.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ χάρη τῆς μετανοίας



Κάποιος νέος παραστράτησε, μὰ τόσο μετάνοιωσε, ὅταν ἡ θεία Χάρη τὸν ἐπισκέφτηκε μὲ τὸ ἄκουσμα ἐνός μόνο κηρυγματος ποὺ ἄφησε τὸν κόσμο κι ἔγινε μοναχός. Ἔκλαιγε κάθε μέρα μὲ πολὺ πόνο, ἀλλὰ μὲ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ παρηγορηθεῖ. Μία νύχτα παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἰησοῦς περιτριγυρισμένος ἀπὸ φῶς οὐράνιο. Πῆγε κοντά του μὲ καλοσύνη...

- Τί ἔχεις ἄνθρωπε καὶ κλαῖς μὲ τόσο πόνο; Τὸν ρώτησε μὲ γλυκεία φωνὴ ὁ Κύριος.

- Κλαίω Κύριε, γιατί ἔπεσα, εἶπε μὲ ἀπελπισία ὁ ἁμαρτωλός.

- Ω, τότε σήκω.

- Δέν μπορῶ μόνος Κύριε!

Ἀπλωσε τότε τό θεϊκὸ του χέρι ὁ Βασιλιὰς τῆς ἀγάπης καὶ τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ. Ἐκεῖνος, ὅμως, δὲ σταμάτησε νὰ κλαίει...

- Τώρα γιατί κλαῖς;

- Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σὲ λύπησα. Ξόδεψα τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Σου, σὲ ἀσωτίες.

Ἔβαλε τότε τὸ χέρι του μὲ στοργὴ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης στὸ κεφάλι τοῦ πονεμένου ἁμαρτωλοῦ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα: 

- Αφού γιὰ μένα πονᾶς τόσο πολύ, ἐγὼ ἔπαυσα πιὰ νὰ λυπᾶμαι γιὰ τὰ περασμένα.

Τότε ὁ νέος σήκωσε τὸ βλέμμα του νὰ τὸν εὐχαριστήσει, μὰ Ἐκεῖνος δὲν ἦταν πιὰ ἐκεῖ...Στὴ θέση ποὺ πατοῦσε εἶχε σχηματιστεῖ ἕνας πελώριος ὁλόφωτος Σταυρός. 


Λυτρωμένος ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε!

Ἀπὸ τὸ γεροντικό...