.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Θεό»



Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
τοῦ ὅσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Ἄς σκεφτοῦμε, ἀγαπητοί, ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ σπουδαιότεροι λόγοι, πού μᾶς παρακινοῦν – ἤ καλύτερα μᾶς ἀναγκάζουν – ν᾿ ἀγαπᾶμε τό Θεό. Ὁ πρῶτος εἶναι, ὅτι ὁ Ἴδιος μᾶς προστάζει νά Τόν ἀγαπᾶμε· ὁ δεύτερος, ὅτι Αὐτός εἶναι ἄξιος ἀγάπης περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο· καί ὁ τρίτος, ὅτι Αὐτός προκαλεῖ τήν ἀγάπημας μέ τή δική Του ἀγάπη καί μέ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλες τις ἐντολές εἶναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλη τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτή ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή»1. Εἶναι πρώτη, γιατί ἀποτελεῖ τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς καί τελειότητος. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἔχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά τῶν χριστιανῶν. 
Ἡ ἀγάπηστόν πλησίον καί κάθε ἄλλη ἀρετή κρέμεται καί τρέφεται ἀπό τήν ἀγάπη στόνΘεό...
Εἶναι πρώτη, γιατί ἐναντιώνεται λιγότερο ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές στην ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπληρώσει τήν ἐντολή αὐτή, ἄν δεν θελήσει.
Εἶναι πρώτη, γιατί ἀποτελεῖ τήν ψηλότερη πνευματική κορυφή, πού μπορεῖ να φτάσει ἡ ψυχή.
Εἶναι πρώτη, γιατί δέν ἔχει ποτέ τέλος. Γι᾿ αὐτό εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «νυνί μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα· μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη»2.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά, ἄς σκεφτοῦμε πόσο πρέπει νά τιμᾶμε αὐτή τήν ἀρετή και πόση προθυμία καί ἐπιμέλεια πρέπει νά δείχνουμε στήν ἐφαρμογή της. Ἀκόμα κι ἄν ὁ Θεός μᾶς ἀπαγόρευε νά Τόν ἀγαπᾶμε, ἐμεῖς θά ἔπρεπε ἀκατάπαυστα να Τόν παρακαλοῦμε, ζητώντας Του νά μᾶς ἐπιτρέψει τήν ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ὕψιστης ἀρετῆς. Καί τώρα μάλιστα, πού μᾶς προστάζει τόσο ἔντονα, εἶναι δυνατό νά μήν ὑπακούσουμε στήν ἐντολή Του;
Μά τί ἄλλο θά μποροῦσαν ν᾿ ἀποζητήσουν οἱ κολασμένοι στόν ἅδη, παρά τη θεία ἀγάπη; Ἄν κηρυσσόταν στόν Ἅδη μιά τέτοια ἐντολή, αὐτή καί μόνο μποροῦσε να μεταβάλει ἀμέσως σέ γλυκιά θαλπωρή ἐκείνη τή βασανιστική καί ἄσβεστη φωτιά τῆς κολάσεως. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία τῶν κολασμένων εἶναι πού δεν ἀγάπησαν τό Θεό. Γι᾿ αὐτό ἀθέτησαν τίς ἐντολές Του. Καί στήν ἄλλη ζωή τους κολάζει ἀκριβῶς ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁΣύρος: «Οἱ ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται...Τουτέστιν ἐκεῖνοι οἵτινες ᾐσθήθησαν ὅτι εἰς τήν ἀγάπην ἔπταισαν, μείζονα την κόλασιν ἔχουσα πάσης φοβουμένης κολάσεως»3. Ὑπάρχει μεγαλύτερο ἀπ᾿ αὐτό το θαῦμα τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς προστάζει νά Τόν ἀγαπᾶμε σα νά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἀγάπη μας; Κι ἐμεῖς τόσο ἀναίσθητοι εἴμαστε, πού δεν καταλαβαίνουμε τό μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἄς διαλέξουμε λοιπόν ἕν᾿ ἀπό τα δυό, γιατί ἐνδιάμεση λύση δέν ὑπάρχει: Ἤ θά αἰσθανόμαστε εὐχάριστα τη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ἐδῶ καί στόν Παράδεισο, ἤ θά καιγόμαστε, χωρίς ἐλπίδα σωτηρίας, ἀπό τήν αἰώνια φλόγα τοῦ ἅδη. Ἡ μιά φλόγα εἶναι σωτήρια καί ζωογόνα, ἡ ἄλλη κολαστήρια καί θανατηφόρα. Ὅμως καί οἱ δυό φλόγες ξεπετάγονται ἀπό τήν ἴδια φωτιά, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή θα εὐφραίνει στόν παράδεισο ἐκείνους πού τή φύλαξαν. Αὐτή θά κολάζει στόν ἅδη ἐκείνους πού τήν ἀθέτησαν. «Ἐνεργεῖ γάρ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὑτῆς κατά διπλοῦν τρόπον·τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα..., τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα εὐφραίνουσαἐν αὐτῇ»4. Ἄς μή φανοῦμε λοιπόν τόσο ἀνόητοι, καί προτιμήσουμε τη θανάσιμη φλόγα τοῦ ἅδη ἀπό τή ζωογονά φλόγα τῆς θείας ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη μας στό Θεό δέν πρέπει, βέβαια, νά περιορίζεται στά λόγια, ἀλλά ν᾿ἀποδεικνύεται κι ἀπό τά πράγματα. «Τέκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ»5, παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος. Καί πρέπει να εἶναι μιά ἀγάπη δυνατή τόσο, πού ὅταν ἔρθει ἀντιμέτωπη μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνθρώπινη ἀγάπη, νά τή νικάει καί νά ἐπικρατεῖ – «ὅτι κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη»6.
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν, πού μέχρι τώρα προτιμήσαμε τήν ἁμαρτία ἀπό τό Θεό.
Ἄς ἀγαπήσουμε ἀπό τώρα τόν Κύριο μ᾿ ὅλη μας τή δύναμη. Ἄς προτιμήσουμε νά πεθάνουμε, παρά νά δεχθοῦμε στήν καρδιά μας ἄλλη φορά τήν ἁμαρτία. Καί ἐπειδή μέ κάθε τρόπο ὁ Θεός μᾶς παρακινεῖ νά Τόν ἀγαπᾶμε – πότε με τις ὑποσχέσεις τῶν ἀγαθῶν Του καί πότε μέ τίς φοβέρες τῆς κολάσεως –, ἄς Τον παρακαλέσουμε νά μᾶς δυναμώσει, γιά νά φυλᾶμε πάντα τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης σ᾿ Ἐκεῖνον, λέγοντας μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο: «Κελεύεις σέ ἀγαπᾶν; Δός ὅ κελεύεις»7.
Ἀξίζει ν᾿ ἀγαπᾶμε τό Θεό περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο καλό, γιατί ὁ Θεός εἶναι τό πλήρωμα ὅλων τῶν τελειοτήτων καί ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού μπορεῖς να βάλεις μέ τό νοῦ σου: τῆς ὡραιότητος, τῆς σοφίας, τῆς δυνάμεως, τῆς ἁγιότητος, τῆς μεγαλειότητος, τῆς ἀγαθότητος, τῆς ἀπειρίας, τῆς ζωῆς, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀλήθειας, τῆς βασιλείας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς σωτηρίας. Και πάλι, ὅλ᾿ αὐτά δέν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά «τά περί τόν Θεόν». Ὁ Θεός εἶναι ὕπαρξη ἄπειρα ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά. Τό τονίζει ἐπιγραμματικά ὁ θεοφόρος Μάξιμος, γράφοντας:
«Πάντων τῶν ὄντων καί μετεχόντων (δηλ. τῶν κτισμάτων) καί μεθεκτῶν (δηλ. τῶν ἀκτίστων δυνάμεων καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ στίς ὁποῖες μετέχουν τά κτίσματα) ἀπειράκις ἀπείρως ὑπερεξήρηται ὁ Θεός»8. 
Μᾶς ζητάει λοιπόν ὁ Θεός να Τόν βάλουμε στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας ὄχι γι᾿ ἄλλο λόγο, ἀλλά γιά νά μᾶς κάνει μετόχους τῶν ἀγαθῶν Του πού ἀναφέραμε. Ἄν λοιπόν μέχρι τώρα δεν Τόν ἀγαπήσαμε ὅπως ἔπρεπε, ἄς ἀποφασίσουμε νά διορθώσουμε ὅλα τά σφάλματά μας καί νά Τοῦ προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά νιώσουμε στή ζωή μας τη γλυκιά θεϊκή Του ἀγάπη. Καί τότε, εἶναι βέβαιο, θά κλάψουμε γιά τό χρόνο πού χάσαμε μακριά ἀπό τό Θεό, καί θά ποῦμε μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο: «Ὀψέ σε ἠγάπησα, κάλλος οὕτως ἀρχαῖον, ὀψέ σε ἠγάπησα· φεῦ τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ ὅτε σε οὐκ ἠγάπων»9.
Καί ἐπειδή ὁ Κύριος ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό γιά ν᾿ ἀνάψει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τή φωτιά τῆς θείας Του ἀγάπης – «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, και τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!»10 –, ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς φωτίσει τό νοῦ, για νά Τόν γνωρίσουμε πρῶτα καί ὕστερα νά Τόν ἀγαπήσουμε. Γιατί ἡ αἰτία πού δεν Τόν ἀγαπᾶμε, εἶναι ὅτι δέν Τόν γνωρίζουμε, ὅπως λέει πάλι ὁ θεῖος και μανικός ἐραστής τοῦ Θεοῦ Αὐγουστίνος: «Φῶς αἰώνιον, ἐπίλαμψον τήν ψυχήν μου, ἵνα σε νοῇ καί γινώσκῃ καί ἀγαπᾷ· διά τοῦτο γάρ, Κύριε, οὐκ ἀγαπᾷ σε, ὅτι οὐ γινώσκεισε»11. Ἀπροσμέτρητη ἀγάπη στό Θεό αἰσθανόταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔλεγε: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἔν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»12.
Τό ἴδιο ζοῦσε καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος, ὅταν ἔγραφε πρός τούς Ρωμαίους: «ΤόνἸησοῦν φιλῶ, τόν ὑπέρ ἐμοῦ παραδοθέντα. Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;». Καί ἀκόμα: «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται. Πόμα θέλω το πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος καί αἰώνιος ζωή». Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν ἀγαπᾶμε τό Θεό καί Πατέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε; «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»13. Καί τό μεγαλύτερο δεῖγμα τῆς ἀγάπης Του εἶναι, ὅτι μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν κατάρα τοῦ ἅδη καί μᾶς χάρισε τήν εὐδαιμονία τοῦ παραδείσου μέ τή λυτρωτική θυσία τοῦ Υἱοῦ Του: 
«Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τον μονογενή ἔδωκεν»14.
Κανένα ἄλλο πλάσμα ἤ πράγμα, εἴτε στόν οὐρανό εἴτε στή γῆ, δεν ἐξαγοράστηκε μέ τό θεῖο αἷμα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἀγάπητῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων δέν χύθηκε οὔτε μία ρανίδα ἀπό τό αἷμα τοῦΧριστοῦ.
Γιά τήν ἀγάπη τήν δική μας ὅμως χύθηκε ὅλο τό αἷμα Του. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτό, πῶς μποροῦμε νά μήν Τόν ἀγαπήσουμε; Πόση θηριωδία κρύβουμε μέσα μας, ὅταν, μετά ἀπ᾿ ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεός γιά νά μᾶς λυτρώσει, ἐμεῖς μένουμε ἀπαθεῖς και ἀσυγκίνητοι; 
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν γιά τήν ψυχρότητα καί ἀχαριστία πού δείξαμε στόν Κύριό μας. Ἀπό τώρα καί πέρα ὁ Θεός ἄς ἔχει τήν πρώτη θέση στην καρδιά μας, ὅπως στήν καρδιά τοῦ Προφήτη: «Ὁ Θεός τῆς καρδιάς μου καί ἡ μερίς μου ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα»15. Ἄς ποῦμε, τέλος, κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο: «Κύριε, δός μοι καρδίαν διαλογιζομένην τά σά, διάνοιαν ἀγαπῶσάν σε, μνήμην ἀναπολοῦσάν σε, νοῦ σέ νοοῦντα, λόγον ἐχόμενόν σου ἰσχυρῶς τοῦ ἄκρως ἡδέος καί ἀγαπῶντά σε σοφῶς, τήν σοφήν ἀγάπην»16

1 Ματθ. Κβ΄ : 37-38.
2 Α΄ Κορ. ιγ΄ : 13.
3 Λόγος πδ΄.
4 Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅ.π.
5 Α΄ Ἰω. Γ΄ : 18.
6 Ἆσμα 8 : 18.
7 Εὐχή η΄ ἤ ιθ΄.
8 Μθ΄, Α΄ ἑκατ. περί θεολογίας.
9 Εὐχή λ΄.
10 Λουκ. Ιβ΄: 49.
11 Εὐχ. ἐρωτ. Α΄.
12 Γαλ. Β΄: 20.
13 Α΄ Ἰω. Δ΄ : 19.
14 Ἰω. γ΄: 16.
15 Ψαλμ. 72 : 26.
16 Εὐχή ἐρωτ. α΄ .

(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. ΠαρακλήτουὨρωπός Αττικής
(Πηγή ηλ. κειμένου: hristospanagia3.blogspot.gr)