.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

'Όταν η αρρώστια μιλάει την γλώσσα της υγείας...

«Μην ζητάς από το Θεό να σε κάνει καλά αλλά καλό», έλεγε ο Άγιος Πορφύριος. Και εγώ στα λόγια αυτά διαβάζω, μην ζητάς να γίνεις καλά χωρίς πρώτα να ακούσεις τι θέλει να σου πει το τραύμα, η πληγή, η ασθένεια σου. 
Πολλές φορές μια αρρώστια είναι η τελευταία προσπάθεια της ψυχής σου να σου πει μια μεγάλη αλήθεια που δεν θέλεις ή δεν αντέχεις να ακούσεις. 
Το σώμα μιλάει. 
Η ψυχή γράφει την ιστορία των τραυμάτων μας πάνω στο ευάλωτο κορμί μας. Η ασθένεια σχεδιάζει πάνω στα σώματα μας, εκείνα που δεν θελήσαμε ποτέ να δούμε, και μας φωνάζει «κοίταξε», «δες» καταρρέεις και χάνεσαι, άλλαξε, μεταπλάσου, μεταμορφώσου, μετανόησε. 
Η αρρώστια μιλάει την γλώσσα της υγείας. 
Καμία σκιά δεν υπάρχει δίχως φως. 
Κανένα τραύμα δίχως να κρατάει δώρο. Μα και κανείς σταυρός δε μένει χωρίς Ανάσταση.

πλ

Όλες οι ευλογίες του Θεού περνούν από την Παναγία

Δεν πήγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στο Άγιον Όρος να βρει ένα κατάλληλο μέρος να περάσει καλά, έστω και πνευματικά, όπως θα νόμιζε κανείς.
Είχε καημό μέσα του. Καθώς τότε ήταν πιο γνήσιοι οι άνθρωποι, ήταν πιο ειλικρινείς, όσοι είχαν έφεση, έβλεπαν ότι κάτι δεν ήταν καλό μέσα τους, και ήθελαν αυτό να αλλάξει, να διορθωθεί. Πήγε λοιπόν και έμεινε σ’ ένα ασκητήριο που είναι πάνω από τη Μεγίστη Λαύρα στους πρόποδες του Άθω, και εκεί επί τρία ολόκληρα χρόνια η κύρια προσευχή του ήταν: «Παναγία μου, φώτισόν μου το σκότος».
Ο άγιος Γρηγόριος, όπως και άλλοι άγιοι πιο παλιά, είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία. Και αργότερα, όπως ξέρουμε, είχαν ιδιαίτερη ευλάβεια ο άγιος Νικόδημος και ο άγιος Νεκτάριος. Οι άγιες δηλαδή ψυχές που ζητούν τον Χριστό, που αγαπούν τον Χριστό, περνούν από κει που ασφαλέστερα θα βρουν τον Χριστό και, αν θέλετε, γρηγορότερα θα βρουν τον Χριστό και επιτυχέστερα.
Όπως λέγαμε και άλλη φορά, όλες οι ευλογίες του Θεού περνούν από την Παναγία και διαχέονται όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους αγγέλους. Αυτό το τονίζει ο άγιος Γρηγόριος στην όλη διδασκαλία του. Τα πίστευαν αυτά οι άγιοι, και έτσι είναι. 
Είχαμε αναφέρει, αν ενθυμείσθε, και το τροπάριο του αγίου Ανδρέου Κρήτης:«Χαίροις μετά Θεόν η Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα…» Και στη συνέχεια λέει ακριβώς αυτό, ότι μεταδίδει και στους αγγέλους και στους ανθρώπους το πλήρωμα «των εκ Θεού δωρεών».
Παρακαλώ, όσοι τυχόν έχετε κάποιες επιφυλάξεις ως προς αυτά, αφήστε τις κατά μέρος αυτή την ώρα. Καθόλου δεν είναι δύσκολο να τα δεχθεί κανείς αυτά, όταν ο ίδιος ο Θεός, που αποφάσισε να γίνει άνθρωπος, τίμησε αυτό το πρόσωπο που λέγεται Παναγία. 
Το τίμησε όχι απλώς με το να το πλησιάσει, με το να μιλήσει, αν θέλετε, μαζί του, αλλά με το να λάβει την ανθρώπινη φύση από την Παναγία και να κυοφορηθεί όπως κάθε άνθρωπος. Ποιoς είσαι εσύ, όποιος κι αν είσαι, που θα έλθεις να πεις δεν ξέρω τι; Ποιoς είσαι; Ο Θεός σκύβει εδώ.
Βέβαια, ο Θεός ετοίμασε αυτό τον ναό που λέγεται Παναγία, όπως ψάλλουμε: «Ο καθαρώτατος ναός του Σωτήρος…» Αλλά όμως η Παναγία συμμετέχει, είναι συνεργός, επειδή δεν είναι ένα άψυχο όργανο, αλλά είναι λογικό πλάσμα και παραδίνεται σ’ αυτό που θέλει να κάνει ο Θεός και δίνει την όλη βούλησή της, την όλη διάθεσή της. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο άνθρωπος είναι συνεργός. Επομένως, τιμάται αυτό καθεαυτό το πρόσωπό της. Δεν λένε λοιπόν τυχαία οι άγιοι ότι δέχεται όλες τις ευλογίες η Παναγία από τον Θεό και διοχετεύονται δια μέσου αυτής προς όλα τα λογικά κτίσματα, τους αγγέλους και τους ανθρώπους.
Και, αν θέλετε, για να το καταλάβουμε καλύτερα το όλο θέμα, να πω και αυτό, ότι μετά τη σάρκωση του Χριστού ακόμη και οι άγγελοι είναι πλησιέστερα προς τον Θεό, απ’ ό,τι ήταν. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος και έτσι, όπως λέγαμε και άλλη φορά, τιμήθηκε ο άνθρωπος τρόπον τινά περισσότερο από τους αγγέλους, διότι ο Χριστός δεν έγινε άγγελος, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να σωθούν οι πεπτωκότες άγγελοι, και οι άλλοι άγγελοι ήταν στερεωμένοι στο αγαθό. Ο άνθρωπος ήταν ο πεπτωκώς, και έπρεπε λοιπόν ο Κύριος να γίνει άνθρωπος. Και δια μέσου του ανθρώπου-Χριστού, ο οποίος έλαβε από την Παναγία την ανθρώπινη φύση, και οι άγγελοι προσλαμβάνουν όλο και περισσότερο το φως του Θεού.
Δεν είναι λοιπόν αυτά υπερβολές, όπως θα έλεγε, όπως θα νόμιζε κανείς, και κακώς μερικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις. Οι μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας έτσι ευλαβούνταν την Παναγία, έτσι τιμούσαν την Παναγία. Και βλέπουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να έρχεται στο Όρος, να κάθεται σ’ ένα κελάκι και να φωνάζει: «Παναγία μου, φώτισόν μου το σκότος, Παναγία μου, φώτισόν μου το σκότος». Τρία ολόκληρα χρόνια η κυρίως προσευχή του ήταν αυτή. Όχι ότι δεν έκανε άλλες προσευχές, αλλά η κυρίως προσευχή ήταν αυτή.

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 234.

Για την απώλεια της χάριτος του Θεού, υπεύθυνοι είμαστε μόνο εμείς, «η λάθος αγάπη του εαυτού μας»

Άγιος Σιλουανός ο ΑθωνίτηςΕνώ όλα πάνε καλά στην ζωή μας, στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους και με τον Θεό, έρχεται μία μέρα όπου χάνουμε αυτή την χάρη, ξαφνικά ή σταδιακά.

Τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουμε αυτό που μας συμβαίνει. Όλα πήγαιναν τόσο καλά, και τώρα είναι όλα τόσο οδυνηρά. Η επιθυμία να προσευχηθείς μειώνεται, η προσευχή γίνεται στεγνή και κοπιώδης, η πνευματική προσοχή χαλαρώνει.

Οι σχέσεις μας με τους άλλους περιπλέκονται: τους κρίνουμε και τους κατακρίνουμε αντί να κοιτάμε τα δικά μας προσωπικά λάθη. Η καρδιά μας μένει κλειστή, σκληραίνει.

Η ψυχή ταράζεται, σκοτεινιάζει, γίνεται λεία των παθών και των λογισμών που την περικυκλώνουν. 
Η ύπαρξη δεν αναζητά να ανέλθει προς τον Θεό, αλλά βυθίζεται στην καθημερινότητα ή στα κοσμικά πάθη, περιορίζεται σε πράξεις ρουτίνας, μέσα στις ανάγκες και τις καθημερινές έγνοιες. Η υπομονή μας απέναντι στις αντιξοότητας και στον πόνο αποδυναμώνεται.

Για όλη αυτήν την κατάσταση λοιπόν, της απώλειας της χάριτος του Θεού υπεύθυνοι είμαστε μόνο εμείς, η λάθος αγάπη του εαυτού μας. Όσο γιγαντώνεται μέσα μας το εγώ τόσο...
...καταλαμβάνει τον χώρο της ύπαρξής μας που δεν μένει τελικά χώρος για τον Θεό.

Έχουμε λοιπόν ευθύνη για την απώλεια αυτής της Χάριτος. Αυτή η ευθύνη απαιτεί επαγρύπνηση, απαιτεί προσοχή, αφού αρκεί ένα τίποτα, μία μόνο σκέψη ματαιοδοξίας, γι να εγκαταλειφθεί η ψυχή από το φως του Πνεύματος.

Η υπερηφάνεια ενεδρεύει στην καρδιά μας, ακόμα κι όταν είμαστε εν μέσω πνευματικών προσπαθειών. Τελικά χαρακτηριστικό του εγώ είναι η ικανότητά του να διαστρέφει τα πάντα σε αντικείμενα ατομικής χρήσης και οφέλους.

Είναι πιθανόν να προσεύχεσαι, να συμμετέχεις στη θεία λειτουργία, να μελετάς την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά αυτή σου η συμπεριφορά να προέρχεται είτε από μία προσπάθεια καλλωπισμού της «βιτρίνας» του εγώ σου με ένδοξα ψιμύθια, είτε από την προσπάθεια να θέσεις υπό την κατοχή σου τον Θεό! 
Σ’αυτές τις περιπτώσεις, ζούμε μία ολοκληρωτική πνευματική ψευδαίσθηση.

Τα πάθη της υπερηφάνειας και οι αμαρτίες είναι όπως τα σύννεφα που κρύβουν το φως της Χάριτος και του Θείου Ελέους. Αλλά πίσω από τα σύννεφα, ο ήλιος δεν λάμπει λιγότερο.

oikohouse.wordpress.com

«Είμαστε προσκυνητές σε αυτή τη γη και δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο για μας εδώ...»

Στη φράση του π. Σεραφείμ («Είμαστε προσκυνητές σε αυτή τη γη») μάλλον δεν θα πρέπει να νοήσουμε τους «προσκυνητές» με την κλειστή έννοια της ενέργειάς τους...
Αυτοί «προσκυνούν», όχι τόσο με τη σημασία ότι «πέφτουν κάτω και κάνουν μια εδαφιαία μετάνοια» ή ότι «υποκλίνονται βαθιά», αποδίδοντας έτσι σεβασμό ή εκφράζοντας συντριβή, αλλά «προσκυνούν» με την έννοια τού ότι σταθμεύουν μεν για λίγο, αλλά λίγο αργότερα «προχωρούν πιο πέρα»… «αφήνουν κάτι, κάποιους ή ακόμη και τα πάντα πίσω τους» και, έτσι, «συνεχίζουν την πορεία» τους, ως αεικίνητοι «προσκυνητές», 
«ξεχνώντας όλ’ αυτά που είναι πίσω τους και κάνοντας ό,τι μπορούν για να φτάσουν αυτά που είναι μπροστά τους»
...όπως λέει εμφατικά ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Φιλ. 3, 13). 
Διότι ο «προσκυνητής» εν προκειμένω είναι αυτός που, κατά τα ρωσικά ευλαβικά ειωθότα, αφιερώνει ολόκληρη τη ζωή του στον μακρύ κόπο της συνεχούς επίσκεψης προσκυνημάτων ανά τη χριστιανική οικουμένη. 
Για το λόγο αυτό ο «προσκυνητής», μη έχοντας ο ίδιος «τίποτα μόνιμο εδώ» –πάντα σύμφωνα με τη φράση του μακαριστού π. Σεραφείμ– είναι κατά πάντα «απροσπαθής», ελεύθερος και αδέσμευτος παραμένοντας πάντα περαστικός, πάντα φευγαλέος, πάντα οδίτης, πάντα διαβάτης και παρεπίδημος, πάντα άοικος και άπατρις...
Σε κάθε του νέο «προσκύνημα» ανακαλύπτει έκπληκτος και ένα άλλο μυστικό «επέκεινα» του Θεού, συνάμα και του εαυτού του· και σε κάθε του εξαντλητική πορεία διαπιστώνει ότι όλη η φρούδα, επίγεια και επίμοχθη ζωή του ριζώνει βαθύτερα στον Ουρανό, όσο μελετά και συνειδητοποιεί την προσκαιρότητα της ζωής των επιγείων...
Μέσα στην υπόπτερη καρδιά του «προσκυνητή» θα βρούμε απτό «το μυστήριο της ευσεβείας» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 3, 16), της ζωής και του θανάτου, της φθοράς και της αιωνιότητας, τελειούμενο στην εσχατολογία των πάντων, η οποία εδράζεται πλήρως στο πρόσωπο του αγαπημένου, φίλου, οικείου, αλλά και του ξένου, υπερκόσμιου και αιώνιου Σωτήρος Χριστού...
Ο τύπος του ανθρώπου που εκπροσωπείται από τον «προσκυνητή» είναι αυτός που με έναν «άλλο» τρόπο παρείδε τη ρουτίνα των τετριμμένων και τη στατικότητα των επιγείων, και...
βηματίζει αποφασιστικά προς έναν άλλον ορίζοντα...
Ποιον ορίζοντα; Τον ορίζοντα των μη ορωμένων αλλά και των αληθινά μενόντων. 
Η πορεία του δύσκολη, κοπιαστική, ακατανόητη και διαρκώς αμφισβητούμενη...
Ποιος είναι αυτός που πάει κόντρα στην προσκαιρότητα και δεν συμπλέει με τη φθορά των έργων των πολλών; 
Πώς τολμάει να διανύει έναν τέτοιο εσωτερικά πολύπονο και περιπετειώδη βίο, για να συναντήσει και να βιώσει την ελευθερία της καρδιάς του, αναιρώντας τις συμβάσεις του εφησυχασμένου πλήθους; 
Αυτός που μένει απόρθητος στη φθορά, δεν μπορεί να μείνει άγευστος του μαρτυρίου. 
Αλλά εκεί στο μαρτύριο βρίσκεται η παράκληση και η παρουσία του Θεού...

π. Δαμιανός Σαράντης
π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ 
(1931–1982) 

Οι νεκροί μας παρακαλούν συνεχώς να έχουμε τον νου μας σε αυτούς...

Για αυτό να μην ξεχνάμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα που δεν είναι πια εδώ κοντά μας και να τους μνημονεύουμε πάντοτε…

Ένα σώμα είμεθα εμείς με τους νεκρούς.
Μία Εκκλησία είμεθα με τον ουρανόν, με τους κεκοιμημένους μας.
Εάν νιώθουμε την ανάγκη ο ένας να μιλάει εις τον άλλον, ο ένας να φροντίζει διά τον άλλον, κατανοείτε πόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι νεκροί να επικοινωνούμε μαζί τους;

Οι νεκροί μας παρακαλούν συνεχώς να...
...έχουμε τον νού μας εις αυτούς. Οι νεκροί μας ζούν και μας κοιτάζουν να δούν εάν εμείς τους μνημονεύουμε.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη δι᾽αυτήν την επικοινωνία.
Την προσευχή μας να την αναπέμπουμε και γι᾽ αυτούς.
Την ελπίδα μας εις τον Χριστό να την έχουμε και γι᾽ αυτούς.

Τις λειτουργίες μας να τις κάνουμε και γι᾽ αυτούς. Σαρανταλείτουργα να κάνουμε και γι᾽ αυτούς, ελεημοσύνες, μνημόσυνα, τρισάγια.

Όλα αυτά βοηθούν πραγματικά τους νεκρούς μας.
Όχι μόνον τους βοηθούν, αλλά είναι και δική μας επικοινωνία με όλον τον άλλον κόσμο, με τους αγγέλους και τους αγίους.

Ακόμη πρέπει να σας πω ότι, όταν εμείς τους ενθυμούμεθα και τους μνημονεύουμε, τότε εκείνοι αγάλλονται, χαίρονται, ελπίζουν, προσμένουν, προχωρούν συνεχώς προς την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, καλλιεργώντας μέσα τους την ελπίδα.

Και όσοι από αυτούς δεν αντιδρούν, όσοι από αυτούς δεν απορρίπτουν τον Θεόν εκεί επάνω, αυτοί όλο και περισσότερο τον πλησιάζουν και μας στέλνουν διαρκώς μηνύματα να τους μνημονεύωμε.

Να ξέρετε πόσην ευγνωμοσύνη μας χρεωστούν και πόσο μας την ανταποδίδουν, όταν εμείς τους μνημονεύουμε!

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ «ΠΟΝΤΙΟΙ ΠΙΛΑΤΟΙ»

Μοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλή.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
Αλλ’ ανάσασιν καμιά
Άλλος σου έταξε βοήθεια
Και σε γέλασε φρικτά.

Οι παραπάνω στίχοι από τον Εθνικό μας Ύμνο, έρχονται στο νου μου για άλλη μια φορά. Τώρα, με αφορμή τη Διεθνή (;) Διάσκεψη, σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, που αποφάσισε να συγκαλέσει, για τη Λιβύη, την Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020, στο Βερολίνο, η καγκελάριος Α. Μέρκελ σε συνεννόηση με τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Α. Γκουτέρες.
Οι προσκεκλημένες χώρες είναι, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, η Τουρκία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αλγερία και η Δημοκρατία του Κονγκό. Επίσης, έχουν προσκληθεί ο ΟΗΕ, η Ε.Ε., η Αφρικανική Ένωση (εκπροσωπεί 55 Αφρικανικά Κράτη) και ο Αραβικός Σύνδεσμος (εκπροσωπεί 22 Κράτη της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής) και φυσικά ο πρωθυπουργός της Λιβύης Αλ Σαράτζ και ο αντίπαλός του, στρατηγός Χάφταρ.
Όλος ο «τρίτος κόσμος» έχει λόγο και η Ελλάδα, άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενη και θιγομένη μετά το μνημόνιο Τουρκίας- Λιβύης, είναι απούσα.
Από το ποιοι θα συμμετάσχουν στη διάσκεψη αυτή, δυστυχώς καταδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι απομονωμένη από τη διεθνή κοινότητα, απούσα από μια κρίσιμη διαδικασία που αφορά τα ίδια τα κυριαρχικά της δικαιώματα, τα οποία δυστυχώς καταπατώνται από τη γείτονα Τουρκία, συνεχώς, από το 1974.
1974, καταλαμβάνει τη μισή Κύπρο.
1976, με την έξοδο του ΗΟRA στο Αιγαίο, δηλώνει ότι αποδέχεται μόνο πολιτική διαπραγμάτευση χωρίς καμία αναφορά σε διεθνή προηγούμενα ή κανόνες.
1983, ανακηρύσσει το ψευδοκράτος του Ντενκτάς.
1987, επαναλαμβάνει στο Αιγαίο ίδιο σκηνικό με το ΣΙΣΜΙΚ.
1995, θέτει “casus belli” στο νόμιμο δικαίωμά μας να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα.
1996, αποπειράται την κατάληψη ελληνικών βραχονησίδων.
1997, θέτει στη Μαδρίτη, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, ζήτημα ζωτικών συμφερόντων της στο Αιγαίο.
Παραβιάζει καθημερινά τον εναέριο και θαλάσσιο εθνικό μας χώρο.
2019, παράγει το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας», μιας θάλασσας 462.000 τετραγωνικών χιλιόμετρων, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία δηλώνει ότι είναι έτοιμη να την υπερασπιστεί. Καταπατά κυριαρχικά δικαιώματα κρατών μελών της ΕΕ και όλοι σιωπούν.
Στο τέλος του 2019, μάλιστα νομιμοποιεί το όνειρο-δόγμα της με την υπογραφή, στις 27 Νοεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη, μνημονίου με τη Λιβύη για την «οριοθέτηση της θαλάσσιας δικαιοδοσίας στην Μεσόγειο μεταξύ της κυβέρνησης της Τουρκικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Κράτους της Λιβύης». Άλλωστε, από το 2004 έχει καταθέσει στα Ηνωμένα Έθνη τη θέση της σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επί μισό σχεδόν αιώνα, οι Διεθνείς Οργανισμοί, ΟΗΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, αρκούνται στην έκδοση ψηφισμάτων και καταδικαστικών αποφάσεων και μόνο. Μια «χαλαρή» αντιμετώπιση ενός τεραστίου θέματος που δίνει το δικαίωμα στη Τουρκία να παγιώνει καταστάσεις.
Η Ελλάδα βεβαίως και διαμαρτύρεται. Τελευταία μάλιστα και για το θέμα με τη Λιβύη, εστειλε επιστολή στον ΟΗΕ, στις 9 Δεκεμβρίου 2019, με την οποία κατήγγειλε ως παράνομο το μνημόνιο που υπέγραψαν Λιβύη και Τουρκία για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους. Η απάντηση του ΟΗΕ όμως δεν αφήνει περιθώρια για ελληνική δικαίωση.
«…Η Γραμματεία δεν λαμβάνει θέση ούτε σχολιάζει ζητήματα που αφορούν την κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα ή την δικαιοδοσία των κρατών μελών για τους θαλάσσιους χώρους τους. Παρόλα αυτά, σε συγκεκριμένες περιοχές, όμως περίκλειστες ή ημίκλειστες θάλασσες, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα συμφέροντα τρίτων μερών. 
Έχουμε εμπιστοσύνη πως όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα αναγνωρίσουν την ανάγκη για συνεχή διάλογο για τα ευαίσθητα ζητήματα, σε συμφωνία με τις αρχές που είναι ενσωματωμένες στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, βάσει των οποίων όλες οι διαφορές θα πρέπει να επιλύονται με ειρηνικά μέσα…»
Αν, εδώ και μισό αιώνα, οι Διεθνείς Οργανισμοί έλυσαν έστω και μια διαφορά μας με τη γείτονα Τουρκία, τότε κάτι μπορεί να περιμένουμε.
Αν, όχι, τότε το μόνο που μας απομένει είναι η εθνική ομοψυχία για να αντιμετωπίζουμε μόνοι μας τις δύσκολες καταστάσεις.
Ο Πιλάτος σύμφωνα με ιστορικούς, νομικούς και ερευνητές, την κρίσιμη ώρα στη «Δίκη του Χριστού», παρέβη τουλάχιστον 16 βασικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου. Άλλα έπρεπε να κάνει και αλλά έκανε. Άλλη απόφαση έπρεπε να πάρει και άλλη πήρε.

Δυστυχώς η ιστορία του Πόντιου Πιλάτου επαναλαμβάνεται. στις μέρες μας με τους Διεθνείς Οργανισμούς.
Να τους χαιρόμαστε !!!

Αλεξανδρούπολη Ιανουάριος 2020

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Υποναύαρχος Λ.Σ (ε.α)

http://www.augoustinos-kantiotis.gr

Αυτοέπαινος και αυτοκατηγορία ίδια παγίδα...

Υπάρχουν κάποιες εικόνες, λέξεις ή φράσεις που κατακτούν μέσα μας μια ιδιαίτερη θέση. Τις θυμάσαι για χρόνια ολάκερα, σε επηρεάζουν στην ζωή σου. Μια τέτοια υπήρξε η φράση του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, που λέει «ότι οι κακίες μας ντύνονται το ένδυμα των αρετών». Δηλαδή ότι πολλές φορές πίσω από μια συμπεριφορά που μπορεί να θαυμάζουμε κρύβεται κάτι άλλο πολύ βαθύτερο και σκοτεινό. 

Αυτή την μεγάλη αλήθεια την συνάντησα πολλές φορές στη ποιμαντική μου διακονία. Γνώρισα ανθρώπους που παρουσιάζονταν ως πράοι και ταπεινοί να μεταμορφώνονται σε άγρια θηρία, βγάζοντας απίστευτη κακία κι επιθετικότητα όταν τους έθιγες τον εγωισμό και τα μικροσυμφέροντα τους.

Πλέον μέσα μου έχω απόλυτα κατανοήσει, ότι τόσο εκείνος που αισθάνεται ότι είναι ο καλύτερος όλων όσο και εκείνος που δηλώνει ο χειρότερος, είναι το ίδιο βαθιά νάρκισσοι. 

Δεν έχει σημασία εάν λες ότι είσαι τέλειος ή χειρότερος, σημασία έχει ότι μέσα από αυτό τον ρόλο ζητάς να πέσουν όλα τα βλέμματα και τα φώτα του κόσμου πάνω σου. Ζητάς οι άλλοι να υπηρετήσουν τον μεγαλείο σου ή την αδυναμία σου. 
Γι΄αυτό στην πνευματική ζωή ότι λάμπει δεν είναι Χριστό ή όπως έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος, «άλλο πράγμα η ταπείνωση και άλλο το κόμπλεξ…»

πλ

Η αγάπη ξέρει να σκεπάζει....

«Άπλωσον το φόρεμα σου και σκέπασον τον πταίοντα…» Πόσο όμορφα και γλυκά παρουσιάζει μέσα από μια εικόνα ο Αββάς Ισάακ Σύρος, την αγάπη και την κατανόηση που πρέπει να έχουμε στο λάθος και το σφάλμα του συνανθρώπου μας. 
Μας προτρέπει να σκεπάζουμε τον άνθρωπο που πέφτει σε αμαρτίες, λάθη και αστοχίες. 
Να τον προστατεύουμε από τα απειλητικά βλέμματα των άλλων, εκείνων που καβάλα στο άρμα της "αρετής" τους, είναι έτοιμοι να διαπομπεύσουν τις πληγές του. 
Το ήθος του Χριστιανού δεν είναι να σχολιάζει και να φανερώνει τις αδύναμες πλευρές της ζωής του άλλου ανθρώπου. Αντιθέτως ο Χριστιανός σκέπει και φροντίζει τα τραύματα και τις πληγές που κρύβονται κάτω από τις αμαρτίες του άλλου, μια και κανείς δεν αμαρτάνει χάριν γούστο αλλά γιατί βαθιά μέσα στου υποφέρει από μια απώλεια και έλλειψη. 
Δυστυχώς όμως αρκετές φορές, άνθρωποι που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί, δεν έχουν αυτό το φιλάνθρωπο ήθος. Αντιθέτως σκαλίζουν τις ζωές των άλλων και όχι μόνο δεν σκεπάζουν τα λάθη τους, αλλά με ιδιαίτερη χαιρεκάκια τα διατυμπανίζουν και τα περιφέρουν στην αρένα ενός κόσμου που διψάει για το αίμα του άλλου. 
Να γνωρίζουμε όμως, ότι με το μέτρο που μετράμε τα λάθη των άλλων με αυτό και οι ίδιοι θα κριθούμε από το Θεό. Η σκληρότητα αργά η γρήγορα θα γίνει η πέτρα πάνω στην οποία θα τσακιστεί το ψέμα της ζωή μας.

πλ


''Πρέπει ὅλοι νά πάρουν τά πνευματικά ὅπλα...''



Πρέπει ὅλοι νά πάρουν τά πνευματικά ὅπλα. Τώρα πλέον εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογική σιωπή, ἡ ἀμφιβολία, ἡ μή δοθεῖσα μαρτυρία, ἰσοδυναμοῦν μέ προδοσία καί φυγή πρό τοῦ ἐχθροῦ...

Ἡ σιωπή μπορεῖ νά προκαλέσει σύγχυση, ὅπως καί μιά ἀλόγιστη σοφιστική ἀπάντηση. Ἐπιπλέον, σέ αὐτόν, πού μένει σιωπηλός, ἡ σιωπή του μπορεῖ νά εἶναι δηλητήριο καί νά σημαίνει τήν πτώση του καί αὐτός γίνεται συνένοχος... (...)

Πρωτ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, κορυφαίος Θεολόγος 20ου αιώνος


Τα λίγα και απλά της προσευχής

Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε...

Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ' Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι;

Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ' έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;

Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι' άλλη μια φορά:

Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα.

Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου...

Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για την σωτηρία σου.

Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ' όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.

Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι.

Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία;

Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία.Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει...

Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν' αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. 

Γιατί, ύστερ' από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ' ανθρώπινα πάθη. 

Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν' ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. 

Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση;

Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό;

Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της; 

Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. 

Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του την σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα.

Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά...

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ!

Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιά γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
– Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! 
Δὲν θ’ ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὡς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. 
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.

Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε.
Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. 
Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ• εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε, τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε. […]

Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. 
Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». 
Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε…
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἱστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία – καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του• θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του• κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. 
Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. 
Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς του θολωμένος καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. 
Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ’ ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. 
Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
– Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς… Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου…
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κατάλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. 
Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ’ ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ’ ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. 
Μπροστά του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη• μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! 
Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν’ ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μία μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μία φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἕσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
– Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου.
Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!

oikohouse.wordpress.com

Ευτυχία ή ευχαρίστηση;

Πολλοί άνθρωποι μπερδεύουμε την ευτυχία με την ευχαρίστηση. Κι όμως είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Όταν ταυτίζουμε την χαρά με την ευχαρίστηση τότε την βάζουμε να τρέχει λαχανιασμένη πίσω από το χρόνο και το χώρο. Την ταυτίζουμε δηλαδή με κάτι που συμβαίνει έξω από εμάς. Τρώω μια πίτσα, βλέπω μια ταινία και νιώθω μια ευχαρίστηση. 
Άλλα αυτό συμβαίνει μονάχα όση ώρα τρώω ή βλέπω την ταινία. 
Μόλις τελειώσει δεν υπάρχει καμία χαρά μέσα μου. Αντιθέτως το κενό μεγαλώνει αφού για ακόμη μια φορά το αντικείμενο που πίστεψα ότι θα καλύψει το κενό μου, φάνηκε πολύ αδύναμο. 
Η αληθινή χαρά μπορεί να παίρνει αφορμές από την πραγματικότητα της ζωής μας, αλλά δεν εξαντλείτε πάντα σε αυτή. Γι’ αυτό μπορεί εξωτερικά να έχουμε προβλήματα και όμως μέσα μας, να υπάρχει χαρά, φως και πίστη. 
Η χαρά έχει δυο πηγές: 
1. Την παρουσία του Θεού στην ζωή μας. Όπου υπάρχει χαρά υπάρχει Θεός, είτε το ονοματίζουμε είτε όχι. 
2. η χαρά επιλέγεται και κτίζεται, έρχεται δε ως εκπλήρωση και αποτέλεσμα ενός τρόπου ζωής. Οι αξίες που επιλέγουμε να ζήσουμε, να αγωνιστούμε και να πονέσουμε, θα φέρουν την ευτυχία στην ζωή μας Πχ Δεν μπορώ να έχω υγεία χωρίς άσκηση, κέρδος χωρίς εργασία, εκπληκτικό σώμα χωρίς γυμναστήριο, καλή σχέση, αλλά όχι κουβέντες, σιωπές, πληγωμένα συναισθήματα, αγιότητα και χαρίσματα δίχως άσκηση κ.α .
Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία ο πόνος που επιλέγουμε ώστε να δούμε τι χαρά θα γευτούμε.

π. λίβυος

Η σιωπή

Αν δεν μπορείς να νηστεύεις, αν δεν μπορείς να αγρυπνείς, αν δεν μπορείς να κάμεις φιλανθρωπία διότι είσαι φτωχός...
αν δεν μπορείς να εκριζώσεις τα πάθη σου, διότι δεκαετίες έχουν ριζωθεί στα σπλάχνα σου, και έχουν γίνει δευτέρα φύση...
Aν δεν μπορείς να εκριζώσεις το μίσος, τον φθόνο, τη ζηλοφθονία, τη χαιρεκακία, τον φόβο, την καχυποψία, τη λύπη, τη φιληδονία, την επαίσχυντη επιθυμία, τον φόβο του θανάτου, τη φιλαυτία και την αγάπη των ωραίων και απολαυστικών φαγητών... τη λιποψυχία και τη νευρικότητα,  που η εκρίζωση όλων αυτών προϋποθέτει χρόνο πολύ και θέληση ισχυρή, και δυνάμεις πολλές και κακουχίες και ταλαιπωρίες του σώματος ουκ ολίγες, όμως απόκτησε μια εύκολη αρετή που θα σε βοηθήσει σιγά-σιγά να απαλλαγείς από όλα σου τα πάθη.
Απόκτησε την αρετή που θα σε βοηθήσει να χαλιναγωγήσεις και να ελέγξεις όλες σου τις επιθυμίες.
Θα σε βοηθήσει να γίνεις σιγά-σιγά δοχείο των μυρωμάτων και δωρεών του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ως φωτιά, και πυρκαγιά άσβεστη, και κεραυνός...
θα σου κατακάψει τα πάθη και θα λύσει τα δεσμά της αμαρτίας και θα σου λυώσει τις αλυσίδες όλων των ορέξεων και ορμών πανίσχυρων και ακατανίκητων...
Απόκτησε και αγάπησε τη μητέρα όλων των αρετών, τη σιωπή...
Η σιωπή είναι θεοπρεπής τρόπος λατρείας του Θεού. Το θείον δια της σιωπής λατρεύεται, μας λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Με τη σιωπή λατρεύουμε τον Θεό. Ο σιωπηλός είναι πάντοτε σε θέση λατρείας του Θεού, είναι ο προσευχόμενος άνθρωπος και υπεράνω του προσευχομένου ανθρώπου. 
Η σιωπή είναι η προσευχή των προσευχών. Το ευώδες άρωμα που εναποθέτει ο άνθρωπος στο υποπόδιο του θρόνου του παντοδυνάμου Θεού.
Η τροφή της ψυχής και η υγεία της ψυχής. 
Η σιωπή οξύνει την διάνοια, γεννάει σκέψεις και λογισμούς θεοσεβείς, ειρηνεύει τα σπλάχνα.. φέρνει τη χαρά, διώχνει τη λύπη, ειρηνεύει τους ανθρώπους και σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου και με ολόκληρο τον κόσμο.
Ο σιωπηλός ανακαλύπτει και απολαμβάνει την ομορφιά της δημιουργίας, την ομορφιά της βροχής, του χιονιού, της ανατολής και της δύσεως του ήλιου. Την ομορφιά της ανοίξεως, του φθινοπώρου, του χειμώνα, του καλοκαιριού. 
Με τη σιωπή απολαμβάνεις τις απέραντες αφροστεφανωμένες θάλασσες, τις ερημικές βραχονησίδες, τα πανύψηλα χιονοστεφανωμένα βουνά, τις καταπράσινες πεδιάδες, τα γυαλιστερά ποτάμια και κάθε μορφή ζωής που υπάρχει μέσα σ’ αυτά.
Ο καλλιτέχνης στη σιωπή εργάζεται. Ο γλύπτης, ο ζωγράφος, ο ποιητής, ο στοχαστής.
Ο ευεργέτης στη σιωπή εργάζεται. Ο καλός χειρούργος, που πολλές ώρες χειρουργεί έναν βαριά άρρωστο, έναν βαριά τραυματία και δίνει υγεία και ζωή, στη σιωπή εργάζεται. 
Ο εφευρέτης, ο οικοδόμος πολιτισμού στη σιωπή επιτυγχάνουν τους υψηλούς τους στόχους.
Η σιωπή ειρηνεύει τους ανθρώπους και τους λαούς. Φέρνει την αγάπη στους συζύγους, την ομόνοια στους συνεργαζόμενους. Απόκτησε τη σιωπή, έστω πειραματικά, δοκιμαστικά, και θα δεις τους ευγενικούς, τους γλυκύτατους καρπούς της... 
Όταν τους γευτείς, θα αποφασίσεις να διαφυλάξεις τη σιωπή σ’ όλη σου τη ζωή και να γίνεις ένας σιωπηλός και εσωτερικός άνθρωπος...

Από το βιβλίο: † Αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλου
ΛΟΓΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Α’. Έκδοση Φιλ. Σωματείου «Ιωάννης ο Χρυσόστομος»

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΛΥΩΝ (1274) ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

Στό παρόν κείμενο θά ἐπιχειρήσουμε νά παραθέσουμε κάποιες λίαν ἀξιοπρόσεκτες καί ἀξιοσημείωτες ἁγιοπατερικές θέσεις καί ἀπαντήσεις σέ θέματα, πού ἀπασχολοῦν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα, ὅπως ἡ κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους, ἡ σημασία τῆς μνημονεύσεως, ἡ μνημόνευση αἱρετικῶν καί οἱ συνέπειές της, ἡ οἰκονομία καί ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Ὡς κύρια πηγή θά χρησιμοποιήσουμε τό βιβλίο «Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976», δηλ. «Ἀρχεία τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς 16, Ἑλληνικό ἀρχεῖο τῆς ἕνωσης τῆς Λυών (1273-1277) ἀπό τούς V. Laurent καί J. Darrouzes,Γαλλικό Ἰνστιτούτο Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Παρίσι 1976» καί ἰδίως τήν ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί αὐτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου καί Πατριάρχου Ἰωάννου ΙΑ΄ Βέκκου τῶν λατινοφρόνων.
Τό ἱστορικό πλαίσιο

Τό 1261 μετά ἀπό ἑξῆντα σχεδόν χρόνια δουλείας, ἔγινε ἡ ἀνάκτηση καί ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ ὁ Παλαιολόγος, γιά νά ἀποφύγει νέα ἐκστρατεία τῶν σταυροφόρων ἐναντίον τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, θέλησε νά ἀποσπάσει τήν εὔνοια καί φιλία τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Γρηγορίου Ι΄. Τό ἐνέχυρο, πού θά δινόταν, καί τό πρός θυσίαν σφάγιο, τό ὁποῖο θά κατατίθονταν στόν παπικό βωμό, ἦταν φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ὑποταχθεῖ στόν Παπισμό, ἀναγνωρίζοντας τήν αἵρεση τοῦ «Filioque», τήν παπική ἐξουσία καί αὐθεντία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τά ἄζυμα στή Θεία Λειτουργία καί ὅ,τι ἄλλο ἀξίωναν οἱ Πάπες. Ὁ αὐτοκράτορας, γιά νά πετύχει τόν σκοπό του, ἔπρεπε νά ἔχει σύμμαχο καί ὁμόφρονα καί τόν Πατριάρχη. Πατριάρχης τότε ἦταν ὁ Ἰωσήφ, ἄνδρας κατά πάντα ὀρθόδοξος, ἀντιτιθέμενος στήν κακή καί ψευδή ἕνωση Ὀρθοδοξίας και Παπισμοῦ, καί ὑπέρμαχος τῆς καλῆς και ἀληθοῦς ἑνώσεως.

Τό 1274 ἔγινε στή Λυών τῆς Γαλλίας παπική ψευδοσύνοδος (ἡ 14η Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ Παπισμοῦ), στήν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ὁ αὐτοκράτορας, χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι δέχθηκαν τήν ψευδοένωση μέ τόν Πάπα. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ αὐτοκράτορας, προκειμένου νά ἑδραιωθεῖ ἡ ψευδοένωση, ἄρχισε νά ἐξορίζει καί νά βασανίζει ποικιλοτρόπως τούς Ὀρθοδόξους. Ὑπέστησαν τά πάνδεινα οἱ φανεροί καί ἀφανεῖς ὁμολογητές τῆς πίστεως, διότι δέν δέχονταν νά ἀναγνωρίσουν τά τρία κεφάλαια, δηλαδή τό πρωτεῖο, τό ἔκκλητο καί τήν μνημόνευση τοῦ Πάπα κατά τήν τάξιν τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν.

Μετά τήν ἐξορία τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ κατά τό ἔτος 1275 μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορα, ἀναβιβάσθηκε Πατριάρχης ὁ λατινόφρων καί ὁμόφρονάς του Ἰωάννης ΙΑ΄ ὁ Βέκκος. Κατ’ αὐτήν τήν περίοδο καί προκειμένου νά ἔχει βοήθεια ἀπό τούς Λατίνους, ὁ αὐτοκράτορας πίεζε ὅλους νά ἀποδεχθοῦν τήν ψευδοένωση, ἐξαιρέτως δέ τούς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκουμένους μοναχούς.

Ἡ ἐπιστολή, πού ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στόν αὐτοκράτορα, εἶναι ὄντως, ὄχι μόνο ἕνα ὁμολογιακό κείμενο, ἀλλά καί ἕνας ἀπλανής ὁδηγός πρός σωτηρίαν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης πίστεως, στήν ὁποία ἀναφέρονται σέ ὅλα τά παραπάνω θέματα, πού μᾶς ἀπασχολοῦν.

2. Ἡ κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους. Ὑπόδικοι ἔναντι τῶν Θείων Κανόνων ὅσοι ἔχουν κοινωνία μέ ἀκοινωνήτους.

Οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί στήν ἐπιστολή τους ἀναφέρονται στό θέμα τῆς κοινωνίας μέ ἀκοινωνήτους καί ὀνομάζουν ὑποδίκους ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνων ὅσους ἔχουν κοινωνία μέ ἀκοινώνητους.

Λέγουν : «Πῶς γοῦν θεμιτόν καί θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καί κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων; Εἰ τοῦτο καταδεξόμεθα, τό ὀρθόδοξον καί ἐν ἑνί τό πᾶν ἀνατρέπομεν καί ἐν ὅσοις οἱ ἀναξίως δεχόμενοι ἀνατρέπουσιν. Λέγουσι γάρ οἱ θεῖοι καί ἱεροί κανόνες˙ «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, ἀφοριζέσθω», καί ἀλλαχοῦ˙ «Ὁ ἀκοινωνήτοις συγκοινωνῶν ἀκοινώνητος ἔσται, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς ἐκκλησίας», καί πάλιν˙ «Ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται». Ἐν ὅσοις γοῦν οὗτοι ἐγκαλούμενοι ὑπό εὐθύνας εἰσί, τοῖς αὐτοῖς ἅπασι καί ἡμεῖς, εἰ καταδεξοίμεθα, παρά τῶν θείων κανόνων τῶν ἐν Πνεύματι ἀποφαινομένων ὑπόδικοι γινόμεθα»[1].

Δηλ. «Πῶς εἶναι, λοιπόν, νόμιμο καί θεάρεστο νά ἑνωθοῦμε μέ ἐκείνους, ἀπό τούς ὁποίους ἀποκοπήκαμε δίκαια καί κανονικά, ἐφ’ὅσον παραμένουν ἀμετάβλητοι στίς αἱρέσεις τους; Ἐάν τό δεχθοῦμε αὐτό, ἀνατρέπουμε μονομιᾶς τά πάντα καί καταργοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα σ’ἐκεῖνα τά σημεῖα, πού τήν ἀνατρέπουν καί αὐτοί, πού γίνονται ἀποδεκτοί τώρα ἀναξίως. Διότι, οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες λέγουν : «Ὅποιος συμπροσευχηθεῖ μέ ἀκοινώνητο, ἀκόμη καί μέσα σέ σπίτι, νά ἀφορίζεται»[2] ( 10ος Ἀποστολικός). Καί σέ ἄλλο μέρος : «Ὅποιος κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, νά εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδή συγχέει καί παραβαίνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας»[3] (2ος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ.). Καί παλι : «Ὅποιος δέχεται τόν αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον». Ἄν, λοιπόν, δεχθοῦμε τήν ψευδοένωση, θά γίνουμε καί ἐμεῖς ὑπόδικοι ἀπέναντι στούς Θείους Κανόνες, πού ἀποφαίνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γιά ὅλα ὅσα καί αὐτοί κατηγοροῦνται καί εἶναι ὑπεύθυνοι».

3. Ἡ κοινωνία διά τῆς μνημονεύσεως. Μέγα ψεῦδος ἡ μνημόνευση αἱρετικῶν ὡς ὀρθοδόξων. Ἀπομάκρυνση ἀπό τούς μνημονεύσαντες.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀναφέρονται στό ἀδύνατον τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στήν Θεία Λειτουργία, διότι αὐτό ἀποτελεῖ μέγα ψεῦδος καί ἀνίερο θέατρο, πού παίζεται ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου. Ἐπίσης, συμβουλεύουν τους ὀρθοδόξους νά ἀπομακρυνθοῦν ἀμέσως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, αὐτῶν πού μνημόνευσαν τόν Πάπα, διότι αὐτοί θεωροῦνται πλέον ἱεροκάπηλοι.

Λέγουν : «Εἰ δέ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τό εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινήν εἱργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ’ἐν ναῷ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις, ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ ἀμώμου, ἵνα ἡμᾶς ἐξιλάσηται τῷ Πατρί καί ἑαυτῷ καί τάς ἁμαρτίας ἡμῶν διά τοῦ ἰδίου αἵματος καθαρίσῃ ὁ ἀναμάρτητος; Ποῖος ᾃδης ἐξερεύξηται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατά Θεοῦ καί τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καί διά τοῦτο ἐχθρός τοῦ Θεοῦ γενήσεται; Εἰ γάρ τό ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καί ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων; Εἰ δέ ὁ προκείμενός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἄν τό μέγα ψεῦδος τοῦτο δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μετά τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν. Ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν καί τό μή ὄν ὡς ὄν ὑποκρινώμεθα; Καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθόδοξος ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται»[4];

Δηλ. «Ἄν, λοιπόν, ἐμποδιζόμαστε νά χαιρετᾶμε τόν αἱρετικό ἁπλά στόν δρόμο καί ἄν δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά τόν βάλουμε σ’ἕνα συνηθισμένο σπίτι, πῶς δέν εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τόν εἰσάγουμε, ὄχι σέ σπίτι, ἀλλά στόν ναό τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα σ’αὐτά τά ἴδια τά ἄδυτα, πάνω στήν μυστική καί φρικτή (Ἁγία) Τράπεζα τοῦ ἀμώμου Υἱοῦ, ἔτσι ὥστε ὁ ἀναμάρτητος (Υἱός) νά μᾶς ἐξιλεώσει στόν Πατέρα καί τόν Ἑαυτό Του καί νά καθαρίσει τίς ἁμαρτίες μας μέ τό ἴδιο τό Αἷμα Του; Ποιός ᾃδης θά ἀναφωνήσει τήν μνημόνευση τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος ἀποκόπηκε δίκαια ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐξ αἰτίας τῆς αὐθάδειάς του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων Μυστηρίων, καί θά γίνει μ’αὐτόν τόν τρόπο ἐχθρός τοῦ Θεοῦ; Διότι, ἄν ἀκόμη καί ὁ ἁπλός χαιρετισμός μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς τῶν πονηρῶν ἔργων αὐτοῦ, πού χαιρετᾶμε, πόσο μᾶλλον ἡ μνημόνευσή του ἐκφώνως καί μάλιστα τήν στιγμή, πού ἀντικρύζουμε μέ φρίκη τά θεῖα Μυστήρια; Ἄν αὐτός ὁ Ἴδιος, πού βρίσκεται μπροστά μας, εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀνεχθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο ψεῦδος, τό νά συγκατατάσσεται δηλ. ὁ Πάπας μεταξύ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν; Μήπως θά παίξουμε θέατρο κατά τόν καιρό τῶν φρικτῶν Μυστηρίων καί θά ὑποκριθοῦμε ὅτι εἶναι ὑπαρκτό, αὐτό πού δέν ὑπαρκτό; Καί πῶς θά τά ἀνεχθεῖ αὐτά ἡ ψυχή τοῦ Ὀρθοδόξου καί δέν θά ἀπομακρυνθεῖ ἀμέσως ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία αὐτῶν, πού τόν μνημόνευσαν, καί δέν θά τούς θεωρήσει ἱεροκαπήλους»;

4. Ἡ σημασία τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως κατά τήν Θεία Λειτουργία. Ὁ διά τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν μολυσμός.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ, χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως, δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία» καί ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως, γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μ’ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων Μυστηρίων. Ἄς προσέξουμε ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά μολυσμό, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται, ὄχι βεβαίως ὡς μολυσμός τῶν μυστηρίων, ἀλλά ὡς ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, πού προέρχεται ἀπό τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ.

Λέγουν : «Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο˙ γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ τῆς πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος». Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς˙ «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην˙ καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν οὐ καταθαρρῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ταῦτα δέ ὁ πατήρ, πρό δέ τούτου καί ὁ Θεός τοῦτο ἐσήμανεν, οὕτως εἰπών˙ «Ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου – πῶς; – ὅτι βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ’ἧν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά». Τί τούτων φωτεινότερον καί ἀληθέστερον»[5];

Δηλ. «Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δεχόταν ἀπό παλαιά τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως ἐνώπιον τῶν ἁγίων Μυστηρίων ὡς τελεία συγκοινωνία. Διότι, ἔχει γραφεῖ στήν ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ὁ λειτουργός ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἀρχιερέως, γιά νά δείξει ὅτι ὑποτάσσεται στόν ἀνώτερό του, ὅτι εἶναι κοινωνός του καί ὅτι ἔχει δεχθεῖ δι’αὐτοῦ τήν πίστη καί τήν χάρι τῆς ἱερουργίας τῶν Μυστηρίων. Καί ὁ μεγάλος πατέρας μας καί ὁμολογητής Θεόδωρος Στουδίτης λέγει τά ἑξῆς πρός κάποιον μέσῳ τῆς τιμίας του ἐπιστολῆς : «Μοῦ εἶπες ὅτι φοβᾶσαι νά πεῖς στόν πρεσβύτερό σου νά μήν ἀναφέρει τόν αἱρεσιάρχη. Σχετικά μ’αὐτό δέν θά διστάσω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς˙ ὅτι μολυσμό ἔχει ἡ κοινωνία καί μόνο, πού τόν ἀναφέρει, παρ’ὅλο πού μπορεῖ αὐτός, πού τόν ἀναφέρει, νά εἶναι ὀρθόδοξος». Αὐτά λέγει ὁ πατέρας (Θεόδωρος Στουδίτης). Ἀλλά, καί πρίν ἀπ’αὐτόν καί ὁ Θεός τό φανέρωσε, λέγοντας τό ἑξῆς : «Οἱ Ἱερεῖς ἀθέτησαν τόν νόμο μου καί βεβήλωσαν τά ἅγιά μου»[6]. Μέ ποιόν τρόπο τό ἔκαναν αὐτό; Μέ τό νά μήν κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων καί ὁσίων ἀνθρώπων, ἀλλά νά ἔχουν τά πάντα κοινά μέ ὅλους˙ καί ποιό ἄλλο ἐναργές καί ἀληθινό παράδειγμα ἀπ’αὐτό χρειαζόμαστε»;

5. Δέν χωρᾶ οἰκονομία στήν μνημόνευση αἱρετικῶν. Βέβηλη οἰκονομία. Πῶς θεωροῦνται οἱ μνημονεύοντες αἱρετικούς.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μνημόνευση αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ καθόλου νά νοηθεῖ σάν οἰκονομία. Ἀντιθέτως, εἶναι βεβήλωση τοῦ μυστηρίου, ἀπώθηση ἀπ’ αὐτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρνηση τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωση ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως. Εἶναι ἄξιο πάσης προσοχῆς τό γεγονός ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες θεωροῦν ὅτι οἱ μνημονεύοντες αἱρετικό συγκοινωνοῦν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς,εἶναι ὁμολογουμένως ἀσυγχώρητοι καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων, καίγεμάτοι ἀπό κάθε αἵρεση.

Λέγουν : «Ἀλλ’ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσομεν; Καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομία τά θεῖα βεβηλοῦσα, κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον, καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσα τό τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα; Καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; Αὕτη κοινωνία αὐτῶν ἐστι πρόδηλος καί ἐν ἑνί τοῦ παντός ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή. «Ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι», καί˙ «ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν κανόνα τῆς ἐκκλησίας», καθά δή καί οὗτοι οἱ γενναῖοι τῇ ἀπειθείᾳ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν «καί Ἰουδαίοις καί Ἀρμενίοις καί Ἰακωβίταις καί Νεστοριανοῖς καί Μονοθελήταις καί, ἁπλῶς εἰπεῖν, πᾶσιν αἱρετικοῖς συγκοινωνοῦσι»˙ καί διά τοῦτο μόνον, εἰ μή διά τί ἄλλο, ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοί εἰσι καί πᾶσιν ὑπόδικοι τῶν ἐκείνων θεοστυγέσιν αἱρέσεσιν. Εἰκός δέ καί ἐντεῦθεν, ἐκ τοῦ μή διαστέλλεσθαι τῶν αἱρετικῶν δηλαδή, κατά τόν τῆς ἐκκλησίας κανόνα καί τόν τοῦ Θεοῦ ἄνωθεν νόμον, πάσης ἀνάπλεοι αἱρέσεως ἐγένοντο, καί οὐκ ἄλλοθεν»[7].

Δηλ. «Ἤ μήπως νά κάνουμε τήν ἕνωση σάν ἕνα εἶδος οἰκονομίας; Καί πῶς νά γίνει δεκτή μία οἰκονομία, ἡ ὁποία βεβηλώνει τά θεῖα Μυστήρια, κατά τόν θεῖο λόγο, πού προαναφέραμε, καί ἀπωθεῖ ἀπ’αὐτά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί στερεῖ ἀπό τούς πιστούς τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τήν Χάρι τῆς υἱοθεσίας, πού πηγάζει ἀπ’αὐτά τά Μυστήρια; Καί τί πιό ἐπιβλαβές ἀπό μία τέτοια οἰκονομία; Αὐτή εἶναι φανερή κοινωνία μ’αὐτούς καί μ’ἕνα λόγο ἔκπτωση καί ἀνατροπή κάθε ὀρθοῦ. «Διότι, αὐτός, πού δέχεται αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον» καί «αὐτός, πού κοινωνεῖ μέ ἀκοινωνήτους, εἶναι ἀκοινώνητος, ἐπειδή συγχέει καί παραβαίνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας». Ἐπειδή καί αὐτοί οἱ γενναῖοι, ἐξαιτίας τῆς ἀπείθειάς τους στούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς, «συγκοινωνοῦν καί μέ τούς Ἰουδαίους καί μέ τούς Ἀρμενίους καί μέ τούς Ἰακωβῖτες καί μέ τούς Νεστοριανούς καί μέ τούς Μονοθελήτες καί, γιά νά μιλήσουμε γενικά, μέ ὅλους τούς αἱρετικούς». Καί γι’αὐτό μόνο, ἄν ὄχι γιά κάτι ἄλλο, εἶναι ἀσυγχώρητοι ὁμολογουμένως καί ἀκοινώνητοι καί ὑπόδικοι γιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις ἐκείνων. Καί εἶναι φυσικό ἐπακόλουθο, ἀπ’αὐτό καί μόνο καί ὄχι ἀπό ἀλλοῦ, δηλαδή ἀπό τό νά μήν διέστειλλαν (ξεχώρισαν) τούς ἑαυτούς τους ἀπό τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπό πάνω, ἀπό τόν οὐρανό, νά γέμισαν ἀπό κάθε αἵρεση».

Στό ἴδιο πνεῦμα μέ τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς οἰκονομίας, κινεῖται καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κυρός Μιχαήλ ὁ Ἀγχιάλων στόν διάλογό του πρός τόν πορφυρογέννητο βασιλέα Μανουήλ τόν Κομνηνό.

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει : «Ἀλλ’ «οἰκονομεῖν ἐν κρίσει» δέον τά πράγματα – οὐ γάρ μόνον τούς λόγους – καί κιρνᾶν τῇ αὐστηρίᾳ τήν ἐπιείκιαν». Δηλ. «Ἀλλά, πρέπει νά οἰκονομήσουμε μέ διάκριση τά πράγματα» – ὄχι μόνο τούς λόγους – καί νά ἀναμίξουμε στήν αὐστηρότητα τήν ἐπιείκια».

Ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ : «Ἐν ἄλλοις τοῦτο». Δηλ. «Σέ ἄλλα θέματα αὐτό μπορεῖ νά γίνει».

Ὁ Βασιλεύς τοῦ λέγει : «Κἄν τοῖς θείοις αὐτοῖς». Δηλ. «Καί στά θεῖα πράγματα».

Καί ὁ Πατριάρχης τοῦ ἀπαντᾶ : «Οὕτω σύ, ἀλλ’οὔχ ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ τοὐναντίον δ’ἅπαν μηδέ τό βραχύτατον παραθραύειν διά λόγον οἰκονομίας τῶν πνευματικῶν ἐνομοθέτησε διατάξεων. Καί μάλα εἰκότως˙ οὐ γάρ ἄν τις κρεῖττον οἰκονομοίη τοῦ τό πᾶν ἐπιβλέποντος, καί διόλου δέον ἐχομένους αὐτοῦ καταλιμπάνειν τά καθ’ἡμᾶς ὅπως ἐκείνῳ οἰκονομοῖτο καί διεξάγοιτο˙ οὕτω γάρ ἄν ὡς ἄριστα φέροιτο. Εἰ δέ τις οἰκονομεῖν ἐγχειροίη χωρίς οἰκονομίας τῆς ἄνωθεν, δι’ὧν τά συμφέροντα πραγματεύεται, διά τούτων λάθῃ ἑαυτῷ τά χείριστα διαθέμενος˙ οὐδέ πόλιν φυλάξει, οὐδ’οἰκονομῆσαί τι δυνηθείη «μή τοῦ Κυρίου οἰκονομοῦντός τε καί φυλάσσοντος, ἀλλά μάτην μέν ἀγρυπνήσει», ἐπί κενοῦ δέ τόν μόχθον εἰς τά θέμεθλα καταβάληται»[8].

Δηλ. «Ἔτσι λές ἐσύ, ἀλλά ὄχι ὁ πολύς καί μέγας Βασίλειος˙ ἐντελῶς ἀντίθετα αὐτός νομοθέτησε νά μήν παραβιάζουμε τό παραμικρό ἀπό τίς πνευματικές διατάξεις γιά λόγους οἰκονομίας. Γιατί δέν θά μποροῦσε νά οἰκονομήσει κανείς καλύτερα ἀπό Αὐτόν, πού ἐπιβλέπει τό πᾶν, καί γενικά πρέπει, ἀκολουθώντας Αὐτόν, νά ἀφήνουμε καθ’ἡμᾶς ὅπως οἰκονομοῦνται καί διεξάγονται ἀπό Ἐκεῖνον. Ἄν, ὅμως, ἐπιχειρεῖ κανείς νά οἰκονομεῖ χωρίς τήν ἄνωθεν οἰκονομία, μέ πράγματα, πού ἐξυπηρετοῦν τά συμφέροντά του, μέ αὐτό, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ, θά κατορθώσει τά χείριστα. Οὔτε τήν Πόλη θά φυλάξει, οὔτε θά μπορέσει κάτι νά οἰκονομήσει, ἄν ὁ Κύριος δέν οἰκονομεῖ καί δέν φυλάξει, ἀλλά μάταια θά ἀγρυπνήσει καί θά πέσουν στό κενό οἱ κόποι, πού ἔβαλε στά θεμέλια».

6. Οἱ τραγικές καί φρικτές συνέπειες τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ.

Στή συνέχεια, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες μᾶς παραθέτουν τίς τραγικές συνέπειες τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ. Ὅσοι μνημονεύουν αἱρετικούς συγκοινωνοῦν μαζί τους μέ τελειοτάτη κοινωνία καί εἶναι ἕνα μ’αὐτούς˙ πρέπει νά καθαιρεθοῦν καί νά ἀποκηρυχθοῦν˙ στεροῦνται τῆς ἱερωσύνης καί εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Λέγουν : «Ἀλλά τί βλάπτειν μνημονεύειν τοῦ αἱρετικοῦ; Φασίν οἱ θεῖοι καί ἱεροί κανόνες τῶν ἁγίων ἀποστόλων˙ «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Οὗτοι δέ οἱ τοῦτο κακῶς καί ἀθέως παρεισφθείραντες τῇ ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐν οἴκῳ, ἀλλ’ἐν ναῷ Θεοῦ, αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ προκειμένου ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης, οὐχί τῷ ἀκοινωνήτῳ, ἀλλά τῷ αἱρετικῷ, καί οὐχί μόνῳ τῷ συνεύξασθαι, ἀλλ’ ἐν τελειοτάτῃ κοινωνίᾳ ἐπί τοῦ τῆς ζωῆς ποτηρίου συγκοινωνοῦσι, καί διά τοῦτο ἕν εἰσί μετ’αὐτῶν. Λέγει γάρ καί ἕτερος κανών˙ «Ὁ αἱρετικόν δεχόμενος τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν ὑπόκειται», καί πάλιν ἕτερος τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἁγίας συνόδου ρκδ΄˙ «Ὅστις ἐπίσκοπος τούς Δονατιστάς τυχόν οἶδε πρός τήν καθολικήν ἐκκλησίαν μή ὑποκύψαντας, ἤ ἑτέρους αἱρετικούς, καί συγκοινωνήσει αὐτοῖς, λέγων πρός τήν ὀρθοδοξίαν μετατρέψαι αὐτούς, ὁ τοιοῦτος ὡς ψευδόμενος περί τῆς κοινωνίας αὐτῶν καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἀπατήσας, ἔσται καθῃρημένος καί ἐκκήρυκτος». Ἐντεῦθεν συνορῶμεν ὅτι οἱ κοινωνήσαντες ἐπίσκοποι τοῖς αἱρετικοῖς καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθολικῇ ἀπωλείᾳ ὑποβαλόντες, ἅμα μέν καί τῆς ἱερωσύνης στεροῦνται καί ἐκκήρυκτοι δέ γίνονται, ἥτοι πᾶσι δηλοῖ ὡς ἀποκεκομμένοι τοῦ ὀρθοδόξου σώματος τῆς ἐκκλησίας»[9].

Δηλ. «Ἀλλά, τί βλάπτει τό νά μνημονεύει κανείς τόν αἱρετικό; Λέγουν οἱ θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων˙ «Ἄν κάποιος μόνο συμπροσευχηθεῖ σέ σπίτι μέ ἀκοινώνητο, αὐτός νά ἀφορίζεται». Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κακῶς καί ἀθέως εἰσήγαγαν, ὄχι μόνο τήν συμπροσευχή, ἀλλά καί τήν μνημόνευση, ὄχι μόνο τοῦ ἀκοινωνήτου, ἀλλά καί τοῦ αἱρετικοῦ στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ σπίτι, ἀλλά στόν ναό τοῦ Θεοῦ, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στήν μυστική καί φρικτή (Ἁγία) Τράπεζα, αὐτοί συγκοινωνοῦν μέ τελειοτάτη κοινωνία στό ποτήριο τῆς ζωῆς, καί γι’αὐτό εἶναι ἕνα μ’αὐτούς. Γιατί λέγει κι ἄλλος Ἱερός Κανόνας˙ «Αὐτός, ὁ ὁποῖος δέχεται τόν αἱρετικό, ὑπόκειται στίς ἴδιες κατηγορίες μ’ἐκεῖνον». Καί πάλι ἄλλος Ἱερός Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Ἁγίας Συνόδου[10], ὁ 124ος, λέγει ˙ «Ὅποιος Ἐπίσκοπος τυχόν γνωρίζει ὅτι οἱ Δονατιστές ἤ ἄλλοι αἱρετικοί δέν ἐπέστρεψαν στήν Καθολική (Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία καί συγκοινωνήσει μ’αὐτούς, λέγοντας ὅτι θά τούς μεταστρέψει πρός τήν Ὀρθοδοξία, αὐτός, ἐπειδή εἶπε ψέμματα σχετικά μέ τήν κοινωνία τους καί ἀπάτησε τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι καθηρημένος καί ἀποκηρυγμένος». Ἀπό αὐτό βγάζουμε τό συμπέρασμα ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι, πού κοινώνησαν μέ τούς αἱρετικούς καί ὑπέβαλαν τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ σέ καθολική ἀπώλεια, ταυτοχρόνως καί τήν ἱερωσύνη στεροῦνται καί γίνονται ἀποκηρυγμένοι, δηλαδή λογίζονται ἀπό ὅλους ὡς ἀποκομμένοι ἀπό τό Ὀρθόδοξο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας».

Αὐστηρότερη θέση γιά τό θέμα τῆς κοινωνίας καί τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ τηρεῖ ὁ Ἀθανάσιος ὁ Β΄, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τήν περίοδο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι ὅσοι ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μνημονεύουν τούς αἱρετικούς ὡς ὀρθοδόξους στά Ἱερά Δίπτυχα, βρίσκονται ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα καί εἶναι ἀκοινώνητοι.

Γράφει σέ ἐπιστολή του : «Οἵτινες δέ παρά ταύτας καί θείας καί σωστικάς παραδόσεις ἤ πιστεύουσιν ἤ πράττουσιν ἤ κακοσχόλως εὐαγγελίζονται τῷ λαῷ τοῦ Χριστοῦ εἰς σύστασιν μέν τῶν οἰκείων ἐρεσχηλιῶν, ἀθέτησιν δέ τῶν θείων καί ἱερῶν συνόδων, εἰς ἀπάτην δέ τῶν ἁπλουστέρων καί ὄλεθρον, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα. Ἀλλά καί οἱ τοῖς τοιούτοις πρός οἱανδήποτε κοινωνοῦντες κοινωνίαν, ἤ κοινωνήσαντες, ἤ τούτων ὡς εὐσεβῶν μνημονεύοντες, ἐπιμενόντων ἔτι αὐτῶν κακογνωμοσύνῃ καί ἀθεότητι, ὑπό κατάραν καί ἀνάθεμα ἔστωσαν, ἔστ’ἄν μετά τούτων αἱροῦνται τήν ἀπό Θεοῦ χωρίζουσαν ἕνωσιν. Εἰ γάρ «ὁ ἀκοινωνήτῳ κἀν ἐν οἴκῳ συνευξάμενος ἀκοινώνητος», ὡς ὁ ἀποστολικός διαγορεύει κανών, πολλῷ μᾶλλον ἀκοινώνητος ὁ ἐπ’ἐκκλησίας αὐτοῖς συνευχόμενος καί τούτων ἐν ἱεροῖς διπτύχοις μνημονεύων ὡς εὐσεβῶν καί τήν αὐτῶν ἐπιφημίζων κακοδοξίαν ὡς ἔννομον, ἥν τό πρίν, ὡς οὐκ ἀντίθεος, χλεύης οὖσαν ἀξίαν ἐχλεύαζε καί κατ’αὐτῆς ὡς εἰκός ἔλεγέ τε καί ἔγραψε. † οἱ καί εἰς τό ἑξῆς μνημονεύσαντες, οὕτω φρονοῦντες, οὕτω πράττοντες †»[11].

Δηλ. «Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤ πιστεύουν ἤ πράττουν ἤ εὐαγγελίζονται μέ ἐπιπολαιότητα τόν λαό τοῦ Χριστοῦ ἐνάντια στίς θεῖες αὐτές καί σωστικές παραδόσεις, μέ σκοπό νά συστήσουν τίς δικές τους ἐρεσχελίες (φλυαρίες, μωρολογίες) καί νά ἀθετήσουν τίς θεῖες καί ἱερές συνόδους, γιά νά ἐξαπατήσουν καί νά ἐπιφέρουν τόν ὄλεθρο στούς ἁπλούστερους, αὐτοί ἄς εἶναι ἀνάθεμα (χωρισμένοι ἀπό τόν Κυριο). Ἀλλά καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦν μ’αὐτούς μέ ὁποιαδήποτε κοινωνία, ἤ κοινώνησαν ἤ τούς μνημόνευσαν ὡς εὐσεβεῖς, ἐνῶ αὐτοί ἐπιμένουν ἀκόμη στήν κακογνωμοσύνη καί τήν ἀθεότητά τους, αὐτοί νά εἶναι κάτω ἀπό κατάρα καί ἀνάθεμα, διότι ἐπέλεξαν τήν ἕνωση, πού χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Γιατί, ἄν «αὐτός, πού συμπροσευχήθηκε μόνο σέ σπίτι μέ ἀκοινώνητο, εἶναι ἀκοινώνητος», ὅπως διαγορεύει ὁ Ἀποστολικός Κανόνας, πολύ περισσότερο εἶναι ἀκοινώνητος αὐτός, ὁ ὁποῖος συμπροσευχήθηκε μ’αὐτούς στήν Ἐκκλησία καί τούς μνημόνευσε ὡς εὐσεβεῖς στά ἱερά δίπτυχα καί ἀνεκήρυξε μέ βοή τήν κακοδοξία τους ὡς νόμιμη, τήν ὁποία προηγουμένως, ἐπειδή δέν ἦταν ἀντίθεος, τήν χλεύαζε, ἐπειδή ἦταν ἄξια χλεύης, καί ἔλεγε καί ἔγραφε φυσικά ἐναντίον της. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι στό ἑξῆς θά μνημονεύσουν, ἔτσι θά φρονοῦν καί ἔτσι θά πράττουν».

7. Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου. Ἡ διακοπή μνημονεύσεως δέν εἶναι σχίσμα, ἀλλά ἀπαλλαγή ἀπό τά σχίσματα καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας.

Ὅσον ἀφορᾶ τόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί στήν ἐπιστολή τους λέγουν τά ἑξῆς ἀποστομωτικά, ἀπευθυνόμενοι σέ ὅσους ἑσφαλμένα θεωροῦν ὅτι ἡ διακοπή μνημονεύσεως εἶναι σχίσμα : «Ἐμπεριέχεται δέ καί ἐν τῷ ιε΄ κανόνι τῆς ἁγίας καί μεγάλης συνόδου, τῆς Πρώτης καί Δευτέρας ἐπονομασθείσης, ὅτι οὐ μόνον ἀνευθύνους εἶναι, ἀλλά καί ἐπαινετέους τούς ἀποσχίζοντας ἑαυτούς καί πρό συνοδικῆς καταδίκης ἀπό τῶν δημοσίᾳ διδασκόντων αἱρετικά διδάγματα καί ὄντως προφανῶς αἱρετικῶν˙ οὐ γάρ ἀπέσχισαν ἑαυτούς ἀπό ἐπισκόπων, ἀλλ’ἀπό ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων˙ καί τό παρά τούτων γεγονός ἐπαίνου ἄξιον καί προσῆκον ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς, καί ὡς οὐ σχίσμα τοῦτο ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον μερισμῶν ἀπαλλαγή καί τῆς ἀληθείας ἐπικράτησις»[12].

Δηλ. «Ἐμπεριέχεται δέ καί στόν 15ο Κανόνα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἐπονομάσθηκε Πρωτοδευτέρα, ὅτι αὐτοί, πού χωρίζουν τόν ἑαυτό τους, καί πρίν γίνει συνοδική καταδίκη, ἀπό τούς Ἐπισκόπους, πού διδάσκουν δημόσια αἱρετικά διδάγματα καί εἶναι προφανῶς αἱρετικοί, ὄχι μόνο δέν φέρουν καμμία εὐθύνη, ἀλλά πρέπει καί νά ἐπαινοῦνται. Διότι, δέν χώρισαν τόν ἑαυτό τους ἀπό ἀληθινούς ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους. Καί αὐτό, πού ἔκαναν, εἶναι ἄξιο ἐπαίνου καί ταιριάζει στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. Καί αὐτό δέν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μᾶλλον ἀπαλλαγή ἀπό τούς μερισμούς (τά σχίσματα) καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας».

Σέ ἔργο Ἀνωνύμου κατά τοῦ λατινόφρονος Πατριάρχου Ἰωάννου ΙΑ΄ Βέκκου, γίνεται ἀναφορά στόν ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη, στήν διακοπή μνημονεύσεως, πού ἔκανε, καί στήν ἀποστροφή τῆς κοινωνίας, πού πρέπει νά ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο πρός τούς κατεγνωσμένους Λατίνους, ἀλλά καί πρός ὅσους εἶναι ὁμόφρονές τους καί συγκοινωνοῦν μ’αὐτούς.

Λέγει ὁ Ἀνώνυμος : «Εἰ οὗν ὁ ἅγιος οὗτος καί μέγας ὁμολογητής Θεόδωρος, τῶν βασιλέων ἐκείνων ὀρθοδόξων μέν ὄντων καί μηδέν ἐγκαλουμένων περί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μόνον δέ ὅτι παρενόμησαν ἔν τισι καί ἀκανόνιστόν τι ἔκαστος ἐκείνων πεποιήκει, διά τοῦτο οὐ μόνον τῆς κοινωνίας ἐκείνων ἀπέστησεν ἑαυτόν, ἀλλά καί τό μνημόσυνον ἐκείνων ἀπό τῶν θείων συνάξεων ἐξέκοψεν, ἡμεῖς τί ἄδικον ἤ καινόν ποιοῦμεν ἀρτίως, διά τόν τοῦ Θεοῦ φόβον παριδόντες δόξαν ἀνθρωπίνην; Εἰ γάρ μή τοῖς θείοις πατράσιν ἀκολουθήσωμεν, ἐγκαλείτωσαν ἡμῖν˙ εἰ δέ τοῖς ἁγίοις ἑπόμεθα, ἵνα τί διωκόμεθα; Ταύταις δέ ταῖς δεσποτικαῖς καί εὐαγγελικαῖς αὐθεντίαις ἑπόμενοι, ἔτι δέ καί ταῖς ἀποστολικαῖς θεολογίαις καί συνοδικαῖς καί πατρικαῖς παραδόσεσι καί διατάξεσι, τούς Λατίνους τῶν τοιούτων θείων προσταγμάτων καί παραδόσεων μακράν ἐκτρεπομένους εὑρίσκομεν, καί διά τοῦτο τήν τούτων κοινωνίαν καί τῶν ὁμοφρονούντων καί συγκοινωνούντων αὐτοῖς λίαν ἀποστρεφόμεθα, πάντα θεσμόν ἀποστολικόν καί ἐκκλησιαστικόν λογιζομένους ὡς τό μηδέν»[13].

Δηλ. «Ἐάν, λοιπόν, αὐτός ὁ ἅγιος καί μεγάλος ὁμολογητής Θεόδωρος (ὁ Στουδίτης), παρ’ὅλο πού οἱ τότε βασιλεῖς ἦταν ὀρθόδοξοι καί σέ τίποτε δέν ἐγκαλοῦνταν σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη, παρά μόνο ὅτι παρανόμησαν σέ κάποια πράγματα καί καθένας ἔκανε κάτι ἀντικανονικό, καί γι’αὐτό, ὄχι μόνο ἀπεμάκρυνε τόν ἑαυτό του ἀπό τήν κοινωνία μ’ἐκείνους, ἀλλά διέκοψε καί τήν μνημόνευσή τους ἀπό τίς θεῖες συνάξεις, ἐμεῖς ποιό ἄδικο ἤ καινούργιο πρᾶγμα πράττουμε τώρα, ἀψηφώντας τήν ἀνθρώπινη δόξα, ἐξαιτίας τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ; Γιατί, ἐάν δέν ἀκολουθήσουμε τούς θείους πατέρες, αὐτοί θά μᾶς ἐγκαλέσουν. Ἐάν, ὅμως, ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους, τότε γιατί διωκόμαστε; Ἀκολουθώντας, λοιπόν, αὐτές τίς δεσποτικές καί εὐαγγελικές αὐθεντίες καί ἀκόμη περισσότερο τίς ἀποστολικές θεολογίες καί τίς συνοδικές καί πατερικές παραδόσεις καί διατάξεις, βρίσκουμε ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔχουν πάρα πολύ ἐκτραπεῖ ἀπό αὐτά τά θεῖα προστάγματα καί τίς παραδόσεις, καί γι’αὐτό πάρα πολύ ἀποστρεφόμαστε τήν κοινωνία μαζί τους, ἀλλά καί μέ ὅσους εἶναι ὁμόφρονες καί συγκοινωνοῦν μαζί τους, ἐπειδή κάθε ἀποστολικό καί ἐκκλησιαστικό θεσμό τόν θεωροῦν ὡς ἕνα τίποτα».

Δυστυχῶς, ἡ παραπανω ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων δέν στάθηκε ἱκανή νά συνετίσει τόν βασιλέα Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε τήν γενική ἀποδοχή τῆς ψευδοενώσεως τῆς Λυών.

Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδοκίμαζαν τήν ψευδοένωση, θεωροῦσαν ὅσους τήν ἀποδέχθηκαν ὡς μολυσμένους καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν λατινόφρονα πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ΄ Βέκκο καί τούς ὁμόφρονές του[14]. Τούς κατηγοροῦσαν ὄτι ἐξέπεσαν τῆς ἱερωσύνης καί ὅτι τελοῦσαν ἄκυρα μυστήρια[15]. Αὐτό ἦταν σύμφωνο μέ τούς Κανόνες α΄ καί β΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[16]. Γι’αὐτό προέτρεπαν τούς πιστούς νά μήν ἐκκλησιάζονται μέ τόν Πατριάρχη καί τούς ὁμόφρονές του κληρικούς. Ὁ Βέκκος ἐπεκύρωσε τήν ψευδοένωση διά Συνόδου[17], ἐνῶ τόν Ἰούλιο τοῦ 1277 ἐξέδωσε «πατριαρχικό ἀφορισμό» ἔναντι τῶν «σχισματικῶν» Ὀρθοδόξων, πού ἦταν ἐναντίον τῆς ψευδοενώσεως.

8. Ἐπικαιροποίηση τῶν ἀνωτέρω στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση

Ἐάν θά θέλαμε νά ἐπικαιροποιήσουμε τά ὅσα μέχρι τώρα ἀναφέρθηκαν καί νά τά προσαρμόσουμε στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική κατάσταση, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἀκολουθώντας κατά πόδας τούς προαναφερομένους Πατέρες, ὅτι ὅσοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες καί Ἐπίσκοποι ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, κοινό συλλείτουργο, κοινό ποτήριο καί μνημονεύουν στά Δίπτυχα τόν κατεγνωσμένο καί ἀκοινώνητο αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκῖσκο καί τόν κατεγνωσμένο, σχισματοααιρετικό, ἀκοινώνητο ψευδομητροπολίτη Κιέβου Ἐπιφάνιο θεωροῦνται ὡς ὑπόδικοι καί ὑπόλογοι ἔναντι τῶν ἱερῶν Κανόνωνγιά ὅλες τίς θεοστυγεῖς αἱρέσεις, γεμάτοι ἀπό κάθε αἵρεση, ἱεροκάπηλοι, μολυσμένοι, ἀσυγχώρητοι, ἀκοινώνητοι, καθαιρετέοι, ἀποκηρυχτέοι, ἐστερημένοι ἱερωσύνης, ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὑρίσκομενοι ὑπό κατάρα καί ἀνάθεμα, διότι συγκοινωνοῦν μαζί τους μέ τελειοτάτη κοινωνία καί μέσῳ αὐτῶν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς καί γίνονται ἕνα μ’αὐτούς.

Κάποιος θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ὅλα τά ἀνωτέρω θά πρέπει νά ἀποφασισθοῦν καί νά ὀρισθοῦν ἀπό μία ὄντως Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Φυσικά, ναί. Ἀλλά, μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅσον ἀφορᾶ το Οὐκρανικό ζήτημα τό Πατριαρχεῖο Ρωσίας ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ παλαιότερη συνοδικὴ ἀπόφασή του τούς καθηρημένους καὶ ἀναθεματισμένους σχισματοαιρετικούς τῆς Οὐκρανίας καί μέ πρόσφατες συνοδικές ἀποφάσεις του κατεδίκασε σέ ἀκοινωνησία τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί ὅσους Ἱεράρχες ἀπό τήν Ἑκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας συλλειτούργησαν, κοινώνησαν καί μνημόνευσαν τοὺς σχισματοαιρετικούς. Παραλλήλως διέκοψε τήν μνημόνευση ἀπό τά Δίπτυχα τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καί τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου. Μπορεῖ μέν νὰ μὴν εἶναι πανορθόδοξη, ἀλλὰ τοπική ἀπόφαση, εἶναι δέ πάντως κανονικὰ κατοχυρωμένη καὶ ὀρθή, ἰσχύει γι’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναγνωρίσθηκε ἀπ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία, πλήν τριῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἑλλάδος, Ἀλεξανδρείας). Ἑπομένως, τά «ἔσται ἀκοινώνητος», ἤ «ἔστω ἀκοινώνητος», ἔχασαν τὴν μελλοντική τους διάσταση καὶ ἔγιναν παρούσα πραγματικότητα μὲ τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία εὐχόμαστε νὰ γίνει πανορθόδοξη.

Τέλος, πρός ἀντιμετώπιση τῆς τραγικῆς αὐτῆς καταστάσεως, οἱ μέν Ὀρθόδοξοι πιστοί ὀφείλουν νά ἀποδοκιμάζουν τήν ψευδοένωση μέ τόν Φραγκῖσκο, τόν Ἐπιφάνιο καί τούς σύν αὐτοῖς, νά μήν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία καί νά μήν ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ ὅπου λειτουργοῦν οἰκουμενιστές, λατινόφρονες, παπόφιλοι καί σχισματόφιλοι Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες, Ἐπίσκοποι καί ὁμόφρονές τους κληρικοί, οἱ δέ Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς σέ τέτοιους ἐπισκόπους, καλό θά ἦταν νά προβοῦν στήν ἐφαρμογή τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως,ἡ ὁποία σέ καμμία περίπτωση δέν συνιστᾶ σχίσμα, ἀλλά ἀπαλλαγή ἀπό τά σχίσματα καί ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας.

[1] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 14-24, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 395.

[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 13.

[3] Ὅ. π., σσ. 407-408.

[4] Ἐπιστολή…, στίχ. 25-34, σ. 397 καί στίχ. 1-8, σ. 399.

[5] Ἐπιστολή…, στίχ. 9-23, σ. 399 .

[6] Ἰεζ. 22, 26.

[7] Ἐπιστολή…, στίχ. 24-33, σ. 399 και στίχ. 1-7, σ. 401.

[8] Διάλογος ὅν ἐποίησεν ὁ ἁγιώτατος καί σοφώτατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κῦρ Μιχαήλ ὁ Ἀγχιάλων πρός τόν πορφυρογέννητον βασιλέα κῦρ Μανουήλ τόν Κομνηνόν περί τῆς τῶν Λατίνων ὑποθέσεως, ὅτε πολλοί τῶν ὑπό τόν πάπαν ἀρχιερέων καί ἐπισκόπων καί φρερίων εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κατέλαβον, τῶν ἐκκλησιῶν ζητοῦντες τήν ἕνωσιν καί μηδέν τι ἕτερον ἀπό τῶν Γραικῶν ἀπαιτοῦντες ἤ παραχωρῆσαι τῷ πάπᾳ τῶν πρωτείων καί τῆς ἐκκλήτου, δοῦναι δέ τούτῳ καί τό μνημόσυνον, Dialoque de Michel d’Anchialos, στίχ. 1-28, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 357.

[9] Ἐπιστολή…, στίχ. 5-23, σ. 419.

[10] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, Τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου Κανών ΡΛΓ΄ (124), ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 535.

[11] Ἀθανασίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπιστολή, Lettre d’Athanase d’Alexandrie (1276), στίχ. 8-23, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 345.

[12] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, ὁμολογητική, σπεύδοντος τούτου ὅση δύναμις ἑνῶσαι τούς Ἰταλούς παραλόγως μεθ’ἡμῶν, μένοντας ἐκείνους ἀδιορθώτους πάντη τῶν σφῶν αἱρέσεων καί ἀμεταβλήτους, Lettre des Hagiorites a l’ Empereur (1275), στίχ. 6-14, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 395.

[13] Ἀνωνύμου. Κατά τοῦ Βέκκου (Anonyme, contre Bekkos 1275), στίχ. 1-16, ἐν Archives de l’orient chretien 16, Dossier Grec de l’union de Lyon (1273-1277) par V. Laurent et J. Darrouzes, Institut Français d’etudes Byzantines, Paris 1976, σ. 333.

[14] ΙΩ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Ὁ θρυλλούμενος διωγμός… ἐν Ἀθωνικῇ Πολιτείᾳ, σ. 223.

[15] ΧΡ. ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Ρώμη κατά τόν ιγ΄ αἰῶνα, σ. 109.

[16] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 170-172.

[17] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τ. β΄, Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Τύπος» καί Σύλλογος «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», Ἀθήνα 2014, σ. 18.

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
15-01-2020

https://fdimathan.wordpress.com

Όταν διαπιστώνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, έχει ξεκινήσει το ταξίδι της ιάσεως

H μεγαλύτερη δύναμή μας 
βρίσκεται στη συνειδητοποιημένη αδυναμία μας 
και η αγιότητα στη μετανοημένη αμαρτία.

Όταν διαπιστώνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, έχει ξεκινήσει το ταξίδι της ιάσεως.

Η δύναμη και η ροπή προς την αμαρτία μοιάζει με μια αγιότητα σε πτώση που σέρνεται τραυματισμένη και ψάχνει ίαση για να επανέλθει στον θρόνο της. Δεν είναι κακή αυτή η δύναμη, αλλά ο στόχος στον οποίο κατευθύνεται την αρρωσταίνει. Τα πάθη ως δυνάμεις της ψυχής δεν είναι αμαρτωλά από μόνα τους, απλά γίνονται αρρώστιες όταν αιχμαλωτίζονται σε καταστάσεις θανάτου. Γι’αυτό και σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά τις δυνάμεις τις ψυχής οφείλουμε όχι να τις καταργήσουμε αλλά να τις μεταβάλλουμε.
Για τον λόγο αυτό στην εκκλησία έχουμε την άσκηση ως μητέρα του αγιασμού για να μπορούμε να διορθώνουμε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος όποιες πτώσεις συμβαίνουν και συνθλίβουν την ύπαρξή μας.
Οι αμαρτίες μας είναι στην ουσία προδομένοι έρωτες. Επιθυμίες που ενώ αρχικά μοιάζουν με πρόβατα διαπιστώνουμε ότι είναι λύκοι με ένδυμα προβάτου και πέφτουμε στην παγίδα. Δεν είναι κακές οι επιθυμίες αλλά αν δεν απευθύνονται στον Χριστό τότε αρρωσταίνουν από τον καρκίνο της φθοράς και παρασέρνουν τον άνθρωπο στην απώλεια.
Τα πάντα εξαρτώνται από το βαθύτερο θέλω, από την προαίρεση όπως έλεγε και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Τι θέλω , γιατί το θέλω, πως το θέλω ….  από αυτά εξαρτώνται τα πάντα. 
Όταν το βαθύτερο θέλω δεν έχει τη σφραγίδα του Χριστού και κομματιάζεται από εδώ και εκεί, πουλιέται και πορνεύει στα σκοτάδια ο άνθρωπος τότε βαδίζει τυφλός και μεθυσμένος στον δρόμο της απώλειας.
Στην εκκλησία η θεραπεία και ο αγιασμός του ανθρώπου δεν έρχεται με μια φιλοσοφική ή ηθική αλλαγή σε επιφανειακό επίπεδο. Η εξωτερική αλλαγή είναι αποτέλεσμα και όχι η αρχή, διαφορετικά η εκκλησία ξεπέφτει σε ηθικιστικό σωματείο. Στην εκκλησία η θεραπεία έρχεται με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος δια μέσου των Ιερών Μυστηρίων. 
Θέλει ο Χριστός, θέλω κι εγώ και τότε έρχεται ο γάμος της μεταμορφώσεως του ανθρώπου στην πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς άσκηση, χωρίς πάλη με τον εαυτό μου, χωρίς χτυπήματα και ραπίσματα στο πρόσωπο μου, χωρίς να συναντάω τα όρια του πόνου και να διαπιστώνω ότι υπάρχει ακόμα χώρος για να προχωρήσω γιατί ο Χριστός μου δείχνει τον δρόμο και μου ανοίγει οδούς θεραπείας. Στην Εκκλησία η άσκηση δεν γίνεται για την άσκηση. 
Την άσκηση δεν την έχει ανάγκη ο Χριστός, αλλά εγώ την χρειάζομαι διότι είναι η φυσιοθεραπεία για να θεραπεύσω την ψυχή μου βλέποντας πρώτα πως κινείται. 
Η άσκηση είναι κατάσταση υποδοχής της χάριτος γι’ αυτό οφείλει η άσκηση να γίνει με πλήρη ετοιμότητα και ανοιχτή καρδιά αλλιώς δεν θα έχει αποτέλεσμα.
Δεν παίρνουμε αποφάσεις. Εκεί βρίσκεται η ασθένεια μας. Μας αρέσει η ταλάντευση, και με τον Χριστό και με τον διάβολο γι’ αυτό πελαγοδρομούμε. Η απόφαση για τη θεραπεία και τη σχέση με τον Χριστό είναι κίνηση δίχως γυρισμό αν θέλουμε να βρούμε ίαση. Δεν έχει σημασία αν πέφτω, αν έχω πάρει αποφάσεις θα σηκώνομαι αμέσως και θα συνεχίζω το ταξίδι. Αν δεν έχω στερεωθεί στην απόφαση, η πτώση θα γίνει ο δικός μου Άδης.

Ευλογημένος ο άνθρωπος που γίνεται δύτης στον πυθμένα της καρδιάς του με σκοπό να καθαρίσει τον βυθό από την μόλυνση αλλά και να βρει διαμάντια ώστε να τα ανασύρει για να τα διαφυλάξει.

Ευλογημένος ο άνθρωπος που αναζητά να βρει τον πραγματικό του εαυτό αλλά στην ουσία έχει πάρει απόφαση να τον χάσει. 
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34).

Ευλογημένος ο άνθρωπος που δεν ικανοποιείται πνευματικά με τίποτα και συνεχώς διψάει για χάρη Θεού.

Ευλογημένος ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο πάσης κτίσεως διότι αυτό είναι το πρώτο σκαλοπάτι για την ανάβαση προς τον ουρανό.

Ευλογημένος ο άνθρωπος που διψάει να αποκτήσει νου Χριστού.

Ευλογημένος ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται να πει πολλά διότι η αγιότητα του μαρτυρείται από τη ζωή του.

Ο Πνευματικός άνθρωπος δεν χρειάζεται να σου πει πολλά, φαίνεται από χιλιόμετρα όπως το αστέρι στον ουρανό διότι λάμπει η χάρις του Χριστού στην ύπαρξή του.
Τέτοιους ανθρώπους έχουμε ανάγκη σήμερα, όχι ηθικά καλούς, αλλά οντολογικά θεραπευμένους προς τον Αγιασμό…
Αυτός οφείλει να είναι και ο δικός μας προορισμός….

π. Σπυρίδων Σκουτής