.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Eίμαστε παραβάτες...

«Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» (Λουκ. 18,21)

Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι καταλαβαίνουμε, ὅτι δὲν πηγαίνουμε καθόλου καλά· ὅτι κάτι κακό, κάτι φοβερό, κάτι τρομερό, θὰ συμβῇ στὶς ἡμέρες μας· ὅτι θὰ συμβοῦν ἐ­κεῖνα ὅλα ποὺ λέει ἡ ἁγία καὶ ἱερὰ Ἀποκάλυψις. Γιατί; Διότι ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παραβαίνουμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, παραβαίνουμε τὶς ἐντολές του. Ὄχι πλέον τὶς μικρὲς ἐν­τολές, ἀλλὰ παραβαίνουμε τὶς μεγάλες ἐντολές, τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, αὐτὲς ἀκρι­βῶς ποὺ ἐφύλαξε ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, τὶς ἐντολὲς αὐ­τές· τὸ «μὴ μοιχεύσῃς», «μὴ φονεύσῃς», «μὴ κλέψῃς», «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ. 18,20). Καὶ μόνο ὡς πρὸς αὐ­τὲς τὶς ἐντολὲς ἐὰν ἐξετάσουμε σήμερα τὸν κόσμο, θὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε σὲ μεγάλη ἀταξία.
ὸ «Μὴ μοιχεύσῃς»; Σήμερα πλέον ἡ ἐν­τολὴ αὐτὴ δὲν τηρεῖται καθὼς πρέπει. Ἐνῷ ἄλλοτε, ὅπως ἔχουμε πεῖ χίλιες φορές, τὸ δι­αζύγιο ἦταν ἀνύπαρκτο καὶ ἄγνωστο, τώρα τὰ διαζύγια βγαίνουν ντουζίνες – ντουζίνες ἀπὸ τὰ δικαστήρια. Τώρα ἀλλάζει ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα εὐκολώτερα ἀπὸ ὅ,τι ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του καὶ ἡ γυναίκα ἀλλάζει τὸν ἄντρα εὐκολώτερα ἀπὸ ὅ,τι ἀλλάζει τὴ ρόμπα της. Καταντήσαμε σὲ τέτοιο σημεῖο. Τὸ «οὐ μοιχεύσεις» λοιπὸν ὡς ἐντολὴ κατεπατήθη.
Τὸ «Μὴ φονεύσῃς»; Κάθε μέρα ἡ ἐφημερίδα στάζει αἷμα. Ἄλλοτε ἕνας φόνος γινόταν σὲ κάποιο χωριό, καὶ ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔ­κλαιγαν ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια· οἱ ἄν­θρωποι συγκλονίζονταν καὶ πενθοῦσαν· μὲ τὸ νὰ σκοτωθῇ ἄνθρωπος θεωροῦσαν ὅτι μαγαρίστηκε ὅλο τὸ χωριό. Τώρα μολύνεται καθη­μερινῶς ἀπὸ αἷμα ὅλη ἡ Ἑλλάδα, καὶ καν­είς δὲν συγκινεῖται.
Τὸ «Μὴ κλέψῃς»; Τὸ σβήσαμε. 
Ἄλλοτε, χρυ­σάφι νά ᾽τρεχε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἅ­πλωνε τὸ χέρι του νὰ τὸ πάρῃ· κι ἂν κάποιος ἄλλος τὸ ἅ­πλωνε, αὐτὸς δὲν ἄγγιζε τὸ κλεμμένο· τὸ θεωροῦσε κατάρα νὰ οἰκειοποιηθῇ ξένο πρᾶγμα. Ἐνῷ τώρα, χέρια γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλὸ δὲν ἔχουμε, χέρια γιὰ νὰ ἐλεήσουμε τὸ φτωχὸ δὲν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ὄχι δύο ἀλλὰ ἑκατὸν πενήντα χέρια προκειμένου ν᾽ ἁρπάξουμε καὶ νὰ κλέψουμε τὴν περιουσία τοῦ ἄλλου.
Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸ «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», τώρα πιὰ ὁ σεβασμὸς στοὺς γονεῖς ἔσβησε κι ἀκοῦμε νὰ ὑψώνων­ται χέρια ποὺ χτυποῦν μανάδες καὶ πατεράδες. 
Σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ λοιπόν, ποὺ δὲν τηροῦνται ὄχι οἱ μικρὲς ἀλλ᾽ οὔτε οἱ μεγάλες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, εἶ­νε ἑπόμενο νὰ συμβοῦν ἐκεῖνα ποὺ λέει ἡ ἱ­ερὰ Ἀποκάλυψις· εἶνε ἑπόμενο νὰ περιμένου­με κάτι τρομερὸ νὰ συμβῇ ἐπάνω στὸν κόσμο, ὅπως συνέβη στὴν ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας, ὅπως συνέβη στὶς ἡ­μέρες τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ Νῶε ἢ σὲ ἄλ­λες μεγάλες καὶ κρίσιμες στιγμὲς τῆς ἀνθρωπότητος.
Τόσο πολὺ ἔχει προχωρήσει ἡ ἀσέβειά μας, ὥστε μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐμεῖς γίναμε χει­ρότεροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Καὶ ἐνῷ τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐφώτισαν τὸν προχριστιανικὸ κόσμο καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολα­τρί­ας, ἐμεῖς δείχνουμε νὰ ξαναγυρίζουμε στὸ σκο­τάδι, τὸ μεγάλο σκοτάδι ποὺ ζοῦσε ὁ ἀρ­χαῖ­ος κόσμος, ὑποδουλωμένος «ὑπὸ τὰ στοιχεῖα, τοῦ κόσμου» (Γαλ. 4,3), σκλαβωμένος μέσα σὲ προλήψεις καὶ πλάνες, στὶς ψευδεῖς ἰδέες ποὺ εἶ­χαν τότε περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι βέβαια, ἂν καὶ αὐτὸ ποὺ πίστευαν ἦταν ψέμα, τὸ πίστευαν πάντως· τοὐ­λά­χιστον δὲν βλα­στημοῦ­σαν τοὺς θεούς τους. 
Ἂς ἦταν ὁ θεός τους μιὰ πέ­τρα, ἕνας βράχος, ὅ,τι νά ᾽ταν, δὲν τὸν βλαστη­μοῦσαν· δὲν τολμοῦσε κανεὶς σὲ χώρα τῆς εἰ­δωλολα­τρίας νὰ θίξῃ τὰ εἴδωλα. Ἐνῷ ἐ­μεῖς τώρα τί κάνουμε; Ἀφρίζουν ἀ­πὸ τὶς βλαστήμιες τὰ στόματα «χριστι­ανῶν», ἀνθρώπων βαπτισμένων στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε ἢ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες;
Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ ἔχουν λυσσάξει, βγά­ζουν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ δαγκώνουν τὸ χέρι ἀκόμη καὶ τοῦ κυρίου τους; Ὅπως λοι­πὸν τὰ λυσσασμένα σκυλιὰ δὲν ἀναγνω­ρίζουν τὸ ἀφεντικό τους, δὲν κάνουν διάκρισι ποιός εἶ­νε ἐχθρὸς καὶ ποιός εἶνε φίλος, ἔτσι κάνου­με στὴν ἐποχή μας μὲ τὴ βλασφημία καὶ ἀσέβεια πρὸς τὸν Εὐεργέτη μας. Γίναμε σκυλιὰ λυσσασμένα, ποὺ ἀφρίζουν, βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους ἀφρὸ τῆς κολάσεως· βλαστημοῦ­με τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια, δαγκώνουμε τὸ χέρι τοῦ εὐεργέτου μας Θεοῦ.
Σὲ μιὰ τέτοια λοιπὸν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, εἶνε ἑπόμενο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ὑποστοῦμε συμφορὰ ἄνευ προηγουμένου.
–Μά, θὰ πῆτε, τόσο ζοφερὰ λοιπὸν εἶνε τὰ πράγματα, τόσο σκοτεινά; Δὲν ὑπάρχει καμμιά ἐλ­πίδα, δὲν ὑπάρχει τρόπος διορθώσεως;
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, ἐλπίδα, ὑπάρχει τρό­πος νὰ σωθοῦμε. Καὶ ποιός εἶνε ὁ τρόπος; Μετάνοια! Ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, ὅλοι ἀνεξαιρέτως νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐ­πιστρέψουμε στὸ Θεό. Μποροῦμε νὰ σωθοῦ­με, ἐὰν καὶ στὴν ἐποχή μας ἀκουστῇ ἀπὸ τὸν ἄμβωνα κήρυγμα μετανοίας καὶ στὰ ἐξομολογητήρια σημειωθῇ κῦμα μετανοίας. Στὶς πόλεις καὶ στὴν ἐπαρχία, στὰ παλάτια καὶ στὶς καλύβες, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, στὴ στεριὰ καὶ στὰ νησιά, στὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, αὐτὸ τὸ μήνυμα πρέπει μέρα – νύχτα νὰ διακηρύσσεται. Ἂν ἐξουσιάζαμε τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, τὴ με­τάνοια θὰ σαλπίζαμε. 
Για­τὶ τώρα τὰ μέσα, ἐνῷ ἄλλα θὰ ἔπρεπε νὰ μεταδίδουν, μεταδίδουν διαφθορά. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι φοβοῦμαι πὼς θὰ πάθουμε κ᾽ ἐ­μεῖς ὅπως τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα· τραγουδοῦσαν ἐρωτικὰ τραγούδια ἐκεῖ, ἁμάρταναν ἀσύστολα, γλεντοῦσαν καὶ διασκέδαζαν, καὶ ξα­φνικὰ ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐ­ρανοῦ, ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι, καὶ πάγωσε στὸ στόμα τὸ τραγούδι. Ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς.
Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἡ τηλεόρασί μας νὰ μὴν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ φωνάζουν· «Ἕλ­ληνες, μετανοεῖτε! μετανοεῖτε πλούσιοι, μετανοεῖτε ἐργάτες, μετανοεῖτε κυβερνῆτες, μετανοεῖτε παπᾶδες, ὅλοι μετανοεῖτε»· ὁ κόσμος ὅλος νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Θεό. Μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ.
Γι᾽ αὐτὸ στὸ ἔργο τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεὸ πρέπει νὰ ἐργασθῇ κυρίως ἡ Ἐκκλησία· σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο, τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό, πρέπει νὰ δουλέψου­με· αὐτὸ εἶνε τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶνε νὰ μαζεύῃ λεπτά, δὲν εἶνε παγκάρι ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶνε μπεζαχτᾶς· εἶνε μιὰ μεγάλη ἀποστολή.
Σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο πρέπει νὰ ἐργαστοῦμε ὅλοι· ὄχι μόνο ἐμεῖς οἱ κληρικοί, μὰ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ ἀ­κοῦτε τὰ λόγια αὐτά. Πρέπει νὰ ἐργασθῆτε γιὰ τὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ μας.
–Ἐγὼ δὲν εἶμαι παπᾶς ἢ δεσπότης ἢ καλόγερος, θὰ πῆτε· δὲν εἶμαι θεολόγος, δὲν εἶμαι ἱεροκήρυκας· τί νὰ κάνω ἐγώ; ν᾽ ἀνεβῶ στὸν ἄμ­βωνα, νὰ τρέξω σὲ χωριὰ καὶ πόλεις καὶ νὰ φωνάξω σὰν τὸν Ἰωνᾶ, ποὺ γύριζε στὴ Νινευὴ καὶ ἔλεγε «Μετανοεῖτε, δι­ότι ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰωνᾶ 3,4); Ἐμεῖς τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;…
Τὴν ἀπάντησι σ᾽ αὐτὸ δίνουν οἱ ἅγιοι ἄν­θρωποι ποὺ ἔζησαν ἐδῶ στὴ γῆ. 
Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίνει μία γυναί­κα ποὺ ἑορτάζει τὴν περίδο αὐτή. Ἡ γυναίκα αὐτὴ δείχνει τί μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνῃ. Ἂν πιστεύῃς στὸ Θεό, ἂν γνώ­ρισες τὸ ἅγιο θέλημά του, ἂν ἔχῃς μέσα στὴν καρδιά σου τὸ Χριστό, μὴν κρύψῃς αὐτὸ τὸ θη­σαυρό· ἔχεις χρέος νὰ τὸν μεταδώσῃς. 
Εἶνε ἀ­νάγκη αὐτό, ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη τῶν καιρῶν μας. Καὶ σ᾽ αὐτὸ μποροῦν νὰ βοηθήσουν ὅλοι· ἀκόμα καὶ μιὰ γυναίκα μπορεῖ νὰ συν­τελέσῃ στὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν ἀν­θρώπων.
Ἀπόδειξις, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἱ­εροκήρυκες καὶ οἱ θεολόγοι, ὄχι μόνο κληρικοὶ καὶ μοναχοί, μποροῦν νὰ κηρύ­ξουν μετάνοια και νὰ ἐπιστρέψουν ψυχὲς στὸ Θεό, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ μιὰ γυναίκα μπορεῖ νὰ γί­νῃ ἱεραπό­στολος καὶ νὰ σώσῃ ψυχές, εἶνε – ποιός; ἡ ἁ­γία Αἰκατερίνη ποὺ ἑορτάζει τὴν περίοδο αὐ­τή. Δὲν ἦταν δεσπότης, δὲν ἦταν παπᾶς, δὲν ἦταν θεολόγος. 
Τί ἦταν; Μιὰ κόρη. Δὲν ἦ­ταν φτειαγμένη ἀπὸ ἄλλη πάστα· ἄνθρωπος ἦταν ὅπως εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ, μὲ ἀνάγ­κες ὑλικές· ἀλλὰ μέσα της εἶχε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πόσο κόσμο ἔσωσε!
Αὐτὴν ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σπυρίδωνος 
Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τὴν 25-11-1962 τὸ πρωί.