! Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα! 

Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο; 
Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε: «Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της. 
Δώσε λοιπόν προσευχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ». Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή. 

Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.

Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

Το θαύμα της Παναγίας στον αμφιβάλλοντα διδάσκαλο



Επτακόσια περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού, ήταν ένας ερημίτης Αθηναίος, σοφός στα γράμματα, και στην αρετή σοφότερος.
Το ονομά του ήταν Αιγίδιος , και μετά τον θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί απήλθε στα ενδότερα μέρη της ερήμου σε έναν τόπο άβατο και απόκρυφο, όπου βρήκε ένα σπήλαιο με μια πηγή ωραιότατη και λίγα δένδρα.
Στην ησυχία λοιπόν του τόπου εκείνου έμεινε και ασκήτευε τρεφόμενος, κατά Θεία Οικονομία, από το γάλα μίας ελαφίνας και άγρια χόρτα. 
Κοντά σ’ εκείνα τα μέρη σ’ ένα κάστρο ήταν ένας διδάσκαλος που στο λογισμό του ο μισόκαλος, είχε σπείρει ζιζάνια και είχε αμφιβολία για την Παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτόν τον δαιμονικό λογισμό δεν μπορούσε με τίποτα να τον διώξει απ’ το μυαλό του. «Πως γίνεται να είναι μητέρα και παρθένος;» αναρωτιόταν. 
Όταν άκουσε για τον αναχωρητή Αιγίδιο, ότι ήταν σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, αποφάσισε να πάει να τον συμβουλευτεί για τον λογισμό του, και να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από αυτή την βλάσφημη σκέψη.
Ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση πριν από το κελί του αββά Αιγιδίου εξήλθε ο γέροντας να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασε ο ένας τον άλλον ο διδάσκαλος έβαλε εδαφιαία μετάνοια .
Ο αββάς δεν του αποκρίθηκε αλλά χτύπησε με το ραβδί του πάνω σε μία πέτρα λέγοντας: «Παρθένος προ τόκου» και ευθύς πάνω στη πέτρα φύτρωσε ένα κρίνο όμορφο και με ευωδία θαυμάσια. Ξαναχτυπά την πέτρα λέγοντας :«Παρθένος εν τόκω» και δεύτερο κρίνο φύτρωσε όμοιο με το πρώτο.Έπειτα χτύπησε για Τρίτη φορά με το ραβδί του στην πέτρα λέγοντας: «Και μετά τόκον Παρθένος μείνασα».
Και ευθύς βγήκε άλλο ένα θαυμάσιο κρίνο.Τότε ο αββάς, χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε στο κελί του.
Ο δε διδάσκαλος έχοντας μείνει έκπληκτος απ’ αυτή τη θαυματουργία και λυτρωμένος από τον πειρασμό έφυγε και κήρυττε σε όλους το παραπάνω θαύμα, προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Αμήν.

Από το βιβλίο του Αγαπίου Λάνδου «Αμαρτωλών σωτηρία»

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ



Κάποτε ἕνας ἅγιος ἀσκητής ἦρθε σέ μία ὀπτασία. Καί εἶδε τόν Χριστό, ἐπί θρόνου Δόξης. Δεξιά Του, παραστεκόταν ἡ Παναγία καί ἀριστερά Του, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί στο περιβάλλοντα χῶρο βρίσκονταν οἱ ἀρχάγγελοι. Εἶδε λοιπόν ἕναν ἀρχάγγελο νά πηγαίνει στό Χριστό τά βιβλία τῶν αἰώνων. Καί ἄνγοιγε ὁ Χριστός κάθε βιβλίο καί ἔβλεπε τά ἁμαρτήματα τοῦ κάθε αἰῶνα. 
Καί ὅταν ἔφτασε στό ἀνάλογο βιβλίο τοῦ ἕβδομου ἀιῶνα, εἶδε τόσες ἁμαρτίες πού ἄρχισε νά ἀναστενάζει καί νά στέκεται νά πάρει μία σημαντική ἀπόφαση. Στήν συνέχεια ὁ ἀρχάγγελος τοῦ ἔδωσε τό βιβλίο τοῦ ὄγδου αἰῶνα καί ὅταν ὁ Χριστός τό ἄνοιξε, ἀμέσως τό ἔκλεισε καί εἶπε· 


"Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν Φιλάνθρωπον Θεόν"
-τοῦτος ὁ αἰῶνας εἶναι φοβερός! Μεγάλη κακία, ἁμαρτία καί δυσωδία ἀνέρχεται ἀπό κάτω πρός τόν θρόνο μου. Θά κάνω συντέλεια! 
Τά πάντε ἔδειχναν, ὅτι ὁ Χριστός μέ ἕνα νεῦμα πρός τούς ἀρχαγγέλους θά ἔφτιαχνε τήν συντέλεια τοῦ κόσμου, μέ ὅλα τά φοβερά συνακόλουθα. Τότε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, βλέποντας ὅτι ὁ Υἱός καί Θεός Της εἶναι ἀποφασισμένος νά κάνει κάτι τέτοιο, δειλά-δειλά γονάτισε μπροστά στόν Χριστό καί Τόν παρακαλοῦσε:
-Υἰέ καί Θεέ μου, μακροθύμισε σέ αὐτούς! Μήν ἀποφασίσεις κάτι τέτοιο καί στεῖλε τόν φωτισμό Σου! Στεῖλε τό ἔλεός Σου! Παράβλεψε τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Στεῖλε πνευματιούς ἀνθρώπους, νά στηρίξουν τόν κόσμο. Λυπήσου τούς ἀνθρώπους! 
Καί ὁ Χριστός τότε ἐκάμφθη στίς παρακλήσεις τῆς Παναγίας καί ἀποφάσισε μέ ἕνα νεῦμα Του, μακροθυμία. Καί ἔτσι ἔληξε ἡ ὀπτασία ἐκείνου τοῦ φωτισμένου ἀσκητή. Αὐτή εἶναι ἡ Παναγία μας!

Γέροντος Ἐφραίμ Ἀριζόνος
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Θερινὲς εἰκόνες, συντροφιὲς ἀνεκτίμητες...



Μέρες ἱερὲς ἀνοίχτηκαν ἐμπρός μας, μέρες τῆς Παναγιᾶς μας, δροσισμένες ἀπὸ τὸ μελτέμι ποὺ κυριαρχεῖ τὸν καιρό αὐτό, μέρες συντονισμένες στὸ ἦχο τὸν τερπνὸ τοῦ πλαγίου τοῦ τετάρτου, ποὺ ντύνει κατανυκτικὰ τοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες στὴ Χάρη Της. 
«Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς...»,«Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι τὴ ταπεινή μου ψυχήν...».
Λόγια φορτωμένα προσευχή, φωνὲς ραγισμένες ἀπὸ τὴ συγκίνηση, τὸ δέος, τὴν ...Φωνὲς ἁπλῶν, ταπεινῶν ἀνθρώπων, ποὺ συλλαβίζουν τὴν Παράκληση, ποὺ ἐπιμένουν νᾶ τονίζουν τὶς λέξεις -«προφθάσα, σῶσον μέ», ποὺ δὲ χάνουν μετάνοια, δὲ στέκονται σὲ συνταγὲς ἀποχῆς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπόβραδες συνάξεις, γιατὶ ξέρουν πὼς μὲ τὴν ἑσπερινὴ τὴν καμπάνα παύουν καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Παύουν τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων γιὰ ν᾿ άρχίσουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Κι ὄλοι τὸ καταλαβαίνουμε πὼς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ σημαντικὰ καὶ χρήσιμα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων. «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν...».
Καὶ μέσα στὰ φωτεινά, χαριτωμένα καὶ ὁλόανθα ἔργα τοῦ Θεοῦ συμπεριλαμβανονται καὶ αὐτὲς οἱ συνάξεις, στὰ δροσερὰ θερινὰ ἀπόβραδα, στὶς ἐκκλησιὲς ποὺ χωνεύουν μέσα σὲ εὐωδιὲς θυμάματος, γιασεμιοῦ καὶ βασιλικῶν. Σὲ ἐκκλησιὲς ποὺ κοσμοῦνται ἀπὸ ταπεινὲς ὑπάρξεις πιστῶν, ποὺ ὡς ἄλλες ἁγιογραφίες στολίζουν τὶς γωνιές τους. Λιγοστὲς πάντα, ἀλλὰ χρήσιμες νὰ συντροφεύουν τὰ τροπάρια, νὰ ψυθιρίζουν ἁπαλὰ τὸ «Κύριε, ἐλέησον...», νὰ δέονται μυστικά. 
«Οἱ μισοῦντες με μάτην, βέλεμνα καὶ ξίφη καὶ λάκκον ηὐτρέπισαν, καὶ ἐπιζητοῦσι, τὸ πανάθλιον σῶμα σπαράξαι μου, καὶ καταβιβάσαι, πρὸς γῆν Ἁγνὴ ἐπιζητοῦσιν· ἀλλ' ἐκ τούτων προφθάσασα σῶσόν με». 
Καὶ στέκονται μὲ σιγουριὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ «σῶσον με...». 
Γιατὶ τὸ νοιώθουν, ὅπως νοιώθουν τὸ δροσερὸ νερὸ ποὺ ἐλαφρώνει τὴ δίψα, τὸ ψωμὶ ποὺ στηρίζει τὸ κορμί, τὸν ἥλιο ποὺ πυρώνει, τὴ βροχὴ ποὺ ποτίζει καὶ τόσα ἄλλα. Βιώματα γίνονται οἱ λέξεις τῆς προσευχῆς, ποὺ τὰ παίρνουν στὸ σπίτι τους ὡς εὐλογία, μὲ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν...». 
Γιατὶ μέσα στὴ θερινὴ τὴ Νύχτα ποὺ ἀνεβαίνει σιγά-σιγά καὶ στὴν ὅποια νύχτα τοῦ κόσμου, ποὺ σκορπίζει σκοτάδια καὶ ποικίλους κινδύνους ξέρουν πιὰ ὅτι τὸ χέρι τῆς Μάνας τους τῆς Παναγιᾶς θὰ τοὺς κρατάει, ὅπως τότε, στὰ μικρά τους τὰ χρόνια ἕνα ἄλλο χέρι, τῆς Μάνας τους τὸ χέρι ἔσφιγγε τὸ δικό τους σὲ κακοτοπιές, σὲ δρόμους ἐπικίνδυνους...
«Ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, θλίψεως καὶ νόσου καὶ βλάβης με λύτρωσαι, καὶ τῇ σῇ δυνάμει, ἐν τῇ σκέπῃ σου φύλαξον ἄτρωτον, ἐκ παντὸς κινδύνου, καὶ ἐξ ἐχθρῶν τῶν πολεμούντων, καὶ μισούντων με Κόρη πανύμνητε».
Ἀμήν, Παναγία μας...


π. Κων. Ν. Καλλιανός
Αὔγουστος 2014

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά



Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. 
Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. 
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...
- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. 
Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. 
Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω ...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. 
Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Μόνο ο Θεός το ξέρει...



Κάποτε ζούσε σ’ ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό.
Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του. 

-“Μα καλά είσαι ανόητος;” ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. “Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!”

-“Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου.. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;” απαντούσε ο γέροντας, “Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”

Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει.

Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους: 
-“Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο. 
Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο”.
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε:

-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”

Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει.. 

Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος. 

Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν: 

-“Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.” 

Ο γέροντας τους απάντησε: 

-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο Ο Κύριος γνωρίζει! Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.” 
Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά. 

Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος. 

Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας: 

-“Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.” 

Ο γέρος απαντούσε πάλι: 

-“Ποιος ξέρει … μόνο ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!” 

Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν. 

Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν: 

-“Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.” 
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα: 

-“Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε: Μόνο ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!” 

Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη Στον Θεό μας, όχι στα λόγια αλλά έμπρακτα! Υπάρχει άραγε περίπτωση αν αφεθούμε όπως ένα μικρό παιδί στο Θέλημά του, να νιώσουμε ποτέ θλίψη, άγχος, στενοχώρια;