.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Διήγηση του διακο-Διονύσιου του Φιρφιρή: «Πάτερ, εσύ μ’ έκανες Χριστιανό»


Διηγήθηκε ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής:
Κάποτε, βρέθηκα για δουλειά έξω στην Θεσσαλονίκη. Πήγα σε ένα εστιατόριο να φάω. Έκανα την προσευχή μου και κάθισα να φάω. Παραδίπλα ήταν μία παρέα. Μου λέει κάποιος λαϊκός:
-Λοιπόν, τι μας παριστάνεις τώρα; Τι θέλεις να μας δείξεις;
-Για να μην μου σταθή κανένα κόκκαλο στον λαιμό, βρε αδελφέ, απάντησα λίγο οργισμένα.
Σε λίγο, από το τραπέζι αυτής της παρέας ακούστηκε θόρυβος και βιαστικά κάποιον τον έβγαλαν έξω. Εγώ δεν γύρισα να κοιτάξω. 
Μετά από καιρό, που ξαναβγήκα στην Θεσσαλονίκη, με συναντά κάποιος κοντά στον Λευκό Πύργο και με χαιρετά ρωτώντας:
-Με γνωρίζεις Πάτερ;
-Όχι, απαντώ.
-Δεν με θυμάσαι; Εσύ μ’ έκανες Χριστιανό.
-Δεν σε θυμάμαι.
-Θυμάσαι κάποτε σε ένα εστιατόριο που έτρωγες και κάποιος σου είπε αυτό και αυτό;
-Ναι, κάτι θυμάμαι.
-Ε, εγὼ ήμουν. Βλέπεις εδώ; Μου στάθηκε ένα κόκκαλο στον λαιμό, και με έκαναν εγχείρηση για να το βγάλουν, ενώ συγχρόνως μου έδειχνε τον λαιμό του με το σημάδι της τομής. Μετά από αυτό και στην εκκλησία πηγαίνω και εξομολογούμαι και κάνω προσευχή. Σ’ ευχαριστώ Πάτερ, εσύ μ’ έσωσες.