Ἡ σημερινὴ «ἀνεπτυγμένη», μεταμοντέρνα ἐποχή μας παρουσιάζει τὸ ἑξῆς παράλογο:
Ἐνῶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος «ἀναπτύσεται» μὲ ἰλλιγιώδεις ρυθμούς καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τέλματα τοῦ παρελθόντος καὶ τὸ λεγόμενο «κατεστημένο», ἀναπτύσεται παράλληλα καὶ ἀπελευθερώνεται ἡ φοβία του, ὡς πάθηση καὶ ὁ φόβος του ὡς αἴσθημα συνοδευόμενος ἀπὸ τὶς ψυχικὲς καταστάσεις ποὺ τὸν ἀναδεικνύουν:
Ἡ δειλία, ἡ ἀγωνία, ἡ κατάθλιψη, ἡ ἀνασφάλεια, τὸ ἄγχος, ἔτσι ὥστε νὰ μιλάμε γιὰ τὴν χρυσὴ ἐποχή τῆς φοβίας καὶ τῶν ψυχολόγων.
Αὐτὸς ὁ φόβος ἐπεκτείνεται ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ κανονικὰ θεωρεῖται ὁ χῶρος τῆς πραγματικῆς καὶ φυσικῆς ἐλευθερίας, ἕνας χῶρος χωρὶς φόβο, μιᾶς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔφερε πνεῦμα δειλίας, ποὺ προκαλεῖ φόβο, ἀλλὰ πνεῦμα υἱοθεσίας (Ρωμ. η´ 14-15) καὶ πραγματικῆς ἐλευθερίας, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ πιστεύει ἀληθινὰ στὸ Χριστὸ ἐλευθερώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβο» (Α´ Ἰω. δ´ 18), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συμβάλει σημαντικὰ στὴν ἐπικράτηση καὶ ἑδραίωση τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ φόβος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὅπλα τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ὁ φόβος παρουσιάζεται ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο -ἢ μᾶλλον ἕνα ἀπὸ τὰ κυρίαρχα στοιχεῖα, δίπλα στὴν συγκατάβαση, τὴν προδοσία, τὸ συμφέρον, τὴν διαστροφή, τὴν ἀπιστία- ποὺ μουδιάζει τὰ πνευματικὰ ἀντανακλαστικὰ ἐνάντια στὴν διαστρέβλωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμποδίζει καὶ χειραγωγεῖ τὴν ἀντίδραση ἐνάντια στὴν ἐγκαθίδρυση καὶ στερέωση τῆς αἱρέσεως στὸν χώρο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κλείνει στόματα καὶ δένει χέρια ἀνθρώπων, ποὺ παρόλα αὐτὰ ὀνομάζουν καὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ἐλεύθερους θέτοντας τους ἐρωτήματα ὅπως, τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος, θὰ μὲ ποῦν γραφικό, ζηλωτή, δὲν θὰ μοῦ μιλάει κανείς· καὶ τὸ σημαντικότερο, θὰ μείνω ἐκτὸς μοναστηριοῦ, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, θὰ διακυβεύσω τὴν σωτηρία μου κλπ.]
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ αἴτια αὐτοῦ τοῦ παραδόξου, ἀλλὰ ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια εὐνοήτου φαινομένου, πρέπει στὴν ἀρχὴ νὰ κατανοήσουμε τὸν φόβο. Ὁ φόβος στὸν Παράδεισο δὲν ὑπῆρχε. Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φοβᾶται.
Ὁ φόβος εἰσῆλθε στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πτώση του. Ἄρα φόβος ὑπάρχει πάντα στὰ πλαίσια μίας πτώσης. Ὁ Θεὸς ὅμως ἐπέτρεψε ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη Του νὰ ἔχει ὁ φόβος δύο μορφές γιὰ νὰ μὴν χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος: Ὑπάρχει ὁ φόβος-πάθος καὶ ὁ φόβος Θεοῦ.
Ὁ πρῶτος ἀναφέρεται στὴν προσκόλληση στὸν κόσμο καὶ τὰ θέλγητά του καὶ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐντολές Του καὶ ὁ δεύτερος στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ θέλγητρά του καὶ στὴν προσκόλληση στὸν Θεό καὶ στὶς ἐντολές Του.
Οἱ δύο μορφές, ἐπειδὴ ἔχουν αἰτιακὰ τὸ ἴδιο σημεῖο ἀναφορᾶς δηλ. τὸν Θεό, ἀποκλείουν καὶ ἀναιροῦν ἡ μία τὴν ἄλλη, καθὼς ἡ πρώτη ἀποβάλει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἄλλη τὸν φόβο πάθος. Ἡ πρώτη (κυρίως στὰ χρόνια τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) ἐπιτρέπει καὶ συμπράττει μὲ τὴν αἵρεση, ἡ δεύτερη ἀγωνίζεται καὶ ἐναντιώνεται σ’ αὐτήν.
Ἡ πρώτη ἐναντιώνεται στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ δεύτερη ἀγωνίζεται μὲ κάθε τρόπο νὰ τὶς τηρήσει. Ἡ πρώτη ἀποφεύγει κάθε εἴδους θυσίας, ἡ δεύτερη εἶναι ἔτοιμη γιὰ κάθε εἴδους θυσίας.
Ὁ φόβος-πάθος ἔχει τὴν πηγή του ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ ἐπίδραση, στὴν προσκόλησή μας στὴν ἀπιστία, στὴν ἁμαρτία στὴν ἐπίγεια εὐημερία, στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀναγνώριση. Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, μήπως χάσει τὰ πρόσωπά του, τὴν δουλειά του, τὰ ἀγαθά ποὺ κέρδισε μὲ τὸν μόχθο του, τὶς κοινωνικές του σχέσεις καὶ τὴν κοινωνική ἀναγνώριση καὶ τὸ ἐνοριακό του κῦρος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκλείει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ζωή του, –τραγικὴ εἰρωνεία! τὴν στιγμὴ ποὺ νομίζει ὅτι πραγματώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ– μὴ τηρώντας τὶς ἐντολές Του, αὐτὲς ἀκριβῶς ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Πίστη καὶ τὴν σωτηρία ποὺ προέχεται απὸ τὴν Πίστη, καὶ ἔτσι νὰ αὐτοκαταδικάζεται, στὴν προκειμένη περίπτωση, στὴν κοινωνία τῆς αἱρέσεως καὶ στὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν πραγματικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν διδασκαλία Της.
Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δίνει πλεῖστα παραδείγματα φόβου καὶ λόγῳ προσωπικῶν ἀδυναμιῶν καὶ λόγῳ τυχὸν κοινωνικῶν καὶ θρησκευτικῶν συνεπειῶν, τοῦ λεγομένου «φόβου τῶν Ἰουδαίων», π.χ.:
Φόβος κυρίευσε τὸν Ζαχαρία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἄγγελο μὲ ἀλαλία «Καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν» (Λουκ. 1).
Φόβος κυρίευσε τὸν Πέτρο καὶ «βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. ιδ΄).
Φόβος πάλι κυρίευσε τὸν Πέτρο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές (Ματθ.κς΄ 75).
Ἀπὸ φόβο εἶχαν κλειστεῖ οἱ Μαθητὲς μετὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκεία «καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 20, 19).
Ἀπὸ φόβο δὲν ὁμολόγησαν οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ τὸ θαῦμα τῆς ἴασης του «ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους» (Ἰω. 9, 22).
Ἀπὸ φόβο δὲν μιλοῦσαν πολλοὶ γιὰ τὸν Χριστό «οὐδεὶς μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 7, 13).
Ἀπὸ φόβο τέλος πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀποστάτησαν μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῶν διωγμῶν τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, μπροστὰ στὶς τιμωρίες ποὺ νομοθέτησαν αἱρετικοὶ βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες, μπροστὰ στὶς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχε γιὰ τὴν ζωή τους μία μὴ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰσλάμ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Κομμουνισμοῦ κλπ.
Ὁ φόβος Θεοῦ ἀντιθέτως «εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ πολεμήσουμε τὶς δυσκολίες στὴν πνευματική μας πορεία» λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Κρατάει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὰ πνευματικὰ ἀντανακλαστικά της ἄγρυπνα, ὄχι μόνο στὸν πόλεμο ἐνάντια στὰ προσωπικὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ στὸν πόλεμο ἐνάντια στὴν αἵρεση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ Διαβόλου νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο μέσω αὐτῆς στὴν ἀπώλεια.
Ὁ φόβος Θεοῦ ἔχει δύο μορφές: Ἡ πρώτη εἶναι ὁ φόβος τῆς τοῦ Θεοῦ Κρίσης καὶ τῶν ἐπιπτώσεων ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτὴν μέσῳ τῆς ἀπειλῆς διακοπῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἀγαθά Του. Ὁ φόβος αὐτὸς εἶναι κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας, τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης τῶν πιστῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀγώνα τήρησης τῶν ἐντολῶν καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ δαμάσουν τὰ πάθη τους καὶ τὶς ἁμαρτίες τους:
«Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβεῖται τὴν κόλαση, κι αὐτὸς ποὺ φοβεῖται τὴν κόλαση, τηρεῖ τὶς ἐντολές. Αὐτὸς πάλι ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές, ὑπομένει τὶς θλίψεις, κι ὅποιος ὑπομένει τὶς θλίψεις, ἀποκτᾶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό» (Ἅγ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).
Αὐτὸς ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ δὲν ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν ἐπίγεια παρὰ μόνο γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (προς Ἑβραίους, 13).
Ὁ φόβος αὐτὸς διαλύει τὰ διλλήματα, ποὺ ὅλοι μας γνωρίζουμε, ἐξαφανίζει τὶς αὐταπάτες, δίνει δύναμη, θάρρος, ταπείνωση και ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὸ «κοσμικὸ ναρκωτικὸ» καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ κόσμου προσελκύοντας τὴν Θεία Χάρη καὶ τὴν βοήθειά Της: «Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πολεμᾶμε τὴν κακία καὶ ἐνῶ τὴν πολεμᾶμε, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν πολεμεῖ» (Ἅγ. Μάρκος ὁ Ἀσκητής).
Ἡ δεύτερη μορφὴ ἔγκειται στὴν ἀγωνία καὶ στὸν φόβο ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη, τὴν ἀγωνία καὶ τὸν φόβο μίας τυχὸν διακοπῆς πραγματικῆς ἐπικοινωνίας και κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι ὁ φόβος τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, εἶναι ὁ φόβος, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τῶν Ἁγίων. Εἶναι παράλληλα χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νικητήριος στέφανος προσωπικῶν ἀγώνων, θυσιῶν καὶ ξεκάθαρης ὁμολογίας.
Αὐτὴ ἡ σχέση πρὸς τὸν Θεὸ ὁδήγησε τὸν Παῦλο νὰ γράψει: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆςἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (πρὸς Ρωμαίους, 8, 35-39).
Αὐτὸς ὁ φόβος αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, στήριξε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιό Της, πολέμησε τὶς αἱρέσεις, κατατρόπωσε ἐθνικούς, Ἄρειους, Νεστόριους, Σέργιους, Αὐτοκράτορες, Πάπες, Σουλτάνους, Κομμουνιστές, ἄθεους παντὸς τύπου.
Αὐτὸς ὁ φόβος, αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, ἔκανε τοὺς Ἁγίους νὰ ἀγνοήσουν ὕβρεις, ἀπομονώσεις, βασανιστήρια, ἐξορίες, δίκες, καταδίκες καὶ καθαιρέσεις, τὸν θάνατο τὸν ἴδιο.
Αὐτὸς ὁ φόβος, αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, στήριξε τοὺς Ἁγίους ἀκόμα ὅταν ἦταν λίγοι ἢ μόνοι ἐναντίον πολλῶν, γνωρίζοντας ὅμως, ὅτι ἔχουν τὸν Ἕνα.
Αὐτὸς ὁ φόβος, αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, τοὺς ἔκανε νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὸ τί λέει ὁ κόσμος, οἱ κάθε λογῆς ἐντεταλμένοι «θεολόγοι», ἐπαγγελματίες παπάδες, λυκοποιμένες, ψευδοεπίσκοποι, Πατριάρχες, ψευδοσύνοδοι.
Αὐτὸν τὸν φόβο, αὐτὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς, παρόλο ποὺ ἀπέχουμε παρασάγγας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἂν δὲν ἀνήκουμε σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν συμφέροντα, βλέψεις, σκάνδαλα, παρὰ ἁπλῶς φοβόμαστε, αὐτὴν τὴν στιγμὴ ποὺ μοναχοί, ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ διώκονται, ἡ Ἐκκλησία αὐθαιρέτως ἐπαναπροσδιορίζεται, ποὺ ἡ διδασκαλία διαστρεβλώνεται, οἱ παρακαταθῆκες καταπατοῦνται, οἱ Ἅγιοι ὑβρίζονται, τὰ μαργαριτάρια πετοῦνται τοῖς κυσί, ὁ Θεός ἐμπαίζεται.
Ἂς μὴν φοβόμαστε· μέσα μας ἂς εἶναι πάντα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμο».
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου