.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ANEΠΙΘΥΜΗΤΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΠΑΝΗΓΥΡΤΖΙΔΕΣ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ



Τὰ μεγάλα συλλείτουργα καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν σημερινῶν δεσποτάδων δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

Θὰ μαζευτοῦν καὶ δεσποτάδες μὲ τὰ ἐγκόλπιά τους καὶ μὲ τὶς σπινθηροβολοῦσες μίτρες τους, θὰ μαζευτοῦν ὅλοι ἐπάνω ἐκεῖ. Ἔ, Χριστιανοί μου, σᾶς ἐνθουσιάζει αὐτὴ ἡ πανήγυρις; σᾶς ἐνθουσιάζουν αἱ στολαὶ αἱ λαμπραὶ τῶν παπάδων μας καὶ τὰ ῥαβδιὰ τὰ δεσποτικὰ καὶ τὰ στέμματα καὶ οἱ φωνὲς καὶ οἱ πανηγύρεις; Δὲν ξέρω.

Σᾶς κάνω μιὰ ὑπόθεσι μόνο. Φαντασθῆτε τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ εἶνε ὅλοι αὐτοὶ μαζεμένοι ἐκεῖ, νά ᾽ρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος· μὲ τὸ ῥαβδί του, χωρὶς νά ᾽χῃ μίτρες στὸ κεφάλι… Πώ πω! δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ μία μίτρα, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ μπαστούνια καὶ πολυτέλεια, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ αὐτοκίνητα πολυτελείας, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ διαταγὰς καὶ ἀστραπὰς καὶ βροντάς· δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο σὰν Ἀλῆ πασᾶ νὰ κυβερνᾷ τοὺς πιστούς. 
Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ ἔτσι τὸν Παῦλο· εἶνε μιὰ ἄρνησις τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἱερατείου μας.


Ἐὰν πραγματικῶς λοιπόν, μὲ ἀλεξίπτωτο τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεφτε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ οὐράνια κάτω στὴ γῆ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ἔλεγαν «Ὁ Παῦλος ὁ ἀπόστολος!», –ὤ τότε, ἀδελφοί μου– θὰ ἄλλαζε ὅλη αὐτὴ ἡ ψευδής σκηνοθεσία, ὅλο αὐτὸ τὸ φεστιβὰλ τὸ ὁποῖο ἑορτάζουνε ὅλοι αὐτοί οἱ ψαλτάδες, οἱ παπᾶδες μὲ τὰ λαμπρά τους ἄμφια, οἱ δεσποτάδες). Καὶ μόνον αὐτοί; Καὶ ἐμεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου· καὶ ὅλη ἡ Ἀθήνα, καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάδα, μὲ τὸ λαὸ καὶ τὸν κλῆρο της, μὲ τοὺς φτωχούς, μὲ τοὺς πλουσίους, μὲ τοὺς βασιλιᾶδες της. Ἐὰν μᾶς στύψῃς ὅπως στύβεις τὸ λεμόνι, ἂν μᾶς στύψῃς ὅλους (παπᾶδες, ψαλτάδες, δεσποτάδες, καλογέρους, ἀσκητάδες, ἱεροκήρυκας, θεολόγους), ἐὰν μᾶς στύψῃς ὅλους, τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου δὲν κάνουμε.
Ἄχ Χριστιανοί μου! Ἕνας Παῦλος ἦταν αὐτός –ὅταν τὸ σκέπτομαι κλαίω–, καὶ ἔγινε ἠλεκτρικὴ σκούπα καὶ καθάρισε τὴν Ἑλλάδα· ὀγδόντα δεσποτάδες, ἑκατὸ ἱεροκήρυκες, ὀκτὼ χιλιάδες παπᾶδες ἐμεῖς, καὶ ἡ Ἑλλάδα ἐβρώμισε. Πού, ἂν εἴχαμε Πνεῦμα Θεοῦ, θὰ εἴχαμε ἀνακαινίσει τὸν κόσμο ὅλο. Ἄχ Παῦλε, ἄχ Παῦλε!
Καὶ ἂν ἤρχετο ὄχι στὸ 53 μ.Χ. ποὺ ἦρθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ ἂν ἐρχόταν σήμερα στὸ «κλεινὸν ἄστυ» ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θὰ εἶχε καὶ σήμερα ἐχθρούς. Ἀλλὰ ἂς μὲ συχωρέσῃ ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτὴν τὴν πικρὰν ἀλήθεια ποὺ θὰ πῶ. Ἂν καὶ ξέρω ὅτι μέσα στὸ ἀκροατήριό μου ἔχω κατασκόπους οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν τὸ γνήσιο καὶ ἀποστολικὸ καὶ ῥιζοσπαστικὸ κήρυγμά μου, μιλῶ καθαρὰ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶνε ἂς προσπαθήσῃ νὰ μὲ διαψεύσῃ καὶ νὰ κατηγορήσῃ ὅ,τι θέλει. Ἐὰν ἐρχότανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀθήνα μέσα, στὴν Ἑλλάδα μέσα, οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί του, ποὺ δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες, οὔτε νὰ πιῇ ἕνα ποτήρι νερό, θὰ ἤτανε – ποιοί, ἀδελφοί μου; Δὲν τὸ λέτε· θὰ ἦταν οἱ δεσποτάδες.
Ὄχι ἀγαπητοί μου ὅλοι. Ὄχι ὅλοι, ἀλλὰ οἱ κακοὶ ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐδίωξαν ἕνα Μέγα Βασίλειο, ἕνα Χρυσόστομο καὶ ἀργότερα ἕνα Μέγα Ἀθανάσιο· οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, περὶ τῶν ὁποίων εἶπε ὁ Χρυσόστομος ὅτι «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων» (τίποτα δὲν φοβήθηκα ὅσο τοὺς ἐπισκόπους ἐκτὸς ἀπὸ μερικούς)
Οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες. Δὲν θὰ τολμοῦσε. Ποῦ νὰ πάῃ ὁ Παῦλος; Νὰ πάῃ στὸ Μεσολόγγι; Οἱ παράνομοι καὶ ἀντικανονικοὶ δεσποτάδες –γιατὶ θὰ εἶχε ἕνα ραβδὶ φωτιὰ καὶ λαύρα– θὰ τοῦ ἔλεγαν· «Ἐμεῖς ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι ἔχουμε ἱεροκήρυκας σπουδαίους καὶ μεγάλους». Θὰ πήγαινε στὰ Γιάννενα; «Ἔχουμε ἱεροκήρυκας». Θὰ πήγαινε στὸ Βόλο; «Ἔχουμε ἱεροκήρυκας». 
Ὅπου νὰ πήγαινε, δὲν θὰ μποροῦσε να σταθῇ. Εὐγενέστεροι ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι τὰ χρόνια ἐκεῖνα· τὸν ἀνεβάσανε ἐπάνω στὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου πάγου (βλ. Πράξ. 17,19 κ.ἑ.). 
Ἂν ἐρχόταν τώρα, ἡ δημοσία ἀσφάλεια θὰ τὸν συνελάμβανε ὡς ἐπικίνδυνο καὶ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε στὴν ἐξορία, δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες.

Ὤ θεομπαῖκτες, ὤ ὑποκριταί, ὢ φεστιβὰλ θρησκευτικό!… Ὅταν παρουσιαστῇ πνεῦμα τὸ ὁποῖον ἔχει σπινθῆρα ἀποστόλου Παῦλου, δὲν γίνεται δεκτός. Ἐντὸς ὀλίγου μέσα εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπάρχῃ θέσι [γι᾽ αὐτόν]. Ἐὰν κατισχύσῃ ἡ ἀνομία, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἁμαρτία, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. 
Κάθε τίμιος κληρικὸς ποὺ πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο, κάθε κληρικὸς μὲ παρρησία καὶ ἔλεγχο, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. Μέσα στὴν φαυλοκρατούμενη ἐκκλησία δὲν θά ᾽χουν θέσι οἱ τίμιοι ἄνθρωποι.
Ἀλλ᾽ ὦ Παῦλε ἀπόστολε. Ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὸ γένος μας, ἐλθὲ καὶ πάλι ἐν μέσῳ ἡμῶν. Παρηγόρησέ μας, ἐνίσχυσέ μας, δῶσε μας καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα μας. Καὶ τότε, τὰ βράχια θὰ τινάξουν ρόδα πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος