.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ



Ως χριστιανοί καλούμαστε να προσευχόμαστε για τους άλλους.

Ακούμε κάποτε από πιστούς ανθρώπους, κληρικούς και λαϊκούς, να λένε δημόσια ότι προσευχήθηκαν για κάποιους προσωπικά ή γενικά. Πόσο αυτό μπορεί να είναι αλήθεια; Κι αν πράγματι προσευχήθηκαν, πόσο η προσευχή αυτή ήταν καρδιακή;

Νομίζω ότι η προσευχή, πέρα από τα όποια λόγια θα ειπωθούν από εκκλησιαστικά βιβλία ή αυτοσχέδια, έχει κάτι το μυστικό. Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις, η επικοινωνία δεν εξαντλείται στα λόγια αλλά καθορίζεται βασικά από το «βάρος των λέξεων» (Θεοδόσης Νικολάου), έτσι και στην προσευχή υπάρχει το βάθος, το καρδιακό, το μυστικό που κάνει τα λόγια να έχουν δύναμη.

Σ’ αυτή τη μυστική και καρδιακή συνάντηση με το Θεό, ως αποτέλεσμα εσωτερικής συντριβής και ταπείνωσης, ο άνθρωπος βιώνει το «εταίρως ζην» στη σχέση του με το Θεό, που ασφαλώς δεν κοινοποιείται δημόσια ούτε σ’ οποιονδήποτε. Όπως η ιδιαίτερη σχέση που έχουμε με ιδιαίτερα αγαπημένα μας πρόσωπα δεν κοινοποιείται, έτσι και η προσευχή. Επιτρέψετέ μου να πω ότι αν στην πρώτη περίπτωση η κοινοποίηση μπορεί να θεωρηθεί είδος πορνείας, στη δεύτερη περίπτωση πνευματική πορνεία.

Ποιος γνωρίζει τους «αλαλήτους στεναγμούς» των μοναχών, που «όρθρου βαθέως» προσεύχονται «υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων και αιχμαλώτων αδελφών ημών»; Ποιος βλέπει την καρδιακή προσευχή των λειτουργών ιερέων που τελούν τη Λειτουργία «υπέρ του σύμπαντος κόσμου»; Ποιος ξέρει τους λαϊκούς εκείνους που όντας μέσα στον κόσμο προσεύχονται γι’ αυτόν, ακούοντας τον αναστεναγμό του και υπερβαίνοντας τα δικά τους προβλήματα;

Όπως η ψυχή, αόρατη και άυλη, ζωντανεύει το ορατό και υλικό σώμα, έτσι και οι προσευχές χιλιάδων αφανών πιστών, θεωρώντας τον εαυτό τους ένα τίποτε, δίνουν ζωή, κουράγιο, υπομονή και αντοχή σε χιλιάδες θλιμμένους και καταπονημένους. Γιατί η προσευχή τους εκφράζει την αγάπη τους. Κι η αγάπη έχει δύναμη, ως προερχόμενη από το Θεό της αγάπης.

Ως χριστιανοί καλούμαστε να προσευχόμαστε για τους άλλους. Όχι γιατί είμαστε πιο καλοί, πιο άγιοι και πιο δίκαιοι απ’ αυτούς, αλλά γιατί έτσι υπερβαίνουμε τον εγωκεντρισμό και ξανοιγόμαστε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Κι όπως ο Χριστός «εκένωσεν εαυτόν» και δεν έκανε το δικό του, έτσι και οι χριστιανοί θα πρέπει να μάθουμε να μην ασχολούμαστε συνεχώς με τον εαυτό μας, τα πάθη και τις αρετές μας. Γιατί τι σημασία μπορεί να έχει ο εαυτός μας, μπροστά στο Χριστό και τον κόσμο Του;

Όσοι προσεύχονται για τους άλλους, όπως για τον εαυτό τους, εισέρχονται στη ζωή του Κυρίου, στο σταυρό και το θάνατό Του. Ο πόνος τους μεταποιείται σε μυστική πληροφορία ότι ο κόσμος έχει ελπίδα, γιατί «δια του σταυρού ήλθε χαρά εν όλω τω κόσμω», και ότι η Ανάσταση του Χριστού είναι γεγονός που επηρεάζει όλους και όλα.

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους