Η Αμαρτία ἔχει μακριὰ σκιὰ καὶ τὴν πληρώνουμε βαριά. Ἄν ὄχι ἐμεῖς, πάντως τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια μας. «Εἶναι πολλὰ τοῦ αἰῶνος μας τὰ χρέη», εἶχε γράψει ὁ πάντα καὶ ὁ πρὸς πάντας δυσάρεστος Καρυωτάκης. Ἡ γενιὰ μου ἀτύχησε –φεῦ!– νὰ δεῖ τὰ χρέη –ἠθικὰ, πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ– δύο αἰώνων. Ἀπὸ τὸ 1981 καὶ ἑξῆς ξεσαλώσαμε. Εἰδικὰ στὸν οἰκονομικὸ τομέα ἐμεῖς ποὺ εἴπαμε «τὸ ψωμὶ ψωμάκι» στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ πολλὰ χρόνια μετὰ ἀπὸ αὐτὴ, ἐφαρμόσαμε τὴν πολιτικὴ ξεφαντώματος τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ «Ἄς πάει καὶ τὸ παλιάμπελο». Ξύπνησε μέσα μας τὸ κλεφταρματολικὸ παρελθὸν ἀλλὰ χωρὶς ἡρωισμό: «Φᾶτε, πιεῖτε, μωρ’ ἀδέλφια». Καὶ φάγαμε καὶ παραφάγαμε. Γίναμε πρῶτοι στὴν Εὐρώπη στὴν κρεοφαγία καὶ στὴν παχυσαρκία. Ὁ πιὸ χοντοπόδαρος καὶ χοντροκέφαλος λαὸς. Σὲ συνετὲς ὑποδείξεις γιὰ οἰκονομία γιατὶ μᾶς περιμένει «καιρὸς τῆς λίμας», οἱ πλέον εὐφυεῖς συμπατριῶτες μας ἀπαντοῦσαν: «Ἔχει ἡ ΕΟΚ». Καὶ στὴν ἀντιπαρατήρηση ὅτι κάποτε θὰ κλείσουν οἱ στρόφιγγες τῆς ΕΟΚ, οἱ συνετοὶ εἰσέπρατταν μίαν θεολογικωτάτη ἀπάντηση: «Ἔχει ὁ Θεὸς»! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶναι Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο γιὰ νὰ δίνει δάνεια. Δίνει μυαλό. Ἀλλ’ ὅπως λέει τὸ παροιμιακὸ, ὅταν ὁ λαὸς ἔβρεχε μυαλὰ, ἐμεῖς κρατούσαμε... ὀμπρέλα!...
Κι αὐτὸ τὸ ὑπέροχο οἰκονομικὸ μυαλὸ ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τὸν παπποῦ μας ποὺ μᾶς ἔλεγε: «Δέκα βγάζε, πέντε ξόδευε», τὶ τὸ κάναμε; «Σπερνοκόλυβα», ὅπως λέγαμε στὴν Μάνη γιὰ τὴ ἄσκοπη καὶ ἄστοχη χρήση. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς, αὐτὸς ὁ πάντοτε ἔξυπνος λαὸς, σὰν νὰ εἶχε πάθει ἐγκεφαλικὴ ἐκφύλιση παρουσίαζε κάποια ἐπικίνδυνα συμπτώματα, ὅπως ἡ ἔλλειψη κρίσεως, μεγαλομανία, σπουδαιοφάνεια, κομπορρημοσύνη, ἐπιδειξιομανία. Λὲς καὶ εἴχαμε –ἀπὸ μιὰ ὁ καθένας– ἀνακαλύψει φλέβες χρυσοῦ. Ἔτσι συνεχιζόταν τὸ μεγάλο φαγοπότι. Καὶ οἱ χιλιάδες οἰκονομολόγοι, οἰκονομολογοῦντες, οἰκονομογραφοῦντες καὶ φυσικὰ οἰκονομοῦντες συνέχιζαν τὶς παρλαπίπες. Καὶ τὶς συνεχίζουν –κάποιοι τώρα σὰν ὄψιμες Κασσάνδρες– ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ πορευθοῦν γιὰ τοῦ Ταϋγέτου τοὺς Καιάδες. Ὅλα μᾶς τὰ παρουσίαζαν μιὰ χαρὰ, ἐφόσον βέβαια παίρναμε δανεικὰ. Καὶ ἀγνοοῦσαν –καθότι ἄγευστοι κλασσικῆς παιδείας– τὴ ρήση τοῦ μεγάλου Πλουτάρχου: «Τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης μαλακίας καὶ ἀφροσύνης ἐστὶν». Καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὑπέροχο τοῦ Μενάνδρου:«Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ». Ἐδῶ ἄς προσέξει ὁ ἀναγνώστης. Ἔχουμε τὸ φαινόμενο τῆς ἀττικῆς συντάξεως ποὺ, ὅπως συχνὰ ἔχουμε γράψει, εἶναι ἡ μόνη ποὺ θὰ μᾶς μείνει μετὰ ἀπὸ τόσες ἀφαιμάξεις τῶν συνταξιακῶν ἀποδοχῶν μας. Δὲν λέω, ὑπῆρξαν καὶ κάποιοι διορατικοὶ οἰκονομολόγοι ποὺ ἔκρουαν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ἀλλὰ ποιὸς τοὺς ἄκουγε; Κάποιοι ἀπομονώθηκαν γι’ αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν. Οἱ περισσότεροι ἤθελαν ν’ ἀκοῦνε ἄλλους ποὺ τοὺς θώπευαν τὰ αὐτιὰ. «Οἱ ἀνίδεοι Ἀντιοχεῖς διαβάζουν, Ἐμονίδην», ὅπως λέει ὁ Κων/νος Καβάφης («Τέμεθος, Ἀντιοχεύς 400 μ.Χ.).
Τίποτα ὅμως δὲν τελειώνει καλά, ἄν δὲν τελειώνει σωστά, ὅπως λέει ὁ Κίπλινγκ. Ἀλλὰ ποιὸς καταδέχεται σήμερα νὰ διαβάσει Κίπλινγκ; Οἱ πιὸ «περπατημένοι» σοφοὶ μας διαβάζουν Ντεριντὰ, ποὺ «σοῦ γυρίζει τ’ ἄντερα» καὶ φυσικά τὸν Μισέλ Φουκώ, ποὺ τοὺς φουσκώνει τὸ μυαλὸ. Ἰδέες σήμερα ρίχνονται στὸ τραπέζι σωρὀ, ἀλλ’ οἱ ἰδέες αὐτὲς εἶναι σὰν τ’ ἀποφάγια τῶν Λαιστρυγόνων. Οἱ ἰδέες δὲν βοηθοῦν, ἄν δὲν γίνονται πράξη καὶ μάλιστα σωστή καὶ καλὴ πράξη. Ἀλλὰ μέχρι σήμερα τὰ ὅσα οἱ σοφοὶ ἔχουν πράξει, ἔκαναν τὸ λαὸ νὰ στενάξει. Ὁ λαὸς τοὺς πίστεψε, γιατὶ ἄλλο ἔδειχναν καὶ ἄλλο ἦσαν. Οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι πάντα αὐτὸ ποὺ δείχνουν ἤ αὐτὸ ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι. Κάποιους ποὺ νομίζουμε ὅτι τοὺς ξέρουμε, τοὺς γνωρίζουμε μόνο ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε σὲ βάθος τὴν προσωπικότητὰ τους. Ἀλλὰ πρίν γνωρίσουμε τὴν προσωπικότητα τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ γνωρίζει καθένας σὲ βάθος τὴ δικὴ του προσωπικότητα, ὥστε νὰ μὴν κάνει πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ μπόι του, νὰ μὴν ξοδεύει περισσότερο ἀπ’ ὅσα μπορεῖ νὰ κερδίσει μὲ τίμιο μόχθο. Προσωπικὰ θλίβομαι γιὰ τὴν παροῦσα κατάσταση ὄχι τόσο γιατὶ θὰ περάσω φτωχότερα τὰ στερνὰ τοῦ βίου μου, ἀλλὰ γιατὶ δὲν θὰ μπορέσω, ἀκόμη κι ἄν πουλήσω ἕνα ἀκίνητο – νὰ ἐκδώσω τὴν τρίτομη ἱστορία μου «Ἡ πολιτικὴ καὶ διπλωματικὴ διάσταση τοῦ ’21» καὶ τὴν τετράτομη «Ἱστορία τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». Εἶναι κι αὐτὰ παιδιά μου καὶ δὲν θέλω νὰ τὰ ἀφήσω ὀρφανά.
Σαράντος Καργάκος