Σκανδαλιστικὴ ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ Παραβολὴ ποὺ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ πανάγιο στόμα τοῦ Θεανθρώπου (Ματθ. κ´ [20] 1-16):
Βγῆκε ὁ οἰκοδεσπότης πρωί-πρωὶ γιὰ νὰ μισθώσει ἐργάτες γιὰ τὸ ἀμπέλι του. Ἔτσι συνήθιζαν νὰ κάνουν οἱ ἐργοδότες. Πήγαιναν τὸ πρωὶ σὲ κάποιον δημόσιο χῶρο τῆς πόλεως, ὅπου μαζεύονταν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, μιὰ πλατεία, μιὰ ἀγορά, καὶ διάλεγαν αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔπαιρναν γιὰ ἐργάτες τους. Στὶς ἕξι τὸ πρωί, μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου ἄρχιζε ἡ ἐργασία, καὶ ἔληγε στὶς ἕξι τὸ ἀπόγευμα. Δωδεκάωρο πλῆρες. Στὶς ἕξι τὸ πρωὶ λοιπὸν καὶ ὁ κύριος τῆς Παραβολῆς στὸν τόπο συγκεντρώσεως τῶν ἐργατῶν, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὴν πρότασή του: «Πᾶτε, ἐργαστεῖτε σήμερα στὸ ἀμπέλι μου, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς πληρώσω τὸν καθένα ἀπὸ ἕνα δηνάριο» (ἦταν τὸ ἡμερομίσθιο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης). Συμφώνησαν ἐκεῖνοι καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὸ κτῆμα, νὰ πιάσουν δουλειά.
Πέρασαν τρεῖς ὧρες, καὶ ὁ οἰκοδεσπότης ξαναβγῆκε στὴν ἀγορά, στὸ σημεῖο τὸ συγκεκριμένο. Εἶδε κι ἄλλους ἐργάτες νὰ κάθονται ἐκεῖ χωρὶς νὰ κάνουν τίποτε. «Πᾶτε κι ἐσεῖς», τοὺς λέει, «νὰ δουλέψετε στὸ ἀμπέλι μου, καὶ ὅ,τι δικαιοῦστε θὰ σᾶς τὸ δώσω». Ἔφυγαν καὶ αὐτοί.
Τὸ ἴδιο ἐπανελήφθη καὶ στὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι, γιὰ ἕξι ὧρες πλέον ἐργασία ποὺ ἀπέμεναν, καὶ στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, γιὰ τρεῖς ὧρες. «Πᾶτε, καὶ δὲν θὰ ἀδικηθεῖτε».
. Καὶ στὶς πέντε τὸ ἀπόγευμα! Πάλι ἐκεῖ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελώνα. «–Τί στέκεστε ἐδῶ ὅλη τὴν ἡμέρα ἀργόσχολοι; –Δὲν μᾶς μίσθωσε κανείς. –Πᾶτε στὸ ἀμπέλι μου, μιὰ ὥρα μένει, ἐργαστεῖτε, καὶ ἐγὼ ὅ,τι εἶναι δίκαιο θὰ σᾶς τὸ δώσω». Τοὺς ἔπεισε κι αὐτοὺς νὰ πᾶνε γιὰ μιὰ ὥρα…
Ἦρθε ἡ ὥρα τῆς πληρωμῆς. Τώρα, ὁ καθένας θὰ ἔπαιρνε «ὅ,τι ἦταν δίκαιο», σύμφωνα μὲ τὰ δικά του λόγια. Ἄρχισαν νὰ ἔρχονται. Πρῶτα ἦρθαν οἱ τελευταῖοι, ποὺ ἐργάστηκαν μία ὥρα. Ἀλλὰ τί ἔκπληξη δοκίμασαν, ὅταν εἶδαν στὴν παλάμη τους ἀπὸ ἕνα δηνάριο! Ἕνα ὁλόκληρο ἡμερομίσθιο! Πόσο χάρηκαν, τί αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης δὲν θὰ ἔνιωσαν γιὰ τὸν ἄρχοντα ἐργοδότη τους!…
Καὶ βέβαια, ὅταν τὸ ἀντίκρισαν αὐτό, πιὸ πολὺ ὁπωσδήποτε θὰ χάρηκαν οἱ πρῶτοι. Διότι, «ἂν σ’ αὐτοὺς ποὺ δούλεψαν μιὰ ὥρα τοὺς ἔδωσε ἕνα δηνάριο, σ’ ἐμᾶς ἀσφαλῶς θὰ δώσει ἐπὶ δώδεκα. Ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει: ‘‘ὅ,τι εἶναι δίκαιο θὰ τὸ πάρετεʼʼ». Ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ σκέφτηκαν.
Ὅμως… τί φοβερὴ ἀπογοήτευση! Κι αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριο! Μὰ εἶναι δυνατόν; Ἄρχισαν νὰ γογγύζουν κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότη. «Τὸ ἴδιο ποὺ πῆραν οἱ τελευταῖοι δίνει καὶ σ’ ἐμᾶς, ποὺ δουλέψαμε δωδεκαπλάσια; Τί ἀδικία εἶναι αὐτή;».
–«Ἑταῖρε οὐκ ἀδικῶ σε», ἡ ἀπάντηση τοῦ κυρίου. Τόσο δὲν συμφωνήσαμε τὸ πρωί; Πάρ’ το λοιπὸν καὶ πήγαινε. Τί σ’ ἐνδιαφέρει τί κάνω ἐγώ; Δὲν μπορῶ νὰ διαχειρίζομαι ὅπως θέλω τὰ χρήματά μου; Γιατί ζηλεύεις;
Καὶ βέβαια δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀντιτείνουν κάτι. Διότι, πράγματι, τόσο εἶχαν συμφωνήσει. Ὅμως…
Ἴσως κάτι μέσα καὶ σὲ μᾶς νὰ μένει σὰν ἀδικαίωτο, σὰν ἀδικία: Τὸ ἴδιο ὅλοι; Εἶναι δίκαιο αὐτό;
Ἀλλὰ κάθε Παραβολὴ παραπέμπει σὲ μιὰ πραγματικότητα. Κι ἐδῶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν κάθε ἄνθρωπο κοντά Του, στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν Του, τὸν καλεῖ σὲ διαφορετικὴ περίοδο στὴ ζωή του καὶ ὑπὸ ποικίλες περιστάσεις. Ἄλλους τοὺς καλεῖ κοντά Του ἀπὸ τὴν πρώτη παιδικὴ ἡλικία. Ἄλλους ἐφήβους· ἄλλους ὥριμους ἄνδρες· ἄλλους γέροντες, λίγο πρὶν κλείσουν τὰ μάτια τους. Καὶ βέβαια ὁ Καρδιογνώστης γνωρίζει κυρίως τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μπορεῖ αὐτὸς ποὺ κλήθηκε τὴν τελευταία ὥρα νὰ ἐπιδείξει τέτοια προθυμία, διάθεση θερμὴ γιὰ πνευματικὴ ζωή, ποὺ νὰ «ἰσοφαρήσει» τὰ 70, 80 χρόνια πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου (ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τὰ ξεπεράσει). Πόσα τέτοια παραδείγματα δὲν ὑπάρχουν!…
Ἀλλὰ ἂς μείνουμε λίγο σ’ αὐτοὺς ποὺ παραπονοῦνται γιὰ «ἀδικία». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ στὴν πραγματικότητα; Εἶναι ὅσοι κλήθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ ζήσουν ζωὴ χριστιανική, μέσα στὴ θαλπωρὴ καὶ στοργὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὰ παιδικά τους ἀκόμη χρόνια. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ περιποιεῖ τιμὴ γιὰ τοὺς ἴδιους; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ σκέφτονται ὅτι αὐτοὶ εἶναι οἱ τιμημένοι, ποὺ ἐξελέγησαν ὡς πρώτη διαλογὴ ἀπὸ τὸν Κύριο; Ποῦ εἶναι ἡ ἀδικία; Ἢ μήπως, πράγματι, εἶναι ἀδικία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά;…
Ἀλλὰ ἂν ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ νὰ γκρινιάζουν καὶ νὰ μεμψιμοιροῦν γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἀνταποδίδει τὰ ἴσα μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς μετανοήσαντες στὰ τέλη τῆς ζωῆς τους, αὐτοὶ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν βρίσκονται σὲ σωστὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Σὰν τὸν πρεσβύτερο γιὸ τῆς Παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χαρεῖ γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου ἀδελφοῦ του· σκανδαλιζόταν ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Πατέρα…
Αὐτοί, δυστυχῶς, ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν χαίρονται τὴ ζωή τους κοντὰ στὸν Πατέρα Θεό, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν θεωροῦν ἀγγαρεία. Ὅμως ἀξίζει τελικὰ νὰ ζεῖ κανεὶς μιὰ τέτοια χριστιανικὴ ζωή, μέσα στὴ γκρίνια καὶ τὴ μεμψιμοιρία;
Ἔχουμε ἕνα Θεὸ πλούσιο, πλουσιοπάροχο. Ὅλους τοὺς χωράει ὁ Παράδεισος. Καὶ ἡ χαρά μας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μειώνεται, ὅταν καὶ κάποιος ἄλλος χαίρεται σὰν κι ἐμᾶς. Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ συμβαίνει: νὰ αὐξάνει. Ἀλλιῶς κάτι ἄρρωστο ὑπάρχει στὴ μέση.
Αὐτὸ μᾶς καθιστᾶ ἄξιους τοῦ Παραδείσου, αὐτὸ μᾶς κάνει νὰ προγευόμαστε ἀπὸ τώρα τὸν Παράδεισο: τὸ νὰ θέλουμε νὰ πᾶμε ὅλοι ἐκεῖ, κανεὶς νὰ μὴ μείνει ἔξω. Καὶ τὸ νὰ χαιρόμαστε μὲ τὶς χάρες, τὶς εὐλογίες, τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀδελφούς μας.
Γιὰ ὅλους ὑπάρχει χῶρος στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Οἱ «ἀδικίες» τοῦ Θεοῦ
τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»