«Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» (Λουκ. 18,21)
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι καταλαβαίνουμε, ὅτι δὲν πηγαίνουμε καθόλου καλά· ὅτι κάτι κακό, κάτι φοβερό, κάτι τρομερό, θὰ συμβῇ στὶς ἡμέρες μας· ὅτι θὰ συμβοῦν ἐκεῖνα ὅλα ποὺ λέει ἡ ἁγία καὶ ἱερὰ Ἀποκάλυψις. Γιατί; Διότι ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παραβαίνουμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, παραβαίνουμε τὶς ἐντολές του. Ὄχι πλέον τὶς μικρὲς ἐντολές, ἀλλὰ παραβαίνουμε τὶς μεγάλες ἐντολές, τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, αὐτὲς ἀκριβῶς ποὺ ἐφύλαξε ὁ νεανίσκος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Ἀκούσαμε, ἀγαπητοί μου, τὶς ἐντολὲς αὐτές· τὸ «μὴ μοιχεύσῃς», «μὴ φονεύσῃς», «μὴ κλέψῃς», «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς», «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ. 18,20). Καὶ μόνο ὡς πρὸς αὐτὲς τὶς ἐντολὲς ἐὰν ἐξετάσουμε σήμερα τὸν κόσμο, θὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε σὲ μεγάλη ἀταξία.
ὸ «Μὴ μοιχεύσῃς»; Σήμερα πλέον ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δὲν τηρεῖται καθὼς πρέπει. Ἐνῷ ἄλλοτε, ὅπως ἔχουμε πεῖ χίλιες φορές, τὸ διαζύγιο ἦταν ἀνύπαρκτο καὶ ἄγνωστο, τώρα τὰ διαζύγια βγαίνουν ντουζίνες – ντουζίνες ἀπὸ τὰ δικαστήρια. Τώρα ἀλλάζει ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα εὐκολώτερα ἀπὸ ὅ,τι ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του καὶ ἡ γυναίκα ἀλλάζει τὸν ἄντρα εὐκολώτερα ἀπὸ ὅ,τι ἀλλάζει τὴ ρόμπα της. Καταντήσαμε σὲ τέτοιο σημεῖο. Τὸ «οὐ μοιχεύσεις» λοιπὸν ὡς ἐντολὴ κατεπατήθη.
Τὸ «Μὴ φονεύσῃς»; Κάθε μέρα ἡ ἐφημερίδα στάζει αἷμα. Ἄλλοτε ἕνας φόνος γινόταν σὲ κάποιο χωριό, καὶ ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔκλαιγαν ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια· οἱ ἄνθρωποι συγκλονίζονταν καὶ πενθοῦσαν· μὲ τὸ νὰ σκοτωθῇ ἄνθρωπος θεωροῦσαν ὅτι μαγαρίστηκε ὅλο τὸ χωριό. Τώρα μολύνεται καθημερινῶς ἀπὸ αἷμα ὅλη ἡ Ἑλλάδα, καὶ κανείς δὲν συγκινεῖται.
Τὸ «Μὴ κλέψῃς»; Τὸ σβήσαμε.
Ἄλλοτε, χρυσάφι νά ᾽τρεχε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἅπλωνε τὸ χέρι του νὰ τὸ πάρῃ· κι ἂν κάποιος ἄλλος τὸ ἅπλωνε, αὐτὸς δὲν ἄγγιζε τὸ κλεμμένο· τὸ θεωροῦσε κατάρα νὰ οἰκειοποιηθῇ ξένο πρᾶγμα. Ἐνῷ τώρα, χέρια γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλὸ δὲν ἔχουμε, χέρια γιὰ νὰ ἐλεήσουμε τὸ φτωχὸ δὲν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ὄχι δύο ἀλλὰ ἑκατὸν πενήντα χέρια προκειμένου ν᾽ ἁρπάξουμε καὶ νὰ κλέψουμε τὴν περιουσία τοῦ ἄλλου.
Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸ «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», τώρα πιὰ ὁ σεβασμὸς στοὺς γονεῖς ἔσβησε κι ἀκοῦμε νὰ ὑψώνωνται χέρια ποὺ χτυποῦν μανάδες καὶ πατεράδες.
Σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ λοιπόν, ποὺ δὲν τηροῦνται ὄχι οἱ μικρὲς ἀλλ᾽ οὔτε οἱ μεγάλες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, σὲ μιὰ τέτοια ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, εἶνε ἑπόμενο νὰ συμβοῦν ἐκεῖνα ποὺ λέει ἡ ἱερὰ Ἀποκάλυψις· εἶνε ἑπόμενο νὰ περιμένουμε κάτι τρομερὸ νὰ συμβῇ ἐπάνω στὸν κόσμο, ὅπως συνέβη στὴν ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας, ὅπως συνέβη στὶς ἡμέρες τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ Νῶε ἢ σὲ ἄλλες μεγάλες καὶ κρίσιμες στιγμὲς τῆς ἀνθρωπότητος.
Τόσο πολὺ ἔχει προχωρήσει ἡ ἀσέβειά μας, ὥστε μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Καὶ ἐνῷ τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐφώτισαν τὸν προχριστιανικὸ κόσμο καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, ἐμεῖς δείχνουμε νὰ ξαναγυρίζουμε στὸ σκοτάδι, τὸ μεγάλο σκοτάδι ποὺ ζοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ὑποδουλωμένος «ὑπὸ τὰ στοιχεῖα, τοῦ κόσμου» (Γαλ. 4,3), σκλαβωμένος μέσα σὲ προλήψεις καὶ πλάνες, στὶς ψευδεῖς ἰδέες ποὺ εἶχαν τότε περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι βέβαια, ἂν καὶ αὐτὸ ποὺ πίστευαν ἦταν ψέμα, τὸ πίστευαν πάντως· τοὐλάχιστον δὲν βλαστημοῦσαν τοὺς θεούς τους.
Ἂς ἦταν ὁ θεός τους μιὰ πέτρα, ἕνας βράχος, ὅ,τι νά ᾽ταν, δὲν τὸν βλαστημοῦσαν· δὲν τολμοῦσε κανεὶς σὲ χώρα τῆς εἰδωλολατρίας νὰ θίξῃ τὰ εἴδωλα. Ἐνῷ ἐμεῖς τώρα τί κάνουμε; Ἀφρίζουν ἀπὸ τὶς βλαστήμιες τὰ στόματα «χριστιανῶν», ἀνθρώπων βαπτισμένων στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε ἢ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες;
Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ ἔχουν λυσσάξει, βγάζουν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ δαγκώνουν τὸ χέρι ἀκόμη καὶ τοῦ κυρίου τους; Ὅπως λοιπὸν τὰ λυσσασμένα σκυλιὰ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ ἀφεντικό τους, δὲν κάνουν διάκρισι ποιός εἶνε ἐχθρὸς καὶ ποιός εἶνε φίλος, ἔτσι κάνουμε στὴν ἐποχή μας μὲ τὴ βλασφημία καὶ ἀσέβεια πρὸς τὸν Εὐεργέτη μας. Γίναμε σκυλιὰ λυσσασμένα, ποὺ ἀφρίζουν, βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους ἀφρὸ τῆς κολάσεως· βλαστημοῦμε τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια, δαγκώνουμε τὸ χέρι τοῦ εὐεργέτου μας Θεοῦ.
Σὲ μιὰ τέτοια λοιπὸν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, εἶνε ἑπόμενο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ν᾽ ἀνοίξουν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ὑποστοῦμε συμφορὰ ἄνευ προηγουμένου.
–Μά, θὰ πῆτε, τόσο ζοφερὰ λοιπὸν εἶνε τὰ πράγματα, τόσο σκοτεινά; Δὲν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα, δὲν ὑπάρχει τρόπος διορθώσεως;
Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, ἐλπίδα, ὑπάρχει τρόπος νὰ σωθοῦμε. Καὶ ποιός εἶνε ὁ τρόπος; Μετάνοια! Ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, ὅλοι ἀνεξαιρέτως νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Μποροῦμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν καὶ στὴν ἐποχή μας ἀκουστῇ ἀπὸ τὸν ἄμβωνα κήρυγμα μετανοίας καὶ στὰ ἐξομολογητήρια σημειωθῇ κῦμα μετανοίας. Στὶς πόλεις καὶ στὴν ἐπαρχία, στὰ παλάτια καὶ στὶς καλύβες, στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια, στὴ στεριὰ καὶ στὰ νησιά, στὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, αὐτὸ τὸ μήνυμα πρέπει μέρα – νύχτα νὰ διακηρύσσεται. Ἂν ἐξουσιάζαμε τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, τὴ μετάνοια θὰ σαλπίζαμε.
Γιατὶ τώρα τὰ μέσα, ἐνῷ ἄλλα θὰ ἔπρεπε νὰ μεταδίδουν, μεταδίδουν διαφθορά. Γι᾽ αὐτὸ εἶπα ὅτι φοβοῦμαι πὼς θὰ πάθουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα· τραγουδοῦσαν ἐρωτικὰ τραγούδια ἐκεῖ, ἁμάρταναν ἀσύστολα, γλεντοῦσαν καὶ διασκέδαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι, καὶ πάγωσε στὸ στόμα τὸ τραγούδι. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς.
Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε τὸ ῥαδιόφωνο καὶ ἡ τηλεόρασί μας νὰ μὴν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ φωνάζουν· «Ἕλληνες, μετανοεῖτε! μετανοεῖτε πλούσιοι, μετανοεῖτε ἐργάτες, μετανοεῖτε κυβερνῆτες, μετανοεῖτε παπᾶδες, ὅλοι μετανοεῖτε»· ὁ κόσμος ὅλος νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Θεό. Μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ.
Γι᾽ αὐτὸ στὸ ἔργο τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεὸ πρέπει νὰ ἐργασθῇ κυρίως ἡ Ἐκκλησία· σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο, τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό, πρέπει νὰ δουλέψουμε· αὐτὸ εἶνε τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶνε νὰ μαζεύῃ λεπτά, δὲν εἶνε παγκάρι ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶνε μπεζαχτᾶς· εἶνε μιὰ μεγάλη ἀποστολή.
Σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο πρέπει νὰ ἐργαστοῦμε ὅλοι· ὄχι μόνο ἐμεῖς οἱ κληρικοί, μὰ κ᾽ ἐσεῖς ποὺ ἀκοῦτε τὰ λόγια αὐτά. Πρέπει νὰ ἐργασθῆτε γιὰ τὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ μας.
–Ἐγὼ δὲν εἶμαι παπᾶς ἢ δεσπότης ἢ καλόγερος, θὰ πῆτε· δὲν εἶμαι θεολόγος, δὲν εἶμαι ἱεροκήρυκας· τί νὰ κάνω ἐγώ; ν᾽ ἀνεβῶ στὸν ἄμβωνα, νὰ τρέξω σὲ χωριὰ καὶ πόλεις καὶ νὰ φωνάξω σὰν τὸν Ἰωνᾶ, ποὺ γύριζε στὴ Νινευὴ καὶ ἔλεγε «Μετανοεῖτε, διότι ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰωνᾶ 3,4); Ἐμεῖς τί μποροῦμε νὰ κάνουμε;…
Τὴν ἀπάντησι σ᾽ αὐτὸ δίνουν οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ποὺ ἔζησαν ἐδῶ στὴ γῆ.
Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίνει μία γυναίκα ποὺ ἑορτάζει τὴν περίδο αὐτή. Ἡ γυναίκα αὐτὴ δείχνει τί μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνῃ. Ἂν πιστεύῃς στὸ Θεό, ἂν γνώρισες τὸ ἅγιο θέλημά του, ἂν ἔχῃς μέσα στὴν καρδιά σου τὸ Χριστό, μὴν κρύψῃς αὐτὸ τὸ θησαυρό· ἔχεις χρέος νὰ τὸν μεταδώσῃς.
Εἶνε ἀνάγκη αὐτό, ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη τῶν καιρῶν μας. Καὶ σ᾽ αὐτὸ μποροῦν νὰ βοηθήσουν ὅλοι· ἀκόμα καὶ μιὰ γυναίκα μπορεῖ νὰ συντελέσῃ στὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπόδειξις, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἱεροκήρυκες καὶ οἱ θεολόγοι, ὄχι μόνο κληρικοὶ καὶ μοναχοί, μποροῦν νὰ κηρύξουν μετάνοια και νὰ ἐπιστρέψουν ψυχὲς στὸ Θεό, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ μιὰ γυναίκα μπορεῖ νὰ γίνῃ ἱεραπόστολος καὶ νὰ σώσῃ ψυχές, εἶνε – ποιός; ἡ ἁγία Αἰκατερίνη ποὺ ἑορτάζει τὴν περίοδο αὐτή. Δὲν ἦταν δεσπότης, δὲν ἦταν παπᾶς, δὲν ἦταν θεολόγος.
Τί ἦταν; Μιὰ κόρη. Δὲν ἦταν φτειαγμένη ἀπὸ ἄλλη πάστα· ἄνθρωπος ἦταν ὅπως εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ, μὲ ἀνάγκες ὑλικές· ἀλλὰ μέσα της εἶχε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πόσο κόσμο ἔσωσε!
Αὐτὴν ἂς μιμηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σπυρίδωνος
Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τὴν 25-11-1962 τὸ πρωί.