.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΓIA THN AΛΗΘΕΙΑ!

«Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτίκιον)


ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, μεγάλη ἑορτή. Σήμερα, 29 Αὐγούστου, εἶνε ἡ ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου. Γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἑορτή, πρέπει νοερῶς νὰ ζήσουμε τὸ γεγονός. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μεταφερθοῦμε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα, στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, ὑπῆρχε στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἕνα φρούριο. Ἦταν οἱ φυλακὲς τῆς Μαχαιροῦντος, φυλακὲς καταδίκων. Σῴζονται μέχρι σήμερα κάποια ἐρείπια.
Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ συμπαθῆ. Εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. ―Στὴ φυλακὴ ὁ Ἰωάννης; τί ἔκανε;… Ἔγκλημα! ―Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ λές; Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι τὸ ἐγκώμιό του ἔπλεξε ὁ διος ὁ Χριστός. «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία Κυρίου, Πρόδρομε…». Ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι, μεταξὺ τῶν μυριάδων ποὺ γέννησαν οἱ γυναῖκες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστή (βλ. Ματθ. 11,11). 
Γνωρίζουμε ἀκόμη ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸ Θεό. Πῆγε στὴν ἔρημο, κ᾿ ἐκεῖ ἡ τροφή του ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (ἔ.ἀ. 3,4). Ἔτσι πέρασε τὴ ζωή του. Ἦταν ἅγιος. Πῶς ἐσὺ λές, ὅτι ἔκανε ἔγκλημα;… Καὶ ὅμως ἐπιμένω, ἔκανε ἔγκλημα ὁ Ἰωάννης, τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Τὸ δὲ μεγαλύτερο ἔγκλημα εἶνε, ὅτι εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς καὶ ἐκφυλισμοῦ, τὸ νὰ πῇ κάποιος τὴν ἀλήθεια εἶνε ἔγκλημα. Ὁ Σωκράτης τὸ πλήρωσε μὲ τὸ κόνιο καὶ ὁ Χριστός μας μὲ τὸ σταυρό. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης «μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 5,33), γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε «…ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτ.). Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ εἶνε ἱερὸ καθῆκον νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· ἀλλὰ στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου αὐτὸ εἶνε ἔγκλημα.
Ὁ Ἰωάννης εἶπε τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλους. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη, κ᾿ ἐκεῖ ἤρχοντο τὰ πλήθη. Ἦρθαν πολιτικοὶ ἄρχοντες. Τί τοὺς εἶπε· 
―Μὴν ἐκμεταλλεύεστε τὸ φτωχὸ λαό. Ἦρθαν στρατιωτικοί, καὶ τοὺς εἶπε· 
―Μὴ χρησιμοποιεῖτε τὸ ξίφος σας, τὴ βία· μὴ πιέζετε τὸ λαό. Ἦρθαν πλούσιοι· 
―Δῶστε ἀπὸ τὰ πλούτη σας· ὅποιος ἔχει δυὸ πουκάμισα νὰ δώσῃ τὸ ἕνα, κι ὅποιος ἔχει δυὸ ψωμιὰ νὰ δώσῃ τὸ ἕνα. Ἦρθαν κατόπιν οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν ἁγιότητά τους, καὶ τί τοὺς εἶπε· 
―Εἶστε δέντρα ἄκαρπα, φωτιὰ καὶ τσεκούρι σᾶς περιμένει (βλ. Ματθ. 3,10)· εἶστε «γεννήματα ἐχιδνῶν», πῶς θὰ ἐκφύγετε «ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» τοῦ Κυρίου; (ἔ.ἀ. 3,7). Τέτοιος ἤτανε. Αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια, ποὺ δὲ᾿ γνωρίζει ψιμύθια.
Τέλος ὁ ἔλεγχος ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμα ὅταν ἐξερράγη ἕνα σκάνδαλο στὴν κορυφὴ πλέον τῆς κοινωνικῆς πυραμίδος. Ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀντύπας, ὁ τετράρχης, διέπραξε ἕνα ἀνοσιούργημα. Ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ ζοῦσε παρανόμως μὲ τὴν Ἡρῳδιάδα, μοιχαλίδα συγγενῆ του, σύζυγο τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Ὅλα μαζὶ τὰ κακά· καὶ ἐγκατάλειψις – ἄρνησις συζύγου, καὶ μοιχεία, καὶ αἱμομειξία.
Ἔγκλημα αὐτό. Τὸ ἤλεγξε ἆραγε κανένας; Τσιμουδιά! Ποῦ οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς; ποῦ οἱ ἱερεῖς; Τίποτα! Μόνο «πολυχρόνια» ξέρανε νὰ ψάλλουν, οἱ κόλακες. Ἕνας μόνο βρέθηκε καὶ εἶπε τὴν ἀλήθεια· ὁ Ἰωάννης! Δὲν ἀνεχόταν ἡ συνείδησί του τέτοια παρανομία. Ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ εἶπε στὸν Ἡρῴδη· «Οὐκ ἔξεστί σοι», βασιλεῦ, «ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Κεραυνὸς νά ᾿πεφτε στὰ ἀνάκτορα δὲν θὰ ἐσείοντο τόσο ὅσο μὲ τὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Συνελήφθη ἀμέσως καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακές.
Νά τὸ «ἔγκλημά» του· εἶπε τὴν ἀλήθεια!
Καὶ μετά; Τὸν εἶχε κρατούμενο ὁ Ἡρῴδης, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐκτελοῦσε. Τὸν εὐλαβεῖτο. Ἤξερε, ὅτι λέει ἀλήθεια. Συνέβη ὅμως τὸ ἑξῆς. Ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ Ἡρῴδης καὶ ἔκανε συμπόσιο. Μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ἐκλεκτά, μουσικὴ καὶ χορός. Τέλος νά καὶ παρουσιάζεται ἡ Σαλώμη, ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ χόρεψε ἕναν ἀπὸ τοὺς διεφθαρμένους χορούς. Ὅλοι εἶχαν μεθύσει ἀπ᾿ τὸ κρασὶ καὶ χαυνωθῆ ἀπ᾿ τὴν ἀκολασία. Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπε στὴν κόρη· Μοῦ ἄρεσες πολύ, γι᾿ αὐτὸ σοῦ δίνω ὅ,τι μοῦ ζητήσῃς, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου. Πολλὰ μποροῦσε νὰ ζητήσῃ ἡ Σαλώμη, χρυσάφι κτήματα περιουσίες. Δὲ᾿ ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ὤ κακία γυναικός! ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πῆγε ἡ πονηρὴ καὶ συμβουλεύτηκε τὴ μάνα της. Κ᾿ ἐκείνη τῆς εἶπε· Νὰ ζητήσῃς τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου! Δὲν τὸ περίμενε ὁ βασιλεύς· καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ ξεφύγῃ. Παρ᾿ ὅλο ποὺ πολὺ λυπήθηκε, διέταξε τὸν σπεκουλάτορα, τὸ φρούραρχο ἀξιωματικό, αὐτὸς πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ μὲ μιὰ σπαθιὰ ἀποκεφάλισε τὸν τίμιο Πρόδρομο.

Τὸ δρᾶμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου συνεχίζεται, ἀγαπητοί μου. Διότι καὶ σήμερα, στὴ διεφθαρμένη γενεά μας, τὸ νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια θεωρεῖται ἔγκλημα καὶ θέλει ἡρωϊσμό.
Ζοῦμε μέσ᾿ στὸ ψέμα. Ἡ γυναίκα μπορεῖ πρὸ ὀλίγου νὰ ἦταν μὲ τὸν ἐρωμένο της, καὶ μετὰ γλυκομιλάει στὸν ἄντρα της σὰ᾿ νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Ὁ ἄντρας γυρίζει ὅλη νύχτα, κι ὅταν ἐπιστρέφει στὸ σπίτι παριστάνει τὴν ἀθῴα περιστερά. Ψέμα ἡ γυναίκα, ψέμα ὁ ἄντρας, ψέμα τὰ παιδιά. Ψέμα οἱ δάσκαλοι, ποὺ διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Παντοῦ ψέμα. Τὸ ψέμα ἔγινε ποταμός, πλημμύρισε ὁ κόσμος. Στὰ δικαστήρια εἶνε ζήτημα μέσ᾿ στοὺς ἑκατὸ μάρτυρες ἕνας νὰ λέῃ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἀθῷοι πᾶνε στὴ φυλακή, καὶ ἔνοχοι περπατοῦν ἐλεύθεροι ἔξω. Στὴν ἐκκλησία ἄλλοτε ὑπῆρχαν θαρραλέοι κήρυκες ποὺ ἀσκοῦσαν ἔλεγχο. Τώρα; Γιατί ἔγινε ἡ κομμουνιστικὴ ἐπανάστασι στὴ Ῥωσία τὸ 1917 καὶ χύθηκε τόσο αἷμα; Διότι οἱ τσάροι ὠργίαζαν στὰ ἀνάκτορα, καὶ ἕνας Ρασπούτιν τοὺς κολάκευε. Κανείς δὲ᾿ μιλοῦσε! Ἔτσι ἐξερράγη ἡ ἐπανάστασις, καὶ ἔγιναν ἄλλα τεράστια ἐγκλήματα. Ἕναν ἔσφαξε ὁ τσάρος, ἑκατὸ σφάξανε αὐτοί· καὶ γέμισαν οἱ φυλακές. 
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς πάλι σιωπή. Ἕνας μόνο βρέθηκε σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ὁ Σολτζενίτσιν. Εἶδε τὸ χάος, τὰ συρματοπλέγματα, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς νεκρούς, τὰ ἔζησε ὅλα αὐτά, καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔσεισε τὸν κόσμο. Τελικῶς δὲ᾿ μπόρεσε νὰ ζήσῃ ἐκεῖ· μόλις γλύτωσε, καὶ πῆγε στὴν Ἀμερική. Τώρα, μετὰ τόσα χρόνια, ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶχε δίκιο. Πολὺ ψέμα ἐπίσης καὶ στὴ διπλωματία. Ἐπιστήμη ψεύδους. Οἱ διπλωμάτες μιλοῦν περὶ εἰρήνης, καὶ μέσα τους ἑτοιμάζουν πόλεμο.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μᾶς διδάσκει νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια πρὸς ὅλους. Διδάσκει ὅμως καὶ πόσο κοστίζει ἡ ἀλήθεια. Τόλμησε νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια. Ἂν εἶσαι ὑπάλληλος, πὲς στὸν προϊστάμενό σου τὴν ἀλήθεια· σὲ ἀπέλυσε. Ἂν εἶσαι ἐργάτης, τόλμησε στὸ ἐργοστάσιο νὰ ὑποδείξῃς τὰ πρέποντα· σὲ ἀπέλυσαν. Ἕνας πιστὸς γυμνασιάρχης δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῷ ἕνας νεαρὸς καθηγητὴς δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν πίθηκο· ὁ μὲν ἐπαύθη ἀπὸ γυμνασιάρχης, καὶ γυμνασιάρχης ἔγινε ὁ ἄλλος ποὺ ἔλεγε τὸ ψέμα.
Ὁ ὑποφαινόμενος χρόνια δουλεύω στὸ ἔθνος μου καὶ ―ἐπιτρέψατέ μου νὰ τὸ πῶ― ἐκήρυξα τὴν ἀλήθεια. Ἤλεγξα ὅλες τὶς καταστάσεις· καὶ βασιλεῖς, καὶ πρωθυπουργούς, καὶ ἄλλους ἄρχοντας. Κατὰ κάποιο τρόπο, ἐγὼ ὁ ἀτελὴς καὶ ἁμαρτωλός, μιμήθηκα τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ διώχθηκα γι᾿ αὐτό. Ἐνῷ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ ―δὲν μισῶ κανένα― δὲν τόλμησαν νὰ ποῦν τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι»· εἶχαν ἀγαστὲς σχέσεις μὲ τοὺς σκανδαλοποιούς.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε τοῦ Θεοῦ, τὸ ψέμα εἶνε τοῦ διαβόλου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀλήθεια! Κάνει θαύματα. Κάποιος ἦρθε ἀπὸ τὴν Αὐστραλία καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. Εἶχαν διαφωνία καὶ κατηγοροῦσε τὴ γυναῖκα του, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε. Κάποια στιγμὴ συνῆλθε. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα, γονάτισε καὶ τί εἶπε· «Πάτερ μου, ἐξομολογοῦμαι ἐνώπιόν σας· ἁμάρτησα, πῆγα μὲ ξένες γυναῖκες, ἀλλὰ τώρα ἀποφάσισα νὰ κόψω». Ἔκλαψε, καὶ ἡ γυναίκα τὸν συγχώρησε.
Νὰ δώσῃ ὁ Θεός, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια παντοῦ· στὸ δημόσιο βίο, στὶς προσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ἄντρες καὶ γυναῖκες, γονεῖς καὶ παιδιά. Ἀλήθεια καὶ μόνο ἀλήθεια νὰ λαλοῦμε. Στὶς φλέβες μας τρέχει αἷμα μαρτύρων καὶ ἡρώων, ποὺ ἀγωνίστησαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Χάριν τῆς ἀληθείας νὰ εμεθα ἕτοιμοι γιὰ θυσίες. Τότε θὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ θὰ δοῦμε καλύτερες μέρες, καὶ ἡ γλῶσσα μας θὰ ὑμνῇ τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 29-8-1989)