.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η δικαιολογία γεννιέται από την αμετανοησία μας



Τα λόγια μας τα καταθέτουμε, ως επί το πλείστον, προς υποστήριξη του εαυτού μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αποτυχία από αυτήν. Ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του ως αυθεντία και όχι τον Θεό.
Λέμε πάντα "ναι μεν, αλλά…". Ο Θεός έκανε εκείνο, όμως… Ο Χριστός μας είπε εκείνο, όμως… Οι άγιοί μας πάθανε εκείνο, υπέμειναν το άλλο, όμως...

Έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης: "Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι αυτό που θα πεις ή θα κάνεις τώρα θα το γράψει ο ουρανός, και ότι θα το ακούσουν και θα χαρούν οι άγγελοι; Αν ναι, τότε πές το, και κάντο".
Εάν κάνουμε αυτοκριτική θα δούμε ότι παραμένουμε ίδιοι, ίσως αλλάζουμε και προς το χειρότερο.
Γεμίζουμε ιδιοτροπίες αντί να γινόμαστε πιο απλοί, γινόμαστε πιο δύσκολοι άνθρωποι, δύστροποι, απαιτητικοί.
Αντί να αποκτούμε ταπείνωση παραμένουμε στην έπαρση.
Κυλάει λοιπόν η ζωή μας και αντί να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε «πολύ λίγοι» νομίζουμε ότι είμαστε «επαρκείς», ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουμε κάτι, ότι αρκεί η ζωή μας όπως είναι ώστε να σωθούμε.

Ο σημερινός τρόπος ζωής και σκέψης μας πασχίζει να σωθεί ενδοκοσμικά, να αποκτήσει έναν επίγειο παράδεισο, επίγεια αγαθά και επίγειες χαρές.
Πασχίζουμε να ζήσουμε χρόνια πολλά και όχι χρόνια θεάρεστα.
Γερνούμε, μα δεν γινόμαστε πιο σοφοί, διότι γερνούμε μέσα στην αμετανοησία μας, λέμε ότι: θέλουμε να αλλάξουμε μα δεν μπορούμε.
Όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να το θελήσουμε.
Και αυτό δεν είναι ψέμα.
Ψέμμα είναι κάθε δικαιολογία που γεννά ο λογισμός της αυτοδικαίωσής μας και μας κρατά δούλους της αμαρτίας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η Θεία Λειτουργία, είναι ένας αρραβώνας με τον Χριστόν, ένας γάμος



Η Θεία Λειτουργία, είναι ένας αρραβώνας με τον Χριστόν, ένας γάμος. Μας βάζει εις την Βασιλείαν Του. 
Ύστερα θα βγούμε πάλι, θα πάμε στο σπίτι μας με τα πάθη μας, με τις αμαρτίες μας, με τις μιζέριες μας. 
Δεν έχει σημασίαν. Θα πάμε πάλι στην Λειτουργία, θα αρπάξωμε πάλι τον Χριστόν, θα μας θεώση ξανά. Και έτσι, με συνεχή αγώνα, με συνεχή πορεία, μπροστά ο Ιερεύς, πίσω εμείς, θα φθάσωμε εις την Βασιλείαν των Ουρανών. 
Πηγαίνομε εις την Λειτουργίαν με τον πόθο αυτόν;Εξασφαλίσαμε την Βασιλείαν των Ουρανών.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Προετοιμασία για την προσευχή...


Γέροντα, ποιά προετοιμασία χρειάζεται να κάνουμε για την προσευχή;
– Ανάλογη με την προετοιμασία που κάνουμε για την Θεία Κοινωνία. Εκεί έχουμε Θεία Κοινωνία, εδώ θεία επικοινωνία.
Όταν κοινωνούμε, παίρνουμε μέσα μας τον Χριστό και έρχεται η θεία Χάρις. Με την προσευχή έχουμε συνέχεια επικοινωνία με τον Χριστό και δεχόμαστε με άλλον τρόπο την θεία Χάρη.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό!
Τότε κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού, τώρα επικοινωνούμε με τον Θεό. Όπως λοιπόν για την Θεία Κοινωνία επιβάλλεται να εξομολογηθή κανείς στον Πνευματικό, έτσι και για την προσευχή, που είναι θεία επικοινωνία, πρέπει να κάνη μια ταπεινή εξομολόγηση στον Χριστό. «Χριστέ μου, να πή, είμαι χάλια, είμαι τέτοιος, τέτοιος… Δεν αξίζει να ασχοληθής με εμένα, αλλά,
Σε παρακαλώ, βοήθησέ με». Έτσι έρχεται η θεία Χάρις και μετά αρχίζει η θεία επικοινωνία.


Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»


Απελευθέρωση...



Πόσο με ελευθερώνει να ξέρω ότι δεν έχω τίποτα να αποδείξω παρά μονάχα ένα ν' αποδεχθώ ότι, κι αν είμαι χάλια δίχως καμία αρετή, ο Θεός με αγαπάει παράφορα…

π. λίβυος


Χαιρετισμοί....



Πόσους ανθρώπους καθημερινά χαιρετάμε, δηλώνοντας την χαρά της συνάντησης και την τιμή προς το πρόσωπο τους; Μέσα από ένα τόσο απλό και ανθρώπινο τρόπο, εκείνο του χαιρετισμού, η εκκλησία μας καλεί να απευθυνόμαστε στην ομορφότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου την Παναγία. Να την χαιρετάμε και να της λέμε ένα ευχαριστώ για ότι έκανε και συνεχίζει να κάνει για εμάς. Αλήθεια με πόσο απλό τρόπο τελικά μπορούμε να κοινωνούμε τον Θεό. Ένα ευχαριστώ είναι αρκετό μα και τόσο δύσκολο για χείλη που ξεράθηκαν στην έρημο της αχαριστίας…

π. λίβυος

Δέσποινα, ὑπεραγία Θεοτόκε

Δέσποινα, ὑπεραγία μου Θεοτόκε, κεχαριτωμένη Θεογεννήτρια, ὑπερευλογημένη θεοχαρίτωτε Θεομῆτορ, δοχεῖον τῆς ἀστέκτου Θεότητος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ ἀθανάτου καὶ ἀοράτου Πατρός, θρόνε πυρίμορφε, τῶν τετραμόρφων ὑπερενδοξοτέρα, πάναγνε, πανάχραντε, πανάσπιλε, παναμόλυντε, παναμώμητε, πανύμνητε, πανάφθορε, παμμακάριστε, πανακήρατε, πάνσεπτε, πάντιμε, παντευλόγητε, παντομνημόνευτε, παμπόθητε, παρθένε τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι καὶ τῷ νοΐ, καθέδρα Βασιλέως τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, κλίμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς οἱ ἐπὶ γῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνατρέχομεν, νύμφη Θεοῦ, δι’ ἧς αὐτῷ κατηλλάγημεν·

Ἀκατανόητον θαῦμα, ἀνερμήνευτον ἄκουσμα, μυστηρίου θείου ἀποκεκρυμμένου φανέρωσις, ἀκαταμάχητος προστασία, ἀντίληψις κραταιά, ζωοδόχε πηγή, πέλαγος ἀνεξάντλητον τῶν θείων καὶ ἀπορρήτων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, ὕψος τῶν ἐπουρανίων καὶ ἀσωμάτων Δυνάμεων καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὑψηλοτέρα, βάθος τῶν ἀποκρύφων νοημάτων τὸ ἀνεξερεύνητον, ἡ κοινὴ φιλοτιμία τῆς φύσεως, ἁπάντων τῶν καλῶν χορηγία, ἡ μετὰ τὴν Τριάδα πάντων τῶν ποιημάτων Δέσποινα, ἡ μετὰ τὸν Παράκλητον ἄλλος Παράκλητος, καὶ μετὰ τὸν μεσίτην Χριστὸν μεσίτρια τοῦ κόσμου παντός, τὸ ὄχημα ἡλίου τοῦ νοητοῦ, τὸ δοχεῖον τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ φέρουσα ἐν ἀγκάλαις τὸν τῷ ῥήματι τὰ πάντα φέροντα·

Τὸ ἄσπιλον ἔνδυμα τοῦ ἀναβαλλομένου φῶς ὡς ἱμάτιον, ἡ γέφυρα κόσμου παντὸς πρὸς τὸν ὑπερκόσμιον οὐρανὸν ἡμᾶς ἀνάγουσα, ὑπερτέρα τῶν Χερουβείμ, ἀσυγκρίτως ὑπερενδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ, καὶ τιμιωτέρα πάσης τῆς κτίσεως· Ἀγγέλων ἀγλάϊσμα, ἀνθρώπων διάσωσμα, κλεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς ἡ εἰσάγουσα, μήτηρ καὶ δούλη τοῦ ἀδύτου ἡλίου, αὐγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ μυστικῆς ἡμέρας, τῆς ἀνεξιχνιάστου τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἡ ἄβυσσος, ἡ τιμιωτέρα τῆς Ἐδέμ, ἡ τῆς ἐπαγγελίας γῆ ἁγία, τῆς χάριτος ἅρμα τὸ θεῖον καὶ πολυώνυμον, τῆς ἀληθινῆς πίστεως στερρότατον ἔρεισμα, χωρίον τοῦ ἀχωρήτου τὸ εὐρυχωρότατον, ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡ βλαστήσασα, ἐλαία κατάκαρπος τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ἱλαρύνουσα, σκέπη τοῦ κόσμου παγκόσμιος, θύρα τοῦ ὑπὲρ νοῦν σεπτοῦ μυστηρίου, ἀκτὶς τοῦ νοητοῦ ἡλίου Χριστοῦ, τριαδικῶν χαρίτων πλήρωμα, ὡς τὰ δευτερεῖα τῆς Θεότητος φέρουσα, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν καταλάμπουσα, τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ καταλλαγή, τῶν ἑστώτων ἡ ἀσφάλεια, τῶν πιπτόντων ἡ ἀνάκλησις, τῶν ῥᾳθυμούντων ἡ διέγερσις, τῶν εὐεκτούντων ἡ ἰσχύς, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ὁμόνοια, τῶν στρατοπέδων ἡ εὐτυχία, τῶν καλῶν ἁπάντων ἡ χορηγία, ἡ εὐνομία τῶν πόλεων, ἡ τῆς οἰκουμένης εἰρήνη, ἡ καρτερία τῶν ἀσκητῶν, ἡ ἀνδρεία τῶν ἀθλητῶν·

Θησαυρὲ ζωῆς ἀκηράτου, νεφέλη φέρουσα τὴν οὐράνιον δρόσον τοῖς ἐπὶ γῆς, λαμπὰς τοῦ ἀπροσίτου φωτός, κλίμαξ ἡ μετάρσιος, δι’ ἧς οἱ ἐπουράνιοι Ἄγγελοι πρὸς ἡμᾶς κατεφοίτησαν, τῶν χειμαζομένων λιμήν, τῶν θλιβομένων χαρά, τῶν ἀδικουμένων προστάτις, τῶν πενθούντων παράκλησις, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν καταπονουμένων ἡ ἀντίληψις, τῶν τυφλῶν βακτηρία, τῶν πεπλανημένων σωτήριος ὁδηγός, τῶν ἐν ἀνάγκαις ἐπίκουρος ἀσφαλής.

Κιβωτὲ ἁγία, δι’ ἧς τοῦ τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμοῦ διεσώθημεν· βάτε ἀκατάφλεκτε, ἣν εἶδε Μωυσῆς ὁ θεόπτης· θυμιατήριον χρυσοῦν, ἐν ᾧ ὁ Λόγος τὴν σάρκα ἀνάψας, τὴν οἰκουμένην εὐωδίας ἐπλήρωσε, καὶ τὰ τῆς παρακοῆς κατεκαύθη ἐγκλήματα· θεόγραφε πλάξ· λυχνία ἑπτάφωτε, ἧς τὸ φέγγος τὰς ἡλιακὰς λαμπηδόνας ὑπερηκόντισε· σκηνὴ ἁγία, ἣν ὁ πνευματικὸς Βεσελεήλ, ὁ Χριστός, ἐτεκτήνατο διὰ τῶν ἀρετῶν πανσόφως, καὶ οἰκητήριον αὐτοῦ ἀπειργάσατο· τὸ βασιλικὸν ὄχημα, στάμνε μανναδόχε, κῆπε κεκλεισμένε· πηγὴ ἐσφραγισμένη, ἧς τὰ καθαρὰ νάματα τὴν οἰκουμένην ἀρδεύουσι· ῥάβδος ἁγιόβλαστε τοῦ Ἀαρών· πόκε δροσοφόρε τοῦ Γεδεών· τόμος ὁ θεόγραφος, δι’ οὗ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐσχίσθη χειρόγραφον· ὄρος τοῦ Θεοῦ· ὄρος τὸ ἅγιον, ὃ ὁ Κύριος εὐδόκησε κατοικεῖν ἐν αὐτῷ· ῥίζα ἁγία τοῦ Ἰεσσαί· πόλις τοῦ Θεοῦ, περὶ ἧς δεδοξασμένα λελάληνται, ὡς φάσκει Δαυΐδ.

Τῆς λύπης ἡ λύσις, τῆς αἰχμαλωσίας ἡ λύτρωσις, τῶν θνητῶν ἡ θέωσις, ἡ ὡραία τῇ φύσει καὶ μώμου παντὸς ἀνεπίδεκτος· ἡ ἀπὸ λιβάνου τῆς παρθενίας ἀνοῦσα καὶ τὸν κόσμον μυρίζουσα· ἐξ ἧς ὁ γλυκασμὸς ἀπορρέων τὴν παλαιὰν τοῦ ξύλου πικρίαν ἐγλύκανεν· ἡ τὴν οὐσίαν ὅλην φρικτῶς χωρήσασα τῆς Θεότητος· τιμῆς ἁπάσης ὑπέρτερον δώρημα, καὶ κάλλους παντὸς ὑπέρτιμον ἐγκαλλώπισμα· Σολομῶντος ἡ κλίνη, ᾗ παρίστανται κύκλῳ οἱ ἑξήκοντα δυνατοί, αἱ ῥήσεις δηλαδὴ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· φωτοδόχον χωρίον, ἐξ οὗ σωτηρίας ἀκτῖνες τῇ οἰκουμένῃ ἐπέλαμψαν· τὸ μεγαλεῖον τῆς φρικτῆς οἰκονομίας· τὸ περικαλλὲς τῆς θείας συγκαταβάσεως ἐνδιαίτημα· τὸ τοῦ κόσμου διαλλακτήριον· τὸ ἡμέτερον ἱλαστήριον καὶ προσφύγιον· τὸ πάντων τῶν καλῶν εὐκταιότατον δώρημα.

Φλογοφόρε λαβίς, ἣν ὁ μέγας ἐν Προφήταις Ἠσαΐας ἑώρακεν· ὄρος ἀρεταῖς κατάσκιον, ὃ προεῖδεν Ἀββακούμ· ὄρος ἀλατόμητον τοῦ Δανιήλ· πύλη ἡ κατὰ ἀνατολὰς βλέπουσα τοῦ Ἰεζεκιήλ· παράδεισε ἐν Ἐδὲμ ἁγιώτατε· ξύλον τὸ ζωηφόρον τὸν ὡραιότατον καὶ ἡδύτατον καρπὸν φέρον· μῆλον εὔοσμον, ῥόδον ἡδύπνοον, ἄνθος ἀμάραντον, κρίνον λευκότατον, ἐσφραγισμένον βιβλίον, ὃ οὐδεὶς ἀναγνῶναι δύναται· παρθενίας ὁ τύπος ὁ ἄγραφος, ὅρασις τῶν Προφητῶν ἡ τιμία, ἡ θεοποίκιλτος στολή, ἡ θεοΰφαντος πορφύρα· τὸ πάσης προφητείας ἐκφανέστατον πλήρωμα, στόμα ἀσίγητον τῶν Ἀποστόλων, θάρσος ἀνίκητον τῶν ἀθλοφόρων, βασιλέων στήριγμα, ἱερέων καύχημα, πταιόντων συγχώρησις, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις, ἀνάστασις τῶν πεπτωκότων, ἀνάπλασις τῆς ἐμῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κοσμοπόθητε.

Σωτηρία μου, παρηγορία μου, ἐμὴ ζωή, ἐμὸν φῶς, ἐμὴ ἐλπίς, ἀναψυχή μου, θυμηδία μου, καταφυγή μου, σκέπη, ῥῶσις τῆς ἐμῆς ψυχῆς, εὐφροσύνη, ἡδύτης, τεῖχος, προσφύγιον, ὀχύρωμα, ὅπλον, ἀντίληψις, δόξα, πνοή μου, προστάτις, μεσῖτις, γαλήνη, ἐπίσκεψις, καύχημα, εἰρήνη, ἰσχύς, βάδισμα, ὕμνησις, τροφή, στολή, χαρά, εὐλογία, ἄγκυρα, εὐπορία, δρόσος, σεμνοπρέπεια, ἁγιωσύνη, μεγαλωσύνη, λύτρωσις· τῶν λυπηρῶν μου παράκλησις, βοηθὸς τῆς ἐμῆς ἀπορίας, φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μου, τῶν ἁμαρτιῶν μου ἡ ἀπολύτρωσις, τὸ ἐμὸν ἐκ Θεοῦ ψυχαγώγημα, τῆς ξηρανθείσης μου καρδίας ἡ θεόρρυτος ῥανίς, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς ἡ τηλαυγεστάτη λαμπάς, τῆς γυμνότητός μου ἡ ἀμφίασις, τῶν στεναγμῶν μου ἡ κατάπαυσις, τῶν συμφορῶν μου ἡ μεταποίησις· ἐγκράτεια, ἁγνεία, ἀνδρεία, σωφροσύνη, τῶν ἀρετῶν ὁ κόσμος, ἐλευθερία μου, λιμήν, θησαυρός, ἐμπόρευμα τὸ ὄντως αἰώνιον, ἐπίκυρος μετάνοια, ὕψωμα, εὐεξία, κάλλος, ἰσχύς, εὐβουλία, σύνεσις, ἀγαλλίαμα, λαμπρότης μου.

Κυρία μου, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἀκοίμητος προστασία καὶ ἀκαταίσχυντος. Ἴδε τὴν πίστιν μου, καὶ τὸν πόθον τὸν ἔνθεόν μου, καὶ ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθὲς καὶ τὸ δύνασθαι, οἷα δὴ Θεοῦ Μήτηρ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ ἐλεήμονος, δέξαι τὴν παναθλίαν μου ψυχὴν καὶ ἀξίωσον αὐτήν, διὰ τῆς σῆς μεσιτείας καὶ ἀντιλήψεως, τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν ἐκλεκτῶν καὶ ἁγίων αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔχω πλήν σου βοηθόν, οὐδὲ ἀντίληψιν. Εἰς σὲ ἐλπίζων, μὴ ἀστοχήσω. Εἰς σὲ καυχῶμαι· μὴ διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου δούλου σου· ἔχεις γὰρ τὸ θέλειν καὶ δύνασθαι, ὡς τὸν ἕνα τῆς Τριάδος ἀρρήτως γεννήσασα. Ἔχεις οἷς πείσεις, οἷς δυσωπήσεις· τὰς χεῖρας, αἷς αὐτὸν ἀρρήτως ἐβάστασας, τοὺς μαστούς, οἷς ἐθήλασας· τῶν σπαργάνων ἀνάμνησον· τῆς ἄλλης ἐκ βρέφους ἀναγωγῆς. Τοῖς σοῖς τὰ ἐκείνου σύμμιξον· τὸν σταυρόν, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, δι’ ὧν σεσώσμεθα, δι’ ὧν δεδοξάσμεθα.

Μὴ δὴ μακρύνῃς ἀπ’ ἐμοῦ τὴν σὴν προστασίαν, ἀλλ’ ἐπικούρει, καὶ σκέπε, καὶ περίσῳζε διὰ παντός· τέρπεται γὰρ ταῖς αἰτήσεσί σου ὁ μονογενής σου Υἱός· ὑπόχρεων ἔχεις αὐτὸν εἰπόντα· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ἐν δούλοις ἐξετάζεσθαι ἑλόμενος, φυλάξει τὴν χάριν, κατὰ τὸ ἴδιον δόγμα, σοὶ τῇ διακονησαμένῃ τούτῳ τὴν ἀπόρρητον γέννησιν. Ὅθεν καὶ χαίρει ταῖς παρακλήσεσί σου, οἰκείαν τὴν σὴν ἡγούμενος δόξαν, καὶ χρεωστικῶς ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις σου. Μόνον μὴ παρίδῃς με τὸν ἀνάξιον· μηδὲ αἱ τῶν πράξεών μου ἀτοπίαι τὸ σὸν ἀμέτρητον ἀνακόψωσιν ἔλεος.

Θεοτόκε μου, τὸ ὑπερπόθητον ὄνομα· οὐδὲν γὰρ τῆς σῆς βοηθείας ὀχυρώτατον τρόπαιον. Σὺ γὰρ ἀφεῖλες πᾶν δάκρυον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς· σὺ τὴν κτίσιν ἐνέπλησας παντοίας εὐεργεσίας. Τὰ οὐράνια εὔφρανας, τὰ ἐπίγεια ἔσωσας· τὸ πλάσμα κατήλλαξας, ἐξιλάσω τὸν Πλάστην· τοὺς Ἀγγέλους ὑπέκλινας, τοὺς ἀνθρώπους ἀνύψωσας· τὰ ἄνω τοῖς κάτω δι’ ἑαυτῆς ἐμεσίτευσας· μετεσκεύασας ἄριστα τὸ πᾶν πρὸς τὸ βέλτιον. Διὰ σοῦ τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν ἀψευδῆ τὰ σύμβολα κατέχομεν· διὰ σοῦ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐλπίζομεν.

Σὲ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐπίκουρον κεκτήμεθα, σὲ τῆς ἡμῶν βοηθείας ὑπέρμαχον ἔχομεν, σὲ τῆς ἡμῶν ἀπολογίας προβαλλόμεθα στόμα, σὲ τῆς ἡμῶν ἐλπίδος περιφέρομεν καύχημα, σὲ Χριστιανῶν ἡ πληθὺς ὀχυρώτατον τεῖχος κέκτηται. Σὺ τὰ τοῦ παραδείσου κλεῖθρα διήνοιξας, σὺ τὸ βαίνειν πρὸς οὐρανοὺς παρεσκεύασας, σὺ τῷ Υἱῷ σου καὶ Θεῷ ἡμᾶς προσῳκείωσας. Διὰ σοῦ πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ ἁγιωσύνη, ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, Ἀποστόλοις, Προφήταις, Μάρτυσι, δικαίοις καὶ ταπεινοῖς τῇ καρδίᾳ, μόνη Πανάχραντε, καὶ ἐγένετο καὶ γίνεται καὶ γενήσεται· καὶ ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· κἀγὼ ἐπὶ σοὶ θαρρῶ, διὰ σοῦ τῆς κυρίως τεκούσης κατὰ σάρκα Θεὸν ἀληθινόν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Και εμείς. Γιατί καθόμαστε;;


Όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος 
να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. 
(Ο Παπουλάκος)

... Λευτερωθήκαμε από τον αγαρηνό και πρώτη μας πράξη στο δρόμο της λευτεριάς ήτανε να κλείσουμε το στόμα της αλήθειας. Να ψευτίσουμε τη ζυγαριά της πίστης. Να λησμονήσουμε πως τα μοναστήρια, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, φυλάξανε και την πίστη και την παιδεία, και πως όσοι μάθανε γράμματα, στα μοναστήρια τα μάθανε. Εκεί πρωτοσυλλάβησε το χωριατόπουλο και εκεί ακόνισε το νου του ο γραμματισμένος.

Λίγο ο μακαρίτης ο κυβερνήτης, λίγο η αντιβασιλεία, λίγο οι προεστοί, λίγο οι δεσποτάδες, όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. Έτσι η εκκλησία έπαψε πια νά 'ναι το πνευματικό μας κεφάλι κι έγινε όμοια με τον έφορο ή τον χωροφύλακα. Ένα παρακλάδι στο δέντρο της πολιτείας κι ο πιο ασήμαντος τροχός στη μηχανή. 

–Και ποια είν΄ η ζυγαριά που ψεύτισε; 
--Η ιεραρχία, αποκρίθη με δάκρυα στα μάτια ο Ιγνάτιος.Απαράτησε τα δικά της ζύγια, τα ζύγια του Χριστού και ζυγιάζει με τα ψευτισμένα ζύγια που της έδωσε η εξουσία.Έτσι το Έθνος γελιέται, χωρίς να του το λένε κι ο σατανάς χασκογελά κρυμμένος σ΄ όλα τα ισκιερά μέρη του δρόμου μας. 

Ο Χριστοφόρος είχε χάσει τη μιλιά του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια ταραχή. Η πίκρα, η θλίψη, κι η πιο φοβερή οργή ανάδευαν μέσα του κι ο ίδιος απορούσε πως ένιωθε τόσο οργισμένος. Σηκώθηκεν όρθιος και σα να ξύπνησε μέσα του άλλος άνθρωπος, κοίταξε αυστηρά τον Ιγνάτιο και τούπε: 

Και εμείς γιατί καθόμαστε; Γιατί δεν παίρνουμε το ραβδί μας και γιατί δεν γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα, από πολιτεία σε χωριό, ν΄ ανοίξουμε τα μάτια των Χριστιανών για να φυλάγουνται από τα ψεύτικα ζύγια; 

Αστραπή χαράς φώτισε την ασκητική μορφή του Ιγνάτιου. Τα μάτια και των δυο είχαν πυρώσει από τη φωτιά της θέλησης για σωστικό έργο… Σαν να κινούσαν και τους δυο τα ίδια ουράνια νήματα, έπεσε ο ένας στην αγκάλη του άλλου κι η οργή τους, τα δάκρυά τους, η χαρά τους, έμοιαζαν, την ώρα αυτή του θερμού δειλινού, σαν μυστική δοξολογία στον Κύριο.

Οι Ορθόδοξοι έναντι του Παπισμού († Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης)



Μετά την σύντομον αυτήν ανάλυσιν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διατί οι Ορθόδοξοι εξεδήλωσαν τόσον ζωηράν αντίθεσιν προς τας δυτικάς κακοδοξίας από της εμφανίσεώς των.

Ο Κύριος δεν έχυσε το Πανάγιον αίμα Του, δια να ιδρύση εν θρησκευτικόν ανθρωποκεντρικόν σύστημα, ένα θρησκευτικόν ολοκληρωτισμόν. Δια του παπισμού κατισχύει ο νόμος του ανθρώπου έναντι της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν και έτσι γίνεται μετάθεσις από της ελπίδος του ευαγγελίου εις έτερον ευαγγέλιον «κατ’ άνθρωπον».

Δι’ αυτό και όλοι οι άγιοι και θεολόγοι της Εκκλη­σίας μας ωμίλησαν με πολύ αυστηράν γλώσσαν δια τον παπισμόν αισθανόμενοι την ουσιώδη εκτροπήν ή και ανατροπήν του ευαγγελίου του Χριστού από τους δυτι­κούς.

Ο άγιος Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς, ως γνωρίζομεν, κατά του το πρώτον επί των ημερών του επισήμως εμφανισθέντος Filioque και ωμίλησε πολύ αυστηρώς δι’ αυτό: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται· οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται. Τίς ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προ­φητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των Δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».

Όταν ο πάπας Σέργιος ο Δ’ τω 1009 εις την ενθρονιστικήν επιστολήν του παρέθεσε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque, ο σύγχρονός τουπατριάρχης Κων/λεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα εκείνου εκ των διπτύχων, έκτοτε δε δεν ανεγράφη έτερον παπικόν όνομα εις τα δίπτυχα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεολόγος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια του μεγαλειώδους θε­ολογικού του έργου απεκάλυψε τον κίνδυνον των λατι­νικών δοξασιών περί «κτιστής χάριτος» και έμεινε εις την ιδίαν γραμμήν με τον ιερόν Φώτιον, όσον αφορά εις την κριτικήν κατά του Filioque, πιστεύων ότι τούτο υπο­βιβάζει το Αγιον Πνεύμα: «Ο λέγων δύο αρχάς επί Θε­ού, ότι ο Υιός εκ της αρχής αρχή εστί, ει μεν κατά το δημιουργικόν φησί, προς τω και άλλως μη συμβαίνειν τη καθ’ ημάς ομολογία, και το Πνεύμα το Αγιον εκβάλλει της δημιουργικής δυνάμεως, ταυτό δε ειπείν και της Θεότητος· το γαρ μη δημιουργικόν, ουδέ Θεός». Δια τον Βαρλαάμ λέγει ότι ελθών εις την Ορθοδοξίαν δεν εδέχθη «οντινούν σχεδόν αγιασμόν από της ημετέρας Εκκλησίας… τους εκείθεν απομάττοντα σπίλους».

Κατά των αντιευαγγελικών και αντιπαραδοσιακών παπικών πλανών ηγωνίσθησαν και έτεροι διαπρεπείς ιεράρχαι, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, εν οις ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όσιος Μελέ­τιος ο Γαλησιώτης ο ομολογητής και έτεροι πολλοί επισφραγίσαντες την ομολογίαν των και δια πολλών διωγμών, βασανιστηρίων, φυλακίσεων, εξοριών και θα­νάτων, τους οποίους υπέστησαν, χάριν της Αληθείας. Του οσίου Μελετίου ο λατινόφρων αυτοκράτωρ Μι­χαήλ Η’ ο Παλαιολόγος έκοψε την γλώσσαν, του δε οσίου Γαλακτίωνος του Γαλησιώτουεξώρυξε τους οφθαλμούς δια πεπυρακτωμένου σιδήρου λόγω της πεπαρρησιασμένης αντιπαπικής ομολογίας των.

Οι αγιορείται μοναχοί ακολουθούντες τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηγωνίσθησαν σθεναρώς κατά των λατινοφρόνων. Κατά τον Ιωάννην Μαμαλάκην: «Επειδή δε και ο ίδιος (Μιχαήλ VIII ο Παλαιολόγος) έβλεπεν, ότι τα υπέρ της ενώσεως επιχειρήματά του ήσαν ασθενή, ετόνιζεν εις την προς τους Αγιορείτας επιστολήν του, ότι από «οικονομίαν», δια να εξοικονομηθώσι δηλαδή αι περιστάσεις, έπρεπε να γίνη η ένωσις των εκκλησιών.
Οι Αγιορείται όμως, αίτινες υπέρ παν άλλο έθετον την πίστιν εις την διδασκαλίαν της ορθοδόξου εκκλη­σίας, εις τας αποφάσεις των συνόδων και εις τα υπό των πατέρων αυτής υποστηριζόμενα, αν και απήντησαν με άκρον σεβασμόν προς τον αυτοκράτορα, υπεστήριξαν όμως ευθαρσώς τας απόψεις αυτών, αι οποίαι διέφερον ριζικώς από τας του αυτοκράτορος. Με το βασικόν επι­χείρημα «ο… της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», ζητούσι να αποδείξωσιν ότι και η χρησιμοποίησις αζύμων δια την θείαν μετάληψιν υπό των Δυτικών, έχουσα την πηγήν της από την Ιουδαϊκήν Θρησκείαν, και η προσθήκη εις το σύμβολον της πίστεως του «και εκ του υιού»ήσαν αντίθετα προς αυτήν την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού και προς τας αποφάσεις των συνόδων και προς την διδασκαλίαν των πατέρων και γενικά προς την παράδοσιν της Ορθο­δόξου Εκκλησίας. «Συ δε και των πατέρων και του μο­νογενούς αυτού, πλέον τι ιδείν και μυηθήναι εφρόνησας. Ούτως εξ απονοίας, και τω μη πειθαρχείν τω Χρι­στώ θεσπίζοντι, άνω και κάτω τίθης τα ιερά δόγματα, και νυν μεν την κάτω και περί ημας δεσποτική οικονο­μίαν, νυν δε την ανωτάτην και Θεαρχικήν θεολογίαν, ταις μειώσεσί τε και προσθήκη καταρρυπαίνων, την πί­στιν συγχέεις, μάλλον δε τίνα καινήν πίστιν εισάγεις και έτερον ευαγγέλιον». Κατηγορούντες ούτω δριμέως τον αυτοκράτορα, συνεχίζουσιν:

«Αλλ’ ουχί προφανώς τούτο το δόγμα του σατανά, διαρχίαν άθεον παρεισάγον, και το πνεύμα υποδιβάζων; …ει γαρ η του Πατρός μεν γονιμότης διττή, κατά τε γέννησιν και προβολήν, αύτη δε, ως φης, μη ιδίωμα της του Πατρός υποστάσεως, αλλά φύσεως, πώς τω υιώ μεν εξ ημισείας έσται, τω πνεύματι δε ουδόλως; είπερ όσα της φύσεως κοινά κοχί των τριών απαραλλάκτων Θεαρχικών υποστάσεων και υιώ και πνεύματι, μείωσις των επικοίνων εσείται ούτως… Ημείς δε δια ταύτα και ως αιρετικόν προφανώς θεωρούμεν σε, ότι μηδέ το σύμβολον της ορθοδόξου πίστεως έχεις απαραποίητον».
Υποστηρίζουσι δε εν συνεχεία ότι εις τα θεσπισθέ­ντα υπό της εν Τρούλλω έκτης συνόδου, «ενθεωρείται… και το εξ εναντίας ιέναι των της ευσεβείας δογμάτων των προτέρων πατέρων συνέδοξεν είναι ουκ άλλο ή το προστιθέναι τούτοις και αφαιρείν».
Ούτω δεν δύναταί τις να αμφισβητή ότι δι’ όσων εισήγαγον καινών, κατέστησαν αιρετικοί. «Εν όσοις γουν ούτοι εγκαλούμενοι υπό ευθύνας εισίν, τοις αυτοίς άπασι και ημείς, ει καταδεξοίμεθα…, υπόδικοι γινόμεθα» και τονίζουσιν: «Ουκ έστι τούτο θεμιτόν, ουκ έστιν».
«Ο αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτοίς εγκλήμασιν υπόκειται». Και πώς να μνημονεύωσι τον αιρετικόν πάπαν «εν Ναώ Θεού,… εν αυτοίς τοις αδύτοις, επί της μυ­στικής και φρικτής τραπέζης του Θεού»; «ει δε ο προκεί­μενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πώς αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται… το συνάπτειν αυτόν ως ορθόδοξον πατριάρχην, μετά των λοιπών ορθοδόξων πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων; σκηνικών παίζομεν; και πώς ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή; και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλικεύοντας τα θεία τούτοις ηγήσεται;».
Ερχόμενοι δε εις το επιχείρημα «κατ’ οικονομίαν», γράφουσιν: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα και τον του Θεού ειρημένον λόγον, και εκ των θείων απωθούσα το Θεού πνεύμα, και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρ­τιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα, και τί αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον;».

Εις την απάντησιν ταύτην των Αγιορειτών γίνεται πα­σιφανές δια μίαν ακόμη φοράν, ότι δι’ αυτούς η σωτηρία της ψυχής και η εξύψωσις προς το Θείον είναι ο ύψιστος σκοπός και ότι κατ’ αυτούς μόνον δια της πίστεως εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δύναται να επιτευχθή τούτο. Είναι δε να θαυμάση τις την παρρησίαν με την οποίαν γράφουσι προς τον αυτοκράτορα. Τις όμως ο συντάξας την επιστολήν ταύτην δεν γνωρίζομεν…». (Ιωάννου Μαμαλάκη, Το Αγιον Όρος (Αθως) δια μέσου των αιώνων, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 161-163).

Οι άγιοι και θεολόγοι της Τουρκοκρατίας ήσαν επί­σης αυστηροί στηλιτευταί των παπικών αιρέσεων.

Ο άγιος ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός δια τον αποστολικόν του ζήλον, την αγιότητα και τον μαρτυρικόν θάνατον δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τον πάπαν ως «Αντίχριστον». «Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κε­φάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαβαίνε­τε, μα λυπηρόν είνε να σας ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχρι­στοι είνε εις την απώλειαν». (Αυγ. Καντιώτου, Μητροπ. Φλώρ. «Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι, 1971, σελ. 270-271)

Ο εν Θεολόγοις όσιος και εν οσίοις Θεολόγος Νικό­δημος ο Αγιορείτης χαρακτηρίζει το βάπτισμα των πα­πικών ως «μόλυσμα». (Θεοκλ. Διονυσιάτου, «Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1959, σελ. 286)

Ο Ευγένιος Βούλγαρις χαρακτηρίζει την παπωσύνην ως Νέαν Βαβυλώνα:
«Η παπωσύνη διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το Πνεύμα του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα νέα αντιευαγγελικά δόγματα, δι’ ών κατεπάτησε την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη νέα κατά την αποκάλυψιν Βαβυλών» (Ευγενίου Βουλγάρεως, «Θεολογικόν», Βενετία 1872, σελ. λστ’)

Παρόμοια γράφουν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, Αθανά­σιος Πάριος και άλλοι.

Επιγραμματικώς ομιλούν δια τας παπικάς πλάνας και αι ομολογίαι τουΜητροφάνους Κριτοπούλου και Δοσιθέου Ιεροσολύμων.

Κατά τον Κριτόπουλον «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκείνου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ’ εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προση­κούσης αυτή κεφαλής μείναι κάν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή… Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται…» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 560).

Κατά δε τον Δοσίθεον «Της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστί κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί δια των αγίων πα­τέρων» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 752).

Ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος ΣΤ’ παρά την αντίδρασιν των επηρεαζομένων από την ισχυράν προπαγάνδαν των εν Κων/πόλει παπικών και εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων αρχιερέων εξέδωσε εγκύκλιον, δι’ ής αφορίζει τους δεχομένους ως έγκυρα τα Μυστήρια των παπικών(Πρβλ.Timothy Ware, «Eustratios Argenti», σ. 74).

Είναι μνημειώδης η αξιοπρεπής αλλά και ευγενής στάσις του Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου ΣΤ’ προς τους παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι ήθελον να του επιδώσουν πρόσκλησιν του πάπα Πίου Θ’ δια συμμετοχήν εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού. Ο Πατριάρ­χης συμπεριεφέρθη λίαν φιλοφρόνως προς αυτούς, αλλ’ ηρνήθη να δεχθή εις τας χείρας του την πρόσκλησιν ειπών εκτός των άλλων και τα εξής: «Ω σεβάσμιοι αββάδες, περί Οικουμενικής Συνόδου όντως του λόγου, δεν διαφεύγει βεβαίως την μνήμην υμών, ότι αι Οικουμε­νικαί Σύνοδοι άλλως πως συνεκροτούντο, ή όπως διεκήρυξεν η Α. Μακαριότης. Εάν ο της Ρώμης Μακαριώτατος Πάπας ησπάζετο την αποστολικήν ισοτιμίαν και ισαδελφίαν, έπρεπεν, ως εν ίσοις την αξίαν και πρώτος τη της έδρας τάξει, κατά το κανονικόν δίκαιον, ν’ απευθύνη γράμμα ιδιαίτερον προς έκαστον των Πατριαρχών και των Συνόδων της Ανατολής, ουχί ίνα επιβάλη εγκυκλίως και δημοσιογραφικώς, ως πάντων άρχων και δε­σπότης, αλλ’ ίνα ερωτήση αδελφούς αδελφός, ισότιμός τε και ισοβάθμιος, ει συνεγκρίνουσι που και πως και οποίας Συνόδου την συγκρότησιν. Τούτων ούτως εχό­ντων, ή αναδραμείσθε και υμείς εις την ιστορίαν και εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, ίνα ιστορικώς κατορθωθή η παρά πάντων ποθούμενη αληθής και χριστοσύλλεκτος ένωσις, ή πάλιν αρκεσθησόμεθα εις τας ημών διηνεκείς προσευχάς και δεήσειςυπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. Εν δε τοιαύτη περιπτώ­σει μετά λύπης διαβεβαιούμεν υμίν, ότιπεριττήν και άκαρπον νομίζομεν την τε πρόσκλησιν και όπερ συνεπι­φέρετε επιστολιμαίον τούτο φυλλάδιον» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 929).

Όλην αυτήν την αγίαν ορθόδοξον παράδοσιν δια­μαρτυρίας και καταγγελίας των παπικών αιρέσεων συνοψίζει η περίφημος εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κων/λεως εν έτει 1895, πατριαρχεύοντος Ανθίμου Ζ’ προς τον Ιερόν Κλήρον και το ευσεβές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων/λεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του πάπα Λέοντος ΙΓ’ προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης προσκαλούντος αυτούς ως και την ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την μετά του παπικού θρόνου ένωσιν «εννόων την ένωσιν ταύτην ως δυναμένην γενέσθαι μόνον δι’ αναγνωρίσεως αυτού ως άκρου αρχιερέως και υπερτά­του πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθό­λου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».

Η εγκύκλιος προτάσσει τους αποστολικούς λόγους «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού· ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν. Ιησούς Χρι­στός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε» (Εβρ. ΙΓ’ 7-8).

Πράγματι το όλον πνεύμα της εγκυκλίου θεμελιούται εις τον μέχρι τούδε παρά «των Ηγουμένων» εν τη πίστει αγίων Πατέρων παραδοθέντα λόγον του Θε­ού. Ο παπισμός συγκαταλέγεται εις τα ανέκαθεν αναφανέντα «αιρετικά εν τη Εκκλησία του Θεού ζιζάνια, άπερ πολλαχώς ελυμήναντο και λυμαίνονται την εν Χρι­στώ σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και άπερ ως σπέρματα πονηρά και μέλη σεσηπότα δικαίως αποκό­πτονται από του υγιούς σώματος και ορθοδόξου καθο­λικής του Χριστού Εκκλησίας. Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και Έθνη ολόκληρα της δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς.
Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγω­νίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».

Κάθε ορθόδοξος, ο οποίος θέλει να μένη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει εις τους ευθαρ­σείς αυτούς λόγους του υπό τον στυγνόν τουρκικόν ζυγόν ευρισκομένου Πατριαρχείου την φωνήν της Ορθοδοξίας και διαπιστώνει την επικαιρότητα των λό­γων αυτών και δια τα σήμερον συμβαίνοντα.

Η ένωσις κατά την εγκύκλιον τυγχάνει ποθητή εις τους ορθοδόξους, αλλά δέον να βασίζεται εις τον ένα κανόνα της πίστεως, άνευ δε της «εν τη πίστει ενότητος αδύνατος αποβαίνει η ποθητή των Εκκλησιών ένωσις».

Εν συνεχεία καταγγέλλει τας αιρέσεις του παπι­σμού, εν αίς το Filioque, το Πρωτείον και Αλάθητον και αποδεικνύει το αντιευαγγελικόνκαιαντιπαραδοσιακόν αυτών.

Οι ορθόδοξοι εμμένοντες πιστοί εν τη αποστολική παραδόσει και τη πράξει της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, «υπέρ του κοινού κτήματος του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι» (Μ. Βασιλείου, Επιστ. 243, Εγκύκλιος, σελ. 40).

Ανατρέχοντες εις τους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους -κατά την εγκύκλιον- πληροφορούμεθα ότι ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλη­σίας… μόνος δε και αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνα­τος της Εκκλησίας εστίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χρι­στός… (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 938, παρ. 4)

Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα· και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτι­νος διάδοχος οίεται είναι ο πάπας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Πρόκειται περί αποστολικής ομολογίας της Χριστοκεντρικής – Θεανθρωποκεντρικής αρχής της Εκκλησίας ανταξίας της αποστολικότητος του Θρόνου της Κωνστα­ντινουπόλεως.

Αιωνία η μνήμη του μακαριστού Πατριάρχου Ανθί­μου Ζ’ και των Συνοδικών Αρχιερέων των αποστολικώς και πατερικώς ομολογησάντων τον Θεάνθρωπον Χριστόν ως μοναδικήν κεφαλήν, βάσιν, κριτήριον της Εκ­κλησίας εν αντιθέσει προς την εκπεσούσαν της αποστο­λικής πίστεως Εκκλησίαν της Ρώμης.

Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστίν Εκκλη­σία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως καιδικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσε­ται, εφ’ όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. «Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος», λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ειρήνης χωριζούσης Θεού» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 20).

Αι καινοτομίαι του παπισμού περί την πίστιν και το διοικητικόν της Εκκλησίας πολίτευμα είναι «σπουδαίαι και αυθαίρετοι», αναφέρονται «εις ουσιώδη κεφάλαια της πίστεως και του διοικητικού συστήματος της Εκκλη­σίας και προφανώς αντικείμεναι εις το εκκλησιαστικόν καθεστώς των εννέα πρώτων αιώνων, ποιούσιν αδύνατον την ποθητήν ένωσιν των Εκκλησιών· αφάτου δε λύπης πληρούται πάσα ευσεβής και ορθόδοξος καρδία βλέπου­σα την παπικήν Εκκλησίαν εμμένουσαν υπεροπτικώς εν αυταίς και ήκιστα συντελούσαν εις τον ιερόν της ενώσε­ως σκοπόν δι’ αποπτύσεως των αιρετικών τούτων καινο­τομιών και επανόδου εις το αρχαίον καθεστώς της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλη­σίας, ης μέρος τότε και αυτή απετέλει» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 21).

Η θλιβερά αυτή διαπίστωσις ότι ο παπισμός εμποδί­ζει την ένωσιν δια της εμμονής του εις τας πλάνας ισχύει έτι μάλλον σήμερον, ότε πολλαί εκ των πλανών αυτών ενισχύθησαν δια της Β’ Βατικανείου Συνόδου, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.

Καταλήγει δε η εγκύκλιος με έκκλησιν προς τους φιλοχρίστους λαούς της Δύσεως, «οΐτινες εξ αγνοίας της αλη­θούς και αδέκαστου των εκκλησιαστικών πραγμάτων ιστορίας εύπίστως παρασυρόμενοι, άκολουθοΰσι ταΐς άντευαγγελικαΐς και παναθέσμοις καινοτομίαις του πα­πισμού», να επιστρέψουνεις την Μίαν και αδιαίρετον Εκκλησίαν. «Αλλ’ εκκλίνατε από των τοιούτων διαστροφέων της ευαγγελικής αληθείας… και επανέλθετε το λοιπόν εις τους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας, ήτις αποτελείται εκ του συνόλου των κατά μέρος ανά την ορθοδοξούσαν οικουμένην θεοφυτεύτων δίκην αμπέλων ευκληματουσών και αρρήκτως εν ενότητι της μιας εις Χριστόν σωτηρίου πίστεως και εν τω συνδέσμω της ειρήνης και τω πνεύματι συνημμένων αλλήλαις αγίων του Θεού Εκκλησιών, ίνα τύχητε της εν Χριστώ ποθουμένης σωτηρίας…».

Προτρέπει δε και τους ορθοδόξους να κρατώμεν «της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτα­τος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της κα­θόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος».

Το πνεύμα της εγκυκλίου αυτής ενεστερνίσθησαν και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ορθόδοξοι Θεολόγοι (Πρβλ. σχετικά έργα Χ. Ανδρούτσου, Ιω. Καρμίρη, Κ. Μουρατίδου, Βλ. Λόσκι, κ.α.). Ο δε γνωστός πανορθοδόξως Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς με προφητικήν όντως γλώσσαν απεκάλυψε τον ορθόδοξον θεανθρωποκεντρισμόν και τον παπικόν και δυτικόν ανθρωποκεντρισμόν ένεκα του οποίου και ωμίλησε περί τριών πτώσεων του ανθρώπου. Της πτώσε­ως του Αδάμ, της πτώσεως του Ιούδα και της πτώσεως του πάπα.

Η αυστηρότης αυτή των Ορθοδόξων Πατέρων και Θεολόγων είναι φιλάνθρωπος, διότι υποδεικνύει την σο­βαρότητα της ασθενείας του παπισμού και δεν καθησυ­χάζει αυτόν με ανθρωπιστικά ηρεμιστικά. Όσοι πράγ­ματι αγαπούν, δεν φοβούνται να ειπούν την αλήθειαν, διότι μόνη η αλήθεια σώζει. Όσοι δεν αγαπούν ή αγα­πούν υποκριτικώς, κρύπτουν την αλήθειαν δι’ ιδιοτελείς σκοπούς.

Η αυστηρά αλλά φιλάνθρωπος αυτή γλώσσα των Ορθοδόξων υπαγορεύεται και από την επιθυμίαν των να μείνουν πιστοί εις το Ευαγγέλιον του Χριστού και τους θεοφόρους Πατέρας.

Είναι μεγάλη ευλογία και μέγα προνόμιον να είσαι Ορθόδοξος, αλλά συγχρόνως είναι και μεγάλη ευθύνη.

Αυτή η υψηλή συνείδησις ευθύνης έκαμε τους ορθο­δόξους ομολογητάς να μη παραιτούνται από τον σταυρόν της ορθοδόξου ομολογίας και όταν ακόμη εκινδύνευεν η ζωή των ή η πατρίς των.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Παπισμός», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1978)

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, ''Δεν κοιτάζω τί θα πει η Διοικούσα Εκκλησία''

Η ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ; ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ !! - ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Πρωτοπρ, Θεόδωρος Ζήσης, Φοβερό Κήρυγμα για την Κυριακή της Ορθοδοξίας

Η Ορθοδοξία είναι η μοναδική και η αληθινή Εκκλησία Του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Δεν υπάρχει καμία άλλη Εκκλησία και όποιος πιστεύει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και πρέπει να μετανοήσει αν δεν θέλει να πάει στην κόλαση

Δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες, 
η Εκκλησία Του Χριστού είναι μία, 
είναι η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. 
Εκτός Ορθοδοξίας 
ΔΕΝ υπάρχουν Χριστιανοί. 


Όποιος βρίσκεται εκτός Ορθοδοξίας αυτός είναι αιρετικός και δεν είναι μέλος της Εκκλησίας. 

Όποιος διδάσκει και διαδίδει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός είναι πολύ επικίνδυνος και ουδεμία σχέση δεν έχει με την αλήθεια. 
Αν ακούσετε οποιονδήποτε, να αποκαλεί αδελφό εν Χριστώ κάποιον που δεν είναι Ορθόδοξος και να αποκαλεί Εκκλησία κάποια σύναξη εκτός Ορθοδοξίας, να μη τον πιστεύετε είναι αιρετικός και βλάσφημος. 

Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί φοράμε πάντα τον Σταυρό μας, κάνουμε τον Σταυρό μας οπουδήποτε και αν βρισκόμαστε, έχουμε καμάρι, όπλο και τιμή, τον Τίμιο Σταυρό Του Χριστού. 

Η Ορθοδοξία είναι η μοναδική και η αληθινή Εκκλησία Του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. 
Δεν υπάρχει καμία άλλη Εκκλησία και όποιος πιστεύει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και πρέπει να μετανοήσει αν δεν θέλει να πάει στην κόλαση. 
Μη σας τυφλώνουν τα αξιώματα, τα χρήματα, η χλιδή και η δόξα του κόσμου τούτου. Ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός, όμως, σήμερα έχει χάσει και αυτή την ικανότητα, έβγαλε την μάσκα και θέλει να μας αναγκάσει να δεχτούμε τους αιρετικούς και τον αντίχριστο οικουμενισμό. Εμείς θα παραμείνουμε πιστοί μέχρι το τέλος, στην Αγία Πίστη μας και στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. 

Δεν πρόκειται να δεχτούμε να γίνουμε μια απρόσωπη μάζα "πιστών" που προορίζονται για την αιώνια απώλεια. 
Όσοι κάνουν σχέδια να μας επιβάλλουν αντίχριστες και ανίερες ενώσεις με τους πάσης φύσεως αιρετικούς, αυτό να το ξεχάσουν. 
Μπορεί να είμαστε λίγοι σε σχέση με τον κόσμο, αλλά οι αληθινοί Χριστιανοί, όπως είπε και ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, πάντα ήταν λίγοι και διωκόμενοι. 

Το βραβείο μας βρίσκεται στα χέρια Του Χριστού και αν θελήσει ο Κύριος να μαρτυρήσουμε, θα μαρτυρήσουμε για την αγάπη Του, όμως, ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να προδώσουμε την Εκκλησία Του Θεού μας, την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ μας.

Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόϊτσκι: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΠΑΠΙΣΜΟΥ – ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ



Η αλήθεια της Εκκλησίας διεστράφη πολύ στη Δύση μετά την έκπτωση της Ρώμης από την Εκκλησία και η Βασιλεία τού Θεού άρχι­σε να μοιάζει εκεί με κάποια επίγεια βασιλεία. 
Ο Λατινισμός με τους γήινους υπολογισμούς των «καλών έργων», με τημισθωτή σχέση προς τον Θεό, με την παραχάραξη της σωτηρίας, συσκότισε στη συνείδηση των μελών του τη χριστιανική αντίληψη της Εκκλησίας.

Ο Λατινισμός στο πρόσωπο του Προτεσταντισμού γέννησε ένα εντελώς νόμιμο, αν και πολύ ατίθασο, πνευματικό τέκνο. Ο Προτε­σταντισμός δεν ήταν μια διαμαρτυρία της πρωτοχριστιανικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ενάντια σ’ αυτές τις παραχαράξεις της αλή­θειας, τις οποίες είχε κάμει παραδεκτές ο μεσαιωνικός Παπισμός. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι σπάνια, έχουν την τάση να παρουσιάζουν τη Διαμαρτύρηση οι προτεστάντες θεολόγοι.Όμως, όχι! Ο Προτεσταντι­σμός ήταν διαμαρτυρία μιας ανθρώπινης ιδέας εναντίον μιας άλλης. Δεν αποκατέστησε τον αρχαίο Χριστιανισμό.Το μόνο που έκανε ήταν να αντικαταστήσει την παραχάραξη τού Χριστιανισμού με μιαν άλλη παραχάραξη κι αυτό το νέο ψεύδος ήταν πικρότερο από το πρώτο.

Ο Προτεσταντισμός είπε τον τελευταίο λόγο τού Παπισμού, έβγα­λε το τελευταίο λογικό του συμπέρασμα.

Η αλήθεια και η σωτηρία είναι δοσμένα από την αγάπη, δηλ. από την Εκκλησία. 
Τέτοια είναι η εκκλησιαστική συνείδηση.Ο Λατινισμός, αφού εξέπεσε από την Εκκλησία, άλλαξε αυτή τη συνείδηση και διεκήρυξε: Η αλήθεια δίδεται από το ξεχωριστό πρόσωπο τού Πάπα, από ένα ιδιαίτερο πρόσωπο χωρίς την Εκκλησία, και ο Πάπας έχει την ευθύνη της σωτηρίας όλων.

Ο Προτεσταντισμός μόνο αυτό εξέφρασε: Γιατί η αλήθεια να δίδεται μόνο από έναν Πάπα; Και πρόσθεσε: η αλήθεια και η σωτηρία αποκαλύπτονται σε κάθε ξεχωριστό πρόσωπο ανεξάρτητα από την Εκκλησία.Έτσι κάθε ένας άνθρωπος προβιβάστηκε σε αλάθητο πάπα. Ο Προτεσταντισμός φόρεσε την παπική τιάρα σε κάθε Γερμανό καθηγητή-θεολόγο και με τους αμέτρητους αυτούς πάπες κατέστρε­ψε τελείως την ιδέα της Εκκλησίας.

Υποκατέστησε την πίστη με τη λογική του ατόμου και τη σωτηρία εν τη Εκκλησία με την ονειροπόλο βεβαιότητα για τη σωτηρία μέσω τού Χριστού χωρίς την Εκκλησία, σε μια φίλαυτη απομόνωση από όλους. Για τον προτεστάντη αλήθεια είναι μόνο ό,τι του αρέσει, ό,τι νομίζει αυτός ως αλήθεια.

Στην πράξη βέβαιακαι οι προτεστάντες από την αρχή, με πλάγιους τρόπους, λα­θραία θα λέγαμε, επέβαλαν κάποια στοιχεία δόγματος σχετικά με την Εκκλησία αναγνωρίζοντας κάποιες αυθεντίες, μόνο όμως στην περιοχή της διδασκαλίας της πίστεως. Όντας όμως ουσιαστικά εκκλησιαστικός αναρχισμός, ο καθαρός Προτεσταντισμός, όπως κάθε αναρχισμός, στην πραγματικότητα αποδείχτηκε τελείως μη πραγματοποιήσιμος κι έτσι μας έδωσε φανερή μαρτυρία γι’ αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι από τη φύση της εκκλησιαστική.

Όμως ο Προτεσταντισμός ταίριαξε στο γούστο με την ανθρώπινη φιλαυτία και την αυθαιρεσία κάθε είδους. Η φιλαυτία και η αυθαιρεσία μέσα στον Προτεσταντισμό, όπως ειπώθηκε, κατά κάποιον τρό­πο «εξαγιάσθηκαν» και «ευλογήθηκαν» και τώρα αυτό φανερώνεται στην ατέλειωτη διαίρεση και τον θρυμματισμό πρώτα απ’ όλα του ίδιου τού Προτεσταντισμού.

Συγκεκριμένα, ο Προτεσταντισμός διεκήρυξε ανοιχτά αυτό το μέγιστο ψεύδος: Μπορείς να είσαι χριστιανός χωρίς να αναγνωρίζεις καμία Εκκλησία.Συνδέοντας όμως τα μέλη του με κάποιου είδους υποχρεωτικές αυθεντίες και εκκλησιαστικούς κανόνες, ο Προτεσταντισμός περιπλέκεται σεαδιέξοδες αντιφάσεις: Ο ίδιος απελευθέρωσε το κάθε πρόσωπο από την Εκκλησία και ο ίδιος θέτει κάποια όρια αυτής της ελευθερίας. Από δω ξεκινάει η ανταρσία των προτεσταντών εναντίον των λίγων και οικτρών υπο­λειμμάτων εκκλησιαστικότητος, τα οποία ακόμη φυλάσσονται από τους επίσημους εκπροσώπους των Ομολογιών τους.

Είναι ευνόητο ότι ο Προτεσταντισμός έχει αντιστοιχία προ πάντων με τη γενική διάθεση που κυριαρχεί στη Δύση. Εκεί πέτυχαν μια πολύ καλή οργάνωση της εξωτερικής ζωής και οι άνθρωποι κατέχονται από αλαζονεία γι’ αυτή την επιτυχία καιαγάπησαν τον εαυτό τους σε τέτοιο βαθμό που λησμόνησαν τον Θεό και τον πλησίον. Αυτή την αμαρτωλή φιλαυτία, την περιφρόνηση προς τον πλησίον, τη διακηρύτ­τουν και η μοντέρνα φιλοσοφία και η λογοτεχνία. Πως ο υπερήφανος ευρωπαίος να δεχθεί τη διδασκαλία περί Εκκλησίας, όταν γι’ αυτό θα πρέπει πριν απ’ όλα να απαλλαχθεί από τη φιλαυτία και την αυθαιρεσία, να υποταχθεί στην Εκκλησία και να μάθει να αγαπά τους ανθρώπους, βάζοντας τον εαυτό του ταπεινά κάτω από τους άλλους;


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929)
Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού»

Του Πρωτ. Ιωάννη Φωτόπουλου