Ὁ 72ος ψαλμὸς διαιρεῖται σὲ δύο μέρη: α) Στοὺς στίχους 1-14 ὁ ψαλμωδὸς ἐξομολογεῖται πῶς σκανδαλίσθηκε παρακολουθώντας τὴν εὐδαιμονία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διατυπώνει τοὺς προβληματισμούς του καὶ ὁμολογεῖ ὅτι λίγο ἔλειψε νὰ ἐλεεινολογήσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τοὺς μόχθους καὶ τοὺς ἀγῶνες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς. β) Στοὺς στίχους 15-28 διηγεῖται πῶς εἰσῆλθε στὸ Ναὸ καὶ στὸ ἁγιαστήριο τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐκεῖ μέσα φωτίστηκε καὶ πῶς εἶδε τὴ ραγδαία ἀνατροπὴ τῆς εὐτυχίας τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν πατρικὴ παρουσία καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία προσφέρεται στοὺς εὐσεβεῖς.
Ὁ ψαλμωδὸς ἀρχίζει τὸν Ψαλμὸ ἀπότομα. Αἰσθάνεται σὰν νὰ βράζει μέσα του ἡ ἀπορία: Γιατί νὰ εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Γιατί; Καὶ ἐνῶ βράζει μέσα του, πρὸς στιγμὴν δαμάζει τὰ συναισθήματά του καὶ ἀναφωνεῖ: Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεὸς στοὺς Ἰσραηλίτες καὶ μάλιστα σ’ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἄκακη, εἰλικρινή, ἁπλὴ καὶ καθαρὴ καρδιά! (στίχ. 1). Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Μὴν ταραχθεῖτε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ πῶ. Περιμένετε τὸ συμπέρασμα, ἢ ἂν θέλετε, νά τὸ συμπέρασμα: Ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς γιὰ τοὺς ἀγαθούς.
Ὁ δίκαιος Ἰὼβ σὲ παρόμοιο προβληματισμὸ προβάλλει τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰὼβ κδ΄ [24] 1). Ὁ προφήτης Ἱερεμίας προβάλλει τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας· ὁμολογῶ καὶ διακηρύσσω ὅτι δίκαιος εἶσαι, Κύριε, γι’ αὐτὸ καὶ τολμῶ νὰ συζητήσω μαζί Σου (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Ὁ δὲ προφήτης Ἀμβακοὺμ προβάλλει τὴν καθαρότητα τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κυρίου· Κύριε, λέγει, γνωρίζω ὅτι ὁ ὀφθαλμός Σου εἶναι πεντακάθαρος καὶ δὲν μπορεῖ οὔτε ἀνέχεται νὰ βλέπει πονηρὰ ἔργα, οὔτε δέχεται νὰ βλέπει τὶς κακουργίες ποὺ προξενοῦν οἱ κακοὶ καὶ πονηροὶ στοὺς εἰλικρινεῖς, τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀδύναμους (Ἀμβ. α΄ 13).
Ὥστε οἱ ἀγαθὲς περὶ Θεοῦ σκέψεις μᾶς ἀσφαλίζουν κατὰ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους μᾶς δημιουργεῖ ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας λόγῳ τοῦ ποικίλου κακοῦ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, εἶναι πολὺ περισσότερο ἀγαθὸς στοὺς εὐθεῖς, τοὺς καθαροὺς καὶ θεοσεβεῖς καὶ ὄχι σὲ ὅσους «φαυλότατα ἁμαρτάνουσιν», σὲ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀσεβέστατα(*). Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονοῦμε ποτέ, ὁτιδήποτε καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ στὴ ζωή.
Ὁ ψαλμωδὸς ὅμως παρόλο ποὺ ἦταν θεοσεβής, ὁμολογεῖ: Σ’ ἐμένα ὅμως κλονίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία οἱ πεποιθήσεις καὶ οἱ ὑγιεῖς λογισμοί μου, οἱ ὁποῖοι σὰν ἄλλα πόδια ὑποστηρίζουν τὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς μου· παρ’ ὀλίγο νὰ σεισθοῦν τὰ βήματά μου στὴν πορεία τῆς ζωῆς καὶ νὰ ξεγλιστρήσω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν πίστη μου στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του (Ψαλ. οβ΄ [72] 2).
Κινδύνευσε, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος νὰ λησμονήσει τὴν ἀλήθεια ποὺ διατύπωσε στὴν ἀρχὴ τοῦ Ψαλμοῦ καὶ νὰ κλονισθεῖ στὶς πεποιθήσεις του. Καὶ ὁ δίκαιος Ἰὼβ εἶχε κλονισθεῖ βλέποντας τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναρωτιόταν: «Διατί ἀσεβεῖς ζῶσι; πεπαλαίωνται δὲ ἐν πλούτῳ;» (Ἰὼβ κα΄ [21] 7)· γιατί οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν σὲ πολὺ βαθιὰ γηρατειὰ καὶ περνοῦν τὴ ζωή τους μέσα στὰ πλούτη; Γιατί οἱ ἀσεβεῖς μακροημερεύουν, φθάνουν τὰ 100 ἔτη, κατὰ τὸν Ἡσαΐα (Ἡσ. ξε΄ [65] 20), καὶ ἀπολαμβάνουν τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀγαθά τους; Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας, ἐνῶ ὁμολογεῖ καὶ διακηρύσσει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, τολμᾶ νὰ συζητήσει μαζί Του καὶ νὰ Τοῦ θέσει ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει: Κύριε, Τοῦ λέγει, γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἐπιτυγχάνουν στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ στὰ σχέδιά τους; Γιατί εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν συνεχῶς καὶ συστηματικῶς τὸν ἅγιο νόμο Σου; (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1).
Ὥστε ὑπάρχουν τρικυμίες ποὺ δοκιμάζουν καὶ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς ἄγκυρες! Ὑπάρχουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι ποὺ σκοντάφτουν ὅταν βλέπουν αὐτὴ τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα. Ὅπως δὲ ὁμολογεῖ ὁ ψαλμωδός, κυριεύονται μάλιστα ἀπὸ ζήλεια ἕνεκα τῶν ἀνόμων, ἐπειδὴ βλέπουν τὴν εὐημερία καὶ τὴν εὐεξία τῶν ἁμαρτωλῶν. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ, δὲν ἔχουν ἀγωνία, βάσανα καὶ κακοπάθεια κατὰ τὸν θάνατό τους, δὲν στεροῦνται στὴ ζωή τους, καὶ οἱ τυχὸν θλίψεις τους δὲν διαρκοῦν πολύ (Ψαλ. οβ΄ [72] 3-4). Ζήλεια καὶ πικρία κατὰ τοῦ Θεοῦ κυριεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς βλέποντας ὅλα αὐτά, ποὺ τὸν κάνουν νὰ ἀδρανεῖ· νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πολύπονο ἀρετὴ καὶ νὰ προτιμήσει τὴν ἄπονο κακία. Βλέπει σωματικὴ ὑγεία, ὑλικὴ εὐημερία· δὲν βλέπει νὰ ἔχουν οἱ ἀσεβεῖς παρατεταμένη ἀγωνία, στέρηση καὶ βασανιστικὸ θάνατο!
Εἶναι πονηροί, ὁ θάνατός τους ὅμως δὲν εἶναι πονηρός, ἀλλὰ ἤρεμος. «Τὰ χέρια τους δὲν δέθηκαν, οὔτε σφίχτηκαν τὰ πόδια τους σὲ δεσμά» (Β΄ Βασ. γ΄ 34).
Ὅπως δὲ παρατηρεῖ ὁ Ἰώβ, οἱ ἀσεβεῖς πεθαίνουν εὐτυχεῖς, χωρὶς νὰ τοὺς λείπει τίποτε, ἐνῶ οἱ δίκαιοι πικραμένοι καὶ θλιμμένοι, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τίποτε καλὸ καὶ ἀγαθό (Ἰὼβ κα΄ [21] 23-25). Ἐξάλλου γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ἀρρώστιες, χρηματικὲς ζημιὲς κ.τ.ὅ. εἶναι ἀσήμαντα καὶ ἀνεπαίσθητα. Καὶ ἂν κάποτε τοὺς συμβοῦν, περνοῦν γρήγορα. «Δὲν ταῖς τρῶν γερές», κατὰ τὴν παροιμία.
Βεβαίως δὲν πρέπει νὰ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ τὸ πῶς πεθαίνουν οὔτε ἀπὸ τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία φεύγουν ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐξάλλου εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ψαλμωδὸς καὶ γενικὰ οἱ δίκαιοι ἀποροῦν, θέλουν νὰ μάθουν γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή, δὲν ἐγκαλοῦν ὅμως τὸν Θεό· δὲν Τὸν κατακρίνουν ὅτι ἀδικεῖ. Ὁ Δαβὶδ ὁμολογεῖ: Ἡ δικαιοσύνη Σου ὑψώνεται ἄσειστη καὶ ἀσάλευτη καὶ αἰώνια σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη· τὰ σχέδια καὶ οἱ κρίσεις Σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ὁ κόσμος, εἶναι ἀνεξερεύνητα (Ψαλ. λε΄ [35] 7). Ὁ δὲ Ἰώβ, ἐνῶ ὑπέφερε τόσα πολλά, δὲν βλασφήμησε κατηγορώντας τὸν Θεὸ ὅτι ἐνήργησε μὲ ἀφροσύνη καὶ ἀπερισκεψία (Ἰὼβ α΄ 22). Καὶ ὁ Ἱερεμίας, γιὰ νὰ μὴ δώσει ἔστω καὶ ὑποψία σκανδαλισμοῦ σὲ κάποιον, ἀναφωνεῖ: «Δίκαιος εἶ (εἶσαι), Κύριε» (Ἱερ. ιβ΄ [12] 1). Δίκαια γίνονται ὅλα ἀπὸ Ἐσένα, Κύριε· δὲν γνωρίζουμε ὅμως πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀγαθότητά Σου. Καὶ βέβαια ποτὲ δὲν ἔμαθαν οὔτε οἱ προφῆτες, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐμεῖς θὰ μάθουμε στὴν παροῦσα ζωὴ πλήρως τὰ σχέδια τῆς θείας πανσοφίας καὶ προνοίας.
(*) Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. ρβ΄, PG 27, 328Β.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”