.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ Πνευματικὴ καὶ νοερὴ Κοινωνία, δηλαδή, πῶς κοινωνεῖται νοερὰ καὶ πνευματικὰ ὁ Χριστός



Ἂν καὶ μυστηριακὰ δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὸν Κύριό μας περισσότερο ἀπὸ μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ὅμως πνευματικὰ καὶ νοερὰ μποροῦμε νὰ τὸν δεχώμαστε κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγὴ διὰ μέσου της ἐργασίας ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἐντολῶν καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν θεία προσευχὴ καὶ μάλιστα τὴν νοερά (1).

Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στὶς ἁγίες του ἐντολές, καὶ ὅποιος κάνει μία ἀρετὴ ἢ ἐντολή, δέχεται ἀμέσως μέσα στὴν ψυχή του καὶ τὸν Κύριο ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα σ᾿ αὐτές, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ κατοικήσῃ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του μέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φυλάξη τὶς ἐντολές του λέγοντας: «Ἐὰν κάποιος μὲ ἀγαπᾷ θὰ τηρήσῃ καὶ τὸν λόγο μου, καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ τὸν ἀγαπήσῃ καὶ θὰ ἔλθουμε πρὸς αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτόν» (Ἰω. 14,23)(2).

Ἡ κοινωνία αὐτὴ καὶ ἡ ἕνωσις δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφαιρεθῇ ἀπὸ κανένα κτίσμα παρὰ μόνον ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μας ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο σφάλμα μας. Καὶ μερικὲς φορὲς αὐτὴ ἡ Κοινωνία εἶναι τόσο καρποφόρα καὶ τόσο εὐάρεστη στὸν Θεό, ὅσο ἴσως δὲν εἶναι πολλὲς ἄλλες μυστηριώδεις κοινωνίες ἀπὸ τὴν ἔλλειψι ἐκείνων ποὺ τὶς δέχονται. Λοιπόν, ὅσες φορὲς ἔχεις τὴν διάθεσι καὶ ἑτοιμασθῇς γιὰ μία παρόμοια κοινωνία, θὰ βρῇς πρόθυμο καὶ ἕτοιμο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μόνος του νὰ σὲ τρέφῃ πνευματικὰ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.

Γιὰ νὰ ἑτοιμασθῇς λοιπὸν γιὰ τὴν νοερὴ αὐτὴ κοινωνία, κάνε ὡς ἑξῆς: Στρέψε τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ βλέποντας μὲ ἕνα σύντομο βλέμμα ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν Θεό, λυπήσου γιὰ τὴν βλάβη ποὺ τοῦ προξένησες καὶ μὲ κάθε ταπείνωσι καὶ πίστι παρακάλεσέ τον νὰ καταδεχθῇ νὰ ἔλθῃ στὴν ταπεινή σου ψυχὴ μὲ νέα χάρι γιὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ καὶ νὰ τὴν δυναμώσῃ κατὰ τῶν ἐχθρῶν.

Ἢ ὅταν πρόκειται νὰ ἀσκηθῇς καὶ νὰ σκληραγωγηθῇς ἐναντίον κάποιας ἐπιθυμίας σου ἢ γιὰ νὰ κάνῃς κάποια νέα πρᾶξι ἀρετῆς ἢ γιὰ νὰ φυλάξῃς κάποια ἐντολή, κάνε ὅλο αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἑτοιμάσῃς τὴν καρδιά σου γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ πάντα σοῦ τὴν ζητεῖ. Καὶ κατόπιν στρέφοντας τὴν προσοχή σου σ᾿ Αὐτόν, φώναξέ τον μὲ ἐπιθυμία μεγάλη νὰ ἔλθη μὲ τὴν χάρι του νὰ σὲ ἰατρεύσῃ καὶ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ ἔχῃ αὐτὸς μόνος τὴν καρδιά σου στὴν ἐξουσία του.

Ἢ καὶ θυμούμενος τὶς προσευχὲς τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων, ποὺ προαναφέρθηκαν, πὲς μὲ καρδιὰ ποὺ εἶναι ἀναμμένη: «Πότε, Κύριέ μου, νὰ σὲ δεχθῶ ἄλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.». Καὶ ἂν θελήσῃς νὰ κοινωνήσῃς πνευματικὰ μὲ ἀκόμη καλύτερο τρόπο, διεύθυνε καὶ βάλε ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ ὅλες τὶς σκληραγωγίες καὶ τὶς πράξεις τῶν ἀρετῶν καὶ κάθε καλὸ ἔργο ποὺ σκέπτεσαι νὰ κάνῃς στὸ σκοπὸ αὐτό, δηλαδὴ στὸ νὰ δεχθῇς πνευματικὰ τὸν Κύριό σου. Καὶ τὸ πρωὶ καθὼς θὰ ξημερώνῃ, σκέψου, τί καλό! Τί εὐτυχία! Τί μακαριότητα ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ἐπάξια μεταλαμβάνει μυστηριακὰ τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας! Διότι μὲ αὐτὸ ἀποκτοῦνται πάλι οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχουν χαθεῖ, καὶ πάλι ἡ ψυχὴ ἐπιστρέφει στὴν προηγούμενη ὡραιότητά της καὶ γίνεται μέτοχος αὐτὴ τῶν μισθῶν τοῦ πάθους τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (κοινωνοῦνται εἰς αὐτὴν οἱ καρποὶ καὶ οἱ μισθοὶ τοῦ πάθους τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ). 

Καὶ ἀπὸ τὴν μυστηριώδη κοινωνία πέρασε στὴν μυστικὴ κοινωνία καὶ σκεπτόμενος ὅτι νοερὰ τὰ ἴδια ἀγαθὰ ἀπολαμβάνεις μὲ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία, φρόντισε νὰ ἀνάψης τὴν καρδιά σου μιὰ μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὸν δεχθῇς νοερὰ καὶ πνευματικὰ καὶ ἀφοῦ χορτάσῃς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ γύρισε πρὸς τὸν Κύριό σου καὶ πές: «Ἐπειδή, Κύριέ μου, δὲν μπορῶ μυστηριωδῶς νὰ σὲ δεχθῶ τὴν ἡμέρα αὐτή, κάνε ἐσύ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ ἄκτιστη δύναμις, νὰ σὲ δεχθῶ ἐπάξια τώρα πνευματικὰ καὶ κάθε ὥρα καὶ κάθε ἡμέρα δίνοντάς μου νέα δύναμι καὶ χάρι ἐναντίον ὅλων μου τῶν ἐχθρῶν, καὶ μάλιστα ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους τοῦ ἐχθροῦ στὸ ὁποῖο ἐναντιώνομαι καὶ κάνω πόλεμο μὲ τὴν βοήθειά σου (3).

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

1. Διότι ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετὲς μὲ τὴν ὁμοιότητα ποὺ ἔχουν πρὸς τὸν Θεὸ κάνουν τὸν ἐνάρετο ἄνθρωπο ἱκανὸ στὸ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεό, δὲν τὸν ἑνώνουν ὅμως. Ἡ Νοερὰ ὅμως προσευχὴ ἔχει τέτοια δύναμι καὶ νὰ ἑνώνῃ μὲ τὸν Θεὸ (βλέπε καὶ στό με´ κεφάλαιο). Καὶ κατὰ κάποιον τρόπο οἱ ἄλλες ἀρετὲς μοιάζουν μὲ τὰ ὄργανα ποὺ ἰσιάζουν καὶ προσαρμόζουν δυὸ σανίδια, ἐνῷ ἡ προσευχὴ παρομοιάζει μὲ τὴν κόλλα, ποὺ ἑνώνει αὐτὰ τὰ ταιριαστὰ σανίδια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Γρηγόριος ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης εἶπε ὅτι «ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς ἱερουργεῖ τὴν ἀνάτασι καὶ ἕνωσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, διότι εἶναι σύνδεσμος τῶν λογικῶν κτισμάτων μὲ τὸν κτίστη» (Φιλοκαλία).

2. Ἀπὸ τὸ ρητὸ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος συμπεραίνει ὅτι ὅποιος ἐργάζεται τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, δὲν δέχεται μόνο τὸν Κύριο στὴν ψυχή του, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὸν δέχεται καὶ τὸν Πατέρα ποὺ εἶναι μαζί του καὶ τὸ ἀχώριστο ἀπὸ αὐτὸν Ἅγιο Πνεῦμα. Γενιὰ δέχεται μέσα του ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ γίνεται κατοικία της (κεφ. οα´ τῆς β´ ἑκατοεντ.).

3. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι θέλουν πολὺ συχνὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ δεχθοῦν τὴν μυστηριώδη Θεία Κοινωνία, δηλαδὴ νὰ μεταλαμβάνουν τὸν Χριστὸ ποὺ βρίσκεται μέσα στὰ Μυστήρια, ἢ διότι βρίσκονται σὲ τόπο ἔρημο ὅπου δὲν ὑπάρχουν οὔτε ἱερεῖς οὔτε θυσιαστήριο καὶ ἐκκλησία: ἢ βρίσκονται στὸν κόσμο ἐμποδίζονται ὅμως ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ὄχι γιὰ κανένα τους σφάλμα, ἀλλὰ γιὰ τὴν διεστραμμένη καὶ πονηρὴ συνήθεια ποὺ ἐπικρατεῖ, αὐτοὶ λέγω, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν καὶ θέλουν νὰ δεχθοῦν μυστηριακὰ τὸν Χριστὸ μέσα τους, ἀλλὰ γιὰ ὅσα λέχθηκαν καὶ γιὰ ἄλλους λόγους δὲν μποροῦν, ἂς δέχωνται τὸ Χριστὸ μέσα τους νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέγει ὁ Νικόλαος ὁ Καβάσιλας στὴν ἑρμηνεία τῆς Λειτουργίας (κεφ. μβ´), διότι ὁ Χριστὸς ποὺ βρίσκεται στὰ μυστήρια νοερὰ καὶ χωρὶς νὰ φαίνεται καὶ ἀόρατα τοὺς μεταδίδει τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει ὁ ἴδιος.