Ταπεινὴ καὶ ἥσυχη ζωή, θὰ πεῖ ἀληθινὴ ζωή. Ὅποιος ζεῖ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου κι ἀπὸ τὶς διάφορες ἔγνοιες ποὺ φορτώνουνται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ζαλίζουνται, μὲ τὴν ἰδέα πὼς χαίρουνται τὴ ζωή, αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ζεῖ ἀποτραβηγμένος μὲ μία μικρὴ κι ἀγαπημένη συντροφιά, αὐτὸς κατὰ τὴν ἰδέα μου, ζεῖ ἀληθινά. Εἶναι σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ περπατᾶ σιγά – σιγὰ καὶ περιεργάζεται καὶ φχαριστιέται ἀπὸ ὅσα βλέπει στὸν δρόμο του, σταματᾶ ὅποτε θέλει, συλλογίζεται, δὲν βιάζεται, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ πολλὲς σκοτοῦρες καὶ φασαρίες, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωή, ποὺ τὴ λένε καὶ «ἔντονη, γεμάτη, δυναμικὴ» καὶ μ’ ἄλλα τέτοια τρανταχτερὰ ὀνόματα, αὐτοὶ λοιπὸν μοιάζουνε μὲ κεῖνον ποὺ τρέχει γρήγορα μ’ ἕνα αὐτοκίνητο, καὶ δὲν προφταίνει νὰ δεῖ τίποτα, κι ἔτσι δὲν νοιώθει τίποτα, δὲν αἰσθάνεται τίποτα, δὲν φέρνει στὸ νοῦ του τίποτα...
Ὅσοι ζοῦνε αὐτὴ τὴ ζωή (κι αὐτὴ τὴ ζωὴ ζοῦνε οἱ σημερινοὶ ἀχόρταγοι ἄνθρωποι), εἶναι πάντα βιαστικοί, πάντα ἀφηρημένοι, ὁλοένα μὲ τὸ μάτι στὸ ρολόγι, λαχανιασμένοι, θέλουνε νὰ τὰ προφτάξουνε ὅλα, κι ἔχουνε μεγάλες στενοχώριες γιατὶ δὲν μποροῦνε νὰ τὰ προφτάξουνε ὅλα, ἔχουνε μεγάλη ἀγωνία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Τὸ μυαλό τους εἶναι ἄνω κάτω, ἡ καρδιά τους ἀναστατωμένη καὶ κείνη. Νευρικοί, ἀκατακάθιστοι, σαστισμένοι, δὲν ἔχουνε ἡσυχία, μήτε τὴ μέρα, μήτε τὴ νύχτα, λὲς κι εἶναι καταραμένοι, σὲ καιρὸ ποὺ ὁ κόσμος κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς εἶναι βλογημένοι, ἀφοῦ ἔχουνε πολλὰ λεφτὰ γιὰ νὰ προφταίνουνε παντοῦ. Οἱ ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουνε τὰ μέσα νὰ φορτωθοῦνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς φροντίδες, τοὺς μακαρίζουνε, μὴ νοιώθοντας πὼς οἱ ἴδιοι εἶναι πολὺ πιὸ εὐτυχισμένοι.
Οἱ ἄνθρωποι, πού, ὅπως λένε, ζοῦνε «τὴ μεγάλη ζωή», μ’ ἄλλα λόγια ποὺ περνᾶνε τὸ μαρτύριο ποὺ εἴπαμε, ὅλα τὰ δοκιμάζουνε, γρήγορα καὶ λαχανιασμένα, ὅλα τὰ ξέρουνε, καὶ μοναχὰ τὸ τί θὰ πεῖ ἀληθινὴ ζωὴ καὶ τί οὐσία ἔχει αὐτὴ ἡ ζωή, δὲν γνωρίζουνε. Τὸν ἑαυτό τους δὲν τὸν ξέρουνε ποιός εἶναι γιατὶ ποτὲ δὲν βρίσκουνται μαζί του. Δὲν τὸν χωνεύουνε, σὰν νὰ εἶναι ὁ πιὸ μεγάλος ἐχθρός τους, τὸν ἀποφεύγουνε, ὅπως ἀποφεύγει κανένας ἕνας δυσάρεστο κι ἐνοχλητικὸν ἄνθρωπο. «Ὤχ! Πῶς θὰ μείνω πάλι μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο; Τί νὰ τοῦ πῶ; Τί νὰ μοῦ πεῖ; Πῶς νὰ περάσει ἡ ὥρα;». Ἔτσι συλλογίζουνται, ὅποτε ὑπάρχει φόβος ν’ ἀπομείνουνε μοναχοὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ ζήσουνε λίγο
ἀληθινά, νὰ θυμηθοῦνε πὼς ἔχουνε ἕναν ἑαυτό. Πρέπει νὰ τὸν λησμονήσουνε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει, σὰν νὰ πέθανε.
Ὅλες οἱ ἔγνοιες κι οἱ κοσμικὲς φροντίδες ποὺ τοὺς τυλίγουνε σὰν σχοινιὰ καὶ τοὺς τραβᾶνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, εἶναι γι’ αὐτοὺς ἡ σωτηρία, ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε καταδιωγμένοι ἀπ’ αὐτὸ τὸ φάντασμα, καὶ γιὰ νὰ τ’ ἀποφύγουνε, κάνουνε ὅ,τι μποροῦνε.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι ποὺ κερδίσανε ὅλον τὸν κόσμο, καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, τὸν ἑαυτό τους. Ποὺ πουλήσανε τὰ πρωτοτόκια γιὰ ἕνα πιάτο φακή.
Κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς εἶναι πολύτιμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Χαμένες ὧρες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ νοιώθει ψεύτικα πὼς ζεῖ, ὅποτε βρίσκεται μέσα σὲ κάποια φασαρία ποὺ τὸν ψευτογελᾶ πὼς τότε ζεῖ ἀληθινὰ καὶ παρηγοριέται. Ἀληθινὰ δὲν ζεῖ κανένας, ἂν δὲν ἔχει συντροφιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὰ αἰσθήματά του. Πῶς μπορεῖ νὰ ζεῖ, σὲ καιρὸ ποὺ ὁ ἐαυτός του θὰ λείπει; Ζώντας μὲ τὸν ἑαυτό μας, δὲν γινόμαστε ἐγωιστές, ὅπως θὰ ποῦνε κάποιοι ποὺ κρίνουνε ξώπετσα. Ἴσια – ἴσια, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνθίζει μέσα μας ἕνα πάντερπνο περιβόλι, γεμάτο ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, κι ἡ καρδιά μας πίνει ἀπὸ τὴ δροσερὴ πηγὴ ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σας». Καὶ τί ἄλλο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρὰ ἡ ἀληθινὴ ζωή; «Ὅτι παρὰ Σοὶ πηγὴ ζωῆς. Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». «Σὲ Σένα, λέγει, βρίσκεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς». Καὶ πάλι, λέγει ὁ Χριστός: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Πνεύματός ἐστε». Οἱ ἅγιοι ποὺ ζήσανε τὴν ἀληθινὴ ζωή, μιλᾶνε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Μὴν περιμένεις νὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ἀπὸ τὰ ξεγελάσματα ποὺ τὰ λένε διασκεδάσεις καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Καλότυχος εἶναι ὅποιος ξεμάκρυνε ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ ταραχή του, καὶ προσέχει μοναχὰ στὸν ἑαυτό του. Ὅποιος δὲν ἔνοιωσε τὴν εἰρήνη, δὲν ἔνοιωσε πὼς ζεῖ. Ἐκεῖνοι ποὺ παραδίνουνε τὸν ἑαυτό τους στὶς ἡδονὲς καὶ στὶς κοσμικὲς ἀπολάψεις, καὶ θαρροῦνε πὼς κάνουνε εὐτυχισμένο τὸν ἑαυτό τους, αὐτοὶ κάθονται παντοτινὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι τους. Ἔμπα μέσα στὸ σπιτάκι ποὺ βρίσκεται μέσα σου, καὶ θὰ δεῖς τὸ παλάτι τ’ οὐρανοῦ. Γιατί, ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο, κι ἀπὸ τὸ ἴδιο παραθύρι τὰ βλέπεις καὶ τὰ δυό».
Αὐτὰ κι ἄλλα τέτοια συλλογιζόμουνα, καθισμένος στὸ φτωχικό μου. Τί λέγω; Στὸ παλάτι μου. Σ’ αὐτό, ὅλα εἶναι ταπεινά, μικρὰ κι ἀγαπημένα. Μήτε βίλλες θέλω, μήτε ψηλὰ κάγκελλα, μήτε πορτιέρηδες, μήτε γυαλιστερὰ πράγματα, μήτε τίποτα, ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ θέλουνε νἄχουνε οἱ ἄνθρωποι, καὶ ποὺ γι’ αὐτὰ δὲν βρίσκουνε ἡσυχία, μέρα καὶ νύχτα. Πῶς τὰ σηκώνουνε, οἱ δύστυχοι, τέτοια βάρη ἀσήκωτα; Ἐγὼ τρέμω μὲ τὴ θυσία ποὺ κάνουνε στὴ ματαιοδοξία τους! Πολλὲς φορὲς στενοχωριέμαι πὼς κι ἐγὼ ἔχω πολλὰ πράγματα, ἐνῷ θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω μὲ πολὺ λιγώτερα. […] Σ’ ἕναν ἀσκητὴ ποὺ ζεῖ σὲ μιὰ ἐρημιὰ στ’ Ἅγιον Ὄρος, ἔστειλε κάποιος 100 δραχμές, μήπως τοῦ χρειασθοῦνε, καὶ κεῖνος τοὔγραψε: «Δὲν δύναμαι νὰ κοιμηθῶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔλαβα παρὰ τῆς ἀγάπης σου τὰς ἑκατὸν δραχμάς. Τοσαῦτα χρήματα, τί νὰ τὰ κάμω, εὐλογημένε;». Θυμήθηκα τὰ λόγια ποὺ εἶναι γραμμένα στὸ χαρτὶ ποὺ κρατᾶ ὁ ἅγιος Ἐφραίμ: «Ἀσκητὴς ἀκτήμων, ἀετὸς ὑψιπέτης».Εἴμαστε, λοιπόν, παραφορτωμένοι κι ἐμεῖς ἢ δὲν εἴμαστε; Τἄχουμε ὅλα. Ἔχουμε κι ἕνα περιβολάκι, μικρό, ἴσαμε μιὰ γαϊδαροκυλίστρα.
Καὶ ὅμως, αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ χῶμα εἶναι γιὰ μᾶς θησαυρὸς ἀνεχτίμητος. Ἔχει λουλούδια ποὺ μοσχοβολοῦνε ἥμερα κι ἄγρια, τὰ περισσότερα ἁγιολούλουδα, δεντρολίβανο, βασιλικό, μαντζουράνα, δυόσμο, ἀψηφιά, κι ἄλλα. Ἔχει καὶ μίαν ἐληά, δυὸ λεμονιές, μιὰ πορτοκαλιὰ καὶ μιὰ ροδιά. Κάθουμαι, σὰν πασάς, καὶ δοξάζω τὸν Θεό. Μέλισσες, πεταλοῦδες, σκαθάρια, χρυσοβασιλιάδες, μυγάκια λογῆς–λογῆς, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε γύρω στὶς πρασινάδες, καὶ τὸ σιγανὸ βούισμά τους μὲ νανουρίζει. Περιεργάζουμαι κάτω τὸ χῶμα, τὸ κυττάζω ἀπὸ κοντά, καθισμένος χάμω. Μερμήγκια κι ἄλλα μαμούδια περπατᾶνε δῶ καὶ κεῖ, κάνοντας κάποιες μυστηριώδεις δουλειές. Πόσο ἀξιαγάπητα εἶναι αὐτὰ τὰ πλάσματα! Πηγαινοέρχουνται βιαστικά, ἀνταμώνουνται στὸ δρόμο τους, σταματᾶνε σὰν νὰ κουβεντιάζουνε, κι ὕστερα τραβᾶ τὸ καθένα ὅπου θέλει. Ποιός ξέρει τί συλλογίζουνται καὶ τί κάνουνε. Μιὰ φορά, καμμιὰ σημασία δὲν δίνουνε στὰ σπουδαῖα πράγματα ποὺ γίνουνται στὸν κόσμο, πεντάρα δὲν δίνουνε ἂν ἕνας ἄνθρωπος πῆγε στὸν οὐρανὸ μέσα σὲ μιὰ σιδερένια μηχανή.
Κι ἐγὼ μαζὶ μ’ αὐτὰ ζῶ εὐτυχισμένος, μέσα στὴν ἡσυχία καὶ στὴν εἰρήνη τῆς ταπείνωσης. Βέβαια, ὁ ἀστροναύτης δὲν νοιάζεται γιὰ τοῦτα τὰ μικρὰ ποὺ δὲν φαίνουνται ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ βρίσκεται. Μὰ καὶ τὰ μερμήγκια, οἱ λαμπρὲς καὶ τ’ ἄλλα τὰ μαμούνια δὲν νοιάζουνται γι’ αὐτόν. Χαμπάρι δὲν παίρνουνε!
Λέγω μέσα μου: «Ποῦ πᾶς, βρὲ ἄνθρωπε; Ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου, τὸν πολύτιμο ἑαυτό σου, καὶ πᾶς νὰ βρεῖς ἄλλον κόσμο! Οἱ κόσμοι παντοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι. Τὰ μάτια ποὺ τοὺς βλέπουνε εἶναι διαφορετικά».
Καλὰ εἴμαστε, ἀγαπημένα μου μερμήγκια. Κανένας δὲν μᾶς ξέρει. Μήτε νοιαζόμαστε γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὶς μηχανές του καὶ γιὰ τ’ ἄλλα τὰ μεγαλεῖα του.
Πόσο ἔμορφο πράγμα εἶναι νὰ μὴ σὲ ξέρει κανένας, νὰ σ’ ἔχουνε ὅλοι λησμονημένον! Νὰ εἶσαι ἕνα μὲ τὰ μερμηγκάκια, ποὺ πηγαινοέρχουνται βαστώντας στὸ στόμα τους ἕνα κομμάτι ἄχυρο! Νὰ εἶσαι ἕνα μὲ τὰ πεταλούδια, αὐτὰ τὰ πετάμενα λουλούδια, ποὺ δὲν πετᾶνε ψηλότερα ἀπὸ τὰ μικρὰ δεντράκια μας. Νὰ εἶσαι ἀδερφὸς μὲ τὶς χρυσόμυγες, μὲ τὰ μικρὰ ζουζούνια, ποὺ βουσβουνίζουνε χαρούμενα καὶ ψάχνουνε ἀνάμεσα στὰ φύλλα καὶ στὰ ἄνθια ποὺ μοσκοβολοῦνε! Ἕνα μὲ τὰ πουλάκια ποὺ κελαϊδοῦνε ἀξέγνοιαστα ἀποπάνω μας. Μὲ τὸν τζίτζικα, ποὺ φωνάζει καθισμένος ἀπάνω στὸ δέντρο, ντερβίσης ποὺ δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα.
Ναί. Θέλω νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἕνα ἀπ’ αὐτά, νὰ ζῶ ἀνάμεσά τους. Δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἄνθρωπος, τὸ πονηρότατο αὐτὸ πλάσμα, ποὺ ἀπὸ τὴν πονηριά, ἀπὸ τὴ φιλοδοξία κι ἀπὸ τὴν ἀχορταγιά, δὲν ἔχει καιρὸ νὰ ζήσει, κι εἶναι ὁλοένα φουρτουνιασμένος!
Τοῦ Φώτη Κόντογλου
Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά άνθη», εκδ. Παπαδημητρίου