MΕ ΤΙ λόγια ν’ αρχίσω τον θρήνο μου;
Ποιάν από τις θλιβερές μου σκέψεις να διατυπώσω πρώτη; Όλες τους είναι εξίσου βαριές.
Η καθεμιά, όταν έρχεται στον νου μου, μου φαίνεται πώς είναι ή πιο βαριά. Η καθεμιά, όταν τρυπά και διαπερνά την καρδιά μου, μου φαίνεται πώς είναι η πιο οδυνηρή. Στο στήθος μου στριμώχνονται οι στεναγμοί. Πασχίζουν να βγουν έξω, ξεπερνώντας όο ένας τον άλλο, μα κάνουν πάλι πίσω, προξενώντας μου μεγάλη ταραχή.
Να γυρίσω τον νου μου στις μέρες που πέρασαν; Είναι μια αλυσίδα από πλάνες, μια αλυσίδα από αμαρτίες, μια αλυσίδα από πτώσεις! Να κοιτάξω μπροστά, στο κομμάτι της ζωής πού ακόμα μου ανήκει, στο στάδιο του επίγειου ταξιδιού μου; Φρίκη με κυριεύει! Τη φρίκη την προκαλεί η αδυναμία μου, που μου την αποδεικνύουν αναρίθμητες εμπειρίες.
Να παρατηρήσω την ψυχή μου; Δεν θα δω τίποτα το παρήγορο σ’ αυτήν. Όλη είναι πληγωμένη από την αμαρτία. Δεν υπάρχει αμάρτημα πού να μην το έχει κάνει, δεν υπάρχει παράβαση πού να μην την έχει σημαδέψει!
Αχ, σώμα μου, φτωχό μου σώμα!
Αισθάνομαι τη δυσοσμία της φθοράς σου. «Αυτό πού είναι φθαρτό δεν μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία». Ο προορισμός σου είναι, μετά τον θάνατο, η φυλακή του τάφου και μετά την ανάσταση, η φυλακή του άδη! Τί περιμένει την ψυχή μου μετά τον χωρισμό της από το σώμα; Καλά θα ήταν, αν βρισκόταν κοντά της ένας άγγελος ειρηνικός και φωτεινός, που θα την έπαιρνε και θα την ανέβαζε στα παραδεισένια σκηνώματα.
Αλλά γιατί να την επισκεφθεί άγγελος; Ποιάν αρετή θα βρει σ’ αυτήν, ποιάν εργασία αντάξια των κατοίκων του ουρανού; Όχι! Μάλλον θα την περικυκλώσουν στρατιές από ζοφερούς δαίμονες, αγγέλους πεσμένους, πού θα της μοιάζουν στην πτώση, στις αμαρτωλές τάσεις, στο αντίθεο θέλημα. Θα την αρπάξουν και θα την τραβήξουν στη δική τους κατοικία της παντοτινής και απόλυτης θλίψεως, του αιώνιου σκοταδιού, της άσβεστης φωτιάς, των αδιάκοπων βασάνων, των ατέλειωτων στεναγμών.
Έτσι βλέπω τον εαυτό μου και θρηνώ. Άλλοτε τα δάκρυα, δάκρυα πενιχρά, δάκρυα όμοια με δροσοσταλίδες, σκεπάζουν ήρεμα τις κόρες των ματιών μου. Άλλοτε ολόκληρο ποτάμι από δάκρυα κυλά στα μάγουλα μου, βρέχοντας τα ρούχα ή το κρεβάτι μου. Άλλοτε, πάλι, τα δάκρυα στεγνώνουν εντελώς, κι ένας πονεμένος θρήνος απλώνεται στην ψυχή. Κλαίω τότε με τον νου, κλαίω με την καρδιά, κλαίω με το σώμα, κλαίω μ’ όλη μου την ύπαρξη. Θρηνούν τότε -έτσι αισθάνομαι- όχι μόνο το στήθος, μα όλα τα μέλη μου. Μ’ έναν τρόπο περίεργο και ανεξήγητο, συμμετέχουν κι αυτά στον θρήνο, υποφέρουν κι αυτά από τον θρήνο.
Αχ, ψυχή μου! Προτού έρθει η αποφασιστική και αναπόφευκτη ώρα του περάσματος σου στην αιωνιότητα, νοιάσου για σένα! Πλησίασε τον Κύριο και μείνε κοντά Του με την ειλικρινή και διαρκή μετάνοια, με μια ζωή ευλαβική, σύμφωνη με τις πανάγιες εντολές Του.
Ο Κύριος είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος. Δέχεται όλους όσοι προσφεύγουν κοντά Του. Καθαρίζει τις αμαρτίες των αμαρτωλών. Θεραπεύει τις χρόνιες πληγές, ακόμα και τις μολυσμένες ή θανάσιμες. Χαρίζει τη μακαριότητα σ’ όλους όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν και Τον ακολουθούν. Συλλογίσου την επίγεια διαδρομή σου από το ξεκίνημα της.
Αναλογίσου τις μεγάλες ευεργεσίες πού δέχτηκες από τον Θεό. Απόθεσε, λοιπόν, στα χέρια Του τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη. Φύτεψε το άγιο θέλημα Του μέσα σου κι άφησε το να ριζώσει. Υποτάξου στις πανάγαθες και πάνσοφες βουλές Του.
Όπως επισημαίνει ο απόστολος, «αν αρχίζαμε με την εξέταση του εαυτού μας, δεν θα επισύραμε την τιμωρία του Θεού». Κανένας, μα κανένας πριν από τη δημιουργία μου δεν μεσολάβησε στον Δημιουργό μου, για να με φέρει με μια παντοδύναμη προσταγή Του από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Ο μοναδικός μεσολαβητής στον Θεό ήταν η δική Του αιώνια χάρη.
Γεννήθηκα χωρίς να ξέρω ότι υπάρχω, άρχισα να υπάρχω σαν ανύπαρκτος.
Αλίμονο!
Γεννήθηκα πεσμένος κι άρχισα να ζω ήδη νεκρός. «Μέσα στις ανομίες με συνέλαβε και μέσα στον θάνατο της αμαρτίας με γέννησε η μητέρα μου». Η ζωή και ο θάνατος μαζί ήταν η αρχή της υπάρξεως μου. Δεν ήξερα, καθόλου δεν καταλάβαινα ότι ζούσα. Δεν καταλάβαινα ότι, μολονότι ζούσα, ήμουνα νεκρός. Δεν καταλάβαινα ότι, μονολότι υπήρχα, βάδιζα προς τη φθορά.
Τί μυστήριο! Ο άνθρωπος να γεννιέται μέσα στην αμαρτία; Να είναι νεκρός πριν καν ζήσει;
Να είναι πεσμένος πριν καν βαδίσει; Να είναι αμαρτωλός πριν καν πράξει κάτι; Πώς γίνεται τα παιδιά από τις μήτρες των μητέρων τους να συμμετέχουν στην αμαρτία του προπάτορά μας ενώ τα χωρίζουν χιλιάδες χρόνια από εκείνον; Με δέος στέκεται ο νους μου μπροστά στις βουλές του Θεού. Δεν τις κατανοεί. Δεν τολμά να τις εξετάσει. Μόνο τις βλέπει και τις θαυμάζει, δοξολογώντας τον ασύλληπτο, τον αδιάγνωστο Θεό.
Θαρρείς και η γέννηση μου μέσα στην αμαρτία ήταν μια συμφορά μεγαλύτερη κι από την ίδια την ανυπαρξία!
Και πώς να μην το δει κανείς σαν συμφορά το να γεννηθεί για να θλίβεται στη σύντομη επίγεια ζωή, και μετά να βρίσκεται αιώνια στο σκοτάδι και τα βάσανα του άδη; Μεσολαβητές δεν έχω. Μόνος μου, πάλι, δεν έχω τη δύναμη να βγω από την άβυσσο της καταστροφής. Από κει θα με βγάλει η δεξιά του Θεού μου.
Εκείνος με γέννησε μέσω των γονέων μου. Εκείνος με αναγεννά με την ένσαρκη οικονομία Του, για να με σώσει. Εκείνος με πλένει από την ακαθαρσία της αμαρτίας. Εκείνος με ανακαινίζει με το νερό του Βαπτίσματος και με το Πνεύμα. Εκείνος δέχεται τις υποσχέσεις της πιστότητάς μου από τα χείλη του αναδόχου μου. Εκείνος επικαλείται για μένα το όνομά Του, με σφραγίζει με τη σφραγίδα Του, με κάνει μέτοχο της θεότητάς Του και κληρονόμο της βασιλείας Του. Θαύματα επιτελούνται σ’ έμενα, ευεργεσίες ανέκφραστες ξεχύνονται πάνω μου, τη στιγμή πού ό ίδιος δεν νιώθω τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν συνειδητοποιώ ούτε την ύπαρξη μου.
Με προστάτεψες, Κύριε μου, όταν ήμουν αδύναμο νήπιο! Τί Σου πρόσφερα εγώ, έτσι όπως ήμουνα φασκιωμένος, δίχως ικανότητα αντιλήψεως, δίχως ικανότητα αυτενέργειας; Πώς δέχτηκες τις υποσχέσεις μου; Κι αφού τις δέχτηκες, πώς μου έδωσες τα χαρίσματα Σου; Ως συμμετοχή στην αμαρτία του Αδάμ θα πρέπει να εννοηθεί εδώ η συμμετοχή όχι στην ενοχή της διαπράξεως του προπατορικού αμαρτήματος αλλά στις ολέθριες συνέπειες του.
Βλέπω την άπειρη αγαθότητα Σου και τα χάνω! Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έκανα όταν ήμουνα βρέφος λίγων ημερών: Σωπαίνοντας με τη γλώσσα και τον νου, Σου προσφέρω το παιδικό κλάμα μου, τα αυθόρμητα δάκρυα μου.
Και τί ανταπέδωσα στις τόσες ευεργεσίες πού δέχτηκα από Σένα, όταν ακόμα δεν μπορούσα να τις αντιληφθώ; Συνέχισα να μην τις αντιλαμβάνομαι, να μην τις γνωρίζω.
Τα μάτια μου στράφηκαν στον κόσμο. Νόμισα ότι σκοπός του άνθρωπου είναι οι επίγειες ασχολίες και ανάμεσα τους οι πρόσκαιρες απολαύσεις. Θάνατος για μένα δεν υπήρχε!
Η επίγεια ζωή μου φαινόταν αιώνια. Η σκέψη του θανάτου δεν είχε θέση στον νου μου.
Αιωνιότητα!… Το άπειρο μήκος της δεν χωράει στη ματιά μου!
Γνώριζα τα δόγματα και όλη τη διδασκαλία της αγίας Ανατολικής Εκκλησίας. Πίστευα σ’ αυτά. Μα η γνώση και η πίστη μου ήταν νεκρές. Σε τί συνίσταται η πτώση του άνθρωπου; Σε τί συνίσταται η σωτηρία του; Ποιά είναι τα σημεία τους και ποιες οι αποδείξεις τους; Δεν είχα γι’ αυτά καμιάν εμπειρική, ζωντανή γνώση. Ως εντολές του Θεού λογάριαζα μόνο τον Δεκάλογο της Παλαιάς Διαθήκης. Τις εντολές του Σωτήρα μου, τα πανάγια λόγια Του τα έβλεπα απλώς σαν μια ηθική διδασκαλία, η τήρηση της οποίας είναι ωφέλιμη και επαινετή αλλά όχι απαραίτητη. Έτσι η άφατη δωρεά της χάριτος, πού μου δόθηκε κατά το άγιο Βάπτισμα, ήταν τυλιγμένη, όπως το τάλαντο της ευαγγελικής παραβολής, στο μαντήλι της άγνοιας, ήταν θαμμένη βαθιά στη γή των μερίμνων και της αναζητήσεως των εφήμερων γνώσεων του εφήμερου κόσμου, ήταν σκεπασμένη από τη σκόνη των λογισμών της επιτυχίας, των στιγμιαίων απολαύσεων και της υποταγής στη ματαιότητα του σκοτεινού τούτου κόσμου.
(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ B ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)