Ὅλα τὰ βλέμματα καὶ οἱ καρδιές, τοῦτες τὶς δίσεχτες ἡμέρες, ἱκετευτικά, παρακλητικὰ στρέφονται στὸ καλοκαιριάτικο αὐγουστιανὸ Πάσχα. Τὸν Δεκαπενταύγουστο. Στὸν ζωηφόρο θάνατο, στὴν ἀθάνατη Κοίμηση τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Συντονισμένα καὶ τὰ πόδια μας –ἔστω καὶ βαρυφορτωμένα ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή μας, τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία καὶ τὰ ὅποια ἀσήκωτα βάρη τῆς καθημερινότητας- μᾶς ὁδηγοῦν ἀνεπίστροφα μπροστὰ στὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀποθέσουμε στὰ ἁγιασμένα πόδια της τὸν ὀφειλόμενο σεβαστικὸ ἀσπασμό μας. Γιὰ νὰ δροσίσουμε τὰ φρυγμένα ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία χείλη μας καὶ νὰ δηλώσουμε ἀμετάκλητα τὴν ἀγάπη μας στὴν τόσο πονεμένη ἀλλὰ καὶ πληγωμένη ἀπὸ τὰ δικά μας λάθη, τὰ δικά της παιδιά, Θεομάνα.
Ἐλᾶτε λοιπὸν χρεωστικὰ νὰ ὑμνήσουμε καὶ κυρίως νὰ τιμήσουμε «τὴν Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτός». Ἡ Δαμασκηνὴ θεολογία πανέμορφά μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς «οὐδεὶς κατ’ ἀξίαν τῆς Θεομήτορος τὴν ἱερὰν ἐκδημίαν εὐφημῆσαι δυνήσεται -ἐπειδὴ- αὔτη θεσμὸν ἐγκωμίων ὑπέρκειται». Ὁ ἴδιος Πατέρας ὁμολογεῖ πολὺ παρήγορα πὼς δὲν ὑπάρχει πτυχή, λεπτομέρεια ζωῆς, τὴν ὁποία νὰ μὴ γνωρίζει ἡ Θεοτόκος καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δώσει ἀνάσα ζωῆς καὶ ἐλπίδα σωτηρίας.
Ὁ ἁγιορείτικος μοναχισμὸς νιώθει βαθύτατο συγκλονισμὸ στὸ νὰ τὴν ἐπικαλεῖται καὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήνει ἥσυχη «ὑπὲρ πάσης ψυχῆς θλιβομένης τὲ καὶ καταπονουμένης». Ἡ Παναγία δὲν ξεκουράζεται, ἀναπαύεται στὴν ὑπὲρ τῶν τέκνων τῆς κόπωση, γι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν χαμηλώνει τὰ δεόμενα πανάχραντα χέρια της. Ἡ Παναγία ἐπανέρχεται συχνὰ μέσα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία κυρίως ὡς μητέρα. Καὶ μία καλὴ μητέρα ξέρει ν’ ἀκούει, νὰ...πονᾶ καὶ ν’ ἀγαπᾶ. (γ. Μωϋσῆς).
Εἶναι ἀδίστακτη ἡ πίστη ὅλων μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μετέχει στὴ δόξα τοῦ Υἱοῦ της, συμβασιλεύει μαζί του διευθύνει κοντὰ στὸ πλευρὸ του τὶς τύχες καὶ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ ἐκτυλίσσονται μέσα στὸ χρόνο, μεσιτεύει «ἡμέρας καὶ νυκτὸς» γιὰ ὅλους μας πρὸς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ ἔρθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο.
Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στοχάζεται:
«Ἐκείνη ἔχει τὸ πλῆθος τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν. Ἔχει πολλὴ ἀγάπη στὸ ἀνθρώπινο γένος, προπάντων στοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ Υἱὸς της παίρνει μεγάλη χαρά, ὅταν τὸν παρακαλεῖ ἡ Μητέρα του, διότι θέλει νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Δία τοῦτο καὶ μόνο ἔφερε τὴν Μητέρα του καὶ μᾶς τὴν ἐχάρισε, γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε μέσον πρὸς σωτηρίαν.»
Θαυμάζοντας τὸ μεγαλεῖο της ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφωνεῖ:
«Ποῦ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ ἀπαριθμῶ ὅλα τὰ μεγαλεῖα ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν Ἀειπάρθενον; Αὐτὰ εἶναι ἄπειρα κατὰ τὸ μέγεθος καὶ ἀναρίθμητα κατὰ τὸ πλῆθος. Καὶ ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐσώθησαν μὲ τὸν ἄσπορον Τόκον της, καὶ νὰ γίνουν ἕνα στόμα καὶ μία γλώσσα πάλιν δὲν ἤθελαν δυνηθῆ νὰ ἀριθμήσουν τὰ μεγαλεία τῆς Θεοτόκου καὶ νὰ τὰ ἐγκωμιάσουν κατὰ τὴν ἀξίαν τους…».
Ἡ ἐποχὴ μας φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀποστασίας καὶ πραγματικὰ ἀντίχριστες οἱ ἡμέρες ποὺ ζοῦμε, ἀφοῦ οἱ κυβερνῆτες μᾶς «ἐδίωξαν» κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Θεομήτορος, Αὐτὸν ποὺ βαστάζει τὰ πάντα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξορίζεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν κατ’ ἐξοχὴν δική Του ἡμέρα, τὴν Κυριακή, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν τὴν κυριακάτικη καμπάνα καὶ τοὺς θυμίζουν ἐνοχές.
Καὶ ὅμως ὅλοι αὐτοὶ θὰ τρέξουν νὰ δώσουν ἀνερυθρίαστα τὸ παρὸν στὴν μεγάλη γιορτὴ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, ὄχι ἀπὸ εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ πάλι γιὰ ἐμπορία ψήφων καὶ κάλυψη ἐνόχων κατατρεγμῶν συνειδήσεων. Ἡ Κυρία Θεοτόκος ὅμως ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό της ἀπὸ ὅσους «ὕβρισαν» τὸν Υἱόν της, καὶ νὰ θυμηθοῦμε τοὺς σοφοὺς λόγους τοῦ γέροντος Παϊσίου ὅτι «θὰ δουλέψουν οἱ πνευματικοὶ νόμοι»!
Ὅσοι πιστοὶ ὀρθόδοξοι «προσέλθωμεν τῷ τάφω τῆς Θεομήτορος»! Νὰ γονατίσουμε ἱκετευτικά, νὰ προσκυνήσουμε λατρευτικά, νὰ ὑμνήσουμε δοξολογικὰ καὶ ταπεινὰ νὰ παρακαλέσουμε τὴν Κυρία Θεοτόκο νὰ πρεσβεύει γιὰ κάθε ψυχὴ πονεμένη, πικραμένη καὶ παραπονεμένη, καὶ γιὰ τούτη τὴν πολυβασανισμένη πατρίδα μᾶς Ἑλλάδα.