.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Και εμείς. Γιατί καθόμαστε;;


Όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος 
να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. 
(Ο Παπουλάκος)

... Λευτερωθήκαμε από τον αγαρηνό και πρώτη μας πράξη στο δρόμο της λευτεριάς ήτανε να κλείσουμε το στόμα της αλήθειας. Να ψευτίσουμε τη ζυγαριά της πίστης. Να λησμονήσουμε πως τα μοναστήρια, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, φυλάξανε και την πίστη και την παιδεία, και πως όσοι μάθανε γράμματα, στα μοναστήρια τα μάθανε. Εκεί πρωτοσυλλάβησε το χωριατόπουλο και εκεί ακόνισε το νου του ο γραμματισμένος.

Λίγο ο μακαρίτης ο κυβερνήτης, λίγο η αντιβασιλεία, λίγο οι προεστοί, λίγο οι δεσποτάδες, όλοι τους, βοηθήσανε το κράτος να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. Έτσι η εκκλησία έπαψε πια νά 'ναι το πνευματικό μας κεφάλι κι έγινε όμοια με τον έφορο ή τον χωροφύλακα. Ένα παρακλάδι στο δέντρο της πολιτείας κι ο πιο ασήμαντος τροχός στη μηχανή. 

–Και ποια είν΄ η ζυγαριά που ψεύτισε; 
--Η ιεραρχία, αποκρίθη με δάκρυα στα μάτια ο Ιγνάτιος.Απαράτησε τα δικά της ζύγια, τα ζύγια του Χριστού και ζυγιάζει με τα ψευτισμένα ζύγια που της έδωσε η εξουσία.Έτσι το Έθνος γελιέται, χωρίς να του το λένε κι ο σατανάς χασκογελά κρυμμένος σ΄ όλα τα ισκιερά μέρη του δρόμου μας. 

Ο Χριστοφόρος είχε χάσει τη μιλιά του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια ταραχή. Η πίκρα, η θλίψη, κι η πιο φοβερή οργή ανάδευαν μέσα του κι ο ίδιος απορούσε πως ένιωθε τόσο οργισμένος. Σηκώθηκεν όρθιος και σα να ξύπνησε μέσα του άλλος άνθρωπος, κοίταξε αυστηρά τον Ιγνάτιο και τούπε: 

Και εμείς γιατί καθόμαστε; Γιατί δεν παίρνουμε το ραβδί μας και γιατί δεν γυρίζουμε από πόρτα σε πόρτα, από πολιτεία σε χωριό, ν΄ ανοίξουμε τα μάτια των Χριστιανών για να φυλάγουνται από τα ψεύτικα ζύγια; 

Αστραπή χαράς φώτισε την ασκητική μορφή του Ιγνάτιου. Τα μάτια και των δυο είχαν πυρώσει από τη φωτιά της θέλησης για σωστικό έργο… Σαν να κινούσαν και τους δυο τα ίδια ουράνια νήματα, έπεσε ο ένας στην αγκάλη του άλλου κι η οργή τους, τα δάκρυά τους, η χαρά τους, έμοιαζαν, την ώρα αυτή του θερμού δειλινού, σαν μυστική δοξολογία στον Κύριο.