.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο "πλούσιος" παππούς (Αληθινή ιστορία)

Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό, που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει...

Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε καλόκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από την σκάλα μιας πολυκατοικίας.

Ένα βράδυ μπήκα και εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη. Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε. Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι, που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι. 

"Δόξα τω Θεώ", έλεγε και ξανάλεγε, "εγώ έχω κάπου να μείνω. Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις, Θεέ μου!"

Δεν ήξερα, αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!!

"Μικρό γεροντικό πόλεων"