.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η χαρά της Αναλήψεως



Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά, όπως λέει το ευαγγέλιο (Λουκ. Κδ΄52).
Ο Κύριος ξέρει ποια χαρά τους έδωσε, και οι ψυχές τους ζούσαν αυτή τη χαρά.
Η πρώτη τους χαρά ήταν πως γνώρισαν τον αληθινό Κύριο Ιησού Χριστό.
Δεύτερη χαρά, πως Τον αγάπησαν.
Τρίτη, πως γνώρισαν την αιώνια, ουράνια χαρά.
Και τέταρτη χαρά, πως ποθούσαν τη σωτηρία του κόσμου, όπως τη δική τους...
Και τέλος, χαίρονταν, γιατί γνώρισαν το Άγιο Πνεύμα και είδαν πώς ενεργεί Αυτό μέσα τους.
Οι Απόστολοι περιόδευαν στη γη και κήρυτταν στο λαό το λόγο για τον Κύριο και τη βασιλεία των Ουρανών. Oι ψυχές τους όμως ποθούσαν και διψούσαν να δουν τον αγαπημένο Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν το θάνατο, αλλά τον συναντούσαν με χαρά’ κι αν ήθελαν να ζουν στη γη, αυτό γινόταν μόνο για χάρη του λαού, που τον αγαπούσαν.
Οι Απόστολοι αγαπούσαν τον Κύριο και γι’ αυτό δεν φοβόνταν κανένα πάθημα. Αγαπούσαν τον Κύριο, αγαπούσαν και το λαό, κι η αγάπη αυτή απόδιωχνε κάθε φόβο από μέσα τους. Δεν φοβόνταν ούτε μαρτύριο ούτε θάνατο, γι’ αυτό κι ο Κύριος τους απέστειλε στον κόσμο να φωτίσουν τους ανθρώπους.

Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη