Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 8,26-39)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΔΑΙΜΟΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ενας ἅγιος, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους διδασκάλους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα, εἶπε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε πνευματικὸς καθρέφτης. Ὅπως στὸν καθρέφτη βλέπουμε τὴ μορφή μας καὶ εὐπρεπιζόμαστε, ἔτσι στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε ὄχι τὸν ὁρατὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀόρατο ἑαυτό μας, τὶς κακίες καὶ τὰ πάθη μας, γιὰ νὰ τὰ διορθώνουμε. Κι ὅπως δὲν ὑπάρχει σπίτι, ἀκόμα καὶ τὸ πιὸ φτωχό, χωρὶς καθρέφτη, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ οἰκογένεια χωρὶς Εὐαγγέλιο.
Σήμερα λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε μπροστά μας πάλι τὸν πνευματικὸ καθρέφτη καὶ μέσα σ᾽ αὐτὸν βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας. –Τὸν ἑαυτό μας; θὰ πῆτε· μὰ δὲ μιλάει γιὰ μᾶς τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ ὅμως. Ἐλᾶτε νὰ δοῦμε μὲ συντομία τί μᾶς λέει ἡ περικοπὴ καὶ πῶς σ᾽ αὐτὴν καθρεφτίζεται ὁ ἑαυτός μας.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἦταν χτισμένο ἕνα χωριὸ ποὺ τὸ ἔλεγαν Γάδαρα. Στὸ χωριὸ αὐτὸ ζοῦσε ἥσυχα ἕνας νέος. Ἐνῷ ὅμως ἦταν ἡ χαρὰ καὶ τὸ καμάρι τῶν γονέων του, ξαφνικὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄλλαξε. Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του μπέρδεψε καὶ ἄρχισε νὰ βγάζῃ ἄσχημα λόγια. Ὠργιζόταν, θύμωνε, χτυπιόταν, ἔσχιζε τὰ ροῦχα του καὶ παρουσιαζόταν γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του. Ἔβγαινε ἔξω, ἔτρεχε δεξιὰ κι ἀριστερά. Τὴ νύχτα δὲν κοιμόταν στὸ σπίτι ἀλλὰ στὰ νεκροταφεῖα, μέσ᾿ στὰ μνήματα. Πήγαιναν συγγενεῖς καὶ φίλοι νὰ τὸν πιάσουν, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, ὄχι μὲ σχοινιά, κι αὐτὸς εἶχε τέτοια πρωτοφανῆ δύναμι ποὺ ἔσπαζε τὶς ἁλυσίδες ὅπως σπάει κανεὶς τὶς κλωστές. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιοχῆς· κανείς δὲν τολμοῦσε νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μέρος ἐκεῖνο.
Τί ἦταν, τρελλός; Μακάρι νὰ ἦταν τρελλός. Ὑπάρχει κάτι χειρότερο ἀπ᾽ τὴν τρέλλα, κι ἂς μὴν τὸ πιστεύουμε κι ἂς μὴ θέλουμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε. Ὁ νέος αὐτὸς ἦταν δαιμονισμένος, «εἶχε δαιμόνια» λέει τὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 8,27). Κάποια στιγμὴ ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς του καὶ δέχτηκε μέσα του τὸ σατανᾶ, τὸν διάβολο. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔχασε πλέον τὸν ἔλεγχο, τὸ κοντρὸλ τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ κοντρὸλ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὸ μυαλό. Τὸ τιμόνι του δὲν τὸ εἶχε πλέον ὁ ἴδιος, τὸ εἶχε ὁ σατανᾶς, τὸ πνεῦμα τὸ πονηρό. Ἀπὸ ᾽κείνη τὴ στιγμὴ ἔχασε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν προσωπικότητά του· ἦταν ἕνα ρομπότ, τὸ ὁποῖο κινοῦσε ὡς ἐνεργούμενο ὁ σατανᾶς. Ὅ,τι ἔλεγε ἐκεῖνος, ἔπραττε αὐτός· ἦταν ὄργανο σατανικό.
–Μά, θὰ πῆτε, ἔρχεσαι τώρα, στὸν αἰῶνα αὐτό, καὶ μᾶς λὲς πὼς ὑπάρχουν δαίμονες καὶ δαιμονισμένοι ἄνθρωποι; Τί παραμύθια εἶν᾽ αὐτά; Ἔτσι ζητᾶτε νὰ ναρκώσετε τὸ λαὸ καὶ τὸν βάζετε νὰ πιστεύῃ σὲ τέτοια…
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν λέει παραμύθια, κηρύττει τὴν ἀλήθεια. Τέτοια ἔλεγε κ᾽ ἕνας ἄπιστος ἀστροναύτης, ποὺ βγῆκε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ γήινη ἀτμόσφαιρα κι ὅταν γύρισε εἶπε ὅτι δὲ συνάντησε πουθενὰ ἐκεῖ ἀγγέλους. Καὶ τὸ πῆραν αὐτὸ καὶ τὸ ἔγραψαν σὲ σχολικὸ βιβλίο, γιὰ νὰ διδάσκωνται τὰ παιδιὰ τὴν ἀθεΐα. Σὲ κάποιο σχολεῖο λοιπὸν ρωτοῦσε ἡ δασκάλα· –Ποιός εἶδε, παιδιά, ἀγγέλους; ὁ ἀστροναύτης μας πέταξε στὸ διάστημα καὶ δὲν εἶδε κανέναν ἄγγελο. Τότε ἕνας μικρὸς –φωτίζει ὁ Θεὸς ἀθῷα πλάσματα– ἀποστόμωσε τὴ δασκάλα λέγοντας· –Κυρία, πέταξε πολὺ χαμηλά· ἂν πετάξῃ ψηλότερα, θὰ τοὺς δῇ! Καὶ τί ἦταν πράγματι τὸ ἅλμα ἐκεῖνο τοῦ ἀστροναύτου; Οὔτε ἕνα μικρὸ βῆμα δὲν εἶχε κάνει, καὶ βεβαίωνε ὁ ἀλαζὼν ὅτι δὲν εἶδε ἀγγέλους.
Ὑπάρχει πνευματικὸς κόσμος ἀόρατος. Κι ἂν δὲν τὸν βλέπουν τὰ φυσικά μας μάτια, μᾶς βεβαιώνουν γι᾽ αὐτὸν πολλὲς ἐνέργειές του ὁρατὲς καὶ αἰσθητές. Καὶ στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν ἀνήκουν μόνο οἱ ἄγγελοι· ἀνήκουν καὶ οἱ δαίμονες. Καὶ κυριαρχοῦν δυστυχῶς στὴν ἀνθρωπότητα. Κ᾽ εἶνε ἀναίσθητος ὅποιος δὲν τὸ νιώθει καὶ τυφλὸς ὅποιος δὲν τὸ βλέπει.
Δαιμόνια καὶ δαιμονιζόμενοι ἄνθρωποι; Πλῆθος. Θέλετε μερικὰ παραδείγματα; Νά· χθὲς ἡ ἐφημερίδα ἔγραφε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τελείωσε τὴ δουλειά του, πάει στὸ σπίτι καί, ἐνῷ ἦταν ἥσυχος, πιάνει ἕνα καυγᾶ μὲ τὴ γυναῖκα του· καὶ σὲ μιὰ στιγμή, καθὼς ἦταν ὠργισμένος καὶ θυμωμένος, παίρνει ἕνα μαχαίρι, τὴν καταδιώκει, ἐκείνη τρύπωσε μέσα στὸ μέρος, αὐτὸς σπάει τὴν πόρτα καὶ τὴν ἔσφαξε μὲ δεκαεφτὰ μαχαιριές! Τί ἦταν αὐτό; Δαιμόνιο· ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε νὰ προσευχώμαστε «…ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Ματθ. 6,13), καὶ γι᾽ αὐτὸ ἕνας ψαλμὸς λέει· Σῶσε μας «ἀπὸ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» (Ψαλμ. 90,6). Κάθε ἄνθρωπος δέχεται πειρασμό. Λένε καὶ ψυχολόγοι, ὅτι καὶ ὁ πιὸ λογικὸς καὶ συνετὸς καὶ ἐπιστήμων ἔχει κάποτε «τὸ πεντάλεπτο τῆς τρέλλας» – ἔτσι τὸ λένε. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ· καὶ ὁ πιὸ ἐνάρετος καὶ ἅγιος, σὲ ἕνα πεντάλεπτο δαιμονισμοῦ, ἂν ἀμελήσῃ, μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Ὑπάρχει λοιπὸν τὸ δαιμόνιο τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ.⃝ Ὑπάρχει τὸ δαιμόνιο τοῦ φθόνου, τῆς ζήλειας, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χάνῃ τὸ χρῶμα του καὶ νὰ κιτρινίζῃ ἀπ᾽ τὴ στενοχώρια γιὰ τὴν πρόοδο καὶ εὐτυχία τοῦ ἄλλου.
Ὑπάρχει τὸ δαιμόνιο τῆς ἀλαζονείας, ὅταν κάποιος νομίζει ὅτι εἶνε μεγάλος κ᾽ ἔχει ἀξία.
Ὑπάρχει τὸ δαιμόνιο τῆς φιλαργυρίας, ποὺ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια προδίδει καὶ τὸ Χριστό.
Ὑπάρχει τὸ δαιμόνιο τῆς γαστριμαργίας. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀρκεῖται στὸ κανονικὸ φαγητό, ἀλλὰ τρώει παραπάνω· ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ παραπάνω δὲν εἶνε δικό του, «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ», ἐκείνων ποὺ πεινοῦν καὶ δυστυχοῦν.
Τὸ χειρότερο δαιμόνιο στὴν ἐποχή μας εἶνε τὸ δαιμόνιο τοῦ σέξ. Βλέπεις ἄνθρωπο γέρο, μὲ παιδιὰ κ᾽ ἐγγόνια, κι ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γιὰ νὰ πάρῃ ἄλλη, καὶ γίνεται γελοῖος.
Ποιός θὰ τὰ περιγράψῃ αὐτά; Βρέθηκε ἕνας σοφός, ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἐγὼ τὸν ὀνομάζω προφήτη τοῦ ῾Ρωσικοῦ λαοῦ, γιατὶ προέβλεψε τὰ δεινὰ ποὺ θὰ ἔρθουν στὸν κόσμο. Λέγεται ὅτι, ὅταν ἐπὶ τσαρικοῦ καθεστῶτος τὸν ἔστειλαν ἐξορία στὴ Σιβηρία, μιὰ γριούλα τοῦ ἔδωσε ἕνα Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ τὸ διάβασε, τὸ μελέτησε· καὶ φωτίστηκε καὶ ἔγραψε τὰ σπουδαιότατα συγγράμματά του, ὅπου ψάλλει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς λοιπὸν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραψε κ᾽ ἕνα βιβλίο μὲ πεντακόσες σελίδες ποὺ ἐπιγράφεται Οἱ δαιμονισμένοι. Παίρνει τὴ σημερινὴ περικοπή, τὴ βάζει στὴν πρώτη σελίδα, καὶ μέσα περιγράφει περιπτώσεις δαιμονισμένων τῆς ἐποχῆς του ποὺ ἔβλεπε στὶς καλύβες, στὰ σπίτια, στὴν ὕπαιθρο καὶ τὶς πόλεις, στὰ σχολεῖα καὶ τὰ πανεπιστήμια καὶ τὶς ἀκαδημίες, στοὺς μικροὺς καὶ τοὺς τρανούς. Περιγράφει πῶς οἱ δαίμονες ταράζουν ὅλους.
Καὶ ἂν ὁ Ντοστογιέφσκυ ζοῦσε σήμερα, θὰ ἔγραφε δεύτερο βιβλίο· γιατὶ λιγώτερα ἦταν τὰ δαιμόνια τότε, ἐνῷ τώρα πολλαπλασιάστηκαν. Τὰ δαιμόνια περιγράφει καὶ τὸ μικρὸ ῥωσικὸ βιβλίο Ὁ πνευματικὸς καθρέπτης· κυκλοφορεῖ μεταφρασμένο, συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε. Εἴμαστε σὲ ἐποχὴ δαιμόνων.
Τί εἶνε λ.χ. τὰ μέντιουμ; ὄργανα ὑπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ δαίμονος· τοὺς ὑπαγορεύει λόγια καὶ τοὺς κατευθύνει τὸ πονηρὸ πνεῦμα· κ᾽ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τρέχουν σ᾽ αὐτοὺς νὰ μάθουν τὰ μυστικά τους, δέχονται τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ.
Δαιμονιζόμενοι εἶνε οἱ ἀστρολόγοι· ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στὰ ἄστρα καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ζῴδια δέχονται τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος.
Δαιμονιζόμενοι εἶνε οἱ μάγοι· ὅποιος καταφεύγει σ᾽ αὐτούς, γιὰ πρόβλημα ὑγείας ἢ ἄλλο, σκλαβώνεται στὸν διάβολο. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς περιφερείας μου ἕνας εὐλαβὴς παπᾶς ἔμαθε ὅτι ἀρρώστησε κάποιος· πάει στὸ σπίτι, χτυπάει τὴν πόρτα· καὶ δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατὶ μέσα εἶχαν τὸ μάγο. Δὲ σᾶς χρειαζόμαστε τώρα, τοῦ εἶπαν. Κ᾽ ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μέρες ὁ ἄρρωστος πέθανε. Δὲν τὸν ἔσωσε ὁ μάγος, αὐτοὶ ὅμως ὑποτάχθηκαν στὸ δαίμονα.
Ἀλλὰ τὸ φοβερώτερο δαιμόνιο εἶνε τὸ δαιμόνιο τῆς βλαστήμιας. Ὁ σατανᾶς δὲν τολμάει νὰ βλαστημήσῃ ὁ ἴδιος. Εἴδατε σήμερα τί λέει στὸ εὐαγγέλιο· «Μὴ μὲ βασανίσῃς» (Λουκ. 8,28). Ἔτρεμε μπροστὰ στὸ Χριστό, ποὺ εἶνε ὁ δυνατὸς τῶν δυνατῶν· τρέμει τὸν τίμιο σταυρό, «…φρίττει γὰρ καὶ τρέμει μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ (τοῦ σταυροῦ) τὴν δύναμιν» (Παρακλ., ἦχ. πλ. δ΄, Κυρ. αἶνοι). Ἀλλ᾽ ἐνῷ ὁ ἴδιος δὲν βλαστημάει, βάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ κάνῃ. Καὶ ἐδῶ, ποὺ δὲν ἀκουγόταν οὔτε μιὰ βλαστήμια, τώρα μικροὶ – μεγάλοι βλαστημοῦν τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Σημεῖο ἀντιχρίστου ἦταν ὁ Καζαντζάκης· αὐτὸς ὕβρισε τὸ Χριστὸ ὅσο κανένας ἄλλος.
Σταματῶ, ἀδελφοί μου· μοῦ ᾿ρχεται νὰ κλάψω. Ἂν δὲν ἀντιδράσουμε ὥστε νὰ παύσῃ αὐτὴ ἡ ἀσέβεια, ἐγὼ ἁμαρτωλός, ποὺ πιστεύω στὸ Χριστό, στὰ ἱερὰ εὐαγγέλια, στὶς προφητεῖες τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, σᾶς προειδοποιῶ· θὰ γίνῃ κακὸ μεγάλο. Ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἵλεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν παλαιὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Εὐθυμίου Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν 23-10-1988