.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μία ἀναγκαία ἐπανάληψη ὡς φόρος τιμῆς γιὰ τὸν ἀγώνα τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κοπιάζουν μέσα στὸν κόσμο καὶ στὰ ιστολόγια γιὰ τὴν Ἀλήθεια

Πολλοὶ κατηγοροῦν τοὺς Χριστιανούς, ὅτι ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τὰ ἴδια πράγματα. Ξεχνοῦν φυσικὰ αὐτοὶ οἱ κατήγοροι, ὅτι ἡ ἐπανάληψη τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων ἐξασφαλίζει τὴν σιγουριὰ καὶ τὴν βεβαιότητα, ὅτι κάποιος βαδίζει σωστά καὶ σὲ ἀσφαλὲς πλαίσιο. 
Ὁ Γερμανός συγγραφέας Erhard Kästner (ἕνας μὴ ὀρθόδοξος!!!) ἔγραψε μετὰ τὴν ἐπίσκεψη του στὸ Ἅγιον Ὄρος (τὴν δεκαετία τοῦ 50) τὸ βιβλίο «Die Stundentrommel vom heiligen Berg Athos», ὅπου γράφει γιὰ τὸ ἐρώτημα, γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία μένει σταθερή καὶ δὲν προσαρμόζεται στοὺς καιρούς, τὸ ἑξῆς: «Ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ γιατὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ θέλουν νὰ ἀκοῦν κάθε βράδυ τὴν ἴδια ἱστορία καὶ μάλιστα, ὅταν τὴν ἀλλάζουμε ἔστω καὶ λίγο, μᾶς διορθώνουν; Γιατὶ αὐτὸ τοὺς δίνει τὸ αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καὶ τῆς σιγουριᾶς».

Δὲν πρέπει νὰ κουράζει λοιπὸν ἡ ἐπανάληψη τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, στὴν προκειμένη περίπτωση γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ λειτουργοῦν οἱ λαϊκοὶ σὲ καιροὺς αἱρέσεως. Ἰδίως στοὺς ἐσχατολογικοὺς χρόνους ποὺ ζοῦμε –διότι μὲ τὰ γεγονότα ποὺ βιώνουμε, τὴν καθιέρωση τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου, ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ– ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐγρήγορση τῶν πιστῶν. Ἐγρήγορση σημαίνει τὴν ἀνησυχία τοῦ πνεύματος, τὴν ὑγιὴ δυσπιστία σὲ λόγια καὶ ἔργα ὁποιουδήποτε, διότι ἀκόμα καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ θὰ πλανηθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς δίδασκε, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὑπεύθυνος μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του γιὰ ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία συνολικά. Ἄρα εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ (κληρικοῦ καὶ λαϊκοῦ) ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες. Ὁ ἔλεγχος σὲ θέματα πίστεως καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔμπραχτη ἐφαρμογὴ τοῦ καθήκοντος τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ διακρίνει μεταξὺ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μεταξὺ τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καὶ τῆς διαστρέβλωσης ἢ τῆς κακῆς ἐφαρμογῆς της.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ ἀγωνίζονται μεταφέροντας τὰ λόγια τῶν Πατέρων στοὺς ἀδελφούς τους καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177).
Ὄχι μόνο δὲν τοὺς καταδικάζει ὁ Ἅγιος ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας καὶ μάλιστα δημοσίως. Παρομοίως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐνισχύει καὶ δικαιώνει τοὺς πιστοὺς κι ὄχι τὸν Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας Διοτρεφή, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ δέχεται καὶ νὰ προσλαμβάνει τοὺς ἀπεσταλμένους ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο πιστούς, τοὺς ὑποτιμᾶ, καὶ τοὺς προσβάλλει, καὶ τοὺς διώχνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Κατηγορεῖ δὲ τὸν Διοτρεφὴ δημοσίως ὡς «φιλοπρωτεύοντα», ὡς κάποιον δηλαδὴ ποὺ σφετερίζεται τὴν ἡγεσία τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, λυπηρὸ φαινόμενο ποὺ καθημερινὰ συμβαίνει στὰ χρόνια μας, ἀπὸ Επισκόπους, ἱερεῖς καί, δυστυχῶς, κι ἀπὸ μοναχούς, ἀνθρώπους ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς: «Ἔγραψα τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς. διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τὰ ἔργα ἃ ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἡμᾶς· καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλομένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει» (Γ΄ Ἰω. 9-11). 

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του φανέρωσε δημόσια ὄχι κρυφά, ὅτι παρέδωσε στὸν σατανᾶ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Ὑμέναιο γιὰ τὶς κακοδοξίες τους δήλωσε δημόσια, ὅτι οἱ πιο πολλοὶ ἐκτὸς ἀπὸ λίγους τὸν ἄφησαν μόνο, ἐπειδὴ ἐπέλεξαν τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου ἔλεγξε δημόσια τοὺς Γαλάτες, ἀκόμα καὶ τοὺς συναποστόλους του ἔλεγξε, ἐπειδὴ δίδασκαν ἐναντίον τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἐθνικῶν «ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσιν πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων» (Γαλ. 2, 14). Τονίζω, ὅτι δὲν τὸ ἔκανε κρυφὰ ἀλλὰ δημόσια, μὲ ἐπιστολή του, διδάσκοντας ἔτσι ἀνάλογα τοὺς πιστούς νὰ τὸν μιμηθοῦν («μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» Α΄ Κορ. 11), διότι ὅλα αὐτὰ ἀφοροῦσαν τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους. Πουθενὰ δὲν ἔγραψε μὴν κάνετε ἐσεῖς αὐτὰ ποὺ κάνω ἐγώ. Χώρισαν οἱ Ἀπόστολοι; Ὄχι. Διασπάστηκε ὁ ἀγώνας τους; Ὄχι. Σταμάτησε ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ἐθνῶν; Ὄχι. Ὅτι φανέρωσαν κι ὅποιον ἔλεγξαν τὸ ἔκαναν γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ διακύβευμα τοῦ χριστιανικοῦ ἀγώνα: «Μόνον ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε (Φιλιπ. 1, 27), «μὴ καθεύδωμεν ὡς οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν» (Θεσ. 5, 7), «παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς (σσ. καὶ τοὺς λαϊκούς), ἀδελφοί, νουθετεῖτε τοὺς ἀτάκτους» (Θεσ. 5, 14), «πάντα δὲ δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε» (Θεσ. 5, 21).

Βέβαια τὸ «ἀσφαλῶς θεολογεῖν» δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ ἄσκηση, θυσίες, ἁγιότητα καὶ ὀρθόδοξο βίωμα. Θεολόγοι ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὴν διδασκαλία τῶν ὁποίων προσπαθοῦμε ὅλοι μας -παρὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἀνεξαρτήτου πεδίου δράσεως- νὰ διαφυλάξουμε ἀπαράλλαχτη κι ἀνέγγιχτη. Μολονότι ὅμως ὅλοι οἱ Πατέρες ἀληθινὰ θεολογοῦσαν ἡ Ἐκκλησία μας ἀπέδωσε τὸν μέγιστο τίτλο τοῦ Θεολόγου μόνο σὲ τρεῖς: Τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη, τὸν Ἅγ. Γρηγόριο καὶ τὸν Ἅγ. Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νὰ «θεολογοῦν» καὶ οἱ πιστοί, διότι τὸ «θεολογεῖν» ὡς γνώση καὶ διαφύλαξη τῆς ἀσφαλοῦς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ, ἀνεξαρτήτου μορφώσεως καὶ ἐπαγγέλματος. Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει «καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα» (Ἰω. α΄ 2, 20). Ὁ ἀπόστολος θέλει νὰ «θεολογοῦν» καὶ οἱ πιστοί, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ὁμολογίας, διαφυλάξεως καὶ μεταδόσεως τῆς Πίστεως· διότι εἶναι καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ ἡ διαφύλαξη τῆς Πίστεως, ἀνεξαρτήτου μορφώσεως καὶ ἐπαγγέλματος. Οἱ πιστοὶ παλαιότερα, ἀνεξαρτήτου ἐπαγγέλματος, δὲν εἶχαν ἐνδοιασμοὺς νὰ «θεολογοῦν» καὶ νὰ ἐλέγχουν συνεχῶς. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ περιγραφὴ ἑνὸς Φράγκου προσκυνητὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, στὴν ὁποία ἔκπληκτος ἀναφέρει, ὅτι ἀγοράζοντας ψάρια ἀπὸ ἕναν ψαρὰ μπλέχτηκε χωρὶς νὰ τὸ θέλει σὲ μία συζήτηση μαζί του γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία καὶ ἡ συνδεδεμένη μαζί της «θεολογία» δὲν εἶναι ἅμιλλα διανόησης καὶ φιλοσοφικὸ σύστημα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πτυχίων καὶ τίτλων, ὅπως λένε οἱ Δυτικοὶ καὶ ὑποστηρίζουν σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ διαφυλάξει καὶ νὰ ὑπερασπίσει ὅ,τι βαθειὰ καὶ ἀληθινὰ ἀγαπᾶ καὶ πιστεύει.. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἐπιφέρει μερικὲς φορὲς καὶ διαμάχες. Οἱ διαμάχες αὐτὲς ἐπιτρέπονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες, μιᾶς καὶ ὁ πόλεμος ἐπαινεῖται ἀπὸ αὐτούς, ὅταν ἡ ὑποτιθέμενη γαλήνη μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια. 

Διδάσκει ὁ Χρυσορρήμων Ἅγιος: «... εἴ που τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτόμενην ἴδοις (σσ. δηλ. ἂν δεῖς ἔστω καὶ λίγο νὰ διαστρεβλώνεται ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεως), μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοια τῆς ἀληθείας ἀλλ΄ ἴστασο γενναίως μέχρι θανάτου τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς» (Ὑπόμνημα εἰς τὰς ἐπιστολάς). Στὶς θεολογικὲς διαμάχες ὅμως αὐτό, ποὺ εἶναι σημαντικὸ γιὰ τοὺς Πατέρες δὲν εἶναι ἡ ὑποβάθμιση τοῦ συνομιλητὴ ἢ τοῦ ἀντιπάλου, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τυχὸν θὰ ἐπηρεάζονταν ἀρνητικὰ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ κακοδοξεῖ ἢ κάνει ἄθελα του λάθη σὲ θεολογικὰ θέματα. Κινούμενοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη οἱ Πατέρες προσπαθοῦσαν νὰ διορθώσουν τὸν ἐσφαλμένα διδάσκοντα καὶ νὰ διορθώσουν καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπευθύνονται τὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων (σσ. ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ συγγράμματα) σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες. (π. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, 1997, σελ. 44). 

Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (ταυτόχρονα μὲ τοὺς Κληρικούς, πόσο μᾶλλον, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα. Στὴν ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν (συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη: κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν). Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπείλησε τὸν καρδιακό του φίλο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο μὲ τὴν διακοπὴ τῆς φιλικῆς τους σχέσης ἂν συνέχιζε νὰ μὴν ἀντιδρᾶ στὶς κακοδοξίες καὶ στὰ κακῶς κείμενα τοῦ καιροῦ τους.

Φυσικὰ οἱ λαϊκοὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ προσπαθοῦν νὰ πάρουν τὸν ρόλο τῶν Πατέρων ἢ τῆς κεφαλῆς. Χωρὶς τοὺς Πατέρες δὲν μποροῦμε οἱ λαϊκοὶ νὰ προχωρήσουμε. Ἐὰν δὲν ἔχουμε πνευματικὸ πατέρα πρέπει νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε·«εἰ δὲ ὁδηγὸς οὐκ ἔστι, χρῆ ζητεῖν ἐμπόνως» (Νικηφόρος Μοναχός, Περὶ νήψεως). Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τοὺς ἀφαιρεῖ τὸ δικαίωμα νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πίστη τους καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται μὲ ὅποιο μέσο διαθέτει, ἀφοῦ μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος ἐξαρτᾶται καὶ ἡ δική του σωτηρία. Εἶναι ἐντολὴ τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ πιστὸς νὰ διαβάζει τὶς Γραφὲς καὶ τοὺς Πατέρες ὄχι μόνο γιὰ νὰ προχωρήσει πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐλέγχει ἂν κάποιος τὸν ὁδηγεῖ σωστὰ καὶ μὲ ἀσφάλεια ἢ ὄχι. Κι ἂν αὐτὸ γίνεται σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πόσο μᾶλλον ὅταν ὑπάρχει αἵρεση· πόσο μᾶλλον τότε ποὺ οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες σπανίζουν!

Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης, ὁ Θεολόγος, μᾶς τὸ ὑπαγορεύει ξεκάθαρα: "Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον" (Α΄ Ιω. δ΄, 1). Ἐντολὴ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων εἶναι νὰ δοκιμάζουμε καὶ νὰ ἐλέγχουμε τοὺς ὁδηγούς μας, ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι διαστρέφουν τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, νὰ εἴμαστε δηλαδὴ σὲ πνευματικὴ ἐκγρήγορση. Διότι ἂν ἐμεῖς πέφτουμε σὲ λάθη, πέφτουν καὶ οἱ ὁδηγοί μας, τότε χανόμαστε καὶ οἱ δύο «Τυφλὸς τυφλὸν ἐὰν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» Ματθ. 15, 14). Μεγαλύτερο πατερικὸ ἀνάστημα ἀπὸ τὸν Ὠριγένη, κατὰ τὴν γενικὴ ὁμολογία τῶν Πατέρων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν ὑπῆρχε. Κι ὅμως ὁ Ὠριγένης ἔπεσε σὲ πλάνη, ἀναθεματίσθηκε καὶ πῆρε καὶ πολλὲς ψυχὲς στὸν λαιμό του.

Ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11, 2f.) διαβάζουμε: «...καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες...». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη τους ἔσφαλε ὁ Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε – δὲν θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοί εἶστε ἐσεῖς, ποὺ θὰ μὲ ἐλέγξετε – ἐκεῖνοι, παρόλο ποὺ ἀνῆκαν στὴν φανατικὴ πλευρά, δηλ. ἦταν οἱ ἰουδαΐζοντες, «ἀκούσαντες ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν». Ὁ Πέτρος δέχθηκε τὸν ἔλεγχο, χωρὶς διαμαρτυρία, διότι καταλάβαινε τὴν ἀνησυχία τῶν πιστῶν, τὴν ἀγαθή τους πρόθεση. Ἐπιτρέπεται ἐμεῖς νὰ τὸν ἀρνηθοῦμε; Εἴμαστε θεολογικότεροι καὶ σοφότεροι τοῦ Πέτρου; Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ ἔλεγχος ὡς πρὸς τὴν πίστη (ἀπὸ λαϊκοὺς καὶ κληρικούς), ὅταν γίνεται μὲ βάση τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι μὲ προσωπικὰ ἐπινοήματα, δὲν σημαίνει ἔπαρση, ἐμπάθεια ἢ μῖσος, ἀλλὰ στήριξη καὶ προστασία, ὥστε νὰ ἀποτρέψουμε ἢ νὰ ἀνατρέψουμε κακοδοξίες. Ἐκτὸς φυσικὰ ἂν κάποιος πιστεύει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἐλέγχουν.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικός: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίσταση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει "Λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς" [Πράξ. 18, 9]. Καὶ "Ἐὰν «ὑποχωρήσῃ δὲν εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου σ' αὐτόν" [Ἑβρ. 10,38]. Kαί "Ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν" [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῇ κανείς "Ἐγὼ ποιός εἶμαι; (σσ. Εἶμαι λαϊκός καὶ δὲν μπορῶ;)». (Ἐπιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321ΑΒ). Καὶ ἀλλοῦ: «Kατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο ποὺ διώκεται ὁ Χριστὸς μέσω τῆς Εἰκόνος του, ὀφείλει κάποιος νὰ ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὑπέρτερος στὸ ἀξίωμα καὶ στὴ γνώση, ὁμιλώντας καὶ διδάσκοντας τὸν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εὑρίσκεται σὲ θέση μαθητοῦ, ἔχει χρέος νὰ φανερώνει μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ μὲ ἐλευθερία. Δὲν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρας» (Ἑπιστολὴ (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β).

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός–διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «...Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ» (Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208). Καὶ ἀλλοῦ «Μόνον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει λάβει πλήρη ἐξουσίαν καὶ ἐξουσιοδότησιν διὰ νὰ ὁμιλῆ ἐν ὀνόματι τοῦ ποιμνίου του… (ἀλλά) πρέπει νὰ ὁμιλῆ ὄχι ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 75)…ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς ἔχει δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μαρτυρεῖ, νὰ συναινεῖ καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν συναίνεσή του, στὴν ἀναζήτηση τῆς πλήρους ὁμοφωνίας…» (Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ., Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, σελ. 221).

Οἱ Ἅγιοι ἐπαινοῦσαν τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς ἐλέγχους ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ λαϊκοὶ σὲ καιροὺς αἱρέσεως. Ὁ Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει παρηγορητικὰ γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ προστατεύσει ἀπὸ σκανδαλισμοὺς μία λαϊκή, τὴν Πατρικία Εἰρήνη (Ἀλήθεια πόσοι, σήμερα, Πατέρες ἀφιερώνοντας χρόνο καὶ πόνο, παρηγοροῦν τοὺς λαϊκούς;): «Ποιός δὲν γνωρίζει ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὲς ὅτι καὶ σὺ συνομολόγησες; Ποῦ δὲν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καὶ μία συγκλητικὴ μεταξὺ τῶν μαρτύρων; Σὲ ἐθαύμασαν τὰ τάγματα τῶν Μοναχῶν καὶ σὲ ἐπήνεσαν οἱ συνάξεις τῶν λαϊκῶν. Ἀλλὰ τί ἀξία τάχα ἔχουν αὐτά; Τὰ ἴδια τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων εὐφράνθηκαν χάρις εἰς σε. Καὶ μὴ νομίσεις, ὅτι εἶναι κολακεία τὰ λόγια μου. Βλέπε, μάρτυς Χριστοῦ, πόσον ἔχεις τιμηθεῖ, πόσον ἔχεις ὑψωθεῖ: σύγκρινέ μου πηλὸ καὶ χρυσό: τόσο πιὸ μεγάλο καὶ πολὺ περισσότερον εἶναι ἀπὸ τὸ ἐπίγειο ἀξίωμα ποὺ ἐγκατέλειψες, τὸ ἐπουράνιο ἀξίωμα ποὺ σοῦ δωρήθηκε τώρα ἀπὸ τὸν Θεόν, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀποκαλεῖσαι μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογητὴς τῆς ἀληθείας. 

Διὰ τοῦτο σοῦ ὑπενθυμίζω νὰ μὴ ξεφύγης καθόλου ἀπὸ τὴν ἔνστασι, σὺ ποὺ ἔχεις στηριχθεῖ πάνω στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας, μήτε νὰ γίνης εὐκολοπτόητη καὶ διχόγνωμη, ἐξ αἰτίας τῶν πτώσεων εἴτε λαϊκῶν εἴτε μοναστῶν καὶ ὅσων νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι, ἢ γενικῶς ὁποιουδήποτε ἄλλου. Αὐτοὶ εἶναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, ποὺ ἔχουν μόρφωσιν εὐσεβείας, ἀλλὰ ἔχουν ἀρνηθεῖ τὴν δύναμί της [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοὶ δοκησίσοφοι καὶ «ἀρχιεροφανεῖς» [φαινομενικοὶ ἀρχιερεῖς] καὶ «ἁγιόδοκοι» [φαινομενικοὶ ἅγιοι] νικήθηκαν στὶς παλαιὲς γενεές· ἀντιθέτως, ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες ἐν τῷ κόσμῳ [Φιλιπ. 2, 15] ὀλίγοι καὶ ἀληθινοὶ σοφοί, οἱ ὁποίοι διαβιοῦν μὲ φόβο Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀρχὴ σοφίας εἶναι τὸ νὰ φοβῆται κάποιος τὸν Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δὲν ἔχουν θεωρηθεῖ καὶ σπουδαῖοι, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς στὴν καρδιά» (Επιστολή (156) Εἰρήνη Πατρικία, ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Β΄, ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276.277 (μετάφραση www.impantokratoros.gr/769A2154.el.aspx).

Ὑπενθυμίζει λοιπὸν ὁ Ἅγιος στὴν Πατρικία Εἰρήνη νὰ μὴν εἶναι εὐκολόπιστη καὶ διχόγνωμη. Τῆς ὑπενθυμίζει ὅτι σπουδαῖοι καὶ σοφοὶ εἶναι μόνο λίγοι, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φόβο Θεοῦ (ἀνεξαρτήτου ἀξιώματος καὶ θέσης) καὶ τὴν προτρέπει νὰ τοὺς μοιάσει. Δὲν τὴν ρωτάει ἂν τὸν ὑπακούει, ἀλλὰ ἂν ὑπακούει τὸν Θεό· δὲν τὴν ρωτάει ἂν τὸν ἀκολουθεῖ, ἀλλὰ ἂν ἀκολουθεῖ τὸν Θεό. Τὴν διδάσκει ὡς καλὸς ποιμένας νὰ μὴν ἀκολουθεῖ καὶ νὰ πολεμάει γιὰ πρόσωπα καὶ ἀναγνώριση, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό. Σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ στιγμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μὲ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση ποὺ ἐμφανίστηκε ποτέ, ὅλοι μας, μιμούμενοι τὴν Πατρικία Εἰρήνη, καλούμαστε νὰ πολεμήσουμε, νὰ «θεολογήσουμε» μὲ βάση τοὺς ἁγίους Πατέρες, νὰ ὁμολογήσουμε ἀλλὰ καὶ νὰ γρηγοροῦμε καὶ νὰ ἐλέγχουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὄχι ἀπὸ φθόνο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀνησυχία μὴν κάνουμε κάποιο λάθος, γιατὶ ἡ σύγχυση εἶναι μεγάλη. 

Τὸ ποίμνιο λοιπὸν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν ὑποχρέωση καὶ τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὴν διδασκαλία κάθε διδασκάλου, ἐὰν δηλ. εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλογα νὰ πράξει. Μέσα στὸν κόσμο καὶ στὰ ἱστολόγια γίνεται μία καθημερινὴ μάχη, στὴν ὁποία οἱ πιστοὶ λαϊκοὶ ἀφιερώνουν ὅλες τους τὶς δυνάμεις καὶ ὅλον τους τὸν πολύτιμο χρόνο γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν πίστη τους. Ἂς μὴν εἴμαστε ἀρνητικοὶ λοιπὸν ἂν κάποιος γράφει κάτι, ἀλλὰ ἂς ἐλέγχουμε μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἂν αὐτὸ ποὺ γράφει, εἶναι σύμφωνο κι ἑπόμενο τοῖς Ἁγίοις Πατράσι. Λάθη κάνουμε ὅλοι σὰν ἄνθρωποι, ὅλοι! Ἀλλὰ ἂς χαιρόμαστε ποὺ τὸ ποίμνιο ἀγρυπνεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐλέγξει καὶ νὰ μᾶς διορθώσει.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου