.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὅσοι κατέχονται ἀπό τήν ἁμαρτία εἶναι πιό ταλαίπωροι ἀπό τούς δαιμονισμένους.



Πολύ πιό σοβαρή καί φοβερή ὅμως εἶναι ἡ κατάληψη αὐτῶν πού, ὄντας ἐλεύθεροι σωματικά, ὑφίστανται ὡστόσο μία κατοχή πιό ὀλέθρια μέσα στήν ψυχή τους καί εἶναι αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν καί τῶν δαιμονικῶν ἡδονῶν.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται σέ τέτοια δουλεία καί λέει:
"Ἀπό ὅ,τι ἔχει ὁ ἄνθρωπος νικηθεῖ, σ' αὐτό κι ἔχει ὑπολουλωθεῖ" (Β' Πέτρ. 2, 19). Ἡ συμφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολύ πιό ἀπελπιστική, ἐπειδή, ὄντας ὑποχείριο τῶν δαιμόνων, δέν ἀντιλαμβάνονται οὔτε κάν τίς ἐφόδους πού αὐτοί τούς ἐξαπολύουν, ἀλλά οὔτε καί τήν τυρρανία πού ὑφίστανται.
Γνωρίζουμε ὄτι ἀκόμη καί στούς Ἁγίους συμβαίνει νά παραδίδεται τό σῶμα τους στόν Σατανά ἤ νά δοκιμάζονται ὑποφέροντας ἀπό βαριές ἀρρώστιες καί γιά τά πιό ἐλαφρά λάθη τους. Αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Φιλάνθρωπος καί Πανοικτίρμονας Θεός δέν θέλει νά βρεῖ σ' αὐτούς, τή μεγάλη ἡμέρα τῆς Κρίσης, οὔτε τό παραμικρό ψεγάδι, οὔτε καί τήν πιό μικρή κηλίδα. Φροντίαζει λοιπόν, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Προφήτη Του, νά καθαρίσει τή σκουριά τῶν ἁμαρτιῶν τους, ὥστε ὅπως τό χρυσό ἤ τό ἀσήμι πού περνάει ἀπό τό καμίνι, ἔτσι κι αὐτοί νά περάσουν καθαροί καί ἄμωμοι καί νά λάμψουν στή μακάρια αἰωνιότητα. 
Πάνω σ' αὐτό λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: 
"Θά σέ βάλω στή φωτιά γιά νά σέ καθαρίσω καί θά βγοῦν ὅλες οἱ προσμίξεις. Καί μετά θά κληθεῖς πόλη δικαιοσύνης, ἡ Σιών, πόλη πού μένει πιστή στόν Θεό"(Ἡσ. 1, 25-26).
Καί ὁ σοφός Σολομώντας ἐπίσης, λέει:
"Ὅπως δοκιμάζεται τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι στό καμίνι, ἔτσι δοκιμάζει ὁ Κύριος τούς ἐκλεκτούς του" (Παροιμ. 17, 3).
Καί ὁ σοφός Σειράχ λέει:
"Μέ τή φωτιά δοκιμάζεται ὁ χρυσός καί οἱ ἄνθρωποι γίνονται δεκτοί ἀπό τόν Θεό, ὅταν περάσουν ἀπό τό καμίνι τῆς ταπείνωσης" (Σοφ. Σειρ. 2, 5).
Τέλος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει:
"Διότι ὁ Κύριος ἐκεῖνον πού ἀγαπάει τόν διαπαιδαγωγεῖ καί μαστιγώνει ὅποιον παραδέχεται γιά παιδί του" (Ἑβρ. 12, 6). 

Συνομιλία μέ τόν Ἀββᾶ Σειρῆνο,
ἐκ τοῦ βιβλίου:
Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου
Τόμος Α΄ 
Ἐκδόσεις: "ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ"

Ψελλίσματα Στην Πανάχραντο !



" Στήν Παναγία μας ὅλα τά προβλήματά μου ἀναθέτω.
Ἀλλά γιά περισσότερη ἐγρήγορση…
Μιλῶ στήν Γλυκοφιλοῦσα,
ὅταν μοῦ λείπη ἡ ἀγάπη τῶν δικῶν μου.
Παρακαλῶ τήν Ὁδηγήτρια,
γιά νά μήν χάσω τόν δρόμο μου.
Κλαίω μπροστά στήν Παυσολύπη,
ὅταν ὁ οὐρανός μου εἶναι μαῦρος.
Δέομαι στήν Γοργοϋπήκοο,
γιατί τό πρόβλημα “δέν παίρνει” ἄλλο.
Γονατίζω στήν Παραμυθία,
ὅταν οἱ λύπες εἶναι ἀβάσταχτες, πολλές καί ὄχι μία.
Χαμογελώντας παρακαλῶ τήν Πάντων Χαρά,
ὅταν ἡ χαρά μου εἶναι μακρινό ὄνειρο.
Κοκκινίζοντας ἐκλιπαρῶ τό Ρόδο τό Ἀμάραντο,
γιά τήν χαμένη μου ντροπή.
Κι ἄν ἡ μάνδρα τῆς ψυχῆς μου ἀπειληθῆ,
κρούω στήν Πορταΐτισσα.
Δοξολογώντας τόν Κύριο,
ψάλλω μπροστά στό Ἄξιον Ἐστί.
Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά ὅσα μοῦ ἔδωσε,
ζητῶ ἀπό τήν Παναγία Δεξιά νά Τοῦ τό πεί.
Ἀλλ’ ὅταν δέν ἀντέχω τόν θρῆνο τῶν ἀδελφῶν,
ζητῶ ἀπό τήν Θρηνωδοῦσα νά κλαύσω μαζί της.
Κι ὅσες φορές, ὡς ἄλλοι “Φιλισταῖοι” ἐχθρικά σύννεφα πυκνώνουν
στόν οὐρανό τῆς Πατρίδος μου, ἱκετεύω τήν Ἁγία Σκέπη.
Κι ὡς Μάνα τοῦ κόσμου ὅλου, Βρεφοκρατοῦσα,
Σέ ἱκετεύω γιά τίς μάνες…
Ἀπό τήν Γερόντισσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους
ζητῶ νά φυλάει τά ἀδέλφια μου τούς μοναχούς… "

Ὦ Δέσποινα τοῦ κόσμου, γενοῦ μεσίτρια,
πρός τόν Φιλάνθρωπο Θεόν,
μή μοῦ ἐλέγξῃ τάς πράξεις,
ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων."

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου



Tώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ΄, 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ...
ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.
Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.

Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.
Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου (Ἆσμ. ἀσμ. β΄, 10 καὶ 13).

Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».

Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».
Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.

Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.
Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.

Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.
Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.

Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.

Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».

Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.

Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.

Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».

Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.

Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.
Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.

Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.

Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».

Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:
»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.
»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.

»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».
Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.

Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].

Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.

Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.

Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα· γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».
Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.

Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ( Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.
Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.

Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.
Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.

Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».
Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον· καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.

Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.

Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.

Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.
Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.

Ἀπό τό βιβλίο: «Ὁ Βίος τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας», Ἱερόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου «Μπουραζέρη», Ἅγιον Ὄρος, 2010
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

Η Παναγία μεσιτεύει ακατάπαυστα για όλους μας



«Ημέρας και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών»

Όλα τα βλέμματα και οι καρδιές, τούτες τις δίσεχτες ημέρες, ικετευτικά, παρακλητικά στρέφονται στο καλοκαιριάτικο αυγουστιανό Πάσχα. Τον Δεκαπενταύγουστο.

Στον ζωηφόρο θάνατο, στην αθάνατη Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου. Συντονισμένα και τα πόδια μας –έστω και βαρυφορτωμένα από την ένοχη συνείδησή μας, την οικονομική δυσπραγία και τα όποια ασήκωτα βάρη της καθημερινότητας-μας οδηγούν ανεπίστροφα μπροστά στην θαυματουργική εικόνα, για να αποθέσουμε στα αγιασμένα πόδια της τον οφειλόμενο σεβαστικό ασπασμό μας. Για να δροσίσουμε τα φρυγμένα από το κακό και την αμαρτία χείλη μας και να δηλώσουμε αμετάκλητα την αγάπη μας στην τόσο πονεμένη αλλά και πληγωμένη από τα δικά μας λάθη, τα δικά της παιδιά, Θεομάνα.

Ελάτε λοιπόν χρεωστικά να υμνήσουμε και κυρίως να τιμήσουμε «την Θεοτόκο και Μητέρα του φωτός». H Δαμασκηνή θεολογία πανέμορφα μας υπενθυμίζει πως « ουδείς κατ’ αξίαν της Θεομήτορος την ιεράν εκδημίαν ευφημήσαι δυνήσεται-επειδή- αύτη θεσμόν εγκωμίων υπέρκειται». Ο ίδιος Πατέρας ομολογεί πολύ παρήγορα πως δεν υπάρχει πτυχή, λεπτομέρεια ζωής, την οποία να μη γνωρίζει η Θεοτόκος και να μην μπορεί να δώσει ανάσα ζωής και ελπίδα σωτηρίας.

Ο αγιορείτικος μοναχισμός νιώθει βαθύτατο συγκλονισμό στο να την επικαλείται και να μην την αφήνει ήσυχη «υπέρ πάσης ψυχής θλιβομένης τε και καταπονουμένης». Η Παναγία δεν ξεκουράζεται, αναπαύεται στην υπέρ των τέκνων της κόπωση, γι’ αυτό και ποτέ δεν χαμηλώνει τα δεόμενα πανάχραντα χέρια της. Η Παναγία επανέρχεται συχνά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία κυρίως ως μητέρα. Και μία καλή μητέρα ξέρει ν’ ακούει, να πονά και ν’ αγαπά. (γ. Μωϋσής).

Είναι αδίστακτη η πίστη όλων μας, ότι η Υπεραγία Θεοτόκος μετέχει στη δόξα του Υιού της, συμβασιλεύει μαζί του διευθύνει κοντά στο πλευρό του τις τύχες και όλα τα γεγονότα της Εκκλησίας και του κόσμου που εκτυλίσσονται μέσα στο χρόνο, μεσιτεύει «ημέρας και νυκτός» για όλους μας προς Εκείνον, ο οποίος θα έρθει να κρίνει τον κόσμο.

Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στοχάζεται : «Εκείνη έχει το πλήθος των πολλών οικτιρμών. Έχει πολλή αγάπη στο ανθρώπινο γένος, προπάντων στους αμαρτωλούς. Ο Υιός της παίρνει μεγάλη χαρά, όταν τον παρακαλεί η Μητέρα του, διότι θέλει να σώσει τον άνθρωπο. Δια τούτο και μόνο έφερε την Μητέρα του και μας την εχάρισε, για να την έχουμε μέσον προς σωτηρίαν.»

Θαυμάζοντας το μεγαλείο της ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφωνεί: «Πού ημπορώ εγώ να απαριθμώ όλα τα μεγαλεία όσα εποίησεν ο Θεός εις την Αειπάρθενον; Αυτά είναι άπειρα κατά το μέγεθος και αναρίθμητα κατά το πλήθος. Και αν ήταν δυνατόν να ενωθούν όλοι όσοι εσώθησαν με τον άσπορον Τόκον της, και να γίνουν ένα στόμα και μία γλώσσα πάλιν δεν ήθελαν δυνηθή να αριθμήσουν τα μεγαλεία της Θεοτόκου και να τα εγκωμιάσουν κατά την αξίαν τους…».

Η εποχή μας φαίνεται να είναι η εποχή της μεγάλης αποστασίας και πραγματικά αντίχριστες οι ημέρες που ζούμε, αφού οι κυβερνήτες μας «έδιωξαν» κυριολεκτικά από την αγκαλιά της Θεομήτορος, Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Με τον τρόπο αυτό εξορίζεται ο Χριστός από την κατ’ εξοχήν δική Του ημέρα, την Κυριακή, για να μην ακούν την κυριακάτικη καμπάνα και τους θυμίζουν ενοχές.

Και όμως όλοι αυτοί θα τρέξουν να δώσουν ανερυθρίαστα το παρόν στην μεγάλη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, όχι από ευλάβεια αλλά και πάλι για εμπορία ψήφων και κάλυψη ενόχων κατατρεγμών συνειδήσεων. Η Κυρία Θεοτόκος όμως αποστρέφει το πρόσωπό της από όσους «ύβρισαν» τον Υιόν της, και να θυμηθούμε τους σοφούς λόγους του γέροντος Παϊσίου ότι «θα δουλέψουν οι πνευματικοί νόμοι»!

Όσοι πιστοί ορθόδοξοι «προσέλθωμεν τω τάφω της Θεομήτορος»! Να γονατίσουμε ικετευτικά, να προσκυνήσουμε λατρευτικά, να υμνήσουμε δοξολογικά και ταπεινά να παρακαλέσουμε την Κυρία Θεοτόκο να πρεσβεύει για κάθε ψυχή πονεμένη, πικραμένη και παραπονεμένη, και για τούτη την πολυβασανισμένη πατρίδα μας Ελλάδα.

Σαββίδης Παύλος, Θεολόγος

ΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ



Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἡ κατά σάρκα γεννήσασα τόν Θεόν Λόγον, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι εὐπρεπές, οὐδέ ἄξιον εἰς ἐμέ τόν πανάσωτον, τόν ἔχοντα μεμολυσμένους τούς ὀφθαλμούς καί τά χείλη ἀκάθαρτα, νά ἴδω τήν εἰκόνα Σου τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τό σῶμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί ἀμόλυντα, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας πρέπει νά μισηθῶ ὁ ἄσωτος καί νά ἐπιτιμηθῶ ὑπό τῆς ὑμετέρας καθαρότητος. Πλήν ἐπειδή ὁ Θεός τόν Ὁποῖον ἐγέννησες, ἔγινεν ἄνθρωπος ὅπως καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν, λαμβάνω καί ἐγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι πρός Σέ, παρακαλῶν μετά δακρύων.
Πρόσδεξε τήν παράκλησίν μου διά τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν πολλῶν καί χαλεπῶν πταισμάτων μου καί παρακάλεσον τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν καί Θεόν ὅπως ἐλεήσῃ τήν ἀθλίαν καί ταλαίπωρον ψυχήν μου. Διότι διά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου ἐμποδίζομαι νά στρέψωτό βλέμμα μου πρός Αὐτόν καί νά ζητήσω συγχώρησιν καί διά αὐτό σέ προβάλλω μεσίτριαν.
Ἀπολαύσας πολλῶν καί μεγάλων δωρεῶν παρά τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, ἐφάνην ἄθλιος καί ἀχάριστος ὁμοιωθείς μέ τά ἀνόητα κτήνη· πτωχεύσας εἰς τάς ἀρετάς, πλουτήσας εἰς τά πάθη, βεβαρυμένος μέ ἐντροπήν, ἐστερημένος θείας παρρησίας, κατακεκριμένος ὑπό τοῦ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπό τῶν ἀγγέλων, χλευαζόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος καί μισούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεως, ἐντρεπόμενος διά τά πονηρά μου ἔργα, νεκρός ὑπάρχων πρό τοῦ θανάτου καί πρό τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος καί πρό τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως τυγχάνων αὐτοτιμώρητος ὑπό τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο καταφεύγω εἰς τήν ἰδικήν Σου καί μόνην βοήθειαν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ μυρίων ταλάντων ὀφειλέτης, ὁ ἀσώτως τήν πατρικήν οὐσίαν δαπανήσας, ὁ παρανομήσας ὑπέρ τόν Μανασσῆν, ὁ γενόμενος ἄσπλαχνος ὑπέρ τόν πλούσιον, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τό δοχεῖον τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλαξ τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λόγων καί ὁ ξένος πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας.
Ἐλεήσόν μου τήν ταπείνωσιν καί συμπάθησόν μου τήν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις τήν παρρησίαν πρός τόν ἐκ Σοῦ τεχθέντα καί οὐδείς δύναται ὡς Σύ, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. Δι᾽ ὅλα ἔχεις τήν ἰσχύν ὡς ὑπερέχουσα πάντων τῶν κτισμάτων καί δέν εἶναι ἀδύνατον εἰς Σέ οὐδέν, ἐάν θελήσῃς. Μή λοιπόν παραβλέψῃς τά δάκρυά μου, μή ἀηδιάσῃς τόν στεναγμόν μου, μή ἀποστραφῇς τόν πόνον τῆς καρδίας μου, μή ἐντροπιάσῃς τήν πρός Σέ προσδοκίαν μου, ἀλλά διά τῶν μητρικῶν Σου δεήσεων βίασον τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ καί ἀξίωσόν με τόν ταλαίπωρον καί ἀνάξιον δοῦλόν Σου ν᾽ ἀπολαύσω τό πρῶτον καί ἀρχαῖον κάλλος καί τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν παθῶν, διά νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τάς ἁμαρτίας καί νά γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νά ἐκδυθῶ τόν μιασμόν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ἐνδυθῶ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νά νεκρωθῶ διά τόν κόσμον καί νά ζήσω ἐν τῇ ἀρετῇ.
Ὁδοιποροῦντά με συνόδευσον, πλέοντα ἐν θαλάσσῃ σύμπλευσον, ἀγρυπνοῦντα με ἐνίσχυσον, θλιβόμενον παρηγόρησον, ὁλιγοψυχοῦντα παρακάλεσον, ἀσθενοῦντα δώρησόν μου τήν ἴασιν, ἀδικούμενον ρῦσαί με, συκοφαντούμενον ἀθώωσον, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα προφθάσασα λύτρωσόν με, εἰς τούς ἀοράτους ἐχθρούς δεῖξον με καθ᾽ ἑκάστην φοβερόν.
Ναί ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον τῶν οἰκτρῶν δεήσεων καί μή μέ ἐντροπιάσῃς ἀπό τῆς προσδοκίας μου. Τόν βρασμόν τῆς σαρκός κατάπαυσον, τήν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀγριωτάτην ταραχήν κατεύνασον, τόν πικρόν θυμόν καταπράϋνον, τόν τύφον καί τήν ἀλαζονίαν τῆς ματαίας οἰήσεως ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον, τάς νυκτερινάς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τάς καθημερινάς ἀκαθάρτους προσβολάς ἀπομάκρυνον τῆς καρδίας μου. Παίδευσόν μου τήν γλῶσσαν ἵνα ὁμιλῇ τά συμφέροντα, δίδαξον τούς ὀφθαλμούς μου νά βλέπουν ὀρθῶς τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς, ἐνίσχυσον τούς πόδας μου ἵνα βαδίζουν τήν μακαρίαν ὁδόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τάς χεῖράς μου ἁγίασον ἵνα ἀξίως αἴρω αὐτάς πρός τόν Ὕψιστον. Καθάρισόν μου τό στόμα ἵνα μετά παρρησίας ἐπικαλεῖται τόν Πανάγιον Πατέρα καί Θεόν. Ἄνοιξόν μου τά ὦτα, ἵνα ἀκούω αἰσθητῶς καί νοητῶς τά ὑπέρ μέλι καί κηρίον γλυκύτερα λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί βιῶ ταῦτα ἐνισχυόμενος ὑπό Σοῦ.
Δός μοι καιρόν μετανοίας, λογισμοῦ ἐπιστροφήν, ἐλευθέρωσόν με ἐξ αἰφνιδίου θανάτου καί ἀπάλλαξόν με κατακεκριμένον ὑπό τῆς συνειδήσεως. Καί τελευταῖον ἐλθέ κοντά μου κατά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς μου ἀπό τοῦ ἀθλίου μου σώματος, ἵνα ἐλαφρύνης τήν ἀφόρητον αὐτήν βίαν, ἀνακουφίσῃς τόν ἀνέκφραστον πόνον, παρηγορήσῃς τήν ἀπαραμύθητον στενοχωρίαν. Ἵνα τῆς σκοτεινῆς μορφῆς τῶν δαιμόνων λυτρώσῃς, παραμερίζουσα τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί σχίζουσα τά χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Καί ἵνα μέ οἰκειώσῃς μέ τόν Θεόν καί μέ καταξιώσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ παραστάσεως ἐν τῷ φοβερῷ Κριτηρίῳ καί νά μέ κάμῃς κληρονόμον τῶν αἰωνίων καί ἀδιαφθόρων ἀγαθῶν.
Ταύτην τήν ἐξομολόγησιν Σοῦ κάμνω Δεσποινά μου Θεοτόκε, τό φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν καί παραμυθία τῆς ζωῆς μου, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς καί προστασία μου, τήν ὁποίαν δέξου εὐμενῶς καί καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί ἀξίωσόν με εἰς τήν παροῦσαν ζωήν ἀκατακρίτως νά μετέχω τοῦ Παναγίου καί ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ. Εἰς δέ τήν μέλλουσαν, τῆς γλυκυτάτης οὐράνιας τροφῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα εἶναι ἡ κατοικία πάντων τῶν εὐφραινομένων. Τούτων δέ τῶν ἀγαθῶν τυχών ὁ ἄθλιος, δοξάζω εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ τοῦ δεχομένου πάντας τούς μετανοοῦντας ἐξ ὅλης ψυχῆς διά Σέ τήν γενομένην μεσίτριαν καί ἐγγυήτριαν πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι διά Σοῦ Πανύμνητε καί Ὑπεράγαθε Δέσποινα περισώζεται ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις αἰνοῦσα καί εὐλογοῦσα Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Παναγίαν Τριάδα.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Η Υπεραγία Θεοτόκος στην Εκκλησία



Μὲ τὴν ἁμαρτία τὸ θάνατο καὶ τὸ διάβολο οἱ ἄνθρωποι ξέπεσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπομακρύνθηκαν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπὸ ἀμέτρητη φιλανθρωπία ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γιὰ πάντα παραμένει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὡς Θεάνθρωπος ὡς Ἐκκλησία. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μὲ τὴν δική του θεανθρώπινη οἰκονομία σώζει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο. Εἶναι Καινο- Διαθηκικὴ Πανευλογία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ποὺ ἐγέννησε γιὰ ἐμᾶς τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ στὴν πραγματικότητα γέννησε τὴν Ἐκκλησία διότι ἔδωσε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπὸν ἡ Θεοτόκος ταυτοχρόνως καὶ Ἐκκλησιογεννήτρια· ἡ Θεομήτωρ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Ἐκκλησιομήτωρ.

Γι’ αὐτὸ ἡ ἁγία προσευχόμενη σκέψη τῆς Ἐκκλησίας ὁμολογεῖ καὶ διδάσκει αὐτὴ τὴν Παν-ἀλήθεια ὅτι δηλαδὴ ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ Παν-φῶς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ Θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας γίνεται δι’ Αὐτῆς καὶ διὰ τοῦ δικοῦ Της Θεϊκοῦ Υἱοῦ.

Οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κηρύττουν γιὰ Αὐτήν. Ὅθεν δικαίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκον τὴν Ἁγίαν Μαρίαν ὀνομάζομεν. Τοῦτο γὰρ τὸ ὄνομα ἅπαν τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας συνίστησι.

Γιὰ τὴν προσευχόμενη καὶ παν-ἀληθή αἴσθηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ δική του θαυμαστὴ Θεομήτωρ εἶναι δύο ἀχώριστες ὑπάρξεις. Στὴν ὀρθόδοξη ἐπίγνωση τῆς ΚαινοΔιαθηκικῆς πίστης τὸ σωτηριῶδες καὶ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀχώριστο ἀπὸ τό τῆς Παναγίας Ἀχράντου Ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ἐὰν ὑπάρχει κάποιος στὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τότε Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεοτόκος ἡ Παντελεία, Θεανθρώπινη Παν-ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελειοτάτη μορφὴ κάθε ἀπείρου καλοῦ. Διότι ὅταν δί’ Αὐτῆς ὁ Θεὸς εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὡς ἄνθρωπος πῶς νὰ μὴν προέλθει ἐξ Αὐτῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο κάθε τι τὸ θεϊκό, κάθε τι τὸ ἐπουράνιο, κάθε τι τὸ εὐαγγελικό, κάθε τι τὸ εὐλογημένο, κάθε τι τὸ παραδεισένιο;

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων.

Ἀναμφίβολα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ πλουσιωτάτη Δωρο -δωρήτρια στὸ Ἀνθρώπινο γένος. Χάρισε σὲ ἐμᾶς, ἐγέννησε γιὰ ἐμᾶς τὸν Θεὸν ὡς ἄνθρωπο, ὡς Θεάνθρωπο· καὶ μὲ Αὐτὸν τὴν Αἰώνια Ἀλήθεια, τὴν Αἰώνια Δικαιοσύνη, τὴν Αἰώνια Ἀγάπη, τὴν Αἰώνια Ἀγαθότητα, τὴν Αἰώνια Ζωή.

Ἀσφαλῶς μὲ αὐτὰ ἔδωσε σὲ ἐμᾶς ὅ,τι αἰωνίως χρειαζόταν ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ ὅλους τους κόσμους: τὴν σωτηρία, τὴν ἐνχρίστωση, τὴν Θεανθρωποποίηση, τὴν Θέωση, τὴ ἐντριαδοποίηση, δηλαδὴ ὅλα τὰ θεία μυστήρια καὶ ὅλες τὶς θεϊκὲς ἀρετές. Ἀλλὰ μαζί μέ ὅλα αὐτά (μᾶς ἔδωσε) τὸ πολὺ ἀγαπητὸ θαῦμα ὅλων τῶν θεϊκῶν κόσμων, τὸν θαυμαστὸ καὶ παν- θαύμαστο Θεὸ καὶ Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ, τὸν Θεάνθρωπο.

Ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν εἶναι παναληθὴς καὶ θεόπνευστη ἡ ὁμολογία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «οὐδεὶς ἂν ἔλθοι πρὸς Θεὸν εἰ μὴ δι’ Αὐτῆς (τῆς Θεοτόκου)…Δι’ Αὐτῆς μεθέξουσι ὅσοι δὴ μεθέξουσι Θεοῦ. Αὕτη καὶ τῶν πρὸ Αὐτῆς αἰτία καὶ τῶν μέτ’ Αὐτὴν προστάτις καὶ τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς… Αὕτη παντὸς ἁγίου κορυφὴ καὶ τελείωσις». [Δηλαδή: «Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔλθει στόν Θεό παρά μόνο διά μέσου Αὐτῆς (τῆς Θεοτόκου)…Διά μέσου Αὐτῆς θά ἑνωθοῦν ὅσοι θά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι αἰτία, καί τῶν πρίν ἀπό Αὐτήν, καί προστάτις τῶν μετά ἀπό Αὐτήν καί αἰτία (πρόξενος) τῶν αἰωνίων (ἀγαθῶν). Αὐτή εἶναι ἡ ὑπόθεση (μέ αὐτήν ἀσχολοῦνται καί γι’ αὐτήν ὁμιλοῦν) τῶν Προφητῶν, ἡ ἀρχή τῶν Ἀποστόλων, τό στήριγμα τῶν μαρτύρων, ἡ κρηπίδα (βάση) τῶν διδασκάλων…Αὐτή εἶναι ἡ κορυφή καί ἡ τελείωση τοῦ κάθε Ἁγίου»)

Ἡ θεοδηγούμενη σκέψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μεγαλύνοντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὁμολογεῖ: «Ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ κανεὶς ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία. Αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Σωτηρίας γιατί ἐγέννησε τὸν Σωτήρα».

Ὁ Θεόσοφος ὁμολογητὴς τῆς θεανθρώπινης ἀλήθειας γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑνώνει τὴν προσωπικότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἐννοηθεῖ, οὔτε νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Μὲ τὴν ἐπονομασία δὲ «Θεοτόκος», στὸ πρόσωπο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκφράζεται ὅλο τὸ θεϊκὸ μυστήριο τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ναί, χωρὶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δὲν ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος, δὲν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει ἡ σωτηρία καὶ ὅλος ὁ κόσμος μετατρέπεται σὲ μία πολὺ ἀσυλλόγιστη φρίκη καὶ ὁ ἄνθρωπος σὲ μία φοβεροτάτη κόλαση.

-Γιὰ ποιὸ λόγο ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς αὐτὸν τὸν κόσμο;

-Γιὰ νὰ γίνει ναὸς τοῦ Θεοῦ.

-Καὶ τὴν ζωὴν σὲ αὐτόν;

-Γιὰ νὰ γίνει Θεο-λειτουργικὴ.

-Καὶ τοὺς ἀνθρώπους σὲ αὐτὴν;

-Γιὰ νὰ γίνουν Θεολειτουργοί.

Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μετάλλαξαν αὐτὸ τὸν κόσμο σὲ εἰδωλεῖο καὶ κολαστήριο.

– Μὲ τί;

-Μὲ τὴν Ἁμαρτία. Διότι ἡ ἁμαρτία ὑπακούει στὸν διάβολο καὶ ὄχι στὸν Θεό. Ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἀπὸ Θεὸ-λειτουργικὴ ἔγινε διαβολοειδὴς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ μετασχηματίστηκαν σὲ ὑπηκόους τοῦ διαβόλου.

Ὁ Κύριος ὅμως Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν ἁγιάση καὶ νὰ τὸν μεταμορφώση ἀπὸ κόλαση σὲ Θεο-λειτουργία καὶ αὐτὸ ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς τὸ πραγματοποίησε μὲ τὴν Ἐκκλησία. Διότι μὲ Αὐτὴν ὅλος ὁ Κόσμος ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζωὴ σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο εὐαγγέλιο ὅλη Θεολειτουργική. Τὸ δὲ τέλειο παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ὁποία ἔζησε καὶ ἀσκήθηκε στὸ ναὸ, στὴν Ἐκκλησία. Ὅλη Της ἡ ζωή ἦταν μία ἀδιάκοπη Θεολειτουργία μὲ συνεχή ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

Απάντηση Γέροντος Σάββα Λαυριώτη προς την Ι. Κοινότητα Αγίου Όρους

Ἀπάντηση στην ἀνακοίνωση τῆς 28/7/2016 τῆς Ἱ.Κοινότητας τοῦ Ἁγ.Ὄρους 
(Δείτε την ανακοίνωση στο τέλος του άρθρου)

Πρὸς τὴν
Ἱερὰ Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, Ἄθω
Ἐπειδὴ σὰν ἀντιπρόσωποι τῶν Ἱ. Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δείχνετε νὰ ταράσσεστε περισσότερο γιὰ τὴν προστασία τῆς διοικητικῆς δομῆς ποὺ σᾶς ἀναδεικνύει καὶ τὴν ἐξουσιαστικὴ αὐθεντία μὲ τὴν ὁποία ἐποιήσατε ἑαυτοῖς ὄνομα,[1] ἀπὸ τὸν πνευματικὸ, ποιμαντικὸ καὶ σωτηριολογικὸ σας προορισμὸ, θὰ θέλαμε νὰ σᾶς καθησυχάσουμε διαβεβαιώνοντας ὅτι, οὔτε ἐπιχειρήσαμε, οὔτε ἐνδιαφερόμαστε νὰ ἐμφανιστοῦμε ὡς σφετεριστὲς τῆς ἐξουσίας σας.
Θὰ τὸ θεωρούσαμε ἄλλωστε μεγίστη κατάπτωση καὶ πνευματικὸ μας ὄλεθρο νὰ συνδεθοῦμε μὲ τοὺς Προϊσταμένους τῆς Ἱ. Κοινότητας ποὺ, ὡς πιστότατοι συνεργάτες καὶ ὑποστηρικτὲς τοῦ μεγαλύτερου αἱρεσιάρχου τῶν τελευταίων αἰώνων, «ὀνομάζετε τὸ μαῦρο ἄσπρο καὶ τὸ πικρὸ γλυκὸ».[2]
Κραδαίνετε τὴν κρατικὴ σφραγῖδα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας ἀλλὰ ἀπωλέσατε τὴν σφραγῖδα τῆς Ὀρθῆς Πίστης καὶ Ἁγιοπατερικῆς Παράδοσης. Προσέχετε τὸ ὄστρακο καὶ πετᾶτε τὸν μαργαρίτη. Ὅπως κάποτε ἡ διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας παρακαλοῦσε τὸν ἀναθεματισμένο πάπα Ἰννοκέντιο νὰ «προστατέψει» τὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία, ὅπως κάποτε ἡ διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας δέχτηκε καὶ ἐγκατέστησε Ἰησουιτικὸ σχολεῖο στὸν Ἄθωνα, ὅπως κάποτε ἡ διοίκηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας ἐξόρισε τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ τοὺς ἁγίους Κολλυβάδες, ἔτσι καὶ σήμερα ἦρθε ἡ σειρὰ σας νὰ συνεργήσετε μὲ τοὺς κακοδόξους ἁγιομάχους.
Ὅμως, «κάθε κληρικὸ τοῦ ὁποίου ἡ πίστις, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἅγίων Πατέρων νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡς δαίμονα, ἔστω κι ἂν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει ἄλλα μύρια θαύματα», διδάσκει ὁ Ἅγ. Συμεὼν. [3]
Ἐμεῖς λοιπὸν προτιμοῦμε νὰ ὑπακοῦμε στοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μᾶς ἐπιτάσσει: «Ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε». [4]
Μετὰ τιμῆς καὶ ἀληθείας
Γέρων Σάββας Λαυριώτης
[1] Γεν.α΄4
[2] Ἡσ.ε΄20
[3] Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Λόγος ΣΤ΄.
[4] Ἀποκ.ιη΄4


Ανακοίνωση της Ιεράς Κοινότητος 28/7/2016:


Η "Σωτηρική" διάγνωση έγινε πριν δεκαετίες!




…Ο Οικουμενισμός δεν είναι –όπως νομίζουν μερικοί- κάτι το ακίνδυνο.
Ο Οικουμενισμός είναι ένα είδος πανθρησκείας.
Τον χαρακτήρισαν ως αίρεση, αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ελαφρός.
Δεν είναι απλώς μία αίρεση αλλά παναίρεση. Είναι η μεγαλυτέρα απειλή κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. 
Ο Οικουμενισμός είναι τι κατά πολύ χειρότερον της παναιρέσεως. Είναιαμνήστευση και ανοχή όλων των αιρέσεων.Ο Οικουμενισμός είναι παγίς και νόσος προς θάνατον. Είναι ο σύγχρονος Δούρειος Ίππος τον οποίο έχει εφεύρει η Δύση δια να εισχωρήσει στον Ιερό χώρο της Ορθοδοξίας.
Εξ άλλου ημείς οι Ορθόδοξοι συμμετέχοντες στην Οικουμενική κίνηση δεν συμβάλλομεν στην λύση των Εκκλησιαστικών προβλημάτων ούτε εις την ποθητή ένωση. Συμβάλλομεν μάλλον εις την διαίρεσιν των ηνωμένων παρά εις την ένωσιν των διεστώτων. Περισσότερο βλάπτομεν παρά ωφελούμεν.

 

 Λέγει ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός για τον συγκρητισμόν-οικουμενισμό:

«Μέσον αληθείας και ψεύδους δεν δύναται να υπάρξει».

Τα ζητήματα της πίστεως δεν δέχονται συγκατάβασιν. Δεν υπάρχουν χρυσές μεσότητες και ημιαλήθειες.

Από το βιβλίο:
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Ν. Βασιλειάδη, σελ. 252-253

Μας εστάλη από αγωνιστή κληρικό

Θέλουν να νοθεύσουν το ανόθευτο Φαρμακείο της Ορθοδοξίας με τα Οικουμενιστικά "γενόσημα"!

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
ΩΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ


Ενώ ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ (θρησκευτικός συγκρητισμός) παρουσιάζεται ως αυτόκλητος σωτήρας της ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ουσιαστικά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της.
Η αρρώστια της αμαρτίας πάντα υπήρχε και θα υπάρχει και θα θεριεύει στην οικουμένη και σε όλο τον εφήμερο χρόνο έως της συντελείας των αιώνων.
Μαζί της όμως και στον αντίποδα πάντα συνυπήρχε και το φαρμακείο που λέγεται ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, και έτσι πάντα και πάντοτε υπήρχε ελπίδα ιάσεως και θεραπείας στην οποιαδήποτε «νόσον και μαλακίαν».
Δυστυχώς όμως δεν φτάνουν τα αυτόκλητα παράνομα μαγαζάκια και «Φαρμακεία» (βλέπε Αιρέσεις) που τόσα χρόνια διαλαλούν τα μαϊμού εμπορεύματα και φάρμακα, θέλουν τώρα και το μόνον εναπομείναν ανόθευτο Φαρμακείο της Ορθοδοξίας μας να το νοθεύσουν με τα δικά τους γενόσημα και θανατηφόρα φάρμακα και φαρμάκια.
Εφόσον λοιπόν κάποτε το επιτύχουν αυτό θα υπάρχει πλέον λόγος υπάρξεως της Οικουμένης και της ανθρωπότητος πάνω στην γή;

ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

Για όσους ρωτούν, πως ν' αγαπήσουν τον Θεό...



Τι κάνουμε όταν αγαπούμε κάποιον; Θέλουμε τουλάχιστον να του μιλούμε! Το ίδιο και με τον Χριστό! Του μιλούμε με την προσευχή μας και Του εναποθέτουμε όλη μας τη ζωή και την ελπίδα μας!
Τι άλλο κάνουμε όταν αγαπούμε κάποιον; Θέλουμε να τον βλέπουμε! Το ίδιο και με τον Χριστό. Πάμε σπίτι Του, στον ναό, και Τον προσκυνούμε.

Κάτι πολύ ωραίο που άκουσα σε μια ομιλία είναι ότι επειδή είμαστε άνθρωποι, έχουμε ανάγκη να βλέπουμε ποιος είναι αυτός που αγαπάμε. Να είναι κάποιος που έχει όνομα, χέρια, πόδια, μάτια κ.λ.π. Γι' αυτό και ο Χριστός από Θεός έγινε άνθρωπος για να μπορέσουμε εμείς να Τον αγαπήσουμε και από άνθρωποι να γίνουμε Θεοί!
Ο Χριστός μας αγαπά όλους το ίδιο, αλλά εμείς νιώθουμε όση αγάπη αντέχουμε και ζητούμε να πάρουμε. Όσο περισσότερο ανοίγουμε το παράθυρο του δωματίου, τόσο πιο πολύ φως και ήλιος θα μπει μέσα!
Άνοιξε λοιπόν τη χαραμάδα της καρδιάς σου και όλα θα πάνε καλά!

Προσπαθείς, αγωνίζεσαι, γονατίζεις, ματώνεις, μα ποτέ δεν φτάνει



Πάντα θα υπάρχει κάτι που δεν πρόλαβες, δεν έκανες, δεν μερίμνησες.
Πάντα, μα πάντα θα υπάρχει ένα ακόμα σκαλί που θα πρέπει να ανέβεις. Απογοήτευση, απελπισία, θλίψη. Πάρε το απόφαση, μόνος σου δεν γίνεται, με τις δικές σου δυνάμεις δεν προφταίνεις, με τους δικούς σου λογισμούς κι επιθυμίες δε σώνεσαι. Με τη δική σου λογική δεν γίνεται, δεν βγαίνει...
Άσε τα σε Εκείνον. Εκείνος ξέρει, Εκείνος γνωρίζει τις πιο κρυφές ανάσες σου, τις πιο κρυφές σου ανησυχίες. Πάρε το απόφαση ότι τίποτα δε γίνεται, καμιά νίκη δεν επιτυγχάνεται, κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται αν σταθείς μόνος απέναντι στη ζωή. Ζήσε το, μην μένεις μόνος σου. Νιώσε το...
Βάλε λίγο ουρανό στη ζωή σου !!!

Άραγε έχουμε αναρωτηθεί ότι η απλότητα και η ταπείνωση είναι το κλειδί της επιτυχίας;



Σε τούτες τις έσχατες μέρες που διανύουμε, η ανθρωπότητα κουρασμένη από τον ναρκισσισμό της έχασε τα λογικά της και προσπαθεί, η ταλαίπωρη, να παρηγορηθεί από τα ξυλοκέρατα της ευδαιμονίας. Ό,τι πιο σάπιο, πιο ανήθικο και διαστροφικό λογίζεται πια ως αξία από τους περισσότερους! 

Η λογική, οι αξίες, το ήθος, οι αρετές κατάντησαν σκουριασμένα παλιοσίδερα που περιμένουν και αυτά με τη σειρά τους τον παλιατζή, για να τα μεταφέρει στην ανακύκλωση. Κατάντησε η επιβεβλημένη, από τους φαιδρούς, ιδεολογία της σύγχρονης ανθρωπότητας μια αδηφάγος χοάνη που καταπίνει τα πάντα στο διάβα της. Οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν, επαναστάτησαν κατά του Θεού. Όλοι θέλουν να ζήσουν δίχως Θεό, δίχως στερήσεις, δίχως πόνο, δίχως «μη». Η μεγαλαυχία και το σύνθημα της εποχής «ζήσε το τώρα, γιατί αύριο δεν ξέρεις αν θα ζεις» έγινε ωροδείκτης χαράζοντας νέα πορεία σε αυτό το ταλαίπωρο κοινωνικό γίγνεσθαι. Χρήμα, ευδαιμονία και πάθος για εξουσία οποιασδήποτε μορφής... 

Άνδρες «βόλτα σε κλεμμένο αμάξι», κατά τον τραγουδοποιό που χωρίς να θέλει υποσυνείδητα δίνει το στίγμα της εποχής, υπερέβησαν τον ηθικό «Ρουβίκωνα». Σπουδή και τελειοποίηση της υποκριτικής, καλαίσθητο ντύσιμο, γιατί έτσι το επιβάλλουν οι εκάστοτε σχεδιασμοί μόδας και μπρος για το κυνήγι και «ρίξιμο» της πληθωρικής γυναίκας. Ο λάθος δρόμος έγινε αυτοσκοπός, για να δικαιώσει τον φιλόσοφο που βοά γονυπετής: «Όταν τα απορρίμματα εμπνέουν, τότε τα σκουπίδια γίνονται στολίδια».

Οι γυναίκες άφησαν την ιερή αποστολή τους και ξεχύθηκαν στους ατραπούς της χειραφέτησης. Δική της εργασία, δικό της ταμείο, δικό της αυτοκίνητο, δική της προσωπική ζωή! Όχι δεσμεύσεις, μόνο ηδονή και διασκέδαση! Θα ζήσουμε καλά, θα αλλάζουμε τους συντρόφους μας σαν τα πουκάμισα και όταν αποκτήσουμε εμπειρίες τότε να βρούμε και κανένα καλό σύντροφο, κάνοντας κι ένα παιδάκι! Όλα σε προγραμματισμό! 

Η οικογένεια έγινε αντίκα μεγάλου παλαιοπωλείου. Σήμερα κανείς δεν θέλει να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια. Κανείς δεν θέλει να εμπλουτίσει τις γνώσεις του με τον άνθρωπό του, άλλα στέκεται περισσότερο στην κριτική!

Οι γεροντότεροι, νιώθοντας και αυτοί την «ενέργεια», αφού "τί τριάντα, τί σαράντα, τί πενήντα", άρχισαν να ξεφεύγουν. Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, άντε και με ένα πιο ελαφρύ βάψιμο, κάνοντας τον καρνάβαλο αρχαίου δράματος και η συνδιαλλαγή αρχίζει! Τρελάθηκαν! και στα «ΚΑΠΙ ευτράπελα , πικάντικα και γέλωτας πολύς ακούγεται». Πού συμβουλή! Που σωφροσύνη! 

Όταν τα γηρατειά συνοδεύονται από σοφία είναι το κάτι άλλο, όταν όμως συνοδεύονται από βλακεία είναι μαρτύριο! 

Και τέλος τα παιδιά... Προέκταση των επιθυμιών μας και των ιδεοληψιών μας πάνω στις τρυφερές τους ψυχές! Παιδιά απαίδευτα, αμούστακα, ακάπνιστα. Δείξαμε λάθος δρόμος στα παιδιά μας. Τους δώσαμε τα πάντα, δίχως να τους μάθουμε τί είναι αγώνας και δημιουργία. Δεν καθορίσαμε τα όρια... Ο καθένας πρέπει να έχει τα όρια του. Μάθαμε στα παιδιά μας τα δικαιώματα τους, αλλά δεν τους μάθαμε τις υποχρεώσεις τους. Και τώρα εμείς, «οι σοφοί», αναρωτιόμαστε, γιατί δεν μας ακούν τα παιδιά μας και το κυριότερο; Άντε να τα μαζέψεις! 

Και βέβαια όλα αυτά δεν είναι τόσο ανώδυνα. Ό,τι παραβιάζεις έχει παρενέργειες. Δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα. Η ζωή έχει κανόνες, πλαίσιο. Αν παραβιάζεις, τότε χάνεται και η ισορροπία. Έτσι, σήμερα το μόνο που μπορεί να καυχάται η ανθρωπότητα είναι η εγκαθίδρυση της ανισορροπίας! Αν και υποφέρει, στενάζει, ανέχεται! Γουρούνα η σάρκα. Ακόρεστη .

Ο λάθος τρόπος ζωής έφερε στην επιφάνεια πια τα σωματικά και ψυχικά άλγη. Σύγχυση, θλίψη, μελαγχολία, κατάθλιψη, φάρμακα, αρρώστιες, τρέλα και τέλος δυστυχία. Νοσεί ο σημερινός άνθρωπος και μαζί του νοσούν και θεσμοί που δημιούργησε για την καλλίτερη εξυπηρέτηση των διαφόρων αναγκών του. Η ιδεολογική φενάκη πρόβαλε απαρατήρητη κάτω από την σκιά της «καλοκαιρινής» ραστώνης. Ψέμα, ψέμα, ψέμα. Το τρίπτυχο μιας δημιουργικής ασάφειας που προσπαθεί να συγκεράσει όλους τους τρόπους της ευδαιμονίας. Η αλήθεια απλά υπάρχει, ενώ το ψέμα πρέπει να δημιουργηθεί!

Η διαπίστωση πρέπει να εκφραστεί, αλλιώς θα είναι μια διαπίστωση. Άραγε έχουμε αναρωτηθεί ότι η απλότητα και η ταπείνωση είναι το κλειδί της επιτυχίας;

Αν ναι, τότε πρέπει να δούμε την αλήθεια, διότι η αλήθεια δεν είναι γενική ή αόριστη έννοια, αλλά έχει όνομα και λέγεται Θεός. Αρκεί να Τον αναζητήσουμε.



ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΝΔΡΗ ΓΙΑ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ"

Ἡ μετάνοια καί τά κρίματα τοῦ Θεοῦ...



Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ήταν τον παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε η προεστώσα έστειλε μια νέα μοναχή στην πόλη για υπηρεσία. Εκείνη από συνεργεία διαβολική έπεσε σε βαρύ σφάλμα. ‘Ύστερα, απελπισμένη από την πτώση της, δε γύρισε αμέσως στο ησυχαστήριο.

Έμεινε στον κόσμο και παρασύρθηκε σ’ έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως αηδίασε την αμαρτία και, μετανοημένη ειλικρινά για το κατάντημα της, πήρε το δρόμο της επιστροφής. δεν ξέρουμε όμως γιατί ο Θεός δεν επέτρεψε να πατήσει το πόδι της μέσα στον Παρθενώνα. Μόλις έφθασε στην εξώθυρα, έπεσε κάτω νεκρή.

Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στις μοναχές και στους Πατέρες που ασκήτευαν εκεί γύρω. ΄Όλοι αμφέβαλλαν για τη σωτηρία της.

Ένας άγιος Ερημίτης όμως που έμενε σε μια σπηλιά στην κορυφή του βουνού διηγήθηκε αργότερα το δράμα που είδε, καθώς προσευχόταν, τη στιγμή ακριβώς που η μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι από τον Ουρανό κατέβαιναν να παραλάβουν την ψυχή της, αλλά και πλήθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν από παντού για να την αρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία ανάμεσα στα αγαθά και στα πονηρά πνεύματα. Οι δαίμονες απαιτούσαν την ταλαίπωρη ψυχή που τόσον καιρό δούλευε στην αμαρτία. Οι Άγιοι Άγγελοι βεβαίωναν πώς είχε μεταμεληθεί και γι’ αυτό ήταν άξια σωτηρίας.

- Πού είναι η μετάνοιά της; αντιλογούσαν τα πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπει στο Μοναστήρι της πρόλαβε και τη βρήκε ο θάνατος έξω από την πόρτα.

- Άφ’ ότου είδε ο Πανάγαθος Θεός τη θέλησή της να κλίνει στη διόρθωση, δέχτηκε την μετάνοιά της, αποκρίθηκαν οι Άγγελοι. Η ψυχή είναι κυρία της θελήσεώς της, της δε ζωής και του θανάτου ο πάντων Δημιουργός και κυρίαρχος Θεός.

Έτσι οι δαίμονες έφυγαν νικημένοι, ενώ οι Άγιοι Άγγελοι με χαρά οδήγησαν την ψυχή στα Ουράνια.


ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟΠΡ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Κ. ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΪΚΩΝ, 
εκδ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΛΟΥ, 2002, σ. 59.

Το ντύσιμο της γυναίκας - π. Σάββας Αχιλλέως

Πατὴρ Ἀθανάσιος Γιουσμᾶς: «Συμπροσευχὲς καὶ πανηγύρια»